![]() |
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase. H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη. |
|
Κεντρική σελίδα |
Λίστα Μελών | Games | Σημειώστε όλα τα forums ως διαβασμένα | Σημειώστε όλα τα forums ως διαβασμένα |
|
![]() |
|
Εργαλεία Θεμάτων | Τρόποι εμφάνισης |
![]() |
#1
|
![]() |
![]() |
#2
|
![]() |
|
||||
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἡ Φόνισσα 2
ΣΤ - Θ
Ἅμα ἀπῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Φραγκογιαννοῦ, ζαρωμένη πλησίον τῆς γωνίας, μεταξὺ τῆς ἑστίας καὶ τοῦ λίκνου, ἔχασεν ἐκ νέου τὸν ὕπνον της, καὶ ἤρχισε νὰ συνεχίζῃ τοὺς πικροὺς καὶ πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Ὅταν λοιπὸν ἐξενιτεύθησαν εἰς τὴν Ἀμερικὴν οἱ δυὸ μεγαλύτεροι υἱοί, καὶ ἡ Δελχαρὼ ἐμεγάλωσεν, ἀνάγκη ἦτο αὐτὴ ἡ μήτηρ νὰ φροντίση διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῆς κόρης, καθότι ὁ γέρων, ὁ «Λογαριασμός», δὲν διέπρεπεν ἐπὶ δραστηριότητι. Λοιπὸν ἠξεύρει ὅλος ὁ κόσμος τί σημαίνει μία μήτηρ νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τὰς κόρας της, καὶ νὰ μὴν εἶναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Ὀφείλει ἡ ἰδία καὶ νὰ ὑπανδρεύσῃ καὶ νὰ προικίσῃ καὶ προξενήτρια καὶ πανδρολόγισσα νὰ γίνῃ. Ὡς ἀνὴρ ὀφείλει νὰ δώση οἰκίαν, ἄμπελον, ἀγρόν, ἐλαιῶνα, νὰ δανεισθῇ μετρητά, νὰ τρέξῃ εἰς τοῦ συμβολαιογράφου, νὰ ὑποθήκευσῃ. Ὡς γυνή, πρέπει νὰ κατασκευάσῃ ἢ νὰ προμηθευθῇ «προῖκα», τουτέστι παράφερνα, ἤτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτᾶς ἐσθῆτας μὲ χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ὡς προξενήτρια πρέπει ν᾿ ἀνιχνεύση γαμβρόν, νὰ τὸν κυνηγήσῃ, νὰ τὸν ἁλιεύσῃ, νὰ τὸν ζωγρήσῃ. Καὶ ὁποῖον γαμβρόν! Ἕνα ὡσὰν τὸν Κωνσταντήν, ὅστις ἐρρογχάλιζε τώρα, πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸν πλαγινὸν θαλαμίσκον, ἄνθρωπον σπανόν, «ἀΐσκιωτον», ἄγαρμπον. Καὶ ὁ τοιοῦτος νὰ ἔχῃ «καπρίτσια», ἀπαιτήσεις, πείσματα· σήμερον νὰ ζητῇ τοῦτο καὶ αὔριον ἐκεῖνο· τὴν μίαν ἡμέραν νὰ ζητῇ τόσα, τὴν ἄλλην περισσότερα καὶ συχνὰ «νὰ τὸν βάζουν στὰ λόγια» ἄλλοι ἰδιοτελεῖς ἢ φθονεροί, ν᾿ ἀκούῃ ἐντεῦθεν κ᾿ ἐκεῖθεν διαβολᾶς, ρᾳδιουργίας, «μαναφούκια» καὶ νὰ μὴ θέλῃ «νὰ ταιριασθῇ». Καὶ νὰ ἐγκαθίσταται μετὰ τὸν ἀρραβῶνα στῆς πενθερᾶς τὸ σπίτι, καὶ νὰ «σκαρώνῃ» ἔξαφνα «πρωιμάδι». Κι ὅλον τὸν καιρὸν «κόττα-πίττα». Κι αὐτὸν τὸν γαμβρόν, μὲ μυρίους κόπους, μὲ ἀνεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετὰ πολὺν καιρόν, νὰ τὸν πείθῃ τις νὰ στεφανωθῆ ἐπὶ τέλους. Κ᾿ ἡ νύφη νὰ καμαρώνῃ, φέρουσα στολισμὸν πολυτελῆ, καρπὸν πολλῆς νηστείας καὶ οἰκονομίας, κ᾿ ἡ νύφη νὰ μὴν ἔχῃ πλέον μέση, διὰ ν᾿ ἀναδεικνύεται τὸ πάλαι λιγυρὸν ἀνάστημά της. Καὶ τρεῖς μῆνας μετὰ τὸν γάμον νὰ γεννᾷ κόρην – μετὰ τρία ἀκόμη ἔτη ἕναν υἱὸν – μετὰ δυὸ ἔτη πάλιν κόρην – αὐτὴν τὴν νεογέννητον, χάριν τῆς ὁποίας ἠγρύπνει τώρα τόσας νύκτας ἡ γηραιὰ μάμμη. Καὶ δι᾿ ὃλ᾿ αὐτὰ τὰ θυγάτρια νὰ μέλλῃ νὰ ὑποφέρῃ ἡ μήτηρ των τόσα – κι ἄλλα τόσα – κι ἄλλα τόσα, ἀπὸ ὅσα ἔχει ὑποφέρει ἡ μάννα της δι᾿ αὐτήν. Ἔμεινεν ἡ καημένη, ἡ ἀνδροκόρη, ἡ Ἀμέρσα, ἀνύπανδρη (ἂς ἔχῃ τὴν εὐχήν της). Εἶδε τὴν γλύκα. Τῷ ὄντι, φρόνιμη νέα. Τί θ᾿ ἀπήλαυεν ἀπὸ τὰ βάσανα τοῦ κόσμου; Καὶ οὔτ᾿ ἐζήλευε κἄν! Τί νὰ ζηλέψη; Ἔβλεπε τὴν μεγάλην ἀδελφήν της καὶ τὴν ἐλυπεῖτο – τὴν ἐκαίετο. Ὅσον διὰ τὴν μικρὰν, τὴν Κρινιώ, ἄμποτε κι αὐτὴν ὁ Θεὸς νὰ τὴν φωτίση! Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἡ μάννα της δὲν ἔχει σκοπὸν – δὲν βαστᾷ πλέον, δὲν ἀντέχει – νὰ ὑποφέρῃ διὰ νὰ τὴν ὑπανδρεύση καὶ τὸ πολλοστημόριον ὅσων διὰ τὴν μεγάλην ἀδελφήν της ὑπέφερε. Ἀλλὰ σᾶς ἐρωτῶ, ἔπρεπε πράγματι νὰ γεννῶνται τόσα κοράσια; Καὶ ἂν γεννῶνται, ἀξίζει τὸν κόπον ν᾿ ἀνατρέφωνται; «Δὲν εἶναι», ἔλεγεν ἡ Φραγκογιαννοῦ, «δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι βράχος;» Καλύτερα «νὰ μὴ σῴνουν νὰ πᾶνε παραπάνω». «Σὰ σ᾿ ἀκούω γειτόνισσα!» Μεγάλην καὶ ἱερὰν ἀνακούφισιν ἠσθάνετο ἡ πολυπαθὴς γυνή, ὅταν συνέβαινε, μετὰ τῆς μικρᾶς πομπῆς τοῦ ἱερέως, προπορευομένου τοῦ Σταυροῦ, ν᾿ ἀκολουθῇ βαστάζουσα εἰς τὰς χεῖρας της ἡ ἰδία, ὡς φιλεύσπλαγχνος καὶ συμπονετικὴ ὁποὺ ἦτον, τὸ ἐν εἴδει λίκνου μικρὸν φέρετρον. Προέπεμπε τὸ θυγάτριον μιᾶς γειτόνισσας, ἢ μακρινῆς συγγενοῦς, μέχρι τοῦ τάφου. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ καταλαμβάνῃ τί ἐμορμύριζεν ὁ ἱερεὺς μασῶν τὰς λέξεις μὲ τοὺς ὀδόντας του. «Οὐδὲν ἐστι πατρὸς συμπαθέστερον, οὐδὲν ἐστι μητρὸς ἀθλιώτερον... Πολλάκις γὰρ τοῦ μνήματος ἔμπροσθεν τοὺς μαστοὺς συγκροτοῦσι καὶ λέγουσιν· Ὦ υἱέ μου καὶ τέκνον γλυκύτατον, οὐκ ἀκούεις μητρός σου τί φθέγγεται; Ἰδοὺ καὶ ἡ γαστὴρ ἡ βαστάσασά σε. Ἵνα τί οὐ λαλεῖς ὡς ἐλάλεις ἡμῖν. Ἀλληλούια!» Καὶ πάλιν. «Ὦ τέκνον, τὶς ποτὲ μὴ θρηνήσει βλέπων σου τὸ ἐμφανές, πρόσωπον εὐμάραντον, τὸ πρὶν ὡς ρόδον τερπνόν!» Ἀλλὰ μεγάλως εὐφραίνετο ὅταν ἡ μικρὰ πομπή, μετὰ δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον ἔφθανεν εἰς τὰ «Μνημούρια». Ὡραία ἐξοχή, παντοτινὴ ἄνοιξις, θάλλουσα βλάστη, ἀγριολούλουδα, ἐμύριζε κῆπος. Ἰδοὺ ὁ περίβολος τῶν νεκρῶν! Ὤ! ὁ Παράδεισος, ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη, ἤνοιγε τὰς πύλας διὰ νὰ δεχθῇ τὸ μικρὸν ἄκακον πλάσμα, τὸ ὁποῖον ηὐτύχησε νὰ λύτρωσῃ τοὺς γονεῖς του ἀπὸ τόσα βάσανα. Χαρῆτε, ἀγγελούδια, ποὺ πετᾶτε γύρω-τριγύρω μὲ τὰ φτερά σᾶς τὰ χρυσόλευκα, καὶ σεῖς, ψυχαὶ τῶν Ἁγίων, ὑποδεχθῆτε το! Ὅταν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν νεκρώσιμον οἰκίαν ἡ γραῖα Χαδούλα, διὰ νὰ παρευρεθῇ τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν παρηγορίαν, –παρηγορίαν καμμίαν δὲν εὕρισκε νὰ εἴπῃ, μόνον ἦτο χαρωπὴ ὅλη κ᾿ ἐμακάριζεν τὸ ἀθῷον βρέφος καὶ τοὺς γονεῖς του. Καὶ ἡ λύπη ἦτο χαρά, καὶ ἡ θανὴ ἦτο ζωή, καὶ ὅλα ἦσαν ἄλλα ἐξ ἄλλων. Ἄ! ἰδού... Κανὲν πρᾶγμα δὲν εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι φαίνεται, ἀλλὰ πᾶν ἄλλο – μᾶλλον τὸ ἐναντίον. Ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἀνάστασις, τότε καὶ ἡ συμφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ὑγιεία. Ἄρα ὅλαι αἱ μάστιγες ἐκεῖνες, αἱ κατὰ τὸ φαινόμενον τόσον ἄσχημοι, ὄσαι θερίζουν τὰ ἄωρα βρέφη, ἡ εὐλογιὰ κ᾿ ἡ ὀστρακιὰ κ᾿ ἡ διφθερίτις, καὶ ἄλλαι νόσοι, δὲν εἶναι μᾶλλον εὐτυχήματα, δὲν εἶναι θωπεύματα καὶ πλήγματα τῶν πτερῶν τῶν μικρῶν Ἀγγέλων, οἵτινες χαίρουν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ὅταν ὑποδέχωνται τὰς ψυχὰς τῶν νηπίων; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐν τῇ τυφλώσει μας, νομίζομεν ταῦτα ὡς δυστυχήματα, ὡς πληγᾶς, ὡς κακὸν πρᾶγμα. Καὶ χάνουν τὸν νοῦν των οἱ ταλαίπωροι γονεῖς, καὶ πληρώνουν τόσον ἀκριβά τους ἡμιαγύρτας ἰατροὺς καὶ τὰ τριωβολιμαῖα φάρμακα, διὰ νὰ σώσουν τὸ παιδί τους. Δὲν ὑποπτεύονται ὅτι, ὅταν νομίζουν ὅτι «σῴζουν», τότε πράγματι «χάνουν» τὸ τεκνίον. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπεν, ὅπως εἶχεν ἀκούσει ἡ Φραγκογιαννοῦ νὰ τῆς ἐξηγῇ ὁ πνευματικός της, ὅτι ὅποιος ἀγαπᾷ τὴν ψυχήν του, θὰ τὴν χάση, κι ὅποιος μισεῖ τὴν ψυχήν του, εἰς ζωὴν αἰώνιον θὰ τὴν φύλαξη. Δὲν ἔπρεπε τῷ ὄντι, ἂν δὲν ἦσαν τυφλοὶ οἱ ἄνθρωποι, νὰ βοηθοῦν τὴν μάστιγα, τὴν διὰ πτερῶν Ἀγγέλων πλήττουσαν, ἀντὶ νὰ ζητοῦν νὰ τὴν ἐξορκίσουν; Ἀλλ᾿ ἰδού, τ᾿ Ἀγγελούδια δὲν μεροληπτοῦν οὔτε χαρίζονται, καὶ παίρνουν ἀδιακρίτως εἰς τὸν Παράδεισον ἀγόρια καὶ κοράσια. Περισσότερα μάλιστα ἀγόρια –πόσα χαδευμένα καὶ μοναχογέννητα!– ἀποθνῄσκουν ἄωρα. Τὰ κορίτσια εἶν᾿ ἑφτάψυχα, ἐφρόνει ἡ γραῖα. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν καὶ σπανίως ἀποθνῄσκουν. Δὲν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοὶ χριστιανοί, νὰ βοηθῶμεν τὸ ἔργον τῶν Ἀγγέλων; Ὤ, πόσα ἀγόρια, καὶ ἀρχοντόπουλα μάλιστα, ἁρπάζονται ἄωρα. Ἀκόμη καὶ τ᾿ ἀρχοντοκόριτσα εὐκολώτερον ἀποθνῄσκουν –ἂν καὶ τόσον σπάνια μεταξὺ τοῦ φύλου– παρ᾿ ὅσον τὰ ἀπειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιᾶς. Τὰ κορίτσια τῆς τάξεως ταύτης εἶναι τὰ μόνα ἑφτάψυχα! Φαίνονται ὡς νὰ πληθύνωνται ἐπίτηδες, διὰ νὰ κολάζουν τοὺς γονεῖς των, ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη. Ἅ! ὅσον τὸ συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ὁ νοῦς του»! . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἄρχισε τὸ θυγάτριον νὰ βήχῃ καὶ νὰ κλαυθμυρίζῃ. Ἡ γραῖα ἀφοῦ εἶχε συλλογισθῆ ὅλα τ᾿ ἀνωτέρω, ὅσον καὶ ἂν εἶχεν ἐξαφθῆ ἀπὸ τὰ κύματα τῶν ἀναμνήσεων, ἠσθάνθη αἴφνης ζάλην, ἀπὸ τὸν σάλον οἰονεὶ καὶ τὴν ναυτίαν τῆς ζωῆς της καὶ ἄρχισε νὰ ναρκώνεται, κ᾿ ἐνύσταζεν ἀκρατήτως. Τὸ μικρὸν κοράσιον ἔβηχε κ᾿ ἔκλαιε κ᾿ ἐθορύβει «ὡς νὰ ἦτον μεγάλος ἄνθρωπος». Ἡ μάμμη του ἐσκίρτησεν, ἐστράφη, κ᾿ ἔχανε πάλιν τὸν ὕπνον της. Ἡ λεχῶνα ἐκοιμάτο βαθέως, καὶ οὔτε ἤκουσε τὸν βῆχα καὶ τὰ κλαύματα. Ἡ γραῖα ἤνοιξε βλοσυρὰ ὄμματα, κ᾿ ἔκαμε χειρονομίαν ἀνυπομονησίας καὶ ἀπειλῆς. - Ἔ! θὰ σκάσης; εἶπε. Τῆς Φραγκογιαννοῦς ἄρχισε πράγματι «νὰ ψηλώνῃ ὁ νοῦς της». Εἶχε «παραλογίσει» ἐπὶ τέλους. Ἑπόμενον ἦτο, διότι εἶχεν ἐξαρθῇ εἰς ἀνώτερα ζητήματα. Ἔκλινεν ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἔχωσε τοὺς δυὸ μακρούς, σκληροὺς δακτύλους μέσα εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ, διὰ νὰ «τὸ σκάση». Ἤξευρον ὅτι δὲν ἦτο τόσον συνήθεια «νὰ σκάζουν» τὰ πολὺ μικρὰ παιδία. Ἀλλ᾿ εἶχε «παραλογίσει» πλέον. Δὲν ἐνόει καλὰ τί ἔκαμνε, καὶ δὲν ὠμολόγει εἰς ἑαυτὴν τί ἤθελε νὰ κάμῃ. Καὶ παρέτεινε τὸ σκάσιμον ἐπὶ μακρόν· εἶτα ἐξάγουσα τοὺς δακτύλους της ἀπὸ τὸ μικρὸν τοῦ ὁποίου εἶχε κοπὴ ἡ ἀναπνοή, ἔδραξεν ἔξωθεν τὸν λαιμὸν τοῦ βρέφους, καὶ τὸν ἔσφιγξεν ἐπ᾿ ὀλίγα δευτερόλεπτα. Αὐτὸ ἦτο ὅλον. Ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν εἶχεν ἐνθυμηθῆ τὴν στιγμὴν ἐκείνη τὸ ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας, τὸ ὁποῖον αὕτη ἐλθοῦσα πρὸ μιᾶς ὥρας, μεταξὺ τοῦ δευτέρου καὶ τοῦ τρίτου λαλήματος τοῦ πετεινοῦ, εἶχε διηγηθῆ εἰς τὴν μητέρα της! Εἶχε «ψηλώσει» ὁ νοῦς της! Στ´ Ἀφοῦ ἡ Ἀμέρσα εἶχε χάσει τὸν ὕπνον της, μετὰ τὴν ἐπάνοδον ἐκ τῆς οἰκίας τῆς λεχῶνας καὶ εἶχε πλαγιάσει πάλιν, χωρὶς νὰ κοιμηθῆ, εἰς τὸ πλάγι τῆς μικρᾶς ἀδελφῆς της, ἐπὶ μακρὸν ἐξηκολούθησε νὰ σκέπτεται καὶ πάλιν τὸν ἀδελφόν της, τὸν δυστυχῆ καὶ ἔνοχον ἐκεῖνον. Ἔκτοτε, μετὰ τὸ πήδημα ἀπὸ τῆς κλαβανῆς καὶ τὴν ἀπόδρασίν του, δὲν τὸν εἶχεν ἰδεῖ πλέον. Οἱ χωροφύλακες τὸν κατεζήτουν ἐπὶ ἡμέρας, ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ τὸν εὗρον. Εὐθὺς τότε μετὰ τὰς ἐρωτήσεις τῶν χωροφυλάκων, εἰς τὰς ὁποίας ἀπήντησεν ὅπως ἀπήντησεν ἡ Ἀμέρσα, ἅμα ἔφθασεν ἡ μήτηρ εἰς τὴν οἰκίαν, ηὖρε τὴν κόρην τυλιγμένην εἰς τὸ πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, καὶ πολὺ χλωμὴν ἐκ τῆς λιποθυμίας τὴν ὁποίαν εἶχε φέρει ἡ ροὴ τοῦ αἵματος. Εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἑνὸς χωροφύλακος, ἐκείνου τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνατρέψει φεύγων ὁ Μοῦρος, «γερόντισσα, ποῦ εἶν᾿ ὁ γυιόκας σου», δὲν εἶχεν ἀπαντήσει ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ ἄλλος, ὅστις ἐφαίνετο ἀνθρωπινώτερος, μὲ ἤρεμον τόνον εἶπε: - Κοίταξε, κυρά, τί ἔχ᾿ ἡ κόρη σου. Μᾶς λέει πὼς εἶναι ἄρρωστη. - Ἄρρωστη εἶναι! πῶς νὰ μὴν εἶναι! ἀπήντησε μεθ᾿ ἑτοιμότητος ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἐπῆρε φρίξη ἀπ᾿ τὰ καμώματα ἐκείνου τοῦ προκομμένου, τοῦ γυιοῦ μου... Κοιτάξτε, παιδιά!... ἀνίσως τὸν πιάσετε, νὰ μὴν τὸν τυραγνήσετε πολύ... - Τὸν εἶδες πουθενὰ νὰ τρέχῃ; Κατὰ ποῦ ἔκαμε; - Τὸν εἶδ᾿ ἀπ᾿ ἀλάργα!... Ἔκαμε κατὰ τὰ Πηγάδια, πέρα στ᾿ Ἁλώνια. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐψεύδετο διπλά. Δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν Μοῦρον, ἀλλ᾿ ἦτο βεβαῖα ὅτι αὐτὸς θὰ ἐτράπη κατὰ τὴν διεύθυνσιν τὴν ἀντίθετον ἧς αὐτὴ ἔλεγε, κατὰ τὰ Κοτρώνια, ἄνωθεν τῆς οἰκίας, πρὸς ἀνατολάς, ἐκεῖ ὅπου ἦτον μαθημένος ἀπ᾿ τὰ μικρά του χρόνια νὰ κυνηγᾷ τὶς κουκουβάγιες. Οἱ δυὸ ἄνδρες ἀπῆλθον δρομαῖοι. Ὁ εἷς, φεύγων, ἔρριψε τελευταῖον φιλύποπτον βλέμμα ὀπίσω διὰ τῆς ἠμιανοικτῆς θύρας. Ἡ Χαδούλα ἔκλεισε τὴν θύραν. Συγχρόνως δὲ ἤνοιξε τὸ παράθυρον. - Μ᾿ ἐμαχαίρωσε, μάννα! ἐστέναξε μετὰ πόνων ἡ Ἀμέρσα, αἰσθανθεῖσα τὸ ρεῦμα τοῦ ἀέρος τὸ εἰσρεῦσαν διὰ τοῦ ἀνοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, καὶ συνελθοῦσα ἐκ τῆς λιποθυμίας. Συγχρόνως δὲ ἀπέρριψε τὸ πάπλωμα, κ᾿ ἐφάνη αἱματωμένη ἡ φανέλα τὴν ὁποίαν ἐφόρει ἔξωθεν τοῦ ὑποκαμίσου. - Ὦ! ἄχ! ὁ φονιάς!... ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ γῆς νὰ τὸν εὕρῃ! κατηράσθη ἰδοῦσα τὸ αἷμα ἡ μάννα της. Καὶ ἄρχισε νὰ ψαύῃ τὴν κόρην, καὶ νὰ ζητῇ νὰ σταματήσῃ τὸ αἷμα, καὶ νὰ ἐπιδέσῃ τὴν πληγήν. Ἀφήρεσε τὴν φανέλαν, ἐξέσυρε τὴν χερίδα τοῦ ὑποκαμίσου, κ᾿ ἐφάνη ὁ δεξιὸς βραχίων τῆς Ἀμέρσας, ἰσχνὸς καὶ ὕπωχρος ἀλλὰ καλοδεμένος καὶ νευρώδης. Τὸ τραῦμα ἦτο μᾶλλον ἐπιπόλαιον, ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον τὸ αἷμα ἔρρεε. Ἡ Χαδούλα μετεχειρίσθη ὅ,τι ἴσχαιμον ἐγνώριζεν, ἴσως τὸν «αἱμοστάτην» ἂν εἶχε, κ᾿ ἐπέδεσε τὴν πληγήν. Μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσε τὸ αἷμα. Ἡ Ἀμέρσα εἶχεν ἀδυνατήσει ὁπωσοῦν, ἀλλ᾿ ἦτο ἰσχυρά, θαρραλέα καὶ δὲν ἐφοβεῖτο. Πράγματι μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, χάρις εἰς τὰς φροντίδας τῆς μητρός της, ἐπουλώθη τὸ τραῦμα. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ποτὲ δὲν θὰ ἐκάλει τὸν ἰατρόν. Δὲν ἤθελε νὰ γνωσθῇ ὅτι ὁ υἱός της εἶχε μαχαιρώσει τὴν ἀδελφήν του. Εἰς ὅλας τὰς καλοθελητρίας μεταξὺ τῶν γειτονισσῶν, ὅσαι τὴν ἠρώτων, πότε μετὰ προσποιητῆς ἀγανακτήσεως, πότε μετὰ γέλωτος βεβιασμένου, διέψευσεν ὅτι ὁ Μοῦρος εἶχε τραυματίσει τὴν κόρην της. Ἐνδιεφέρετο πρὸ πάντων νὰ μάθη ἂν ὁ Μιχάλης θὰ ἐγλύτωνεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν χωροφυλάκων, καὶ ἂς ἐπήγαινεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ! Τῷ ὄντι, μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ υἱός της ἐμβαρκάρισε κρυφὰ τὴν νύκτα, μὲ ἓν πλοῖον, ὡς ναύτης, κ᾿ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν νῆσον. Ὁ γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου ἦτον βολικὸς καὶ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, καὶ δὲν ἐδίστασε νὰ τὸν ναυτολόγηση. Ἦτο δὲ τότε ὁ Μοῦρος σχεδὸν εἰκοσαετής, ἡ δὲ Ἀμέρσα ἦτο μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν. Παρῆλθε χρόνος ἐωσότου ἡ οἰκογένεια λάβη εἰδήσεις περὶ τοῦ φυγάδος. Τέλος, μετὰ ἔτος καὶ πλέον, ἠκούσθη μία ἀόριστος φήμη, ὅτι ὁ Μωρὸς διέπραξε φόνον ἐντὸς τοῦ πλοίου, μὲ τὸ ὁποῖον ἀρμένιζε. Αἱ ἀδελφαί του, ὅταν τὸ ἤκουσαν, εἰς τὸν κόσμον εἶπαν ὅτι δὲν ἠξεύρουν τίποτε, καὶ ὁλοψύχως ηὔχοντο νὰ ἦτο ψευδὴς ἡ φήμη. Ἀλλ᾿ ἡ μήτηρ ἐνδομύχως ἐπίστευεν εἰς τὸ ἀληθές της εἰδήσεως. Ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον, ἔλαβον ἐπιστολὴν φέρουσαν τὴν ταχυδρομικὴν σφραγῖδα Χαλκίδος. Ὁ Μιχάλης ἔγραφεν ἀπὸ τῶν εἱρκτῶν τῆς πόλεως ἐκείνης. Κατὰ σχῆμα πρωθύστερον, ἐξετραγώδει ἐν πρώτοις τὰ βάσανά του καὶ τὰ πάθη του εἰς τὰ βουδρούμια τοῦ βενετικοῦ φρουρίου. Εἶτα, μετὰ συντριβῆς καρδίας, ἀλλὰ μὲ διφορουμένας φράσεις καὶ οἰονεὶ μεταξὺ τῶν γραμμῶν, ἐξωμολογεῖτο ὅτι ἴσως νὰ ἐφόνευσε πράγματι τὸν ἄνθρωπον, τὸν γέρο-Πορταΐτην, τὸν λοστρόμον τοῦ πλοίου, ἀλλὰ χωρὶς καλὰ νὰ τὸ ἐννοήση, καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ. (Πράγματι, δὲν θὰ ἤθελε νὰ τὸν εἶχε φονεύσει). Ὁ ἐχθρὸς τὸν ἔβαλεν, αὐτὸς δὲν ἔπταιε τίποτε, τὸ φονικὸ ἔγινε στὸν καυγᾶν ἐπάνω. Αὐτὸς εἶχεν εὑρεθῆ «εἰς βρασμὸν ψυχῆς». Ἀπεδείχθη μάλιστα ὅτι ἡ μάχαιρα ἦτον «τοῦ παθόν». Ἴσως νὰ εἶχεν ἀποσπάσει, ἀλλὰ δὲν ἐνθυμεῖτο πῶς, τὴν μάχαιραν ἀπὸ τὴν μέσην του θύματος. Αὐτὸς ἐπίστευεν ὅτι τοῦ τὴν εἶχεν ἁρπάσει μᾶλλον ἀπὸ τὴν χεῖρα. Εἶτα καὶ πάλιν ἐπανήρχετο εἰς τὰ βάσανά του, ὅσα ὑπέφερε δυὸ μῆνας τώρα, εἰς τὰς φυλακάς. Ἀκολούθως ἐπεκαλεῖτο τὴν φιλοστοργίαν τῆς μητρός του, καὶ τὴν ἐξώρκιζε «νὰ σηκωθῇ, –τὸ δίχως ἄλλο– νὰ πάῃ νὰ βρῇ τὴν Πορταΐτινα», τὴν χήραν τοῦ φονευθέντος καὶ τὴν θυγατέραν του, καὶ νὰ τὰς παρακαλέσῃ μετὰ δακρύων, «νὰ κάμῃ νόμο-τρόπο», νὰ τὰς καταφέρῃ ὅπως αἱ ἴδιαι ζητήσουν τὴν ἀθῴωσιν τοῦ φονέως! «Νὰ σηκωθῇς, μάννα, νὰ μπαρκάρῃς, νὰ πᾶς πέρα, στὴν Πλατάνα, νὰ τὴν περικαλέσῃς, τὴν Πορταΐτινα, ὡς καθὼς καὶ τὴν κόρη της, τὴν Καρίκλεια, νὰ τὶς καταφέρῃς νὰ ζητήσουν νὰ βγῶ ἀθῷος, κ᾿ ἐγὼ νὰ γίνω παιδί τους, νὰ πάρω καὶ τὴν Καρίκλεια γυναῖκα μου, χωρὶς προῖκα, καὶ νὰ ζήσουμε καλὰ κι ἀγαπημένα ὅλοι μας... Καὶ νὰ δοῦν πῶς ἐγὼ θὰ τὴν ἀγαπῶ, τὴν Καρίκλεια, καὶ πῶς θὰ τὴν ἔχω τὴν πεθερά μου, νὰ δουλεύω σὰ σκλάβος νὰ τὶς ζωοθρέφω, μὲ πολλὰ καλά, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἄξιος καὶ μπορῶ νὰ βγάλω λεπτά...». Περαίνων ὁ φονεύς, ἐπανήρχετο ἐκ τρίτου εἰς τὰ βάσανά του, καὶ ὑπέσχετο ὅτι, ἅμα ἐξέλθῃ τῶν φυλακῶν, θὰ φέρῃ πολλὰ ὡραία πράγματα καὶ στολίδια, διὰ νὰ προικίσῃ τὰς δυὸ ἀδελφάς του, ἀκόμη καὶ κοῦκλες καὶ παιγνίδια διὰ τὰ μικρὰ κοράσια τῆς μεγάλης ἀδελφῆς του, τῆς Δελχαρῶς. Λοιπὸν δὲν εἶναι παράδοξον ἂν ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν ἐδίστασεν. Ἐχρεώθη ὀλίγα χρήματα, δοῦσα ἐνέχυρον ὅ,τι ἀσημικὸν εἶχε, κ᾿ ἐμβαρκάρισε, κ᾿ ἐπέρασε πέρα εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, εἰς τὸ χωρίον Πλατάναν, κ᾿ ἐπήγε νὰ εὕρη τὴν Πορταΐταιναν. Ἀλλὰ παράδοξον εἶναι ὅτι, μὲ τὴν εὐγλωττίαν της τὴν περιπαθῆ, μὲ τὴν στωμυλίαν της τὴν γυναικείαν, μὲ τὰ χίλια ψεύματα ὅσα ἤξευρεν –ἦτο δὲ τότε ἡ Φραγκογιαννοῦ 55 ἐτῶν, ἀλλ᾿ ἀκμαία γυνὴ καὶ μὲ ζωηροὺς χαρακτήρας– κατώρθωσε νὰ πείσῃ τὴν γραῖαν, τὴν χήραν του φονευθέντος (σημειώσατε ὅτι ἡ μήτηρ καὶ ἡ κόρη ἔδωκαν καὶ ξενίαν ἀκόμη εἰς τὴν μητέρα τοῦ φονέως), νὰ τὴν πείσῃ, λέγω, καταβάλλουσα τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδίου αὐτή, ν᾿ ἀπέλθωσιν ὁμοῦ εἰς τὴν Χαλκίδα, μὲ σκοπὸν νὰ ἐνεργήσωσιν ἀπὸ κοινοῦ πλησίον τῆς Εἰσαγγελίας, τοῦ Δικαστηρίου καὶ τῶν Ἐνόρκων ὑπὲρ τῆς ἀπαλλαγῆς ἢ τῆς ἀθῳώσεως τοῦ ὑποδίκου. Ὅσον ἀφορᾷ τὴν κόρην, «τὴν Καρίκλειαν», αὕτη ἐδήλωσεν ὅτι ἐκδίκησιν δὲν ἐπιζητεῖ, ἐπειδὴ «ὁ πατέρας της δὲν ἔρχεται πίσω», μόνον ποτὲ δὲν θὰ θέληση τὸν φονέα ὡς ἄνδρα της· προτιμᾷ νὰ μένῃ ἀνύπανδρη εἰς τὸν αἰῶνα. Ἐπῆγαν ὁμοῦ, αἱ δυὸ γραῖαι, κ᾿ ἔμειναν εἰς Χαλκίδα τρεῖς μῆνας, κατοικοῦσαι εἰς τρώγλην, εἰς ἕνα τουρκόσπιτον – κοντὰ εἰς τὰ Ἑβραίϊκα, παρὰ τὴν Ἄνω Πύλην τοῦ φρουρίου. Καὶ καθημερινῶς ἡ Χαδούλα ἐπήγαινεν εἰς τὰς εἰρκτᾶς, τὰς πρωινᾶς ὥρας, κατὰ τὴν ἔξοδον τῶν φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως ἀπὸ τὴν Πορταΐταιναν, ἥτις ὅμως ἐκάθητο ἀντικρὺ τῆς εἱρκτῆς κ᾿ ἐπερίμενε, μὴ θέλουσα νὰ ἰδῇ κατὰ πρόσωπον τὸν φονέα. Διερχόμεναι ἔξω ἀπὸ τὸν μέγαν καὶ ἄκομψον παλαιὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἔκαμναν τὸν σταυρόν των, καὶ ἡ μήτηρ ἔφερεν εἰς τὸν ὑπόδικον σιμίθια καὶ σῦκα καὶ σαρδέλες, καὶ καπνὸν διὰ τὴν πίπαν του. Καὶ μέσα εἰς τὴν βαθεῖαν τσέπην τοῦ φουστανιοῦ της, κρυφά, εἶχε χωμένην μικρὰν φιαλίδα μὲ ρώμι ἢ ρακί, πρὸς παρηγορίαν τοῦ φυλακισμένου. Ἀλλὰ δὶς ἢ τρὶς τῆς ἑβδομάδος διὰ τῆς Ἄνω Πύλης τοῦ φρουρίου ἐξήρχοντο κ᾿ ἔβλεπαν κρεμάμενα ἐκεῖ, εἰς τὸν σκοτεινὸν πυλῶνα, τὴν κνήμην τοῦ «Ἕλληνος γίγαντος», καὶ τὸ «τσαροῦχι του», τεραστίου μεγέθους, ἐπιφυλαττόμεναι, ὅταν θὰ ἐπανέκαμπτον μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν πατρίδα, νὰ διηγῶνται κ᾿ αἱ δυὸ τὸ πρᾶγμα εἰς τὰ ἐγγόνια των. Εἶτα διηυθύνοντο κατὰ τὴν συνοικίαν Σουβάλαν, ἢ κατὰ τὸν Ἅγιον Δημήτριον, κ᾿ ἐπεσκέπτοντο τὸν Εἰσαγγελέα, ὅστις διὰ τοῦ γραφέως του τὰς ἀπεδίωκε, καὶ τοὺς δικαστᾶς, οἵτινες ἐνίοτε κατεδέχοντο νὰ γελῶσι μαζί των. Τέλος ὅταν ὠρίσθη ἡ δίκη, ἐζήτησαν νὰ πλησιάσουν τοὺς ἐνόρκους, οἵτινες εἶχον ἔλθει, ἄλλοι φουστανελάδες, ἀπὸ τὰ ὀρεινὰ χωρία, ἄλλοι βρακάδες, ἀπὸ τὰς νήσους καὶ τὰ παραθαλάσσια. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ὑπέσχετο χιλίων λογιῶν δῶρα εἰς ὅλους, καὶ θὰ ἦτον ἱκανὴ νὰ τὰ δώση, ἂν εἶχε· μοσχάτα κρασιά, ὡραῖα λάδια «κεχριμπάρι», ἀστακοουρές, παστὰ κεφαλόπουλα, αὐγοτάραχα, ξεροχτάποδα, ἐκλεκτὰ σῦκα, καὶ πᾶν ὅ,τι ἠδύνατο νὰ παράγῃ ἡ νῆσος της. Εἰς ἕνα τῶν ἐνόρκων, ἄνθρωπον κίτρινον καὶ βήχοντα, ὅστις ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ, ὑπεσχέθη αὐτὴ νὰ τὸν ἰατρεύση, μ᾿ ἕνα μαντζοῦνι ποὺ ἤξευρεν. Ὅλ᾿ αὐτὰ δὲν ἴσχυσαν, καὶ ὁ φονεὺς κατεδικάσθη εἰς εἰκοσαετῆ δεσμά. Ἐναυάγησαν ὅλα τὰ σχέδια, ὡς καὶ αὐτὴ ἡ συμπεθεριὰ μεταξὺ τῆς μητρὸς τοῦ φονέως καὶ τῆς χήρας του θύματος. Τώρα ἀνάγκη ἦτο νὰ ἐπιστρέψωσιν εἰς τὴν πατρίδα, ἀλλὰ τὰ ὀλίγα χρήματά των εἶχον ἐξαντληθῆ, καὶ ὅσα εἶχον κομίσει μεθ᾿ ἑαυτὸν καὶ ὅσα εἶχε στείλει ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἀμέρσα ξενοδουλεύουσα καὶ ὑφαίνουσα εἰς τὴν πατρίδα. Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοῦ μάτην παρεκάλεσεν ὅσα πλοῖα ἔβλεπεν ἑτοιμαζόμενα νὰ πλεύσωσι πρὸς τὸν Μαλιακὸν κόλπον ἢ πρὸς τὴν Ἰστιαίαν, νὰ παραλάβωσιν τουλάχιστον τὴν Πορταΐταιναν, ὡς γεροντοτέραν καὶ ἀσθενεστέραν –αὐτὴ διὰ τὸν ἐαυτόν της εἶχε τὸ σχέδιον της– ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ διάφοροι κυβερνῆται ἀπήτουν ὄχι μόνον τὸν ναῦλον, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ καὶ τρόφιμα ἡ ἐπιβάτις, καὶ ἂν τὴν ἄφηναν εἰς τὴν Στυλίδα ἢ τοὺς Ὠρεούς, ἂς κάμῃ καλὰ νὰ εὕρῃ πλοῖον διὰ τὴν πατρίδα της – ἐξεμυστηρεύθη τὸ σχέδιόν της εἰς τὴν Πορταΐταιναν. - Ἐγώ, εἶπεν, εἶμαι ἱκανὴ νὰ πάω στεριά, μὲ τὰ ποδάρια μου, ἀποδῶ ὡς τὴν Ἁγίαν Ἄννα –λένε πῶς εἶναι δυὸ μέρες δρόμος– κ᾿ ἐκεῖ θὰ βροῦμε τὸ ταχύπλο, τὸ δικό μας ποὺ θὰ μᾶς γνωρίση ὁ καπετὰν Πετσερέλος, ὁ ταχυδρόμος, καὶ θὰ μᾶς πάρη. Τὰ ἔξοδά μου στὸ δρόμο θὰ τὰ οἰκονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι ἀγριολάχανα, κι ὅποια χριστιανὴ βρῶ κ᾿ ἔχῃ τὸ παιδί της ἄρρωστο, ἢ τὸν ἄνδρα της, θὰ τῆς κάμω ψευτογιατρικὰ νὰ βοηθήσω τὸν ἄνθρωπό της, νὰ τὴν ὑποχρεώσω... Μπορεῖς ἐσύ; Βαστοῦν τὰ κότσια σου; - Τί θὰ κάμω; μπορῶ, δὲν μπορῶ, ἀπήντησεν ἡ Πορταΐταινα. Καλύτερα νὰ πᾶμε συντροφιά, ὅπως ᾔρθαμε. Κ᾿ ἐξεκίνησαν. Ἡ Χαδούλα ἔκαμεν ὅπως εἶπε, μόνον πὼς ἀργοπόρησαν περισσότερον εἰς τὸν δρόμον, ἕνεκα τῆς βραδυπορίας τῆς Πορταΐταινας. Κ᾿ ἐπέτυχε μάλιστα ὑπὲρ τὰς ἐλπίδας της. Ὅταν, μετὰ μίαν ἑβδομάδα, ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα, εἶχε καὶ περρίσευμα ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν. Ἔφερεν εἰς τὴν οἰκίαν της, ἐξ ὅσων τῆς ἔδιδον δι᾿ ἀμοιβὴν τῶν ἐκδουλεύσεών της, ἕναν σάκκον μὲ σίτον, ὡς μίαν ὀκᾶν τυρίου, δυὸ ὄρνιθας, ἕνα μάλλινο χράμι, τὸ ὁποῖον τῆς ἐχάρισαν, καὶ ὀλίγας δραχμᾶς μετρητά. Ἐκ τούτων ἐπλήρωσε γενναιοφρόνως καὶ τὸ ναῦλον τῆς Πορταΐταινας, διὰ νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἑστίαν της. Ὅλα ταῦτα τὰ ἐνθυμεῖται καλῶς ἡ Ἀμέρσα, ἐπειδὴ ἡ μάννα της δὲν εἶχε παύσει νὰ τὰ διηγῆται ἔκτοτε. Τώρα, εἶχον παρέλθει δώδεκα ἔτη, ὁ ἀδελφός της εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς τὰς φυλακάς, ὁ πατήρ της πρὸ πολλοῦ εἶχεν ἀποθάνει, ὁ Σταθαρὸς κι ὁ Γιαλῆς δὲν ἐπανῆλθον ποτὲ ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, ὁ μικρὸς ὁ Γιωργάκης κ᾿ ἐκεῖνος εἶχε πάρει μεγάλα πέλαγα, ἡ Κρινιὼ κι αὐτὴ εἶχε μεγαλώσει, ἡ Δελχαρὼ εἶχε γεννήσει καὶ πάλιν κόρην, κι αὐτή, ἡ Ἀμέρσα, εἶχε μείνει γεροντοκόρη. Ζ´ Ἄκρα σιγὴ καὶ ἡσυχία ἐπεκράτησεν ἐντὸς τοῦ σκοτεινοῦ θαλάμου, μετὰ τὸν τελευταῖον βῆχα καὶ τὸν κλαυθμυρισμὸν τοῦ θυγατρίου, τὰ ὁποῖα τόσον ἀποτόμως διεκόπησαν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε κύψει τὸ πρόσωπόν της, καὶ εἶχε στηρίξει μὲ τὰς δυὸ χεῖρας τὸ μέτωπον, καὶ εἶχε παύσει νὰ σκέπτεται. Τῆς ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔζη πλέον. Οὔτε ἡ πνοή της ἠκούετο. Πᾶς θόρυβος εἶχε παύσει. Οὔτε φλὸξ ἔβρεμεν εἰς τὴν ἑστίαν, οὔτε βόμβος ἠκούετο, καὶ τὸ ἡμίκαυστον φιτίλιον τοῦ λύχνου ἔφεγγε θλιβερῶς. Ἡ μικρὰ κανδήλα πρὸ πολλοῦ εἶχε σβήσει εἰς τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ αἱ μορφαὶ τῶν ἁγίων δὲν ἐφαίνοντο πλέον. Αἴφνης ἡ λεχῶνα ἐξύπνησε μετὰ τιναγμοῦ, ἐν μέσῳ, τῆς ἄκρας ἠρεμίας. - Τ᾿ εἶναι μάννα; εἶπε. Ἡ μήτηρ της βλοσυρά, καὶ ὡς ἐν φρεναπάτῃ, τὴν ἐκοίταξεν εἰς τὸ φῶς τοῦ λυχναρίου. - Τ᾿ εἶναι! εἶπε, τίποτα. Ξύπνησες; - Μοῦ φάνηκε πῶς κάτι εἶπες... πῶς μ᾿ ἐφώναξες, μὲς στὸν ὕπνο μου. - Ἐγώ;... ὄχι. Τ᾿ αὐτιά σου κάμανε. - Τί ὥρα νὰ εἶναι, μάννα; - Τί ὥρα; ξέρω ῾γω;... Τόσες φορὲς λάλησε καὶ ξαναλάλησε τ᾿ ὀρνίθι. - Καὶ σὺ δὲν ἐκοιμήθης, μάννα; - Ἐχόρτασα τὸν ὕπνο καλά... Τρύπησε τὸ πλευρό μου, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἥτις δὲν εἶχε κλείσει ὄμμα. Ὅπου εἶναι θὰ φέξη. Ἡ λεχῶνα ἐχασμήθη, κ᾿ ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τοῦ στόματος. Συγχρόνως δὲ ὕψωσε τὸ βλέμμα πρὸς τὸ μικρὸν εἰκονοστάσιον, τὸ ὁποῖον ἀντίκρυζεν. - Ἔχει σβήσει τὸ καντῆλι, μάννα· δὲν τὸ ἄναβες; - Δὲν τὸ ἀγροίκησα, θυγατέρα, εἶπεν ἡ γραῖα· ἐκοιμώμουν βαθιά. - Καὶ τὸ παιδὶ κοιμᾶται, βλέπω, ἥσυχα. Πῶς τὸ ῾παθε; - Ἡσύχασε κι αὐτὸ τώρα πλιά, εἶπεν ἡ γραῖα. - Κ᾿ ἐμένα μου πονεῖ τὸ βυζί μου, εἶπεν ἡ λεχώ· ἄρχισε νὰ κατεβάζῃ πολὺ τώρα. Ἤθελα νὰ ἦτον ξυπνητὸ νὰ τὸ βύζαινα. - Ἔ! τί νὰ γίνῃ...Θὰ βροῦμε κανένα παιδί, εἶπεν ἡ γραῖα. - Τί λές, μάννα; Ἡ γραῖα δὲν ἀπήντησεν. Ἤθελε κάτι νὰ εἴπῃ. Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. - Δὲν κάνεις τὸν κόπο ν᾿ ἀνάψῃς τὸ καντῆλι, μάννα; - Ἂν θέλῃς, σηκώσου σὺ κι ἄναψε τό· δὲν ἔχω χέρια... - Πῶς! - Πιάστηκε πλιὰ τὸ χεράκι μου. - Τί λές; Σὲ καλό σου, μάννα· ἐγὼ ποὺ δὲν ἔχω πάρει εὐχή, κάνει ν᾿ ἀνάψω τὸ καντῆλι; Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καθὼς εἶπε «πιάστηκε τὸ χεράκι μου», ἐπανῆλθεν πρώτην φορὰν εἰς τὸν νοῦν τῆς γραίας τὸ ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας. Δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῆ, καὶ ἔπνιξεν εἰς τὰ στήθη τῆς βαθὺν λυγμόν. - Τί ἔχεις, μάννα; Καὶ ἡ λεχὼ ἐπήδησε κάτω ἀπὸ τὴν χαμηλὴν κλίνην. - Δὲν εἶναι καλὰ τὸ παιδί; Φωναὶ καὶ σπαραγμὸς καὶ κλαύματα ἠκούσθησαν. Ἡ μήτηρ εὕρισκε τὸ θυγάτριόν της νεκρὸν ἐντὸς τοῦ λίκνου. Ἀπὸ τὸν θόρυβον, ἐξύπνησεν εἰς τὸ διπλανὸν χώρισμα ὁ Κωνσταντῆς, ὅστις εἶχε χορτάσει καλὰ τὸν ὕπνον. - Τ᾿ εἶναι; ἔκραξε τρίβων τοὺς ὀφθαλμούς. Ἐχασμήθη, ἐτανύσθη, ἐτινάχθη, κ᾿ ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου. - Βρέ! τί κάνετε σεῖς;... Θὰ σηκώσετε τὸν κόσμο στὸ ποδάρι...Μήγαρίς μας ἀφήνετε, μπάρεμ, νὰ πάρουμ᾿ ἕνα ὕπνο ἀπ᾿ τὶς φωνές σας; Κανεὶς δὲν ἀπήντησεν εἰς τὰς διαμαρτυρίας τοῦ Κωνσταντῆ. Ἡ σύζυγός του ἔκυπτε, πνίγουσα τοὺς λυγμούς της, ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἡ πενθερά του ἐκάθητο, συνάπτουσα τὰς χεῖρας, αἰνιγματώδης, σφίγγουσα τοὺς ὀδόντας, μὲ ἀπλανὲς τὸ βλέμμα. Μετὰ τὸν πρώτον ἀκούσιον λυγμόν της, δὲν εἶχεν ἐκβάλει πλέον ἄλλην φωνήν. - Τί! ...πέθανε τὸ παιδί; Βρέ!...ἔκαμεν ὁ Κωνσταντής, μείνας μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα. Εἶτα προσέθηκε: - Γιὰ τοῦτο ἔβλεπα κάτι ἀνάποδα ὄνειρα, ζάβαλε!... Ἡ Δελχαρώ, ἀνακύψασα πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τοῦ λίκνου, συνέχουσα τοὺς λυγμούς της, εἶπε: - Μάννα, δὲν θὰ φέρῃς τὰ ρουχάκια του, νὰ τ᾿ ἀλλάξουμε;... Ποῦ εἶν᾿ ἡ Ἀμέρσα; Ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν ἀπήντησε. - Ποῦ εἶναι ἡ Ἀμέρσα, μάννα; ἐπανέλαβε, ψαύσασα τὸν ἀγκῶνα τῆς μητρός της ἡ Δελχαρώ. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀνετινάχθη ὡς νὰ τὴν ἔθιξεν ἄκανθα ἢ κέντρον νάρκης. - Ἡ Ἀμέρσα, ποῦ εἶναι; στὸ σπίτι μας... ἀπήντησε. - Δὲν εἶχεν ἔρθει ῾δῶ ἡ Ἀμέρσα; Μοῦ φάνηκε πῶς ἄκουσα τὴ φωνή της μὲς στὸν ὕπνο μου, εἶπεν ἡ λεχῶνα. - Ἂς πάῃ νὰ τὴν φωνάξη, εἶπεν ἡ γραῖα, νεύουσα μὲ τὸν κανθὸν τοῦ ὄμματός της πρὸς τὸν γαμβρόν της. - Κωνσταντῆ, πᾶς νὰ φωνάξης τὴν Ἀμέρσα; εἶπεν ἡ λεχὼ πρὸς τὸν σύζυγόν της. - Πάω. Ἀκοῦς, λέει!... Ὤχ! κρῖμα, ζάβαλε!... Καλὰ ποὺ τὸ βαφτίσαμε κιόλας. Ὁ Νταντῆς ἔκυψεν εἰς τὸ πάτωμα τοῦ μικροῦ προδόμου εἰς τὸ σκότος, ψηλαφῶν νὰ εὕρη τὰ παλιοπάπουτσά του νὰ τὰ φορέσῃ. Ἔκαμνε μικρὸν θόρυβον, κρούων διάφορα ζεύγη παλαιῶν τσόκαρων πρὸς ἄλληλα καὶ ἐπὶ τῶν σανίδων τοῦ πατώματος. - Ποῦ εἶναι τὰ παλιοκατσάρια μου; εἶπε. Τέλος ἐφόρεσεν ἓν ζεῦγος πατημένων γυναικείων ἐμβάδων, τὰς ὁποίας εὗρε, καὶ αἵτινες ἐκάλυπτον μόνον τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν καὶ μέρος τοῦ ταρσοῦ, ἀφήνουσαι ἔξω ὅλην τὴν πτέρναν. Ἄλλον θόρυβον ἔκαμε διὰ ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, μὴ εὑρίσκων εἰς τὸ σκότος τὸν σύρτην οὔτε τὸ μάνδαλον. Ἀφοῦ ἤνοιξε τὴν θύραν, ἐπανῆλθεν αἴφνης ὀπίσω. - Ἀκοῦς, Δελχαρώ, εἶπε, τῆς Ἀμέρσας μονάχα νὰ πῶ νὰ ῾ρθῆ καὶ τὸ Κρινιὼ μαζί; Τί λὲς ἐσύ, πεθερά; Καὶ ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀνυπόμονος: - Πήγαινε τώρα, τί φέρνεις γῦρο; Ἂς ἐρθῆ ὅποιος ἐρθῆ! Ἡ Δελχαρὼ ἐθρήνει ἤρεμα κύπτουσα ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ὁ Νταντῆς πρὶν ἐξέλθῃ, ἔρριψε βλέμμα εἰς τὸ λίκνον καὶ εἰς τὴν σύζυγόν του. - Ἄχ! κρῖμα, ζάβαλε! εἶπε... Κ᾿ ἔβλεπα κάτι ὄνειρα!... βρὲ παιδιά! Κ᾿ ἐξῆλθε δρομαῖος. Η´ Τὴν ἑβδομάδα τῶν Βαΐων, μίαν πρωίαν, ἀπῆλθεν ἡ Φραγκογιαννοῦ ὁλομόναχη εἰς τὴν ἐξοχήν, πρὸς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα. Ἤθελε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸν μικρὸν ἐλαιῶνα, τὸν ὁποῖον ὡς «ψυχομοίρι» εἶχε λάβει ἀπὸ μίαν εὔπορον ὁπωσοῦν κουμπάραν της, ἀποθανοῦσαν ἄκληρον, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε προσφέρει ἐκδουλεύσεις. Τὸ ἥμισυ τοῦ ἐλαιῶνος τούτου εἶχε δώσει ὡς προῖκα εἰς τὴν Δελχαρώ, τὸ ἄλλο ἥμισυ κατεῖχεν ἀκόμη ἡ γραῖα. Ὀλίγαι ἑβδομάδες εἶχον παρέλθει ἀπὸ τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα διηγήθημεν. Οὐδεὶς δυσανάλογος θόρυβος εἶχε γίνει διὰ τὸ μικρὸν θυγάτριον τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας, τὸ ὁποῖον ἔθαψαν τὴν αὐτὴν ἡμέραν. Ἡ μήτηρ τοῦ βρέφους, ἂν καὶ εἶδε τὰ μέλανα τινα σημεῖα περὶ τὸν λαιμὸν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, δὲν θὰ ἐτόλμᾳ ποτὲ νὰ κάμῃ λόγον, οὔτε ἄλλος θὰ ἐπίστευε τὸ ἔγκλημα τῆς μητρός της. Προφανῶς τὸ παιδίον εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὸν κοκκίτην. Ὁ μόνος ἰατρός, ὅστις ὑπῆρχεν ἀπὸ χρόνων εἰς τὸ χωρίον, ὁ φιλάνθρωπος Βαυαρὸς Β., ἔτυχεν ἀπών. Εἶχεν ἀκουσθῇ καὶ πάλιν χολέρα εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν συνήθιζε ν᾿ ἀποστέλλῃ κατ᾿ ἐκλογὴν τὸν ἰατρὸν τοῦτον εἰς τὴν διεύθυνσιν τοῦ ἐν Δήλῳ λοιμοκαθαρτηρίου. Ἀντ᾿ αὐτοῦ ἡ Κυβέρνησις εἶχε στείλει προσωρινῶς ὡς ὑγειονόμον γηραιὸν τίνα ἰατρόν, τὸν κ. Μ., ὅστις δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμη. Ἐν τῷ μεταξὺ ὑπῆρχεν εἷς ἀπόφοιτος τῆς ἰατρικῆς, διατρίβων ἐν τῇ νήσῳ. Οὗτος κληθεῖς ὑπὸ τῆς δημοτικῆς ἀστυνομίας ὅπως βεβαιώση τὸν θάνατον, ἐκοίταξεν ἐπιπολαίως τὸ πρόσωπον τοῦ νεκροῦ βρέφους, παρεπονέθη διατὶ νὰ μὴν τὸν φωνάξουν ἐνόσω τοῦτο ἔζη κ᾿ ἔδωκε τὸ «ἐνταφιαστήριον», γράψας «ἐκ σπασμώδους βηχός». Ἡ γραῖα Χαδούλα ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἔζησε ζωὴν τύψεων, ἀνησυχίας, καὶ μ᾿ ἐξωτερικὸν σχῆμα ὡς νὰ εἶχε τέφραν ἐπὶ τῆς κόμης τῆς ψαρᾶς, τόσον ἐλαφρῶς κυπτὴν καὶ ἀκίνητον ἐτήρει τὴν κεφαλήν της, καὶ ὡς νὰ ἐφόρει τὴν μακρὰν μαύρην μανδήλαν της ὡς σάκκον μετανοίας. Ὅταν ἐμβῆκεν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἄρχισε νὰ συχνάζῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἔκαμνε πολλὰς καὶ βαθείας γονυκλισίας, ἐμελέτα νὰ ἐξομολογηθῆ, καὶ ἀνέβαλλεν. Ἐνήστευεν ἄνευ ἐλαίου ξηροφαγοῦσα τὰς πέντε ἡμέρας ἑκάστης ἑβδομάδος, καὶ εἶχε βαστάξει «τρίμερο» τὴν πρώτην ἑβδομάδα καὶ τὸ μεσοσαράκοστον. Ἐντρέπετο νὰ βλέπῃ τὴν κόρη της, τὴν Δελχαρώ, καὶ ἀπέφευγε ν᾿ ἀντικρύση τὸ βλέμμα της. Τὴν ἡμέραν λοιπὸν ἐκείνην, τῆς ἑβδομάδας τῶν Βαΐων, ἔφθασεν ἡ Φραγκογιαννοῦ λίαν πρωὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψηλοῦ πετρώδους λόφου, τοῦ ἀντικρύζοντος ἐκ δυσμῶν τὴν πολίχνην, καὶ ὁπόθεν μελαγχολικὸν πίπτει τὸ βλέμμα ἐπὶ τοῦ μικροῦ κοιμητηρίου, ἁπλουμένου κάτω, ἐπὶ ὑψηλῆς θαλασσοπλήκτου λωρίδος γῆς, μὲ τὰ λευκὰ μνήματα, καὶ εὐθὺς φεύγει ζητοῦν φαιδρότητα καὶ ζωὴν εἰς τὰ γαλανὰ κύματα, εἰς τὸ εὐρὺν τριπλοῦν λιμένα, καὶ εἰς τὰ χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τὰ φράττοντα τοῦτον ἐξ ἀνατολῶν καὶ μεσημβρίας. Ἐπάνω τῆς κορυφῆς ἐκείνης ἵστατο ἐρημικόν, ἄποπτον, ὡς φανὸς τὴν ἡμέραν λάμπων, τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου. Ἡ Φραγκογιαννοῦ διῆλθεν ἔξωθεν, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾿ ἐνῷ εἶχε σκοπὸν νὰ εἰσέλθη, τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἐδίστασε, κ᾿ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμο της. «Δὲν εἶμαι ἄξια», εἶπε μέσα της, «νὰ μπῶ σ᾿ ἕνα ξωκκλήσι ποὺ τόσο συχνὰ λειτουργιέται... Ἂς πάω καλύτερα στὸν Ἅϊ-Γιάννη τὸν Κρυφό». Μετὰ τοῦτο ἔφθασε εἰς τὸν ἐλαιῶνα, ἐπεθεώρησεν ἓν πρὸς ἓν ὅλᾳ τὰ ἐλαιόδενδρα διὰ νὰ ἰδῆ ἂν ἦσαν φουκωμένα ἤδη. Ἦτο ἤδη πρὸς τὰ μέσα Ἀπριλίου, τὸ δὲ Πάσχα ἤρχετο ὄψιμον. Παρεκάλει μέσα της τὸν Χριστὸν «νὰ δώση λαδάκι, γιὰ ν᾿ ἀναπλέψ᾿ ἡ φτώχεια». Ἀπὸ δυὸ ἐτῶν, τῷ ὄντι, δὲν εἶχαν καρπίσει οἱ ἐλιές, εἶχε δὲ ἀναφανῆ καὶ μία ὕπουλος ἀσθένεια, φθείρουσα τὸν καρπόν, καὶ μαυρίζουσα τοὺς κλώνας τῶν δένδρων. Ἀφοῦ ἔμεινεν ἐπ᾿ ὀλίγον εἰς τὸν ἐλαιῶνα, ἐσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις τὴν κεφαλὴν ὀπίσω, ὡς διὰ ν᾿ ἀποχαιρετίσῃ τὰ ἐλαιόδενδρα καὶ ἀπεμακρύνθη. Ἔφθασε κάτω εἰς τὸ ρεῦμα καὶ ἤρχισε νὰ τὸ ἀνέρχεται, καθὼς πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα τὸ καλάθιόν της ὑπὸ τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα, κρατοῦσα τὸ μαχαιράκι της μὲ τὴν χεῖρα τὴν δεξιάν, ἔκυπτε παντοῦ, εἰς ὅσα μέρη αὐτὴ ἐγνώριζε κ᾿ ἔψαχνε νὰ εὕρη καυκαλῆθρες καὶ ζοχάρια καὶ μυρόνια καὶ ἄνηθον διὰ νὰ γεμίσῃ τὸ καλαθάκι της, νὰ κάμῃ πίτταν τὸ Σάββατον τοῦ Λαζάρου, νὰ φάγη αὐτὴ κ᾿ αἱ θυγατέρες της, ἀλλὰ νὰ προσφέρῃ κ᾿ εἰς τὶς γειτόνισσες, ἀπὸ τὰς ὁποίας χάσιμον δὲν εἶχεν. Ἐκτὸς τῶν ἀγριολαχάνων τούτων, τὰ ὁποῖα ὅλαι ἐγνώριζον νὰ συλλέγουν, ἡ Χαδούλα ἤξευρεν ἄλλα βότανα, χρήσιμα ὡς φάρμακα διὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τὸ τρίμερο, καὶ τὴν δρακοντιὰ καὶ τὴν ἀγριοκρομμύδα, ἀνάμεσα εἰς τὰς κομάρους καὶ τὰς πτέριδας, καὶ παρὰ τὰς ρίζας τῶν ἀγρίων δένδρων, καὶ τοὺς μύκητας καὶ τὰς ἄκανθας καὶ τὰς κνίδας, καθὼς καὶ τὸ πολυτρίχι εἰς τοὺς μικροὺς καταρράκτας τοῦ ρεύματος –τὸ ὁποῖον λέγουν ὅτι εἶναι φάρμακον διὰ τὰς λεχοὺς τὰς πυρεσσούσας. Ἀφοῦ συνέλεξεν ἱκανὰ βότανα καὶ ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἰαματικῶν τούτων, τὰ ὁποῖα ἐτύλιξεν εἰς χωριστὸν μανδήλι ἐντὸς τοῦ καλαθίου, καὶ ἡ ὥρα ἔκλινεν ἤδη πρὸς τὸ δειλινόν, καὶ ὁ ἥλιος ἐπλησίαζεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ· ἐντὸς τοῦ ρεύματος βαθεῖα ἦτο ἡ σκιά, καὶ ὁ θροῦς τῶν βημάτων τῆς ἀντήχει ὡς δοῦπος σκληρὸς εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της. Ἡ γραῖα ἀνήρχετο ἤδη ὑψηλότερα, πρὸς τὴν ἀπότομον κορυφὴν τοῦ ρεύματος. Κάτω ἐχαράττετο βαθὺ τὸ ποτάμιον, τ᾿ Ἀχειλᾶ τὸ ρέμα, καὶ ὅλην τὴν βαθεῖαν κοιλάδα μετὰ ἠρέμου μορμυρισμοῦ διέτρεχε τὸ ρεῦμα, κατὰ τὸ φαινόμενον ἀκινητοῦν, λιμνάζον, ἀλλὰ πράγματι ἀενάως κινούμενον ὑπὸ τὰς μακρᾶς βαθυκόμους πλατάνους· ἀνάμεσα εἰς βρύα καὶ θάμνους καὶ πτέριδας, ἐφλοίσβιζε μυστικά, ἐφίλει τοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων, ἕρπον ὀφιοειδῶς κατὰ μῆκος τῆς κοιλάδος, πρασινωπὸν ἀπὸ τὰς ἀνταυγείας τὰς χλοερᾶς, φιλοῦν καὶ ἅμα δάκνον τοὺς βράχους καὶ τὰς ρίζας, νᾶμα μορμύρον, ἀθόλωτον, βρίθον ἀπὸ μικρὰ καβουράκια, τὰ ὁποῖα ἔτρεχον νὰ κρυβῶσιν εἰς τὸ θόλωμα τῆς ἄμμου, ἅμα κανὲν βοσκόπουλον, ἀφῆνον τὰς ὀλίγας ἀμνάδας νὰ βόσκουν εἰς τὴν δροσερᾶν χλόην, ἤρχετο νὰ κύψῃ εἰς τὸ ρεῦμα, καὶ ἀνεσήκωνε πέτραν τινὰ διὰ νὰ τὰ κυνηγήσῃ. Τὸ λάλον, ἀσίγητον κελάδημα τῶν κοσσύφων ἀντήχει ἁρμονικὸν εἰς τὸ δάσος, τὸ περιστέφον ὅλην τὴν δυτικὴν κλιτύν, καὶ ἀνέρπον εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἀναγύρου, ἕως τὴν Ἀετοφωλιὰν ἐπάνω – ὅπου ἐλέγετο ὅτι εἷς θαλασσαετὸς εἶχε κατοικήσει ἐπὶ τρεῖς γενεᾶς ἀνθρώπων ἐκεῖ, καὶ τέλος ἐξέλιπε χωρὶς ν᾿ ἀφήση ἀετόπουλα. Εἰς τὴν ἐρημωθεῖσαν φωλεᾶν του εὑρέθη ὁλόκληρον μουσεῖον ἀπὸ τεράστια κόκκαλα θαλασσίων ὄφεων, φωκῶν, καρχαριῶν καὶ ἄλλων ἐναλίων θηρίων, τὰ ὁποῖα εἶχε ξεφαντώσει κατὰ καιροὺς ὁ μέγας καὶ κραταιὸς ὄρνις τῶν θαλασσῶν, μὲ τὸ γρυπὸν ράμφος του τὸ κυανωπόν, καὶ μὲ τὸ τεφρὸν μεγαλοπρεπὲς πτέρωμα. Ἐπάνω, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ρεύματος, εἰς ἕνα ζυγὸν σχηματιζόμενον μεταξὺ δυὸ βουνῶν, ἀνάμεσα εἰς τοῦ Κονόμου τὰ ρόγγια καὶ εἰς τὸν Μικρὸν Ἀνάγυρον, ἐκεῖ εὑρίσκετο ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν τὸ ἀρχαῖον, ἔρημον μονύδριον, ὁ Ἅις Γιάννης ὁ Κρυφός. Ἦτο πράγματι κρυφός, κείμενος ὄπισθεν τοῦ μικροῦ αὐχένος, καλυπτόμενος ἀπὸ τὰ δυὸ βουνά, καὶ ἀπὸ πυκνὴν λόχμην. Εἴτε ἐκ τοῦ βορείου μέρους ἤρχετο τις, ὅπως τώρα ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀπὸ τ᾿ Ἀχειλᾶ τὸ ρέμα, εἴτε ἐκ τοῦ μεσημβρινοῦ, ἐκ τῆς τοποθεσίας τῆς καλουμένης τοῦ Κονόμου τὰ ρόγγια, καὶ ἂν ἐγγύτατα διήρχετο πλησίον τοῦ παλαιοῦ σεβάσματος, ἦτο ἀδύνατον νὰ ὑποπτεύσῃ τὴν ὕπαρξίν του, ἂν δὲν ἐγνώριζε καλῶς τὰ μέρη, ὅπως τὰ ἐγνώριζεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ὁ περίβολος καὶ τὰ ὀλίγα κελλία ἦσαν ἐρείπιον ἀπὸ πολλοῦ. Ὁ ναΐσκος ὠρθοῦτο ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἦτον ἔρημος καὶ ἀλειτούργητος. Τὸ καθολικὸν ἐστεγάζετο ἀκόμη, ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἅγιον βῆμα ἡ στέγη εἶχε καταρρεύσει πρὸς τὸ βόρειον, αἱ δὲ πλάκες τῆς σκεπῆς καὶ τὰ συντρίμματα εἶχον καλύψει τὸ θυσιαστήριον· ὑπῆρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτὲ γλυπτὸν καὶ χρυσωμένον, ἐφθαρμένον καὶ δυσγνώριστον, ἀλλ᾿ αἱ εἰκόνες ἔλειπον. Αἱ ὀλίγαι τοιχογραφίαι εἶχον φθαρῆ ἀπὸ τὴν ὑγρασίαν, καὶ τὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων δὲν διεκρίνοντο πλέον. Μόνον δεξιόθεν τοῦ χοροῦ ὑπῆρχε μία τοιχογραφία παριστώσα τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον μαρτυροῦντα τὸν Χριστόν· «Ἴδε ὁ Ἀμνὸς τοῦ θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου». Τὸ πρόσωπον καὶ ἡ χεὶρ τοῦ Βαπτιστοῦ, τεινομένη καὶ δεικνύουσα, διεκρίνοντο ὁπωσοῦν καλῶς. Τὸ πρόσωπον τοῦ Σωτῆρος λίαν ἀμυδρῶς ἐφαίνετο ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ τοίχου. Τὸν Ἅη-Γιάννην τὸν Κρυφὸν ἐπεκαλοῦντο τὸν παλαιὸν καιρὸν ὅλοι ὅσοι εἶχον «κρυφὸν πόνον» ἢ κρυφὴν ἁμαρτίαν. Ἡ γραῖα Χαδούλα ἐγνώριζε τὴν δοξασίαν ἢ τὸ ἔθιμον τοῦτο, καὶ διὰ τοῦτο ἐνθυμήθη νὰ ἔλθῃ σήμερον εἰς τὸν παλαιόν, ἔρημον ναΐσκον, ὅπως προσφέρῃ τὰς ἱκεσίας της. Προέκρινε τὸν ναὸν τὸν ἀλειτούργητον, ἀφοῦ καὶ εἰς τὴν ἐνοριακὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐσύχναζεν ὅλην τὴν σαρακοστήν, ἐτόλμα μόνον νὰ εἰσέρχεται μᾶλλον εἰς τὸν νάρθηκα, ὄπισθεν τοῦ ἑνὸς φύλλου τῆς γυναικείας πύλης, τοῦ κλεισμένου με τὸν σύρτην –ὡς νὰ ἠσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ εἶν᾿ ἑτοίμη πρὸς φυγήν, ἅμα τὴν ἐδίωκέ τις! Καὶ δὲν ἐφοβεῖτο τόσον μὴ τὴν διώξη ὁ Παπανικόλας, ὁ αὐστηρὸς καὶ ἀσκητικὸς ἐφημέριος, ἢ ὁ κὺρ Δημητρὸς ὁ ἐπίτροπος, ὅστις πάντοτε ἐγόγγυζε καὶ ἦτο τραχὺς πρὸς τὰς γραῖας, αἵτινες ἐπέμενον μὴ θέλουσαι ν᾿ ἀνέρχωνται εἰς τὸν γυναικωνίτην, καὶ ἀπήτουν νὰ ἔχουν διαρκῶς μικρόν, περίφρακτον μὲ σειρᾶς στασιδίων διαμέρισμα, εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ· ἀλλ᾿ ἐφοβεῖτο τὸν Ἀρχάγγελον, τὸν ἀγριωπόν, ὅστις ἦτο ζωγραφισμένος μεγαλωστὶ ἐπὶ τῆς βορείας πύλης τοῦ ναοῦ, μὲ τὴν ρομφαῖαν του τὴν φλογίνην εἰς τὴν χεῖρα. Εἰσῆλθεν εἰς τὸν ἔρημον ναΐσκον, ἄναψεν ἓν κηρίον, τὸ ὁποῖον εἶχεν εἰς τὸ καλάθι της μαζὶ μὲ ὀλίγα πυρεῖα, κ᾿ ἔκαμε τρεῖς στρωτᾶς γονυκλισίας ἐμπρὸς εἰς τὴν τοιχογραφίαν τὴν ἡμιεφθαρμένην. Εἶτα, ἀνακυκλοῦσα εἰς τὸν νοῦν τὴν ἔμμονον ἰδέαν, ἥτις τῆς εἶχε κολλήσει, χωρὶς νὰ τὴν ἐκφράζῃ μεγαλοφώνως, εἶπε μὲ φωνήν, τὴν ὁποίαν θὰ ἠδύνατο ν᾿ ἀκούση τις, ἂν παρίστατο μάρτυς τῆς σκηνῆς ἐκείνης: «Ἂν ἔκαμα καλά, Ἅη-Γιάννη μου, νὰ μοῦ δώσης σημεῖο σήμερα... νὰ κάμω μία καλὴ πράξη, ἕνα ψυχικό, γιὰ νὰ γαληνιάσ᾿ ἡ ψυχή μου κ᾿ ἡ καρδούλα μου!...»
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα |
![]() |
#3
|
![]() |
|
||||
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἡ Φόνισσα 3
Θ - ΙΑ
Θ´ Ἀφοῦ εἶχε γεμίσει τὸ καλάθι της, καὶ ὁ ἥλιος ἔκλινε πολὺ χαμηλά, καθὼς ἐξῆλθε τοῦ ἐρήμου ναΐσκου, ἡ γραῖα Χαδούλα ἐκίνησε νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν πολίχνην. Κατῆλθε πάλιν τὸ ρέμα-ρέμα εἰς τὰ ὀπίσω, ἐστράφη δεξιά, ἄρχισε ν᾿ ἀνηφορίζῃ πρὸς τὸν λόφον τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει. Μόνον πρὶν φθάση ἀκόμη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, ἐφ᾿ οὗ ἵσταται τὸ παρεκκλήσιον, καὶ ὁπόθεν ἀνοίγεται μεγάλη θέα πρὸς τὸν λιμένα καὶ τὴν πόλιν, εἶδεν ἐκεῖ δεξιά της χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος μικρᾶς κοιλάδος, ἥτις καλεῖται τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τέμνει κατ᾿ ἀμβλεῖαν γωνίαν τὴν ἄλλην βαθεῖαν κοιλάδα τοῦ Ἀχειλᾶ, τὸν εὐρὺν καὶ καλῶς καλλιεργημένον κῆπον τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, καὶ εἶπε μέσα της: «Ἂς πάω στὸν μπαχτσὲ τοῦ Γιάννη, νὰ τοῦ γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ἢ κανένα μαροῦλι, νὰ μὲ φιλέψη... Τί θὰ χάσω;» Συγχρόνως, ἀνεπόλησεν τὴν στιγμὴν ἐκείνη, ὅ,τι πρὸ ἡμερῶν εἶχεν ἀκούσει· ὅτι ἡ γυναῖκα τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ ἦτον ἄρρωστη. Ἠννόει ἂν αὕτη εὑρίσκετο τώρα εἰς τὴν καλύβην τὴν ἐντὸς τοῦ κήπου, παρὰ τὴν εἴσοδον, ἢ ἂν ἐνοσηλεύετο εἰς τὴν πόλιν. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ κηπουρὸς ὁ ἴδιος θὰ εὑρίσκετο ἐξ ἅπαντος ἐδῶ, (συνεπέρανεν, ἐπειδὴ ἔβλεπεν μακρόθεν ἀνοικτὴν τὴν θύραν τοῦ περιβόλου) ἐσυλλογίσθη νὰ τοῦ πουλήση δούλευσιν, μὲ τὰ βότανα ποὺ εἶχε στὸ καλαθάκι της, ὑποσχόμενη αὐτῷ «μαντζούνια» πρὸς ἴασιν τῆς γυναικός του. Εἶτα εὐθὺς πάλιν εἶπε καθ᾿ ἑαυτήν: «Τί δούλεψη νὰ κάμῃ κανεὶς στὴ φτώχεια!... Ἡ μεγαλύτερη καλωσύνη ποὺ μποροῦσε νὰ τοὺς κάμῃ θὰ ἦτον νὰ εἶχε κανεὶς στερφοβότανο νὰ τοὺς δώση. (Θέ μ᾿ σχώρεσέ με!) Ἂς ἦτον καὶ παλληκαροβότανο! ἐπέφερε. Γιατὶ κάνει ὅλο κοριτσάκια, κι αὐτὴ ἡ φτωχιά!... Θαρρῶ πῶς ἔχει πέντ᾿ ἕξι ὡς τώρα. Δὲν ξέρω ἂν τῆς ἔχῃ πεθάνει κανένα... ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἑφτάψυχα!» Εἶχεν ἐρευνήσει, τῷ ὄντι, ἐπὶ χρόνους πολλούς, εἰς τὰ βουνὰ καὶ τὰς φάραγγας, ὅπως εὕρῃ «παλληκαροβότανο» διὰ τὴν κόρην της, ἀλλ᾿ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον τῆς εἶχε δώσει δὲν ἐπέτυχεν· ἐξ ἐναντίας, ἐνήργησε μᾶλλον ὡς «κοριτσοβότανο». Καὶ ὅμως εἰς αὐτὴν ἄλλοτε, ὅταν τῆς τὸ ἔδωκεν ἡ ἀνδραδέλφη της, εἶχε τελεσφορήσει, διότι ἔκαμε τέσσαρας υἱούς, καὶ μόνον τρεῖς θυγατέρας. Ὅσον ἀφορᾷ τὸ «στερφοβότανο», ὁ πνευματικός της εἶχεν εἰπεῖ πρὸ χρόνων ὅτι εἶναι μεγάλη ἁμαρτία. Πρὶν φθάση εἰς τὴν θύραν τοῦ κήπου, καθὼς κατήρχετο τὸν δρομίσκον τῆς κλιτύος, εἶδεν ὅτι ὁ Γιάννης ὁ Περιβολᾶς δὲν εὑρίσκετο ἐντὸς τοῦ κήπου, ἀλλ᾿ ἦτο τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸν γειτονικὸν ἀγρόν, τὸν ὁποῖον εἶχε φαίνεται ἐνοικιάσει ὡς κολλήγας ἀπὸ τὸν γείτονα. Ὁ ἀγρὸς ἦτον σπαρμένος κριθὴν λίαν χλοάζουσαν καὶ σπιθαμιαίαν ἤδη, ἐκεῖτο δὲ ἐπὶ χαμηλοτέρου ἀπὸ τὸν κῆπον ἐπιπέδου, εἰς ὕψος γόνατος. Ὁ Γιάννης, σκυμμένος εἰς μίαν ἄκρην τοῦ ἀγροῦ, ὡς φαίνεται, ἐβοτάνιζεν, ἤτοι ἐξερρίζωνε τ᾿ ἄσχημα χόρτα καὶ τὰ ζιζάνια ἀνάμεσα εἰς τὸ σπαρτόν, ἐνόσω ἦτο ἀκόμη ἐνωρίς, καὶ ὁ ἥλιος ἔδυεν ἤδη. Εὑρίσκετο πέραν τῆς ἄλλης ἄκρας του κήπου, καὶ ὅταν ἡ Γιαννοῦ ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν τοῦ περιβόλου, δὲν τὸν ἔβλεπε πλέον, κρυπτόμενον ὄπισθεν τοῦ πυκνοῦ φράκτου, εἰς ἱκανὴν ἀπόστασιν, ὥστε δὲν ἠμπόρεσε νὰ τοῦ φωνάξη μακρόθεν τὴν καλησπέραν. Ἐκεῖνος, κύπτων, ὅλος ἔκδοτος εἰς τὴν ἐργασίαν του, οὔτε τὴν εἶδεν. Ἡ γραῖα Χαδούλα εἰσῆλθε. Πλησίον τῆς θύρας ἦτον ἡ καλύβη, ἱκανῶς λευκάζουσα, μὲ ἐξωτερικὸν ὄχι πολὺ ἀκμαῖον οὔτε καθάριον. Ἐφαίνετο ὅτι πρὸ πολλοῦ χρόνου δὲν εἶχεν ἀσβεστωθῆ, κ᾿ ἐμαρτύρει περὶ τῆς ἀρρωστίας τῆς οἰκοκυρᾶς. Ἀταξία ἐργαλείων, χόρτων καὶ δεμάτων ὑπῆρχεν ἔμπροσθεν ταύτης. Ἡ θύρα ἦτο κλειστή. Τὰ δυὸ παράθυρα κλειστά. Μόνον εἷς φεγγίτης μὲ ὕαλον ὑπῆρχε πρὸς τὰ ἄνω, ἀλλὰ διὰ νὰ φθάση ὡς ἐκεῖ ἐπάνω ἡ Φραγκογιαννοῦ, διὰ νὰ στηλώσῃ τὸ ἀνάστημά της καὶ ἴδῃ ἂν ἦτον ἄνθρωπος μέσα, ἔπρεπε ν᾿ ἀνέλθη τὰς δυὸ ἢ τρεῖς βαθμίδας, καὶ νὰ φθάση εἰς τὸ μικρόν, ἄφρακτον σανίδωμα, τὸ καλούμενον «χαγιάτι». Ἐνῷ ἐδίσταζεν, ἂν ἔπρεπε οὕτω νὰ κάμῃ, ἢ μᾶλλον ν᾿ ἀνέλθη ἁπλῶς εἰς τὸ χαγιάτι καὶ νὰ κρούση τὴν θύραν, ἤκουσε φωνᾶς μικρῶν κορασίων. Ὀλίγον παρέκει ἦτον τὸ πηγάδι μὲ τὸ μάγγανον, καὶ δίπλα, ἡ στέρνα, χαμηλή, βαθεῖα, μὲ τὰς ὄχθας μόλις ἀνεχούσας ὑπεράνω τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς. Ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν κτιστὴν ὄχθην, παρὰ τὸ χεῖλος τῆς στέρνας, ἐκάθηντο δυὸ μικρὰ κοράσια, τὸ ἓν ὡς πέντε ἐτῶν, τὸ ἄλλο ὡς τριῶν ἐτῶν, καὶ ἔπαιζαν μὲ μίαν καλαμιᾶν καὶ μὲ σπάγγον καὶ ἓν καρφίον δεμένον εἰς τὴν ἄκρην, ὡς νὰ ἐψάρευαν τάχα ἐντὸς τῆς στέρνας. - Νά!... μοῦ ἔδωκε τὸ σημεῖο ὁ Ἅις-Γιάννης, εἶπε μέσα της, σχεδὸν ἀκουσίως ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἅμα εἶδε τὰ δυὸ θυγάτρια... Τί λευθεριὰ θὰ τῆς ἔκαναν τῆς φτωχιᾶς, τῆς Περιβολούς, ἀνίσως ἔπεφταν μὲς στὴ στέρνα κ᾿ ἐκολυμποῦσαν!... Νὰ ἰδοῦμε, ἔχει νερό; Πλησιάσασα, ἔκυψε, καὶ εἶδεν ὅτι ἡ στέρνα ἦτον σχεδὸν γεμάτη· ὡς δυὸ τρίτα ὀργυιᾶς νεροῦ. - Τί τ᾿ ἀφήνει ἐδῶ, κεῖνος ὁ πατέρας τους, μικρὰ κορίτσια, εἶπεν πάλιν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Τάχα δὲν μποροῦν νὰ πέσουν καὶ μοναχά τους μέσα; Ἔστρεψεν ἀνήσυχον βλέμμα πρὸς τὴν καλύβην. Ἀλλ᾿ αὐτὴ εἶχε τὴν ὄψιν ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ἄνθρωπος μέσα. Ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας τὰ δυὸ κοράσια. Τὸ μεγαλύτερον τούτων ὡραῖον, ξανθόν, ἂν καὶ σχεδὸν ἄνιπτον, ἔκαμνεν ὡραίαν ἐντύπωσιν. Τὸ μικρότερο, χλωμόν, κακονδυμένον, ἐφαίνετο μᾶλλον νὰ πάσχῃ ἀπὸ «ζούραν», ἤτοι παιδικὸν μαρασμόν. - Κοριτσάκια, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ, τί ἐκάνετ᾿ δῶ;... Ποῦ εἶν᾿ ἡ μάννα σας; Τὸ μεγαλύτερον κοράσιον ἀπήντησε: - Πίτι. Στὸ σπίτι, ἠρμήνευσεν ἡ γραῖα. Μὰ ποῦ στὸ σπίτι; Ἐδῶ ἢ στὸ χωριό; - Ζὲν εἶναι ζῶ, εἶπεν πάλιν τὸ μικρόν. Φαίνεται ὅτι ἐξετέλει ἐντολὴν τοῦ πατρός της, μὴ θέλοντος νὰ ἐνοχλῶσιν οἱ διαβᾶται τὴν ἄρρωστην. Αὕτη, ἄλλως, εὑρίσκετο πράγματι ἐντὸς τῆς καλύβης, καίτοι τὰ παράθυρα ἦσαν κλειστά, ἴσως διὰ νὰ μὴν τὴν βλάπτῃ ὁ ἑσπερινὸς ἀὴρ τοῦ ρεύματος. Φαίνεται ὅτι ὁ σύζυγός της πρὸ ὀλίγου μόνον εἶχε κατέλθει εἰς τὸν γειτονικὸν ἀγρόν, πρὸς μικρὰν συμπληρωματικὴν ἐργασίαν, καὶ εἶχεν ὀκνήσει ἢ νομίσει περιττὸν νὰ κλείσῃ καὶ τὴν θύραν τοῦ περιβόλου τοῦ λαχανοκήπου. Ἡ γραῖα Χαδούλα ἠρώτησε καὶ πάλιν: - Κ᾿ εἶναι στὸ χωριό, ἡ μάννα σας; Καὶ σεῖς πῶς εἶστε ῾δῶ μοναχά σας; - Εἶναι πατέλας ζῶ, εἶπεν ἡ μικρά. - Ποῦ; - Ἐκεῖ κάτω, ἔδειξεν ἡ μικρά. - Καὶ τί κάνει; Ἡ παιδίσκη ἔσειε τοὺς ὤμους. Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ. Τέλος ἐπρόφερεν: - Ἔχει ζ᾿λειά. (ἔχει δουλειά) - Πῶς σὲ λένε, κορίτσι μου; - Μένα; Μ᾿σούδα (Μυρσούδα). - Καὶ τὴν ἀδερφή σου; - Τούλα (Ἀρετούλα). Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐσκέφθη: «Θὰ φωνάξουν, τάχα;... Θ᾿ ἀκουστῆ; Ποῦ ν᾿ ἀκουστῆ!... Πρέπει νὰ κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αὐτός, ὅπου εἶναι, τώρα σὲ λίγο, θὰ ῾ρθῆ δῶ, γιατὶ θὰ σουρουπώση, καὶ δὲν θὰ βλέπῃ νὰ κάνῃ δουλειὰ ἐκεῖ κάτω... Καὶ πρέπει νὰ φεύγω τὸ γληγορώτερο, χωρὶς νὰ μὲ ἰδῆ, ὅπως δὲν μὲ εἶδε ὡς τώρα». Ἐδίστασε πρὸς στιγμήν. Ἠσθάνθη μέσα της φοβερὰν πάλην. Εἶτα εἶπε, σχεδὸν μεγαλοφώνως: «Καρδιά!... αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόφαση». Καὶ δράξασα μὲ τὰς δυὸ χεῖρας τὰ δυὸ κοράσια, τὰ ὤθησε μὲ μεγάλην βίαν. Ἠκούσθη μέγας πλαταγισμός. Τὰ δυὸ πλάσματα ἔπλεαν εἰς τὸ νερὸν τῆς στέρνας. Ἡ μεγαλυτέρα κορασὶς ἔρρηξεν ὀξεῖαν κραυγήν, ἥτις ἀντήχησεν εἰς τὴν μοναξιὰν τῆς ἑσπέρας. - Μά...! Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔστρεψε τὸ πρόσωπον πρὸς τὴν λευκὴν καλύβην, ὅπου μέχρι τοῦδε εἶχεν ἐστραμμένα τὰ νῶτα. Καὶ συγχρόνως ἐτοιμάζετο νὰ φύγη, καὶ συνάμα ἔστρεφε τὸν κανθὸν τοῦ ὄμματος πρὸς τὴν στέρναν, διὰ νὰ ἰδῇ ἂν διήρκει ἡ ἀγωνία. Ἀνέλαβε τὸ καλάθι της, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀποθέσει καταγῆς, καὶ ἀπεμακρύνθη δυὸ βήματα. Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἤσπαιρον μέσα εἰς τὸ νερόν. Ἡ μικρὰ εἶχε βυθισθῆ ἤδη. Ἡ μεγαλυτέρα ἐπάλαιε. Μετ᾿ ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἡ γραῖα ἤκουσεν ὄπισθέν της κρότον θύρας ἀνοιγομένης, καὶ ἀσθενῇ φωνήν. Ἐστράφη. Ἡ θύρα τῆς καλύβης εἶχεν ἀνοιχθῇ. Ἡ ἄρρωστη γυνή, ἡ μήτηρ τῶν δυὸ κορασίων, ὠχρά, καὶ τυλιγμένη μὲ μαλλίνην σινδόνα, ὁμοία με φάντασμα, ἵστατο εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας. - Τί εἶναι; εἶπε μετὰ τρόμου ἡ πάσχουσα γυνή. Τότε ἡ Φραγκογιαννοῦ, μὲ μεγάλην ἑτοιμότητα, καθὼς ἵστατο ὀρθία, δυὸ βήματα πρὸς τὴν στέρναν, ἔρριψε τὸ καλάθι της κάτω, τὸ ὁποῖον εἶχε ἀναλάβει ἀρτίως, καὶ ἄρχισε νὰ τρέχῃ, νὰ πηδᾷ, καὶ νὰ φωνάζῃ: - Τὰ κορίτσια!... Τὰ κορίτσια!... Πέσανε μέσα!... Κοίταξε!... Δὲν ἔχετε τὸ νοῦ σας, χριστιανοί;... Πῶς κάμανε;... Καὶ τ᾿ ἀφήνετε μοναχά τους, κοντὰ στὴ στέρνα, νερὸ γεμάτη!... Καλὰ ποὺ βρέθηκα!... Νά, τώρα πέρασα κ᾿ ἐγώ... Ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε! Κ᾿ ἐνῷ τῷ ἅμα κύψασα, καὶ ἀφαιρέσασα ἐν ἀκαρεῖ τὴν φουστάνα της, μείνασα μὲ τὴν λεγομένην «μαλλίναν», τὴν ἐν εἴδει μεσοφορίου, ἀπορρίπτουσα τὰς πατημένας χονδρᾶς ἐμβάδας, μείνασα μὲ τὰς κάλτσας τὰς τρυπημένας εἰς τὴν πτέρναν, ἐρρίθη βαρεῖα, μετὰ πατάγου μέσα εἰς τὸ νερὸν τῆς στέρνας. Ἡ γυνὴ ἡ ἄρρωστη εἶχεν ἀφήσει βραχνὴν κραυγήν, κ᾿ ἔτρεξε νὰ κατέλθη τὰ δυὸ ἢ τρία λίθινα σκαλοπάτια τῆς εἰσόδου, παραπατοῦσα καὶ μόλις δυναμένη νὰ βαδίζῃ ἐκ τῆς ἀδυναμίας. Πρὶν αὕτη φθάση πλησίον τῆς στέρνας, ἡ Γιαννοῦ εἶχε πιάσει τὸ μικρότερον κοράσιον, τὸ ὁποῖον τῆς ἐφαίνετο μᾶλλον πνιγμένον ἤδη, καὶ τὸ ἔσυρε βραδέως πρὸς τὰ ἔξω, μὲ τὴν κεφαλὴν πάντοτε ἐπίστομα εἰς τὸ νερό. Εἶτα σηκώσασα τὸ μικρὸν σῶμα, ἀφοῦ ἀπέθεσε τοῦτο ἐπὶ τῆς λιθίνης κρηπῖδος, ἔκυψε κ᾿ ἔπιασε τὴν ἄλλην κορασίδα, τὴν μεγαλυτέραν. Τὴν ἔδραξεν ἀπὸ τὸ κράσπεδον τοῦ φορέματός της, καὶ ἀπὸ τὸν ἕνα πόδα, κ᾿ ἐνῷ ἐτράβα πρὸς τὰ ἄνω τὸ σῶμα, ἡ κεφαλὴ ἔμενε κάτω, ὅσον τὸ δυνατὸν μακροτέραν ὥραν ἐντὸς τοῦ νεροῦ. Τέλος, ἡ μήτηρ εἶχε φθάσει πλησίον τῆς σκηνῆς, καὶ ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔσυρεν ἀποφασιστικῶς τὸ σῶμα πρὸς τὰ ἔξω. Ἀπέθηκε τοῦτο πλησίον τοῦ ἄλλου σώματος. Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα ἐφαίνοντο ἀναίσθητα. Ἡ Φραγκογιαννοῦ μετὰ προσπαθείας, ψάξασα μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ νερόν, ἀνεῦρεν ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς πλευρᾶς τὸ στόμιον τῆς στέρνας, τὸ φραγμένον διὰ πλατείας σανίδος μὲ ὑψηλὴν ὡς κοντάριον λαβήν, καὶ πατήσασα τὸν ἕνα πόδα ἐπὶ τῆς ἐσοχῆς ἐκείνης τοῦ τοίχου ἀνῆλθε μετὰ κόπου εἰς τὴν κρηπίδα ὅλη στάζουσα. - Εἶδες! Δὲν τὸ ἐσυλλογίστηκα! ἀνέκραξεν ἐπιδεικτικῶς ἡ Φραγκογιαννοῦ. Τάχα δὲν ἔπρεπε νὰ τραβήξω τὸν κόπανο ἐπάνω, νὰ ξεφράξω τὴ μποῦκα, γιὰ ν᾿ ἀδειάση μονομιᾶς ἡ στέρνα, πρὶν πνιγοῦν τὰ κοριτσάκια, τὰ καημένα! Ἦτο ἀληθές, ἄλλως, ὅτι δὲν τὸ εἶχε σκεφθῆ. Πλὴν ὑπάρχει ὑποκρισία καὶ ἐν τῇ εἰλικρινείᾳ. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐτίναξε τὰ κράσπεδα τῶν ἐνδυμάτων της, τὰ διάβροχα, καὶ ρίπτουσα βλέμμα ἐπὶ τὰ δυὸ ἀναίσθητα σώματα, ἤρχισεν ἐν βίᾳ καὶ σπουδῇ νὰ λέγῃ: - Κρέμασμα ἀνάποδα θέλουνε... Χτύπημα μὲ τὸ καλάμι, γιὰ νὰ ξεράσουν μαθές!... Καλὰ ποὺ εἶναι γλυκὸ τὸ νερό... Ποῦ εἶναι ὁ ἄνδρας σου, χριστιανή μου;... Ἔτσι τ᾿ ἀφήνουν, μικρὰ κορίτσια, μοναχά τους, νὰ παίζουν μὲ τὸ νερὸ τῆς στέρνας;... Καλὰ ποὺ ᾖρθα! Ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε... Ἀπὸ τὸν Ἀνάγυρο ἔρχομαι, ἀπ᾿ τὸν ἐλιῶνα... Καλὰ ποὺ ἦτον ἡ πόρτα τοῦ μπαχτσὲ ἀνοιχτή!... Ποῦ ῾ναι ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ ῾ν᾿ τός; Ὅ,τι μπῆκα ἀπ᾿ τὴν πόρτα, ἀκούω μπλούμ! Τρέχω... Τί νὰ ἰδῶ! Δὲν πρόφθασα... Οὔτε ἤξευρα πὼς εἶσ᾿ ἐδῶ. Σὲ εἶχα στὸ χωριὸ πὼς βρίσκεσαι... Εἶχα μάθει πὼς ἤσουν ἄρρωστη... Τὴν τρομάρα ποὺ πῆρα!... Τώρα, κρέμασμα ἀνάποδα, καὶ γλήγορα... Δὲν πιστεύω νὰ εἶναι καλὰ πνιγμένα... Ποῦ ῾ναι... τὸς ὁ ἄνδρας σου; Ποῦ ῾ν᾿ τός; Καὶ δράξασα μετὰ βίας τὸ ἓν σῶμᾳ, τὸ μικρότερον, περὶ τοῦ ὁποίου ἦτο σχεδὸν βεβαία ὅτι ἦτον νεκρὸν ἤδη, τὸ μετέφερε πλησίον ἑνὸς δένδρου, διὰ νὰ τὸ κρεμάσῃ ἀνάποδα, ὡς ἔλεγε. - Ποῦ εἶν᾿ ἕνα σκοινάκι;... Νά, βλέπω ἕνα σπάγγον μὲ καλαμιά! Καλά, θὰ χρειαστῆ. Ἔνευεν ἀνυπομόνως εἰς τὴν ἄρρωστην γυναῖκα, νὰ τῆς φέρῃ πλησίον τὴν καλαμιά, μὲ τὴν ὁποίαν ἔπαιζαν πρὸ μικροῦ αἱ δυὸ κορασίδες. Ἡ γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τὰς χεῖρας ἐν ἀπορίᾳ, ἐν τρόμῳ, ἐν ἀγωνίᾳ, μὲ ἀσθενῆ φωνὴν εἶπε: - Μὰ ποῦ ῾ναι ὁ πατέρας τους; - Ἐμένα ρωτᾷς; εἶπεν ἡ Γιαννοῦ. - Δὲν φωνάζεις;... Δὲν μπορῶ νὰ σκούξω, δὲν ἔχω καρδίτσα, χριστιανή μου... Ἴσως νὰ εἶναι ἀποκάτω, στὸ χωράφι. Ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἀποθέσασα πρὸς ὥραν τὸ μικρὸν σῶμα καταγῆς, εἶχε τρέξη δυὸ βήματα, καὶ λύσει τὴν καλαμιᾶν μὲ τὸν σπάγγον, κ᾿ ἐπροσπάθει νὰ τὸν λύση ἢ τὸν κόψη, ὅπως δέση δι᾿ αὐτοῦ τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς πνιγμένης εἰς τὸν κλώνα τῆς κερασέας, καὶ κρέμαση τὸ σῶμα κατὰ κεφαλῆς. Συγχρόνως, ἀπαντώσα εἰς τὴν ἐπίκλησιν τῆς γυναικός, ἐφώναξε μὲ ἀγρίαν, ἀλλόκοτον φωνήν: - Γιάννη!... Γιάννη! Ἡ κραυγὴ ἀντήχησεν ἀνὰ τὴν κοιλάδα. Ἀλλ᾿ ὁ Γιάννης δὲν ἐφαίνετο. Ἡ Γιαννοῦ ἔδεσε τοὺς πόδας τῆς μικρᾶς, κ᾿ ἐπροσπάθει νὰ τὴν κρέμαση, συγχρόνως δὲ ἐπανέλαβε τὴν κραυγήν της: - Γιάννη!.. Ποῦ εἶσαι;... Ἔλα!...Τὰ κορίτσια πέσανε μὲς στὴν στέρνα!... «Καλύτερα, ποὺ ἀργεῖ», ἔλεγε μέσα της. - Δὲν ἀκούει, θὰ πῶ, αὐτὸς ὁ χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στὴ δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλιά... Γιάννη! Γιάννη!... Συγχρόνως συνησθάνθη ὅτι σχεδὸν ἐπροδίδετο, καθότι ἡ γυνὴ ρητῶς δὲν τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι ὁ Γιάννης εἰργάζετο στὸ χωράφι, ἀλλὰ μόνον ἡ ἰδία τὸν εἶχεν ἰδεῖ, καὶ ἂν τῆς τὸ εἶπε τις, ἡ πνιγεῖσα παιδίσκη τῆς τὸ εἶπεν. Ὅθεν ἐπέφερε: - Μὰ ποῦ εἶναι;... Στὸ χωράφι, εἶπες; Καὶ τί κάνει;... Ποιὸς νὰ τρέξη, χριστιανή μου, ὡς ἐκεῖ... Σὺ εἶσαι ἄρρωστη γυναῖκα... Γιάννη!... Ποῦ εἶσαι, Γιάννη; Τέλος ἠκούσθη φωνή, πέραν τοῦ ἀκρινοῦ φράκτου, ἀπὸ τὴν ἐσχατιὰν ἐρχόμενη. - Τί εἶναι;... Ποιὸς φωνάζει; - Τρέξε, Γιάννη!... Τὰ κορίτσια πνιγήκανε! ἔκραξε μὲ μέγαν κόπον ἡ ἄρρωστη γυνή. Μετὰ ἓν λεπτὸν ἔφθασε τρέχων ὁ Γιάννης. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε κρεμάσει τὸ μικρὸν σῶμα, εἶτα ἐσήκωσε καὶ τὸ σῶμα τὸ ἄλλο, τῆς μεγαλυτέρας παιδίσκης, καὶ τὸ ἐψηλάφει μὲ τὰς δυὸ χεῖρας, ζητοῦσα νὰ βεβαιωθῆ ἂν ἦτο νεκρὸν ἤδη. Καὶ συγχρόνως ἔρριπτε λοξὸν ὕπουλον βλέμμα πρὸς τὴν δύστηνον μητέρα, τὴν ὠχρὰν καὶ ριγοῦσαν ὑπὸ τὴν λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ᾿ ἔσεισε τὴν κεφαλήν, ἀκουσίως οἰκτείρουσα τὴν γυναῖκα ἐκείνην. Ὅταν εἶδε μακρόθεν τὸν πατέρα, τὸν κηπουρόν, νὰ τρέχῃ πρὸς τὰ ἐδῶ, ἐγύρισε τὸ σῶμα μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω, καὶ τὸ ἐκράτει προσωρινῶς οὕτω διστάζουσα καὶ ἔντρομος. - Τί εἶναι;... Τί τρέχει; ἔκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορίᾳ ὁ Γιάννης. - Νά! καλὰ ποὺ βρέθηκα! ἐφώναξε πρὸς τοῦτον ἡ Φραγκογιαννοῦ... Ἠρχόμουν ἀπὸ τὸν Ἀνάγυρο, μὲ τὸ κοφίνι μου. Ἔλεγα νὰ σοῦ δώσω κανένα βότανο, ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ μάζωξα σήμερα στὸ ρέμα, γιὰ νὰ κάμετε μαντζοῦνι γιὰ τὴ γυναῖκα σου!... ἐπειδὴ εἶχα μάθει πῶς ἦτον ἄρρωστη... Καλὰ ποὺ βρέθηκε ἡ πόρτα ἀνοιχτή!... Μπαίνω μέσα... Ἀκούω, μπλούμ! τὴν τρομάρα ποὺ πῆρα! Τὰ δυὸ κορίτσια, καθὼς ἔπαιζαν μὲ τὴν καλαμιά, ἔπεσαν στὴν στέρνα... Κατὰ πῶς φαίνεται, ὅσο μπόρεσα νὰ καταλάβω, εἶχαν πιάσει καυγὰ ποιὰ νὰ κρατῇ τὴν καλαμιά, γιὰ νὰ βγάλῃ τάχα τὰ ψάρια... Ἡ μικρὴ ἤθελε ν᾿ ἁρπάξη τὴν καλαμιὰ ἀπ᾿ τὴ μεγάλῃ... Σπρώχνοντας ἡ μεγάλη τὴ μικρή, τὴν ἔρριξε μὲς στὸ νερό, καὶ πιάνοντας ἡ μικρὴ τὴν μεγάλη, κατὰ πῶς φαίνεται, τὴν ἐτράβηξε μαζί της μὲς στὴ στέρνα. (Ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε αὐτοσχεδιάσει τὴν ἑρμηνείαν ταύτην ἐκ τοῦ προχείρου, καὶ ἐξ ἐμπνεύσεως). Ἄχ! τὴν τρομάρα ποὺ πῆρα! Ἀκούω ἕνα μπλούμ! Καλὰ ποὺ βρέθηκα! Ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε... Ἀμμή, ἔτσι ἀφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρὰ κορίτσια, νὰ παίζουν μοναχὰ τοὺς κοντὰ στὴ στέρνα, γεμάτη νερό!... Ὁ Γιάννης ἰδὼν τὰ δυὸ ἀναίσθητα σώματα εἰς τὰς ὠχρᾶς ἀκτίνας τῆς ἀμφιλύκης, τραβῶν τὰ μαλλιά του, δάκνων τοὺς ἁρμοὺς τῶν δακτύλων του, ἀπήντησεν: - Ω!... τί ἁμαρτίες!... ἔχεις δίκιο, χριστιανή μου! Ἄχ!... καὶ τί ἦτον αὐτό!... Κ᾿ ἐγὼ ἤμουν κάτω στὸ χωράφι, κ᾿ ἔβγαζα τὰ χορτάρια... καὶ δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, τὸ ἔρμο!... Ἕνα σαράκι μ᾿ ἔτρωγε!... Καὶ δὲν ἐσυλλογίστηκα πῶς ἡ στέρνα ἦτον γεμάτη. Κ᾿ εἶχα ἕνα φόβο, μίαν ὑποψία... ἔλεγα ν᾿ ἀφήσω τὸ βοτάνισμα, νά ῾ρθω, νὰ τρέξω, στὸν μπαχτσὲ πίσω... Κ᾿ ἔλεγα, ὁ ἐξαποδὼ κάτι μοῦ σκαρώνει, κάτι μοῦ μαγειρεύει... Καὶ δέ μοῦ ῾κανε καρδιά, ν᾿ ἀφήσω τὴ δουλειά, τὸ ἔρμο! Ὤχ! δίκιο ἔχεις, ὅ,τι καὶ νὰ πῇς, χριστιανή μου. Ἄχ! ἄχ! τί ἁμαρτίες; Καὶ ἐν πολλῇ ἀγωνίᾳ, ὁ κηπουρὸς συνειργάσθη εἰς τὰ πρόχειρα ἐναντίον τοῦ πνιγμοῦ μέσα, τὰ ὁποῖα συνίστα ἡ πολύπειρος Φραγκογιαννοῦ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ἡ γραῖα Χαδούλα ἐξ ἀνάγκης ἔμεινε καθ᾿ ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα εἰς τὴν καλύβην, ὅπου ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ σπάνια καὶ ἀπερίγραπτα συναισθήματα τῆς φόνισσας μεταβαλλομένης αἴφνης εἰς ἰάτρισσαν τῶν ἰδίων θυμάτων της. Μὲ ὅλα τὰ κρεμάσματα καὶ τὰς ἐντριβᾶς, τὰ ὁποῖα ἐφήρμοσεν αὕτη, τὰ δυὸ κοράσια ἀπέθαναν. Τὸ πρωὶ ἔτρεξεν ὁ Γιάννης εἰς τὴν πολίχνην διὰ νὰ δώση εἴδησιν εἰς τὰς ἀρχάς, ἐνῷ ἡ Φραγκογιαννοῦ μείνασα ὀπίσω ἐσυντρόφευε τὴν ἄρρωστην μητέρα, κλαίουσαν καὶ ὀδυρομένην, ἐξασκοῦσα καὶ τὸ ἔργον τῆς παρηγορητρίας, σιμὰ εἰς τὸ ἐπάγγελμα τῆς ἰάτρισσας. Ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ «ἐκπληρῶν τ᾿ ἀστυνομικά» πάρεδρος ἦλθον ἐπὶ τόπου. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀνακρινομένη διηγήθη τὴν χθεσινὴν ἐκδρομήν της, καὶ τὴν τυχαίαν διέλευσίν της ἀπὸ τὸν λαχανόκηπον. Εἶτα ἐπανέλαβε σχεδὸν κατὰ λέξιν ὅσα εἶχεν εἰπεῖ εἰς τὸν πατέρα τῶν δυὸ κορασίων: «Ἡ μικρότερη ἤθελε ν᾿ ἁρπάξη τὴν καλαμιὰ ἀπ᾿ τὴν μεγαλύτερη. Σπρώχνοντας ἡ μεγάλη τὴν μικρὴ τὴν ἔρριξε μέσα στὸ νερό, καὶ πιάνοντας ἡ μικρὴ τὴν μεγάλη, κατὰ πῶς φαίνεται, τὴν ἐτράβηξε μαζί της μὲς στὴ στέρνα». Ταῦτα ἐξέφερε μᾶλλον ὡς συμπερασμοὺς ἡ ἀνακρινομένη· διότι μόλις ἐπάτησε τὸ κατώφλιον τῆς θύρας, ἔλεγε, κι ἄκουσε ἕνα μπλούμ! καὶ δὲν ἐπρόφθασε νὰ προλάβη τὴν καταστροφήν, μόνον ἐπῆρε «μεγάλη τρομάρα». Ὁ παρεπιδημῶν ἰατρός, κ. Μ., ἦλθεν, εἶδε τὰ πτώματα καὶ συνέταξε τὴν ἔκθεσίν του· ἀπεφάνθη ὅτι τὰ δυὸ κοράσια ἐπνίγησαν ἐκ πτώσεως εἰς τὸ ὕδωρ. Οὐδεμία ἔνδειξις οὔτε ὑποψία ὑπῆρχε κατὰ τῆς Φραγκογιαννοῦς. Τὰ δυὸ μικρὰ πλάσματα τὰ ἐδιάβασεν εἷς ἱερεὺς ἐλθῶν, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου, καὶ τὰ ἔθαψαν ἐκεῖ ἔξω, μεταξὺ σχοίνων καὶ θάμνων, πλησίον εἰς τὴν βορείαν πλευρὰν τοῦ ναΐσκου. Ι´ Παρῆλθον αἱ ἐορταὶ τοῦ Πάσχα. Τὴν ἑβδομάδα τοῦ Θωμᾶ, ἡ γραῖα Χαδούλα, βοηθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόρην της, τὴν Κρινιώ, ἔπλυνεν ἐντὸς τῆς εὐρείας αὐλῆς τοῦ κυρ Ἀλεξάνδρου τοῦ Ροσμαῆ, γέροντος προκρίτου, ὅστις ἦτο σύντεκνός της, καὶ τῆς εἶχε βαπτίσει σχεδὸν ὅλα τὰ τέκνα. Εἰς τὸ ὑπόστεγον μέρος τῆς αὐλῆς τὸ καλούμενον λαδαρειό, δίπλα εἰς τὴν πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ὁμοιάζουσαν πολὺ μὲ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Νῶε, ὅπως τὴν ζωγραφίζουν, πλησίον εἰς τὸ φρέαρ, καὶ ὅπου ἡ ἀναθάλλουσα τεραστία μορέα ἐξέτεινε τοὺς μεγάλους καταπρασίνους κλώνας της, ὡς χιαστὴν εὐλογίαν διδομένην σταυροειδῶς εἰς ἀξίους καὶ ἀναξίους, ὁ μικρὸς κῆπος φραγμένος μὲ δρύφακτα ἐξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικὰ ἄνθη εἰς δρόσον γλυκασμοῦ καὶ τρυφὴν ὀμμάτων δι᾿ ὅλα τοῦ Θεοῦ τὰ πλάσματα· δίπλα εἰς τὴν μικρὰν κάμινον μὲ τὴν κτιστὴν στέρναν τῶν στεμφύλων, εἶχεν ἡ Φραγκογιαννοῦ τὴν μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης ἄλλην σκάφην ἡ Κρινιώ, καὶ ἀκούραστοι αἱ δυὸ ἀπὸ δυὸ ἡμερῶν ἔπλυνον, ἐμπουγάδιαζαν, ἐξέβγαιναν, ἅπλωναν, ἐστέγνωναν, ἑμάζευαν, καὶ ἀκόμα δὲν εἶχον τελειώσει τὴν καλήν των ἐργασίαν. Τὴν δευτέραν ἡμέραν ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχεν ἐνοχληθῆ μεγάλως ἀπὸ τὰ τρεξίματα, τοὺς θορύβους, καὶ τὰ καμώματα ἑνὸς σμήνους μικρῶν παιδίων καὶ κορασίων, τὰ ὁποῖα εἰσήλαυνον ἐντὸς τῆς αὐλῆς κ᾿ ἐθορύβουν. Σχεδὸν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, δέκα ἢ δεκαπέντε τὸν ἀριθμόν, εἰσέβαλλον εἰς τὴν αὐλήν, ἔτρεχαν ἐδῶ-ἐκεῖ, ἐχοροπηδοῦσαν, ἐκυνηγοῦντο γύρω-γύρω εἰς τὴν καρούταν, ἔπαιζον τὸ κρυφτάκι, ἔκυπταν εἰς τὸ φρέαρ, Νάρκισσοι διὰ νὰ ἰδοῦν τὴν σκιάν των εἰς τὸ ὕδωρ, μὲ κίνδυνον νὰ πέσουν μέσα, ἐξέβαλλον μεγάλας, ἀνάρθρους φωνᾶς, ὡς Ἠχοί, θυγάτρια κρυπτόμενα ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς τὰ σκοτεινὰ στενώματα, ὅπου τὰ ἔθελγεν ὁ παιγνιώδης φόβος – καὶ ὅλα ταῦτα μὲ μεγάλην παιδικὴν ἀδιακρισίαν καὶ φορτικότητα, μὴ ἀφήνοντα τὴν φίλεργον γραῖαν καὶ τὴν κόρην της νὰ κάμουν ἥσυχαι τὴν ἐργασίαν των. Δυὸ πύλας εἶχεν ἡ εὐρεία αὐλή, τὴν μεγάλην καὶ τὴν μικρὰν. Καὶ τὰς δυὸ τὰς εἶχε κλείσει ἐπανειλλημένως ἡ Γιαννοῦ μὲ τὸν μοχλόν, ἢ μὲ τὸ μάνδαλον, ἐλπίζουσα νὰ εὕρη ἡσυχίαν· κ᾿ αἱ δυὸ εὑρίσκοντο μετ᾿ ὀλίγον ἀνοικταὶ ἑκάστοτε· τοῦτο διότι καὶ οἱ ἔνοικοι ἐλάμβανον συχνὰ ἀνάγκην νὰ εἰσέλθουν ἢ νὰ ἐξέλθουν, καὶ ἄλλοι ἐκτὸς τῶν παιδίων ἔξωθεν ἤρχοντο, συγγενεῖς ἢ φίλοι τῆς οἰκίας. Ἔκαμε παραστάσεις εἰς τὴν σεβασμίαν γερόντισσαν, τὴν οἰκοκυράν, ἥτις ἐπανειλημμένως ἐμάλωσε τὰ παιδία, ὅλως ἀλυσιτελῶς. Παρεπονέθη εἰς δυὸ γειτόνισσες, μητέρας τινῶν ἐκ τῶν θορυβούντων παιδίων. Αὕται τῆς ἀπήντησαν ὅτι «νὰ κοιτάζῃ τὴ δουλειά της, καὶ νὰ μὴν κάνῃ κουμάντο σὲ ξένο βιό». Κοντὰ τὸ μεσημέρι, ἡ Γιαννοῦ ἔστειλε τὴν Κρινιὼ στὸ σπίτι, διὰ νὰ φέρῃ ψωμὶ καὶ φάβα, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰπῇ ὅτι θὰ ἔβραζεν ἡ Ἀμέρσα –ἥτις εἶχε πάντοτε τὸν ἐργαλειόν της εἰς τὸ σπίτι, καὶ δὲν συνήθιζε νὰ λαμβάνῃ μέρος εἰς τὴν πλύσιν καὶ ἄλλας ἐξωτερικᾶς ἐργασίας– διὰ νὰ γευματίσουν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔμεινε πρὸς ὥραν μόνη, ἐξακολουθοῦσα νὰ πλύνῃ. Τὴν ὥραν ἐκείνην ὑπῆρχον ἐντὸς τῆς αὐλῆς μόνον δυὸ ἢ τρία κοράσια, τὰ ὁποῖα δὲν ἐθορύβουν κι αὐτὰ ὀλιγώτερον ἀπὸ τὰ παιδία. Ἀφότου μάλιστα εἶχεν ἱδρυθῆ εἰς τὸ χωρίον σχολεῖον τῶν θηλέων, τὰ κοράσια εἶχον μεγάλως ξυπνήσει. Ἡ κυρὰ δασκάλα πολλὰ γράμματα δὲν τὰ ἐδίδασκεν, ἀκόμη ὀλιγώτερα χειροτεχνήματα, ἀλλὰ μόνον τὰ ἐμάνθανε «νὰ λάβουν θάρρος» καὶ νὰ μὴν κάνουν «σὰν σκιασμένα» καὶ σὰν «βουνίσια», καὶ ἐκήρυττεν ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νὰ «χειραφετηθῶσιν». Ἡ Φραγκογιαννοῦ τὰ ἐμάλωσεν ἐπανηλειμμένως, ἀλλ᾿ αὐτὰ δὲν ἄκουαν. Τὸ ἓν μάλιστᾳ θυγάτριον, μόλις ἑπτὰ ἐτῶν, τῆς γειτόνισσας τῆς Προπαντίνας, ἡ Ξενούλα, ἄρχισε νὰ περιγελᾷ τὴν γραῖαν, μὲ μιμικὰς κινήσεις τῶν χειρῶν καὶ τοῦ στόματος. Στιγμὴν τινά, τὰ δυὸ ἄλλα κοράσια ἔτρεξαν ἔξω τῆς αὐλῆς, ἡ δὲ Ξενούλα, μείνασα, ἔκυπτεν εἰς τὸ φρέαρ, κ᾿ ἐζητοῦσε, μὲ μίαν βέργαν, νὰ φθάση καὶ ταράξη τὸ νερόν. Ἔκυπτεν ἐπιμόνως, ἀλλ᾿ ἡ βέργα ἦτο πολὺ κοντὴ καὶ δὲν ἔφθανε. - Ἔ! Θέ μου, καὶ νά ῾πεφτες μέσα, Ξενούλα! εἶπε μὲ ἀλλόκοτον γέλωτα ἡ Φραγκογιαννοῦ. Τί λευθεριὰ θὰ ῾κανες τῆς μάννας σου! - Ἔ! Σέ μου, τσαὶ νά ῾μπεμπες μπέσα! ἐμιμήθη παρῳδοῦσα τὴν φωνὴν ἡ Ξενούλα! Τσὶ λελυγιὰ τσάκαλες τσὴ μπάμιας σου! Εἶχεν ἀνασηκωθῆ ὀλίγον, καὶ πάλιν ἔκυψεν βαθύτερον ἢ πρίν. Τὸ στόμιον τοῦ πηγαδιοῦ, τετράγωνον, ἦτο φραγμένον μὲ σανίδας ἀνίσου πλάτους, ὥστε αἱ πλευραὶ δὲν εἶχον τὸ αὐτὸ ὕψος. Ἡ μικρὰ σανίς, ἐφ᾿ ἧς ἔκυπτεν ἡ Ξενούλα, ἦτο χαμηλοτέρα τῶν ἄλλων τριῶν, φθαρμένη, ὀλισθηρά, φαγωμένη ἀπὸ τὴν προστριβὴν τοῦ σχοινίου τοῦ κουβά, δι᾿ οὗ ἤντλουν ὕδωρ, μὲ σκουριασμένα καρφία, σαπρὰ καὶ κινουμένη. Καθὼς ἔκυψεν ἡ παιδίσκη, ἐστηρίχθη ὅλη, μὲ τὸ βάρος τοῦ σώματος ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν σανίδα, ἐγλίστρησεν, ἡ σανὶς ἐνέδωκεν, ἐξεκόλλησεν ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν, καὶ ἡ Ξενούλα ἔπεσε κατακέφαλα μέσα εἰς τὸ χᾶσκον στόμα τοῦ φρέατος. Ἠκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, καὶ εἶτα μέγας πλαταγισμὸς εἰς τὸ ὕδωρ. Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ἦτο μίαν καὶ ἡμίσειαν ὀργυιᾶν κάτω τοῦ στομίου, τὸ δὲ βάθος τοῦ νεροῦ πρέπει νὰ ἦτο μιᾶς ὀργυιᾶς. Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἠθέλησε νὰ φωνάξῃ καὶ νὰ τρέξῃ εἰς βοήθειαν. Ἀλλὰ τὴ μὲν κραυγήν της ἡ ἰδία ἔπνιξεν εἰς τὸν λάρυγγα, πρὶν τὴν ἐκβάλῃ, αἱ δὲ κινήσεις παρέλυσαν καὶ τὸ σῶμα τῆς ἐπάγωσεν. Ἀλλόκοτος στοχασμός της ἐπῆλθεν εἰς τὸν νοῦν. Ἰδοὺ ὅτι μόλις σχεδὸν ὡς ἀστεϊσμὸν εἶχεν ἐκφέρει τὴν εὐχήν, νὰ ἔπιπτεν ἡ παιδίσκη μέσα στὸ πηγάδι, καὶ ἰδοὺ ἔγινεν! Ἄρα ὁ Θεὸς (ἐτόλμα νὰ τὸ σκεφθῆ ![]() Μετὰ μίαν στιγμή, ἔλαβεν ἀπόφασιν νὰ ἔλθῃ μέχρι τοῦ στομίου τοῦ φρέατος, νὰ κύψη καὶ νὰ ἰδῆ εἰς τὸ βάθος. Εἶδε τὴν ἀγωνίαν τῆς μικρᾶς κόρης, ἀσπαιρούσης μέσα εἰς τὸ νερόν, εἶπε καθ᾿ ἑαυτὴν ὅτι, καὶ ἂν ἤθελε, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὴν σώσῃ. Ἀλλὰ βεβαίως, ἂν ἐπνίγετο... αὐτὴν θὰ κατηγόρουν! Νὰ κράξει τώρα βοήθειαν, ἦτο ἀργά. Ἀργὰ ἴσως θὰ ἦτο διὰ νὰ σωθῆ ἡ μικρά, ἀλλὰ πιθανῶς δὲν θὰ ἦτο ἀργὰ διὰ νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀθῳότητά της. Καὶ ὅμως δὲν ἀπεφάσισε νὰ κράξη. Καλύτερον θὰ ἦτο, ἂν ἀμέσως τὸ εἶχε κάμει. Ἀλλ᾿ ὁποία κακὴ τύχη! Πῶς τὴν ἐπαίδευεν ἡ ἁμαρτία! Ἂν ἦτο τώρα ἡ Κρινιὼ ἐδῶ, πόσον εὐκταῖον θὰ ἦτο! Ἐκείνη βεβαίως θὰ ἦτον ἱκανὴ νὰ κατέλθη ξυπόλητη εἰς τὸ νερὸν - διότι τὸ πηγάδι, ὅπως συνήθως συμβαίνει, εἶχε πατήματα εἰς τοὺς ἐσωτερικοὺς τοίχους, ἐσοχᾶς ἐντὸς τοῦ κτιρίου τῶν λίθων, ἂν καὶ ἴσως πολὺ ἐπικινδύνους καὶ ὀλισθηράς - καὶ πιθανὸν ἦτο νὰ κατώρθωνεν ἡ Κρινιὼ νὰ σώσῃ τὴν μικρὰν κορασίδα. Τώρα ὅμως ἦτο ἀπελπισία καὶ θάνατος! Εἰς αὐτᾶς τὰς στιγμᾶς, ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε λησμονήσει τὴν πρώτην ἰδέαν της - ὅτι ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ εἰσακουσθῇ ἡ εὐχή της καὶ νὰ πνιγῆ ἡ παιδίσκη. Εἶτα εὐθὺς πάλιν ὁ λογισμὸς οὗτος τῆς ἐπανῆλθεν εἰς τὸν νοῦν - καὶ ἀκουσίως ἐγέλασε πικρὸν γέλωτα. Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀπεφάσισε τί ἔπρεπε νὰ κάμῃ. «Ἂς πάω στὸ σπίτι, εἶπε μέσα της. Θὰ προφασισθῶ, ἐπειδὴ τὸ Κρινιὼ ἀργεῖ νὰ ἔλθῃ –ἴσως νὰ μὴν εἶν᾿ ἕτοιμο τὸ φαΐ– πῶς πείνασα τάχα πολύ, κ᾿ ἐπροτίμησα νὰ φᾶμε ὅλοι στὸ σπίτι, γιὰ νὰ βγάλω ἀπ᾿ τὸν κόπο καὶ τὸ Κρινιώ, νὰ κουβαλᾷ». Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, ἀφοῦ ἐτοποθέτησε τὴν σκάφην μὲ ὅσα ροῦχα εἶχε μισοπλυμένα ἀκόμη ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς μέγα ξύλινον ἀμπάριον, τὸ ὁποῖον ἐκλείδωσε, κ᾿ ἔβαλε τὸ κλειδίον στὴν τσέπην της, ἐξῆλθε τρέχουσα ἀπὸ τὴν αὐλήν, διὰ τῆς μικρᾶς πύλης, τὴν ἔκλεισεν ἔξωθεν μὲ τὸ μάνδαλον, καὶ ἀπῆλθεν. ΙΑ´ Ἀφοῦ τὸ σῶμα τῆς Ξενούλας ἀνεσύρθη ἀπὸ τὸ φρέαρ, πνιγμένον καὶ νεκρόν, ἡ γραῖα Χαδούλα δὲν ἦτο πλέον ἥσυχη, κρυερὸς φόβος ἤρχισε νὰ τὴν κατατρύχῃ... Ἔλεγεν ὅτι τώρα, ἂν καὶ δὲν ἔπταιε, δὲν θὰ ἐγλύτωνε πλέον. Τῷ ὄντι, ἡ ἐξουσία εἶχε ἀρχίσει νὰ συλλαμβάνῃ ὑποψίας. Ἡ σύμπτωσις ὅτι ἡ γραῖα ἐκείνη εἶχεν εὑρεθῆ δευτεραγωνιστοῦσα εἰς τὸν πνιγμὸν τῶν δυὸ κορασίων τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα ὅπου ὅλη ἡ ὑπόθεσις, καίτοι δὲν προέκυψαν στοιχεῖα ἐνοχῆς ἢ καὶ νύξεις πρὸς ὑποψίαν, εἶχε τὶ τὸ παράδοξον καὶ τὸ ἀλλόκοτον, καὶ ὅτι αὐτὴ πάλιν ἡ γραῖα εὑρίσκετο εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ γέροντος Ροσμαῆ, κατὰ τὰς ὥρας περίπου ὅτε ἐπνίγετο εἰς τὸ φρέαρ ἡ μικρὰ Ξενούλα, ἡ θυγάτηρ τοῦ Προπαντῆ, παρεῖχε νύξεις τινὰς ὑποψίας εἰς τὸν εἰρηνοδίκην, ὅστις ἐπέσυρε τὴν προσοχὴν τοῦ παρέδρου, τοῦ «ἐκπληροῦντος τ᾿ ἀστυνομικά». Καὶ τότε ὁ πάρεδρος, ὅστις ὡς δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν᾿ ἀγορεύῃ, κατὰ τὰς συνεδριάσεις τῶν ποινικῶν, λέγων: «Κατὰ τὶς μαρτυρίες ποὺ εἶπαν οἱ μαρτύροι, φαίνεται νὰ ἔκαμε, ἢ φαίνεται νὰ μὴν ἔκαμε τὴν πρᾶξιν», ὅλον δὲ τὸν ἄλλον καιρὸν δὲν ἐλάμβανεν ἀφορμὴν ν᾿ ἀναπτύξη τὴν δραστηριότητά του ἢ νὰ τροχίση τὴν γλῶσσαν του, ἁπλῶς ἀπήντησεν ὅτι «ἀφοῦ ἔτσι τὸ λέει ὁ εἰρηνοδίκης, ἔτσι θὰ εἶναι, κ᾿ ἔτσι μου φαίνεται», καὶ τότε οἱ δυὸ ἀπεφάσισαν ν᾿ ἀνακρίνωσιν αὐστηρότερον τὴν Χαδούλαν, χήραν Ἰωάννου Φράγκου, κ᾿ ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὴν προσωποκρατήσωσι. Κατὰ τὴν πρώτην ἀνάκρισιν, ἥτις εἶχε γίνει ἐπὶ ποδὸς κ᾿ ἐπιτοπίως - τότε ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ ἀστυνόμος δὲν εἶχον συλλάβει ἀκόμη ρητᾶς ὑποψίας, ἢ δὲν τὰς εἶχον ἀνακοινώσει πρὸς ἀλλήλους (ὁπότε διὰ τῆς συνεπινεύσεως τοῦ ἑνὸς ἡ πεποίθησις τοῦ ἄλλου, ὡς πάντοτε συμβαίνει, ἐδεκαπλασιάζετο) - ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐν ἀταραξίᾳ εἶχε καταθέσει τὰ γνωστὰ ἤδη γεγονότα, ἄνευ τῆς ἐσωτερικῆς ψυχολογίας των· ὅτι δηλ. αὐτή, ἐκεῖ ποὺ ἔπλυνε, «σὰν ἀπέρασε τὸ μεσημέρι, κ᾿ ἐπείνασε, κ᾿ ἡ κόρη της ἡ Κρινιὼ εἶχεν ὑπάγει στὸ σπίτι νὰ φέρῃ τὸ φαΐ, καὶ σὰν ἀργοῦσε, κι αὐτὴ εἶχε παραπεινάσει - καὶ τὴν εἶχαν καταζαλίσει τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τὰ παιδιὰ καὶ τὰ κορίτσια, ποὺ ἐχαλνοῦσαν τὸν κόσμον μὲ τὰ παιγνίδια καὶ τὶς ἀταξίες τους μὲς στὴν αὐλή, καὶ γύρω-γύρω στὸ λαδαρειό, καὶ γύρω-τριγύρω στὴν καρούτα, καὶ στὸ πηγάδι σιμά· εἰς τὰς φρονίμους νουθεσίας της αὐτά, κακομαθημένα, τὴν ἐπεριγελοῦσαν καὶ τὴν ἠρέθιζαν, καὶ τὴν ἔκαμνον νὰ χάση τὴν ὑπομονὴν - ὅλα τ᾿ ἀνωτέρω ἐπεβεβαίωσε κ᾿ ἡ Κρινιώ, ἡ κόρη της - τότε αὐτή, καταζαλισμένη καὶ μὴ δυναμένη νὰ σταθῇ στὰ πόδια της ἀπ᾿ τὴν πεῖνα, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ στὸ σπίτι, διὰ νὰ φάγουν ὅλοι μαζὶ ἐκεῖ, ν᾿ ἀπαλλάξη καὶ τὴν Κρινιὼ ἀπὸ τὸν περισσὸν κόπον τῆς μεταφορᾶς τοῦ φαγητοῦ, κι αὐτὴ νὰ ἡσυχάση πρὸς ὥραν καὶ νὰ ξαποστάση. Ἐξῆλθε λοιπὸν τῆς αὐλῆς, κ᾿ ἔκλεισε τὴν θύραν μὲ τὸ μάνδαλον. Ὅταν, μετὰ τὸ γεῦμα, ὡς μίαν ὥραν ἀργότερα, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν αὐλήν, μαζὶ μὲ τὴν Κρινιώ, κατ᾿ ἀρχὰς δὲν ὑπώπτευσαν τίποτε, κ᾿ ἐπανέλαβον τὴν ἐργασίαν των. Ὁ θόρυβος τῶν παιδίων εἶχε κοπάσει πρὸς ὥραν τότε. Ὅταν ὅμως μετ᾿ ὀλίγον ἐχρειάσθη ν᾿ ἀντλήσουν νερὸν ἀπὸ τὸ φρέαρ, τότε τὸ «γιουρδέλι», ἤτοι τὸ ἄντλημα τῆς Κρινιῶς, προσέκρουσεν εἰς στερεὸν σῶμα ἐντὸς τοῦ ὕδατος, κι αὐτὴ ἐν ἐκπλήξει καὶ φόβῳ ἔκραξε τὴν μητέρα της. Τότε αἱ δυὸ ὁμοῦ ἀνεκάλυψαν τὸ σῶμα τῆς μικρᾶς κόρης ἐπιπλέον, ἢ μᾶλλον βυθισμένον ἤδη ἐντὸς τοῦ ὕδατος». Ἡ Κρινιὼ ἦτον ἐντελῶς εἰλικρινὴς βεβαιοῦσα τ᾿ ἀνωτέρω. Ὁ εἰρηνοδίκης ἤκουσεν εὐμενῶς τὴν κατάθεσιν ταύτης. Ἀλλ᾿ ὅμως ἔκαμε μορφασμὸν εἰς τὴν μητέρα της. Ἐκεῖνος ὁ μορφασμὸς - ἐκεῖνα τὰ «μοῦστρα» τοῦ εἰρηνοδίκου - δὲν τῆς ἤρεσαν, τῆς Φραγκογιαννοῦς, ἥτις ἦτο λίαν πεπειραμένη, καὶ τότε μεγάλη ἀγωνία τὴν ἐκυρίευσεν. Εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Τραχήλαινας τῆς κόρης της, ὅπου εὑρίσκετο μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζῃ ἀνήσυχος ἀπὸ τὸ παράθυρο. Διεύθυνε τὸ βλέμμα πρὸς τὴν ἰδίαν της μικρὰν οἰκίαν, ἥτις καίτοι μὴ ἀντικρύζουσα, ἀλλὰ πλαγίως κειμένη, ἦτο ὁρατή, ἐπειδὴ ἐξεῖχε πέραν τῶν ὀλίγων μεσολαβουσῶν οἰκιῶν, δυὸ ἢ τρεῖς πῆχες πρὸς τὸν δρόμον. Ἡ Γιαννοῦ, ἂν καὶ συχνὰ ἐκοίταζε, δὲν ἔβλεπε τίποτε. Ἡ κόρη της ἡ Δελχαρὼ εἶδε τὴν ἀνησυχίαν της, κι ἄρχισε νὰ κοιτάζῃ, ὅπως ἡ μήτηρ της, καὶ αὐτή. Τὴν ὥραν τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, αἴφνης μετὰ κρυφίου φόβου τὴν ἔκραξε: - Μάννα! Μάννα! - Τί εἶναι; - Ἔλα νὰ ἰδῇς! - Τί; - Δυὸ ταχτικοὶ στέκονται καὶ κοιτάζουν ἔξω ἀπ᾿ τὴν αὐλή, στὸ σπίτι σας... Ἡ γραῖα Χαδούλα ἐσηκώθη, καὶ εἶδεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐφοβεῖτο. Δυὸ «ταχτικοί», ἤτοι χωροφύλακες, ὅπως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μώρου - ὁπότε οὗτος, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν περίπου εἶχε σύρει ἐκ τῆς κόμης ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου τῆς ὁδοῦ τὴν μητέρα του, καὶ εἶχε μαχαιρώσει τὴν ἀδελφήν του - ἵσταντο παραμονεύοντες, κοιτάζοντες ἀπλήστως πρὸς τὴν οἰκίαν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶδε καὶ ἐπείσθη ὅτι μέγας καὶ ἐπικείμενος κίνδυνος τὴν ἠπείλει. - Πρέπει νὰ πάρω τὰ βουνά, δυχατέρα! εἶπεν αἴφνης. Ἂν προφτάσω! - Γιατί, μάννα; εἶπεν ἐν ἀγωνίᾳ ἡ Δελχαρώ. - Γιατί... μὲ γυρεύουν γιὰ νὰ μὲ φυλακώσουν. - Ἀλήθεια;... Ἐσὺ τὸ ἔρριξες, μάννα, τὸ κορίτσι στὸ πηγάδι; - Ὄχι, μάρτυς μου ὁ Θεός! Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ... - Τότε;... - Σιώπα! - Ἡ ἁμαρτία σὲ κυνηγᾷ, μάννα, εἶπε δειλῶς ἡ Δελχαρώ. - Σιώπα! Μουρλάθηκες; εἶπε βλοσυρὰ ἡ μάννα της, ὑποπτεύσασα ὑπαινιγμὸν τινὰ εἰς τὸν τόνον μεθ᾿ οὗ ὠμίλει ἡ κόρη της. - Τί νὰ πῶ κ᾿ ἐγώ, ἡ καημένη! εἶπε συμπλέκουσα τὰς χεῖρας ἐν ἀμηχανίᾳ, ἡ Δελχαρώ. - Ἅ! αὐτὸ μὴν τὸ λές! ὄχι! Δὲν κάνει νὰ τὸ λές! Καὶ τρομερά, κατῆλθε τὴν σκάλαν νὰ φύγη. - Ποῦ πᾶς, μάννα; - Στὰ βουνά, σοῦ εἶπα!... Δῶσε μου λίγο παξιμάδι. Ἡ Δελχαρὼ ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξη τὸ ἐρμάριον, κ᾿ ἔλαβεν ἐκεῖθεν ὀλίγα παξιμάδια. - Δῶσε μου καὶ τὸ καλάθι μου... κ᾿ ἕνα μαχαιράκι, ἐπανέλαβεν ἐν ἄκρᾳ βία ἡ Φραγκογιαννοῦ... Βάλε μου κ᾿ ἕνα χράμι μάλλινο μέσα... καὶ τὴ μανδήλα μου... τὰ παλιοτσόκαρά μου... Δῶσε μου καὶ τὸ ραβδί μου... ψάξε νὰ τὸ βρῇς! Ἡ Δελχαρώ, ἐν ἄκρᾳ σιγῇ καὶ ὑπομονῇ, ἐπροσπάθει νὰ ἐκτελέσῃ ὅλας τὰς ἑτοιμασίας ταύτας. - Ποῦ θὰ πᾶς, μάννα; ἐπανέλαβε κλαίουσα. Ὤ! καίετ᾿ ἡ καρδιά μου! - Μὴν κλαῖς!... Κάπου θὰ κρυφτῶ, σὲ καμμιὰ τρῦπα... Ἡσυχία, ἐσεῖς φρόνιμα! ὡς ποὺ νὰ περάση ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου. Καὶ λαβοῦσα τὸ καλάθιον καὶ τὸ ραβδίον της, κατῆλθε σιγά. Ἔκαμε τὸν σταυρόν της. Αἴφνης ἐκοντοστάθη εἰς τὴν τρίτην βαθμίδα τῆς σκάλας, καὶ στραφεῖσα πρὸς τὴν Δελχαρώ, τῆς εἶπε: - Ξέρεις τί νὰ κάμῃς;... Θὰ πάω ἀπ᾿ τὸν ἀπάνω δρόμο, γιὰ νὰ γλυτώσω, νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν, τὰ σκυλιά... Καὶ σύ, αὐτὴν τὴν στιγμή, νὰ τρέξης στὸ σπίτι... νὰ καμωθῆς πῶς δὲν τοὺς βλέπεις, τοὺς ταχτικούς... καὶ νὰ φωνάξης τῆς Ἀμέρσας ἀποκάτ᾿ ἀπ᾿ τὸ δρόμο: «Ἀμέρσα, εἶναι ἀπάνω ἡ μάννα;»... ...Ὄχι, μὴ λὲς «εἶν᾿ ἀπάνω ἡ μάννα»... μόνο νὰ πῇς: «Ἀμέρσα, πῶς εἶναι ἡ μάννα, εἶναι καλύτερα; ἔχει σηκωθῆ;... Στὸ στρῶμα εἶν᾿ ἀκόμα;» Γιὰ νὰ πιστέψουν πὼς βρίσκομαι ἀπάνω στὸ σπίτι, καὶ πὼς εἶμαι ἄρρωστη... Γιὰ νὰ μὴν ὑποπτευθοῦν τίποτα, καὶ μὲ κυνηγήσουν τὰ σκυλιά!... Τρέξε, γλήγορα! Εἶτα προσέθηκε: - Ἔχετε γεια... καὶ καλὴ ἀντάμωση!... Εὐθὺς ὕστερον ἐξῆλθε κ᾿ ἡ Δελχαρώ, τρέχουσα, μ᾿ ἐλαφρὸν βῆμα, κι διευθύνθη πρὸς τὴν μητρικήν της οἰκίαν, νὰ ἐκτελέση τὴν ἐντολήν. * * * Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐπῆρε τὸν ἀπάνω δρόμον, κατὰ τὰ Κοτρώνια, μὲ δρομαῖον βῆμα. Εἰς τὴν τελευταίαν ἀπήχησιν τοῦ «καλὴ ἀντάμωση», τὸ ὁποῖον εὐχήθη εἰς τὴν κόρην της, ἀκουσίως προσέθηκε καθ᾿ ἐαυτὴν μετὰ πικρᾶς εἰρωνείας: «Ἢ ἐσᾶς θ᾿ ἀνταμώσω ἐδῶ – ἤ, τὸν ἀδελφό σας στὴν φυλακὴ θὰ πάω ν᾿ ἀνταμώσω – ἤ, στὸν ἄλλο κόσμο θ᾿ ἀνταμώσω τὸν πατέρα σας... κι αὐτὸ εἶναι ἀπ᾿ τὰ τρία τὸ σιγουρότερο!» Καθὼς ἀνέβαινεν ἀσθμαίνουσα τὸν πετρώδη λόφον, «Ἔλα Παναγία μου, ἔλεγε μέσα της, ἂς εἶμαι κι ἁμαρτωλή». Εἶτα εἰς τὰ ἐνδόμυχα τῆς ψυχῆς τῆς εἶπε: «Δὲν τὸ ἔκαμα γιὰ κακό». Μόλις ἐπροχώρησεν ὀλίγα βήματα, καὶ εἰς τοὺς τελευταίους σποραδικοὺς οἰκίσκους τῆς πολίχνης, ἐπάνω στοὺς βράχους, καθὼς ἐκατηφόριζε νὰ φθάση στὸν αἰγιαλόν, βλέπει τὸν Κυριάκον, τὸν κλήτορα τῆς ἀστυνομίας, μὲ τὸ φέσι του μὲ τὴν κοντὴν φοῦνταν, ἢ «γαλίπαν», ὅπως τὴν ἔλεγαν, μὲ τὸν καστανόν του στριμμένον μύστακα, καὶ κρατοῦντα εἰς τὴν χεῖρα τὸ κοντὸν ρόπαλόν του, πέριξ τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο σκυταλοειδῶς ἡ ἐπιγραφὴ «Ἰσχὺς τοῦ Νόμου». Οὗτος, συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα γέροντα ἀπόμαχον, μὲ στρατιωτικὴν στολήν, ἤρχετο ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον, διευθυνόμενος εἰς τὸν αἰγιαλόν, ὅπου κατήρχετο καὶ ἡ Φραγκογιαννοῦ, καὶ μετὰ μικρὸν ἐξ ἅπαντος θὰ τὴν ἔφθανον, ἢ θὰ τῆς ἔπαιρνον τὰ νῶτα. Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυριάκου ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν ἀπόμαχον, νὰ ἦτο τυχαία. Ἀλλ᾿ ἡ ἔνοχος γυνή, ὡς τοὺς εἶδεν, ἐταράχθη, κ᾿ ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Τῆς ἐφάνη δὲ ὅτι κ᾿ ἐκεῖνοι τὸ αὐτὸ ἔκαμαν. Τότε ἡ Γιαννοῦ, καθὼς ἔφθασεν εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατ᾿ ἀγαθὴν συγκυρίαν, αἴφνης εἶδεν ἐνώπιόν της ἀνοικτὴν τὴν θύραν μιᾶς οἰκίας, λίαν γνωρίμου εἰς αὐτήν, καὶ οὐδὲ στιγμὴν ἐδίστασε νὰ ὑπερβῇ τὸ κατώφλιον. Ἅμα εἰσῆλθε, τεταραγμένη, ἔβαλε τὸ μάνδαλον καὶ τὸν σύρτην. - Μαρουσώ, εἶσ᾿ ἐπάνω; ἔκραξεν μὲ σιγανήν, ἀλλὰ συριστικὴν φωνήν, ἀνερχομένη τὴν σκάλαν. Μία γυνὴ κοντούλα, ροδοκόκκινη, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς θαλάμου, κ᾿ ἐπαρουσιάσθη μειδιῶσα, ἀλλὰ καὶ ἀνήσυχος τὸ βλέμμα. - Ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, θεία-Χαδούλα; ἠρώτησε. - Μὴν τὰ ρωτᾷς, παιδί μου... Μεγάλη συφορά μου ἐπενέβηκε, ἤρχισε νὰ λέγῃ ἡ Γιαννοῦ. Εἶτα ἀνήσυχος ἠρώτησε: - Μὴν εἶν᾿ ἐδῶ ὁ κυρ Ἀναγνώστης; - Ὄχι, δὲν εἶν᾿ ἐδῶ· τόσο νωρὶς δὲν ἔρχεται, εἶναι στὸν καφενέ... Ἄχ! θεία-Χαδούλα κ᾿ ἐγὼ ἔλεγα πῶς νὰ κάμω νά ῾ρθω στὸ σπίτι σου νὰ σοῦ πῶ τὰ τρέχοντα... - Ἔμαθες τίποτα; - Τὰ ἔλεγαν τώρα τὸ ἀπόγευμα, ὁ ἀφέντης μου, μαζὶ μὲ τὸν κουμπάρο μας τὸν Ἁϊμερίτη, ποὺ ᾖρθε γιὰ νὰ φουμάρῃ ἕνα τσιμποῦκι καὶ νὰ κουβεντιάσουν, ὅπως συνηθίζουν. - Καὶ τί λέγανε; - Ὁ ρηνοδίκης μαζὶ μὲ τὸν ἀστυνόμο, θέλουν νὰ σὲ συλλάβουν... Ἔλεγαν νὰ στείλουν τοὺς χωροφύλακες... Σ᾿ ἔχουν ὕποπτη γιὰ τὸ κοριτσάκι ποὺ πνίγηκε χθὲς μὲς στὸ πηγάδι. - Ὦ! τρομάρα μου... - Κ᾿ ἔλεγα νά ῾ρθω νὰ σοῦ πῶ, γιὰ νὰ κρυφτῆς, ἂν μπορέσης... Μὰ πῶς βρέθηκες ἐδῶ; Ἡ Φραγκογιαννοῦ διηγήθη ὅτι, ἀφοῦ, μετὰ τὴν χθεσινὴν ἀνάκρισίν της, ἐκατάλαβεν ὅτι ὁ εἰρηνοδίκης ἄρχισε νὰ τὴν ἔχῃ «στὴν μποῦκα τοῦ τουφεκιοῦ», ἠσθάνθη κι αὐτὴ φόβον μὴ κακοπέση ἄδικα, καὶ ὅτι ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κόρης της, τῆς Δελχαρῶς, ὅπου ἔτυχε νὰ εὑρίσκεται σήμερον τὸ δειλινόν, εἶχεν ἰδεῖ τοὺς χωροφύλακας νὰ κατασκοπεύουν τὸ δικό της τὸ σπίτι· ὅτι ἀπεφάσισε νὰ φύγη στὰ βουνά· ὅτι, καθὼς ἔτρεχαν ἐδῶ κάτω, κατὰ τὸν αἰγιαλόν, σκοπεύουσα νὰ πάρη τὸ κρυφὸν μονοπάτι τοῦ βουνοῦ, ὀπίσω ἀπὸ τὰ Κοτρώνια, εἶδε τὸν Κυριάκον τὸν κλήτορα μαζὶ μ᾿ ἕνα γέρο-ταχτικόν, νὰ ἔρχωνται κατόπιν της, ἀλλ᾿ ὅτι κατὰ θείαν νεύσιν, εὑρέθη κοντὰ στὸ σπίτι τῆς Μαρουσῶς, ἡ ὁποία ξεύρει καλὰ ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν «τὰ πάθια της», ἐφρόντισε νὰ προσθέση, καὶ ἰδοῦσα τὴν θύραν ἀνοικτήν, ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη, ὅπως εὕρῃ ἄσυλον. - Ἔχω κλειδώσει τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα, παιδάκι μου... ἀπ᾿ τὸ σαστισμό μου, τί νὰ κάμω! Μοῦ ἤτανε γραφτὸ νὰ πάθω, τὰ ῾παθα. Ἔτσι νά ῾χης πολὺ καλό, Μαρουσώ μου, δὲν κοιτάζεις κρυφά, κρυφὰ ἀπὸ τὸ παντζοῦρι ἐκεῖνο;... νὰ ἰδῆς ἂν εἶναι ὁ Κυριάκος κάτω ἢ ἔχει τραβήξει; Ἡ Μαρουσὼ ᾖλθε πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν παράθυρον, κ᾿ ἐκοίταξε κατὰ τὸν δρόμον. Εἶτα ἐπιστραφεῖσα εἶπεν: - Εἶναι παραπέρα, ἐκεῖ... Στέκονται στὸ δρόμο μαζὶ μ᾿ ἕνα γέρο ἀπόμαχον... Ἔχουν πιάσει κουβέντα μὲ τὸν γείτονά μας τὸν ψαρά, τὸν Φραγκούλη. - Καὶ κοιτάζουν κατὰ δῶ; - Κοιτάζουν στὴν ἀμμουδιά, πέρα. Ἡ γραῖα ἦτο ἔμφοβος, κ᾿ ἔφερε τὰς χεῖρας περὶ τὸ πρόσωπον, ὡς διὰ νὰ τραβήξη τὰ τσουλούφια της, ἢ νὰ σχίση τὰ μάγουλά της. Ἡ Μαροῦσα τὴν ὤκτειρε. - Δὲν κάθεσαι, θεία-Χαδούλα;... Μὴ φοβᾶσαι... Ὅ,τι εἶναι, θὰ περάση... Κάθισε, νὰ σοῦ κάμω καφεδάκι νὰ πιῆς. Ἡ Γιαννοῦ μετὰ δισταγμοῦ ἐρρίφθη ἐπὶ τίνος χαμηλοῦ σκαμνίου, εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ μαγειρείου, ὅπου ἐγίνετο ὁ διάλογος. Ἡ οἰκία ἐφαίνετο εὐπορούσης οἰκογενείας, καὶ εἶχε πολλὰ χωρίσματα, κ᾿ ἐπίπλωσιν εὐπρεπῆ. - Δὲ θυμᾶσαι τὰ δικά μου, θεία-Χαδούλα... εἶπε μυστηριωδῶς ἡ Μαροῦσα, καὶ τὸ πρόσωπόν της ἀφ᾿ ὅ,τι ἦτο ἔγινεν ἀκόμη ἐρυθρότερον... Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα πέρασα τότε κ᾿ ἐγώ! Κι ἂς εἶσαι καλά, πόσο μ᾿ ἐβοήθησες! Ἔτσι θὰ περάσουν καὶ τὰ δικά σου. - Γιατὶ εἶπα ἐγὼ πὼς ἐσὺ ξέρεις τὰ πάθια μου! Ἐπανέλαβεν ἡ Φραγκογιαννοῦ μετριόφρων. - Ἐκεῖνα ποὺ λές, ἦταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης ἡ Μαρουσώ. Ἕψησε τὸν καφὲν καὶ τὸν ἐκένωσε. - Ὁ ἀφέντης μου, ὅπου εἶναι, θὰ ῾ρθῆ... Πιε τὸν καφέ σου. Βούτηξε καὶ τὸ ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου. Ἡ γραῖα ἄρχισε νὰ βουτᾷ τὸ ψωμὶ καὶ νὰ τὸ μασᾶ χωρὶς ὄρεξιν. - Πολὺ καλὸ νά ῾χης, ἔλεγε. Δὲν πάει κάτω, παιδί μου... Ἀπ᾿ τὸ χολοσκασμὸ ποὺ ἔχω... Φαρμάκι βγάζ᾿ ὁ οὐρανίσκος μου. Εἴτε ἐπέφερε: - Δὲν κάνεις τὸν κόπο νὰ κοιτάξης πάλι ἀπ᾿ τὸ παραθυράκι, ἔξω;... Εἶναι ἀκόμη ὁ Κυριάκος κάτω; Ἡ Μαροῦσα ὑπήκουσεν. - Ἐκεῖ εἶναι θεία-Χαδούλα... Ἔπιασαν μεγάλην κουβέντα μὲ τὸν Φραγκούλη. - Καὶ τώρα, ποῦ νὰ πάω;... Σὰν ἔρθ᾿ ὁ πατέρας σου;... Βασίλεψ᾿ ὁ ἥλιος... σουρούπωσε... θὰ νυχτώση. Ἡ Μαροῦσα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν, εἶτα εἶπεν: - Ἐγὼ ἔχω μεγάλην ὑποχρέωση σὲ λόγου σου, θεία-Χαδούλα... Πῶς νὰ τὸ ξεχάσω! - Θυμᾶσαι; εἶπεν ἀκουσίως μειδιῶσα ἡ γραῖα. - Καὶ μπορῶ νὰ τ᾿ ἀστοχήσω;... Ὅ,τι μπορέσω νὰ κάμω, θὰ κάμω γιὰ σένα. - Ἂς εἶσαι καλά. - Μοῦ φαίνεται πῶς τὸ καλύτερο εἶναι νὰ σὲ κρύψω ἐδῶ τὴ νύχτα, τώρα, πρὶν ἔλθη ὁ ἀφέντης μου. - Ποῦ; - Κάτω, στὸ μικρὸ κατωγάκι, στὸ σοφά... ξέρεις; - Ἄ! εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ, ὡς νὰ τῆς ᾖλθε μία ἀνάμνησις. - Καὶ τὰ μεσάνυκτα, σὰν λαλήσει τ᾿ ἀρνίθι... - Ε;... - Κοντὰ νὰ φέξη, ὅ,τι ὥρα νοιώσεις... - Καλά! - Ἂν θέλῃς, σηκώνεσαι, καὶ πᾶς στὸ καλό, ὅπου σὲ φωτίση ὁ Θεός. - Ἂς εἶναι! εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ἡ γραῖα. - Τὴν ἄλλη νύχτα πάλι, ἀνίσως καὶ δὲν εὕρης ἄλλο καταφύγιο εἰς μέρος πλιὸ κρυφό, καὶ πλιὸ σίγουρο, ἔρχεσαι, καὶ μοῦ ρίχνεις ἕνα πετραδάκι σ᾿ αὐτὸ τὸ παράθυρο, ἢ στὸ μικρὸ μπαλκονάκι κατὰ τὸ γιαλό, κατεβαίνω, σοῦ ἀνοίγω, καὶ σὲ κρύφτω πάλι στὸ κατωγάκι. - Καλά!... Μά, γιὰ κοίταξε, ἔφυγε ὁ Κυριάκος; Ἡ Μαροῦσα ἐπῆγε πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸ παράθυρον πρὸς τὸν δρόμον, ἀργοπόρησεν ὀλίγον, ἴσως διότι εἶχε σκοτεινιάσει πλέον καὶ δὲν διέκρινε καλῶς ἔξω, καὶ ἐπανῆλθε. - Δὲν ἔφυγαν... ἐκεῖ εἶναι κ᾿ οἱ τρεῖς. - Τώρα ἕνα πρᾶμα δὲν ξέρω, εἶπε σύννους ἡ Φραγκογιαννοῦ. Δὲν ξέρω ἂν μὲ εἶδε ὁ Κυριάκος νὰ ῾μβαίνω ἐδῶ, ἢ ὄχι... Ἂν δὲν μ᾿ ἔχῃ ἰδεῖ, καὶ δὲν μοῦ κάνει καρτέρι, καλύτερα ἔχω νὰ φύγω, νὰ σᾶς σηκώσω τὸ βάρος ἀπὸ τώρα. Ἔλεγε τοῦτο εἰλικρινῶς. Ἐστενοχωρεῖτο, ἐπόθει τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ ἠσθάνετο ὅτι θὰ εὕρισκεν ἄνεσιν, ἤλπιζε δὲ καὶ ἀσφάλειαν. - Ὅ,τι κι ἂν εἶναι, δὲν πρέπει νὰ φύγης ἀπόψε, εἶπε προθυμοτέρα γινομένη ἡ Μαροῦσα, καθ᾿ ὅσον ἐθερμαίνετο ἐκ τῆς ἀναμνήσεως. Κάθισε, θεία-Χαδούλα, ἀπόψε, στὸ κατωγάκι, γιὰ νὰ μὲ κάμῃς νὰ θυμηθῶ τὰ παλιά μου βάσανα. Θὰ μοῦ ἔρθουν, τάχα σὰν ὄνειρο στὸν ὕπνο μου; - Ἔτσι τὰ θυμᾶται, πλιό, κανείς, παιδάκι μου, εἶπε μὲ πονηρᾶν ἀφέλειαν ἡ γραῖα. Ἄχ! κάθε ἁμαρτία ἔχει καὶ τὴ γλύκα της. - Ἀλήθεια!... καὶ πόση πίκρα φέρνει στὸ τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικῶς ἡ Μαρουσῶ. Ἡ οἰκία ἦτο διπλή. Ἐκτὸς τοῦ κυρίως κτιρίου, εἶχε μικρὸν παράρτημα πρὸς βορρᾶν, ὅπου ἦτο τὸ μαγειρεῖον, καὶ ὑπὸ τὸ μαγειρεῖον εὑρίσκετο «τὸ μικρὸ κατωγάκι». Ἐκεῖ διὰ τῆς καταπακτῆς καὶ μικρᾶς σκάλας ὡδήγησεν ἡ Μαροῦσα τὴν ξένην της, πρὶν ἔλθη ὁ κυρ Ἀναγνώστης, ὁ οἰκοδεσπότης. Τῆς ἔφερεν ἄρτον, τεμάχιον κρύου βραστοῦ, ὑπόλοιπον τοῦ γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οἴνου, καὶ τὴν ἐγκατέστησεν ἐπάνω εἰς τὸν σοφᾶν τοῦ μικροῦ κατωγείου, τοῦ χρησιμεύοντος ὡς ἀποθήκη διαφόρων οἰκιακῶν σκευῶν. Τῆς ἔστρωσεν ἕνα παλαιὸν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν, ἕνα μικρὸν σινδόνι, τῆς ἔβαλε μίαν προσκεφαλάδα σκληρᾶν, μὲ γέμισμα ἀπὸ λινόξυλα, καὶ τῆς εὐχήθη καλὴν νύκτα καὶ «ὕπνον ἐλαφρόν». Ἐλαφρὸς ἢ βαρύς, ὁ ὕπνος τῆς Φραγκογιαννοῦς δὲν ἦτο δυνατὸ νὰ ἦτο εὔκολος οὔτε εὐάρεστος, εὑρισκομένης εἰς τοιαύτην ταραχὴν καὶ τοιοῦτον τρόμον. Ἀλλὰ τὸ περιβάλλον τὴν ἔκαμε πρὸς ὥραν νὰ λησμονῇ σχεδὸν τὰ ἐνεστῶτα καὶ τὴν ἰδίαν τρομερὰν θέσιν της, καὶ ν᾿ ἀναπολῇ τὰ παρελθόντα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μετριοφρόνως ἡ Γιαννοῦ εἶχεν ὀνομάσει δὶς «τὰ πάθια της», ἡ δὲ Μαροῦσα εἰλικρινῶς εἶχεν ἀναγνωρίσει μᾶλλον ὡς «πάθια» καὶ «βάσανα» ἰδικά της, εἶχε συμβῇ πρὸ ὀκτὼ ἢ δέκα ἐτῶν. Ὁ κυρ Ἀναγνώστης Μπενίδης, ἄτεκνος, εἶχε λάβει ὡς ψυχοκόρην τὴν Μαροῦσαν, καὶ τὴν εἶχεν ἀναθρέψει ὅσον αὐστηρὰ ἠδυνήθη ἡ σύζυγός του, ἥτις ἦτον ἀποθᾳμένη πρὸ δέκα πέντε ἐτῶν. Ὁ κ. Μπενίδης ἦτον εἰς τὸν καιρόν του τὸ σημαντικώτερον πρόσωπον τοῦ τόπου του. Εἶχε διατελέσει δημογέρων πρὸ τοῦ Ἀγῶνος, πληρεξούσιος εἰς τὰς πρώτας Συνελεύσεις Τροιζῆνος, Προνοίας, Ἄργους, κτλ., δήμαρχος πρὸ τοῦ Συντάγματος. Εἶτα μετὰ τὸ Σύνταγμα διετέλεσεν ὡς ἀνώτερος ὑπάλληλος εἰς πολλὰ μέρη. Τὴν Μαροῦσαν, Ἑβραιοπούλαν, ἢ κατ᾿ ἄλλους Τουρκοπούλαν, εἶχε προσλάβει εἰς ἡλικίαν σχεδὸν βρεφικήν, καὶ τὴν εἶχε βαπτίσει. Εἶτα, ὅταν κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, ὡς συνταξιοῦχος ἀπεσύρθη εἰς τὸν τόπον του, τὴν ὑπάνδρευσε μ᾿ ἕνα ἀνεψιόν του, καὶ τῆς ἔδωκεν ὡς προῖκα τὸ μικρὸν αὐτὸ κολλητὸν σπιτάκι, εἰς τὸ ἰσόγειον τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο τώρα ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἱκανὰ ἀγροτικὰ κτήματα, καὶ ὀλίγα μετρητά, ὑποσχεθεῖς νὰ τῆς ἀφήση ὡς κληρονομίαν καὶ τὴν κυρίως οἰκίαν, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἤθελεν εὑρεθῆ παρ᾿ αὐτῷ μετὰ θάνατον. Ὁ γαμβρός, ἀφοῦ ἀπέκτησεν ἓν τέκνον, ἔλειπεν ὅλον τὸν καιρόν. Ἐταξίδευε λοστρόμος μὲ τὰ καράβια. Ἦτον φημισμένος ναυτικός, ἀλλὰ σπάταλος καὶ ἀξένοιαστος. Τώρα τελευταῖα, εἶχεν ἀργήσει τρία ἔτη νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν τόπον. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ γηραιὸς κυρ Ἀναγνώστης εἶχε χηρεύσει, καὶ ἡ ψυχοκόρη, κατὰ τὴν ἀπουσίαν τοῦ συζύγου ὑπηρέτει διαρκῶς εἰς τὴν οἰκίαν τὸν θετὸν πατέρα της, ὅπως καὶ παιδιόθεν ἦτο συνηθισμένη. Ὁ σύζυγος ἔγραφεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπιστολᾶς, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἔλθη, ἀλλὰ δὲν ἤρχετο. Τὸ θυγάτριον τῆς Μαρούσας ἦτο ἤδη τεσσάρων ἐτῶν, καὶ οὔτε ὁ πατὴρ εἶχεν ἰδεῖ ποτὲ τὸ τέκνον, οὔτε αὐτὸ ἐγνώριζε τὴν ὄψιν τοῦ πατρός. Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς συγκοινωνίας, εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξανοίγουν κάπως καὶ τὰ ἤθη εἰς τὸν μικρόν, ἀπόκεντρον τόπον. Ξένοι ἐρχόμενοι ἀπὸ τὰ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, τὰ «πλέον πολιτισμένα», εἴτε ὑπάλληλοι τῆς κυβερνήσεως, εἴτε ἔμποροι, ἐκόμιζον νέας, ἐλευθέρας θεωρίας περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων. Οὗτοι τὴν αἰδὼ καὶ τὴν συστολὴν ὠνόμαζον βλακείαν, τὴν ἐγκράτειαν καὶ τὴν σωφροσύνην εὐήθειαν. Τὴν διαφθορὰν καὶ τὴν λαγνείαν ὠνόμαζον «φυσικὰ πράγματα». Ἡ δύστηνος Μαροῦσα, ἥτις δὲν εἶχε γεννηθῆ εἰς τὸν τόπον, ἀρχῆθεν δὲν ἦτο πολὺ αὐστηρὰ οὔτε σεμνοπρεπής, εἶχε δὲ μικρὰν δόσιν ἐλαφρότητος. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο εἰς τὴν νῆσον ἕνας γραμματεὺς τοῦ εἰρηνοδικείου, ἄγαμος, φουστανελάς· ἕνας γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου, βρακᾶς, ἀξιωματικός του οἰκονομικοῦ Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο· ἕνας ἐνωμοτάρχης κομψευτής, μὲ λιγνὴν μέσην καὶ ἀγκιστροειδῆ μύστακα· ἕνας τελωνοφύλαξ ἔχων τριπλάσιον εἰσόδημα ἀπὸ τὸν μισθόν του, καὶ δυὸ ἢ τρεῖς πράκτορες ξένων ἐμπορικῶν οἴκων ἢ ἄλλοι μέτοικοι. Ὅλοι οὖτοι εἶχον παντοτινὴν συντροφιὰν μὲ δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλους νεαροὺς ἐμπορευομένους, κομψευομένους, μ᾿ «ἑλληνικοῦρες» πολλὲς εἰς τὴν γλῶσσαν καὶ μὲ πολλὰς «προσρήσεις». Μὲ τοὺς τελευταίους τούτους ἠναγκάζοντο νὰ ἔρχωνται συχνὰ εἰς ἐπαφὴν πολλαὶ γυναῖκες, καὶ σώφρονες ἄλλως, τοῦ τόπου, χάριν τῶν ἀφεύκτων καὶ ἀτελειώτων ὀψωνισμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀδύνατον ν᾿ ἀπαλλαγῇ ποτὲ ὁ γυναικεῖος κόσμος. Ἀπὸ τὰ τόσα βρόχια, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχαν ρίψει εἰς τὸν δρόμον της, ἀπὸ τὰς τόσας ἐλεπόλεις, τὰς ὁποίας τῆς εἶχον στήσει περὶ τοὺς τοίχους της ὅλοι οἱ εἰρημένοι ἐπιχειρηματίαι, δὲν ἠδυνήθη νὰ γλυτώσει ἡ Μαροῦσα· καὶ μετ᾿ ὀλίγον καιρὸν αὕτη, ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ συζύγου, εὑρέθη ἔγκυος. Καὶ τὸ ἐνόησεν ὅτε ἦτο ἤδη δυὸ μηνῶν. Ἀλλὰ πρὶν τὸ ἀνακαλύψη αὕτη, ὅλη ἡ γειτονιά, ὡς εἰκός, τὸ ἤξευρεν, ἴσως καὶ προτοῦ νὰ συμβῇ τὸ πρᾶγμα. Μόνον ὁ κυρ Ἀναγνώστης εὑρίσκετο ἐν ἀγνοίᾳ. «Ὁ κόσμος», ὅπως εἶπε τότε ἡ πονηρὴ Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα, «τὸ ῾χε τούμπανο, κι αὐτὸς κρυφὸ καμάρι». Ὑπῆρξαν κ᾿ αἱ κακαὶ γλώσσαι, αἵτινες εἶπον ἄνευ τῆς ἐλαχίστης πιθανότητος, ὡς εἰκός, ὅτι ὁ κυρ Ἀναγνώστης ἐφήρμοζεν τὴν πάλαιαν μέθοδον τοῦ Δαβίδ, καὶ ὅτι διὰ νεαρᾶς πνοῆς καὶ θερμοῦ αἵματος ἐζήτει νὰ «ξανανιώσῃ». Ἀλλ᾿ ἡ εἰρημένη Κοκκίτσα καὶ δυὸ ἢ τρεῖς ἄλλαι γειτόνισσαι, αἵτινες τὰ ἔλεγον σιγανά, κ᾿ ἐγέλων συριστικὰ μεταξύ των, ἰσχυρίζοντο ὅτι, δῆθεν «ἀπ᾿ τὸ παιδὶ ἔχουν πολλοὶ μερδικό»· ὅτι τὸ κεφάλι πρέπει νὰ εἶναι τοῦ γραμματικοῦ, τοῦ φουστανελᾶ μὲ τὸ τεράστιον φέσι καὶ τὴν μακροτάτην φοῦντα, ἡ μέση, θὰ εἶναι βέβαια τοῦ νωματάρχη, τοῦ σεβταλῆ, τὸ ἕνα τὸ ποδάρι (στὸ λάκκο!) τοῦ γερό-κολασμένου, τοῦ βρακᾶ, τὸ ἕνα χέρι (μακρὺ χέρι!) τοῦ τελωνοφύλακα, καὶ τὸ ἄλλο χέρι (παστρικὸ χέρι!) τοῦ ψιλικατζῆ, μὲ τὶς ῾λληνικούρες. Πρώτη ἡ ρηθεῖσα Κοκκίτσα εἶχε προσκληθῆ μυστηριωδῶς ἀπὸ τὴν Μαροῦσαν (σημειωτέον ὅτι αὕτη, ὅσον καὶ ἂν ἐφαίνετο ἀπονήρευτη, εἶχεν ἐννοήσει ὅτι ἡ Κοκκίτσα τὴν ὑπωπτεύετο πρὸ πολλοῦ, ὅθεν ἐπροσποιήθη κι αὐτὴ εὐθήνην, ἀναγκαστικὴν ἐμπιστοσύνην διὰ νὰ τὴν κολακεύση, ἐλπίζουσα ὅτι θὰ τὴν ἔπειθε, καὶ διὰ δώρων, νὰ σιωπήση) εἶχε προσκληθῆ, λέγω, νὰ λάβη γνῶσιν τοῦ μυστηρίου. Ἡ Μαροῦσα, «ἀδερφὴ νὰ τὴν κάμῃ, ἀπ᾿ τὸ Θεὸ καὶ στὰ χέρια της», ἔπεσε στὸν τράχηλόν της καὶ τὴν ἱκέτευε νὰ κάμῃ ἔλεος ἂν ἠξεύρη τίποτε ψευτογιατρικά, διὰ νὰ ἐξαφανισθῆ, εἰ δυνατόν, ὁ καρπὸς τῆς ἁμαρτίας, κι ὁ Θεὸς πλέον ἂς ἐγίνετο ἴλεως! Διότι ἄλλως αὐτὴ βέβαια –τί τὴν ἤθελε τέτοια ζωή;***** θὰ ἔπεφτε βέβαια, στὸν γιαλὸ νὰ πνιγῆ, καθὼς ἦτον μάλιστα καὶ σιμά, ἀπὸ κάτω ἀπ᾿ τὸ σπίτι, ἡ θάλασσα. Ἡ Κοκκίτσα τὴν καθησύχασε μὲ λόγια παρηγορίας, καὶ ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζῃ ἐπ᾿ αὐτῆς διαφόρους ἀλοιφᾶς καὶ ἔμπλαστρα, τὰ ὁποῖα οὐδόλως ἐτελεσφόρουν. Δευτέρα προσεκλήθη ἡ Σταμάτω, πτωχὴ χήρα, κ᾿ ἡ Κονδύλω ἡ ἀδελφή της, ἀλβανόγλωσσοι αἱ δυό, καταγόμεναι ἀπὸ μίαν τῶν νήσων τοῦ Σαρωνικοῦ. Αὕται ἐξήσκουν ἐντριβᾶς ἐπὶ τοῦ σώματος τῆς ἀτυχοῦς γυναικός. Καὶ τὰς τρεῖς μὲ ὅ,τι ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τοῦ κυρ Ἀναγνώστη, τὰς ἀντήμειβε. Κ᾿ ἐκείναι ἐμάκρυνον τὰς ἀλοιφᾶς, καὶ παρέτεινον τὰς ἐντριβᾶς, ἀλυσιτελῶς πάντοτε. Τὴν ἑσπέραν, ἀνερχόμεναι αἱ τρεῖς εἰς τὴν αὐλὴν τῆς κυρα-Θωμαῆς, ὀλίγα σπίτια παραμέσα, ὅπου ἤρχοντο κ᾿ ἡ γριά-Χιόνω, κ᾿ ἡ θεία-Κυράννω, ὅλαι μετανάστιδες ἐκ Μακεδονίας του 1821, τὰ ἔλεγαν μεταξύ των. Αἱ τρεῖς πρώται ἔδιδον καθ᾿ ἑσπέραν τακτικὴν ἀναφορὰν εἰς τὴν κυρα-Θωμαὴν καὶ εἰς τὰς δυὸ ἄλλας γραῖας· καὶ ὅλαι μαζὶ ἐχασκογελοῦσαν. Μάλιστα τὰ ὄψιμα ἑλληνικὰ τῆς Σταμάτως, καθὼς περιέγραφε τὴν κατάστασιν τῆς ἐγκύου («αὐτὴ ὅλη κοντὸ εἶναι· καὶ τὰ πόδια της κοντὴ τὸ ἔχει!... θὰ μὴν τὸ ρίχνῃ, τάχατες!...») ἐπέτεινον τοὺς γέλωτάς των. Καὶ εἰς τὰς ἐκθέσεις τῆς Σταμάτως, ἡ γραῖα Κυράννω ἐπρόσθετε τὰ σχόλια της, μὲ τὴν Μακεδονικήν της διάλεκτον. - Αὐτηνιές, σὶ λιέου, εἶνι παλιοφουράδες!... Ἀχιλώνις, μαρή... Ποῦ στὰ χουργιά, τὰ θ᾿κά μας! νὰ τοῦ φτιάξ᾿ καμμιὰ αὐτ᾿νό, θὲ τ᾿βγάλ᾿νι, σὶ λιέου, στοῦ γουμαρουπάζαρου!... Τελευταία ἀπ᾿ ὅλας ἐκλήθη νὰ λάβῃ μέρος ἡ Φραγκογιαννοῦ, ὡς σοφωτέρα ὅλων τῶν ἄλλων. Ἡ Μαροῦσα εἶχεν ἀρχίσει ν᾿ ἀπελπίζεται ἀπὸ τὰς τρεῖς πρώτας «ψευτομαμμές», καὶ κατέφυγεν εἰς ταύτην ὡς εἰς τελευταίαν ἐλπίδα. Τῷ ὄντι ἡ γραῖα Χαδούλα μὲ τὰ φάρμακά της, μὲ τὰ μαντζούνια της καὶ μὲ τὰ ζεστὰ ἢ κρύα ὅσα ἔδιδε νὰ πίη εἰς τὴν πάσχουσαν, τῇ βοηθείᾳ καὶ τῶν ἐντριβῶν τὰς ὁποίας ἐξετέλει μ᾿ ἐπιδεξιότητα πολὺ ὑπερτέραν ἀπὸ τὰς ἄλλας, κατώρθωσεν ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν νὰ ἐπιφέρῃ τὴν ἔκτρωσιν. Ὁ κυρ Ἀναγνώστης οὐδέποτε ἔμαθε τίποτε. Αὐτὴ ἦτον ἡ παλαιὰ ἐκδούλευσις, καὶ αὐτὴ ἡ εὐγνωμοσύνη τὴν ὁποίαν εἶχον ὑπαινίχθη σήμερον αἱ δυό. Αὐτὰ ἦσαν τῆς Φραγκογιαννοῦς «τὰ παλιὰ τὰ πάθια της» κι αὐτὰ ἦσαν τῆς Μαρούσας «τὰ βάσανά της». Ἡ ἀνάμνησις κατεῖχε τὸν νοῦν τῆς Φραγκογιαννοῦς ὅλην τὴν ὥραν, ἐνῷ ἔκειτο ἐπὶ τοῦ σοφά, εἰς τὸ σκότος· διότι λύχνον δὲν τῆς εἶχε φέρει ἡ φιλοξενοῦσα, μόνον ἕνα κηράκι κι ὀλίγα σπίρτα τῆς εἶχεν ἀφήσει. Ὅλην αὐτὴν τὴν παλαιὰν ἱστορίαν ἀνελογίζετο, καὶ ὁ ὕπνος ποτὲ δὲν τῆς ἤρχετο. Ἐρευνώσα τὴν συνείδησίν της, ἓν πρᾶγμᾳ εὕρισκεν· ὅ,τι εἶχε κάμει καὶ τότε καὶ τώρα τὸ εἶχε κάμει διὰ τὸ καλόν. Ἐκουλουριάζετο ὑποκάτω εἰς τὸ μάλλινον σκέπασμα, ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ πλευροῦ κειμένη, κ᾿ ἔκυπτε τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ στέρνον, κ᾿ ἐπροσπάθει νὰ ζαλισθῆ, νὰ ναρκωθῆ, νὰ τῆς ἔλθη λήθαργος. Τότε, μετὰ χρόνους, ἐνθυμήθη καὶ τὴν σύντομον προσευχήν, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχεν ἐπιβάλει ἄλλοτε νὰ λέγῃ συχνὰ ἕνας γέρων πνευματικός· τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». Ἡ συχνὴ ἐπανάληψις τῆς εὐχῆς ἐνήργησε, καὶ ἡ Χαδούλα ἐναρκώθη ἐπ᾿ ὀλίγα λεπτὰ καὶ ἀπεκοιμήθη. Πλὴν πάραυτα εἰς τὸν ὕπνον της, ἢ εἰς τὰ ξύπνα της, (δὲν ἤξευρε καλά), τῆς ἐφάνη ὅτι μέσα, εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της, ἤκουε φωνὴν βρέφους, κλαῦμα, μινυρισμὸν θρηνώδη· τοῦτο ὠμοίαζε μὲ τὴν φωνὴν τῆς μικρᾶς ἐγγονῆς της, τῆς πρὸ ὀλίγων μηνῶν, διὰ χειρὸς αὐτῆς... τελειωθείσης... Ἡ γραῖα ἐξύπνησεν ἔντρομος, ἀνετινάχθη ὅλη. Ἀνεσηκώθη καὶ ἠσθάνετο μέγαν σπαραγμόν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ καλυτέραν σωματικὴν ἄνεσιν. Ὁ σύντομος ἐκεῖνος ὕπνος εἶχεν ἐξαλείψει παρ᾿ αὐτῇ τὸ νευροπαθὲς καὶ τὸ ἀνήσυχον. Ἐψηλάφησεν, εὗρε τὰ σπίρτα, ἤναψε τὸ κηρίον, ἐπῆρε τὸ ραβδί της, τὸ καλάθι της, ἔβαλε μέσα εἰς αὐτὸ καὶ τὰς ἐμβάδας της, καὶ ἀνυπόδητη, μὲ τὶς κάλτσες, ἐκίνησε νὰ φύγη.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα |
![]() |
#4
|
![]() |
|
||||
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἡ Φόνισσα 4
ΙΒ - ΙΓ
ΙΒ´ Ἡ Μαροῦσα τῆς εἶχε δώσει τὸ κλειδὶ τοῦ μικροῦ κατωγείου, τῆς εἶπε νὰ ἐξέλθῃ διὰ τῆς ἰδιαιτέρας θύρας τούτου πρὸς τὴν ὁδόν, νὰ κλειδώση ἔξωθεν, καὶ νὰ πάρη τὸ κλειδὶ μαζί της, διὰ νὰ τὸ μεταχειρισθῆ πάλιν τὴν ἄλλην νύκτα, ἂν ἔμελλε νὰ ἐπανέλθη. Ὅσον δι᾿ αὐτήν, ἂν ἐλάμβανεν ἀνάγκην νὰ κατέλθη εἰς τὸ κατωγάκι, θὰ κατήρχετο διὰ τῆς ὁδοῦ, δι᾿ ἧς εἶχεν ὁδηγήσει ἐκεῖ τὴν ξένην της, τῆς ἐσωτερικῆς σκάλας καὶ τῆς θύρας τοῦ μεσοτοίχου. Τῷ ὄντι, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἠσθάνετο πλέον μεγάλην σφλομονήν, καὶ τὸ στενὸν κατωγάκι μὲ τὸν ὑγρὸν ἀέρα του τὴν ἐστενοχώρει. Καιρὸ ἦτο ν᾿ ἀναπνεύση πλέον τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, πρὶν οἱ διώκται χωροφύλακες τὴν κλείσωσιν, ἴσως διὰ βίου, εἰς τὰ ὑγρὰ καὶ ἀνήλια ὑπόγεια τῆς ἀνθρωπίνης θέμιδος. Ἐξῆλθε, καί, κάτω εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της, ἐμινύριζεν ἀκόμη ἡ θρηνώδης φωνὴ τοῦ βρέφους, τοῦ μικροῦ κορασίου τοῦ ἀδικοθανατίσαντος. Ἐστάθη εἰς τὸ χάσμα τῆς θύρας, ἐκοίταξε μετὰ προφυλάξεως ἔξω, δεξιά, ἀριστερά, ἄνω, κάτω τοῦ δρόμου· δὲν εἶδε ψυχὴν οὔτε σκιάν. Ἔβαλε πτερὰ εἰς τοὺς πόδας της. Δὲν ἦτο πρώτη φορὰ καθ᾿ ἣν ἤκουε μέσα εἰς τὴν ψυχήν της, ὅπου ὑπῆρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ἠχώ, τὸ πένθιμον ἐκεῖνο κλαῦμα τοῦ βρέφους. Κ᾿ ἐνόμιζεν ὅτι ἔφευγε τὸν κίνδυνον καὶ τὴν συμφοράν, καὶ τὴν συμφορὰν καὶ τὴν πληγὴν τὴν ἔφερε μαζί της. Κ᾿ ἐφαντάζετο ὅτι ἔφευγε τὸ ὑπόγειον καὶ τὴν εἱρκτήν, καὶ ἡ εἱρκτὴ καὶ ἡ Κόλασις ἦτο μέσα της. Ὥρα ἦτο ὡς δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυκτα, νὺξ ἀσέληνος, ἀστροφεγγῆς. Ἀρχὰς Μαΐου, δευτέραν ἑβδομάδα μετὰ ὄψιμον Πάσχα. Ἡ ἐξοχὴ εὐωδίαζεν, ἡ αὔρα ἐμυροβόλει. Ὀλίγα ἄγρυπνα πουλάκια ἔμελπον τὸ ὄρθιον ἐπάνω εἰς τὰ κλαδιά. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐπῆρε τὸν δρομίσκον, τὸν λίαν γνωστὸν εἰς αὐτήν, στενὸν καὶ ἕρποντα, ὄπισθεν τῶν κήπων καὶ κάτωθεν τῶν βράχων. Ὁ δρομίσκος μόλις ἦτον ὁρατὸς εἰς τὴν ἀστροφεγγιάν, καλυπτόμενος ἐν μέρει ἀπὸ τοὺς προεξέχοντας ράμνους τῶν θάμνων καὶ τῶν βάτων, οἵτινες προέκυπτον ἀπὸ τοὺς φράκτας τῶν κήπων. Ἡ εὐκίνητος γραῖα ἐπάτει ἐπὶ χόρτων καὶ χαμαιμήλων, κ᾿ ἐπὶ χλωρῶν ἀκάνθων, ἀνήρχετο δὲ μὲ βῆμα κόρης, νεαρᾶς βοσκοπούλας τοῦ βουνοῦ, τὸν ἀνηφορικὸν δρομίσκον. Εἶχε τελειώσει ἡ μακρὰ σειρὰ τῶν κήπων καὶ τῶν περιβολίων πρὸς τὰ δεξιά της, ἐνῷ ἀριστερά της παρετείνετο ἀκόμη ὁ μικρὸς βραχώδης λόφος, τὰ Κοτρώνια, μὲ τὰς τρεῖς γραφικᾶς κορυφᾶς των τὴν μίαν κατόπιν τῆς ἄλλης, τὰ ἐπιστεφομένας ἀπὸ ἀνεμομύλους καὶ μικρὰ λευκὰ καλύβια καὶ σπιτάκια, ἕρποντα γύρω των. Τώρα πλέον ἔφθασεν εἰς μέρος ὅπου ἄρχιζαν ἀμπέλια, ἀγροὶ μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, ὅσον ἦτον ἀκόμη πλαγινὸς ὁ ἀνήφορος, καὶ ἐλαιῶνες, ἢ ἀγροὶ μὲ ὑψηλοὺς στάχυς, σειομένους ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ἐκεῖθεν, ὅπου ὁ ἀνήφορος καθίστατο ἀποτομώτερος, καὶ ἄνω. Ἡ Φραγκογιαννοῦ, μὲ ἐλαφρὸν ἆσθμα, ἔτρεχεν, ἔτρεχε, μαστιζομένη τὸ πρόσωπον ἀπὸ τὸ ἀπόγειον τὸ πρωινόν, τὸ ἀντίπνοον, τοῦ Βορρᾶ τὸ χαϊδευμένον ἑωθινὸν τέκνον. Ἔσπευδε νὰ φθάση τὸ ταχύτερον, πρὶν ἀνατείλει ἡ ἡμέρα, εἰς τὰ μέρη τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἐγνώριζε. Ὑπῆρχον, κατὰ τοὺς βορείους αἰγιαλοὺς τῆς νήσου, πολλοὶ κλεφτότοποι, μέρη ἀπάτητα, σπήλαια καὶ βράχοι ὅπου ἐφύτρωνε τὸ ἀγριοβότανον καὶ ἡ κάππαρις, καὶ τὰ κρίταμα καὶ ἡ ἁρμυρήθρα, καὶ ὅπου τοὺς ὑπάρχοντας ὀλίγους δρόμους κατέστρεφον καθημερινῶς τὰ κοπάδια τῶν ἐρίφων καὶ τῶν αἰγῶν. Ἐκεῖ θὰ ἦτο τὸ ἄσυλόν της, ἐκεῖ ὁποὺ ἦσαν αἱ ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς ἡλικίας της. Εἰς ἐκείνους τοὺς βορείους αἰγιαλούς, σιμὰ εἰς τὸ ἄγριον καὶ γαλανὸν πέλαγος, εἰς τὸ παλαιὸν Κάστρον, τὸ κτισμένον ἐπὶ γιγαντιαίου θαλασσοπλήκτου βράχου, ἐκεῖ εἶχε γεννηθῆ ἡ Χαδούλα, κ᾿ ἐκεῖ εἶχεν ἀνατραφῆ ὡς δέκα ἐτῶν κόρη. Εἶτα, ὅταν εἰρήνευσαν τὰ πράγματα, καὶ ἡ νέα πολίχνη ἐκτίσθη εἰς τὸν λιμένα τὸ μεσημβρινόν, ἡ μάννα της, ἡ μάγισσα, ἡ πολυκυνηγημένη ἀπὸ τοὺς κλέφτες καὶ τοὺς λιάπηδες, συχνὰ τὴν εἶχεν ἐπαναφέρει εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, τῆς εἶχε δείξει ὅλους τοὺς κλεφτότοπους, τοὺς ἄβατους βράχους καὶ τὰ ἄντρα, καὶ τῆς εἶχε διηγηθῆ δι᾿ ἕνα ἕκαστον τῶν τόπων ἐκείνων ἀνὰ μίαν ἱστορίαν, φανταστικὴν ἢ ἀληθῆ. Εἰς ἐκεῖνα τὰ μέρη, ὅταν τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν «ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν «ἐνεκροβλόγησαν» κατὰ τὴ συνήθη φρασεολογίαν τῆς μητρός της, τῆς εἶχαν δώσει ἀκόμα καὶ τὴν προῖκα της. Τὸ σπίτι, στὸ Κάστρο τὸ ἔρημο, καὶ τὸ χωράφι στὸ Μποστάνι, στὸν ἀπάτητον κρημνόν. Ὕστερον, ὅταν αὐτὴ ἐνοικοκυρεύθη, κ᾿ ἔμαθε πολλά, κ᾿ ἐπρόκοψεν εἰς γυναικείαν σοφίαν, κ᾿ ἐσυνήθισε νὰ θηρεύῃ τὰ βότανα καὶ τὰ τρίφυλλα καὶ τὰς δρακοντιᾶς εἰς τοὺς λόγγους καὶ τὰ βουνά, πολὺ συχνὰ εἶχεν ἐπισκεφθῆ τὰ μέρη ἐκεῖνα, χάριν τῶν ἐρευνῶν της. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐπήγαινε καὶ τώρα, ἂν ἔδιδεν ὁ Θεὸς νὰ φθάση ἀσφαλῶς, ἀλλ᾿ εἰς ποίαν δεινοτάτην περίστασιν. Καὶ ποία ἄρα θὰ ἦτον ἡ τύχη της ἀπὸ τοῦδε; Μόνος ὁ θεὸς τὸ ἤξευρε. * * * Πρὶν φθάση εἰς τὸ μέρος, ὅπου ὁ δρόμος ἀποτόμως ἀνηφόριζε, καθὼς διήρχετο ἔξω ἀπὸ ἕνα περιβόλι, φραγμένον μὲ πυκνοὺς βάτους καὶ θάμνους ὑψηλοὺς καὶ ἐν μέρει μὲ τοιχογύρισμα, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὑπῆρχον πολλῶν εἰδῶν ὀπωροφόρα δένδρα, ἡ Φραγκογιαννοῦ κατὰ τύχην ἐσκόνταψεν εἰς τὸν δρόμον, ἔκαμε δὲ μικρὸν θροῦν, πεσοῦσα ἐλαφρῶς ἐπάνω εἰς ἕνα θάμνον. Ἀφῆκε μικρὰν φωνὴν ὁμοίαν με στεναγμόν. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἤκουσε πολὺ πλησίον της, ἀλλ᾿ ἔσωθεν τοῦ φράκτου, δυνατὸν γαύγισμα σκύλου. Ἀνωρθώθη, καὶ μὲ ταχύτερον βῆμα ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον της. - «Ποιὸς νὰ εἶναι;» εἶπε μέσα της. Ἠκούσθη τότε μία φωνὴ βραχνὴ καὶ νυσταλέα, ἀλλ᾿ ἀπότομος. - Ἔ! βάρδ᾿ ἀπ᾿ τὰ περιβόλια! Ἀνοιχτά!... Ἀνοιχτά! Ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τοῦ Ταμποῦρα, τοῦ δραγάτη. Ἐνόησε τότε τί συνέβαινε. Τὸ περιβόλι, ἔξωθεν τοῦ ὁποίου εἶχε σκοντάψει, ἀνῆκεν εἰς τὸν τότε Δήμαρχον τοῦ τόπου. Ἐντὸς αὐτοῦ, σιμὰ εἰς τ᾿ ἄλλα δένδρα, ὑπῆρχον καὶ ὀλίγαι κερασέαι, μὲ καρποὺς σχεδὸν ὡρίμους ἤδη καὶ περκάζοντας, μελανωποὺς εἰς τὴν ἀστροφεγγιάν, ἀνάμεσα εἰς τὰ μαυροπράσινα φύλλα. Ὁ Ταμποῦρας, μὴ ἔχων τί ἄλλο νὰ φυλάξη, ἐπειδὴ δὲν ἦτο ἀκόμη ἡ ὥρα τῶν ὀπωρῶν οὔτε τῶν καρπῶν, ἐκοιμάτο εἰς τὸ περιβόλι τοῦ Δημάρχου, ἐντὸς μικρᾶς καλύβης μὲ τὸν σκύλον του, κ᾿ ἐφύλαγε τὰ κεράσια, μὴν τὰ κλέψουν οἱ δημόται τοῦ ἄρχοντος. Φεύγουσα, ἤκουεν ἀκόμα τὸ γαύγισμα τοῦ σκύλου, συγχρόνως δὲ «αὐτιάσθη» καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι ἤκουεν ἀνθρώπινα βήματα. Ἀλλ᾿ ἠπατήθη. Ἴσως ἦτο μᾶλλον ἀντίκτυπος καὶ ἠχὼ τῶν ἰδίων βημάτων της. Φαίνεται ὅτι ὁ ἀγροφύλαξ μόλις εἶχε μισοξυπνήσει, κ᾿ ἔβαλεν, ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ, μηχανικῶς, τὴν συνήθη φωνήν του. Εἶτα εὐθὺς πάλιν ἀπεκοιμήθη. Ἡ Χαδούλα ἔγινεν ἄφαντη εἰς τὸ ὕψος τοῦ λόφου, ὄπισθεν τῶν δένδρων. Ἐκεῖ ἐστάθη μίαν στιγμὴν κ᾿ ἔτεινε τὸ οὖς. Τίποτε δὲν ἤκουεν εἰμὴ τὸ λάλημα ἑνὸς πουλιοῦ, τὸ σύριγμα ἑνὸς νυκτερινοῦ ἐντόμου, καὶ τὸ φύσημα τῆς αὔρας. Τότε τῆς ᾖλθαν εἰς τὸν νοῦν τὰ κεράσια, τὰ ὁποῖα εἶχε διακρίνει ἀμυδρῶς στίλβοντα εἰς ἕνα κρεμάμενον κλώνα, ἐξέχοντα ὀλίγον ἔξω τοῦ φράκτου τοῦ δημαρχικοῦ περιβολίου, σιμὰ ἐκεῖ ὅπου εἶχε σκοντάψει, καὶ εἶπεν: - Ἄχ! Καὶ δὲν ἔκαμα νὰ φτάσω ἕνα κεράσι, νὰ δροσίσω τὸ στόμα μου, ποὺ εἶναι φαρμάκι. Ξέχασα νὰ πιῶ μία σταξιὰ νερὸ πρὶν φύγω... Ἂς φτάσω στὴ βρύση, μιά! Τότε μόνον ἐνθυμήθη ὅτι δὲν εἶχε πίει νερὸν πρὶν ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ κατωγάκι, ὅπου εἶχε διέλθει ὀλίγας ἀλλὰ τόσον μακρᾶς ἐναγωνίους ὥρας. Ἡ Χαδούλα ἀνελογίσθη μετὰ πικρίας ὅτι ὅλα, καὶ τὰ μικρότερα πράγματα, πρωθύστερα καὶ ἀνάποδα τῆς ἤρχοντο εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον. Ἐὰν εἶχε προμελετήσει νὰ κλέψη ὀλίγα κεράσια ἀπὸ τὴν κερασιὰ τοῦ Δημάρχου, θὰ ἐπάτει μετὰ προσοχῆς, θὰ ἐπλησίαζε μετὰ προφυλάξεως, καὶ τότε πιθανῶς οὔτε ὁ δραγάτης ἤθελεν ἐξυπνήσει, οὔτε ὁ σκύλος ἴσως θὰ ἐγαύγιζε. Ἀλλὰ διὰ νὰ εὑρεθῆ ἀπρόσεκτη καὶ ἀλλοφρονοῦσα, διὰ νὰ μὴν κοιτάξη καλὰ ποὺ πλησίον εὑρίσκετο, ἐπαραπάτησεν, ἔκαμε μικρὸν θόρυβον, ἀρκοῦντα διὰ νὰ ξυπνήση τὸν σκύλον καὶ τὸν ἄνθρωπον. Ὅλα ἔτσι τῆς ἤρχοντο! Ἄλλως, ἡ δίψα της τώρα εἶχεν ἐρεθισθῆ μὲ τὸν δρόμον τὸν ἀνωφερῆ. Ἔκοψε φύλλα ἐλαιοδένδρων καὶ τὰ ἔβαλε μὲς στὸ στόμα της. * * * Ἐβάδισεν ἐπὶ μίαν ὥραν ἀκόμη. Ἦτον ἤδη χαραυγή. Ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ λόφου, κατῆλθε πάλιν εἰς τὸ ρεῦμα, εἰς τὴν ὑπώρειαν τοῦ βουνοῦ μὲ τὰς πολυσχιδεῖς πλευρᾶς, τὸ ὁποῖον ἐκαλεῖτο οἱ Βίγλες. Τὶς οἶδε ποίοι παλαιοὶ κλέφτες ἐφύλαγαν ἄγρυπνοι καραούλια ἐκεῖ, καὶ ἐντεῦθεν εἶχε λάβει τὸ ὄνομα. Ἔφθασεν εἰς τὴν μικρὰν βρύσιν, εἰς τὴν ρίζαν τοῦ βουνοῦ. Ἔφεγγεν ἤδη. Ἔπιε νερόν, ἐδροσίσθη, κ᾿ εὐθὺς ἔφυγεν. Εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο ἐσύχναζον πολλοὶ ἄνθρωποι, βοσκοὶ καὶ ξωμερίται κι ἄλλοι. Ἡ Γιαννοῦ ἤθελεν ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ μείνη ἀόρατος. Ἐκατηφόρισεν ἀκόμη, εἰσῆλθεν εἰς τὸ κάτω ρεῦμα τὸ βαθύ, τὸ βαῖνον πρὸς τὴν θάλασσαν, τὸ καλούμενον Λεχούνι. Ἐκεῖ ἔφθασε μικρὸν πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου. Ὑπῆρχον ἐκεῖ δυὸ ἢ τρεῖς νερόμυλοι, μᾶλλον παλαιοὶ καὶ ἄχρηστοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ εἷς μόνον ἐδούλευε, καὶ τοῦτο σπανίως. Ὅλα ἐδείκνουν τὴν ἐρημίαν, δὲν ἐφαίνετο ἴχνος ἀνθρώπου ἐκεῖ. Ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἀπὸ περισσὴν προφύλαξιν, δὲν ἠθέλησε νὰ πλησιάση. Ἀπέφυγε τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἐβάδισεν ὄπισθεν λόχμης, κ᾿ ἔφθασεν εἰς γούρναν βαθεῖαν, μὲ διαυγὲς νερόν, γνωστὴν εἰς ὀλίγους. Ἦτο μέρος κρυφὸν καὶ ἀπάτητον. Ἐσχηματίζετο ἐκεῖ οἰονεὶ ἄντρον, ἀποτελούμενον ἐκ χλόης, ἐκ κορμῶν καὶ κισσοῦ. Ἄντρον νύμφης, Δρυάδος τῶν παλιῶν χρόνων ἢ Ναϊάδος, εὑρούσης ἴσως καταφύγιον ἐκεῖ. Διὰ νὰ κατέλθη τις εἰς τὴν μικρὰν πτυχὴν τῆς γῆς, ὅπου ἦτο ἡ γοῦρνα τοῦ νεροῦ, ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τὴν τύχην διώκτριαν καὶ τοὺς πόδας τῆς Φραγκογιαννοῦς, τοὺς ἀνυποδήτους, τοὺς σχισμένους κ᾿ αἱματωμένους ἀπὸ τὰ κνίδας καὶ τὰς ἀκάνθας. Ἐκεῖ ἐκάθισε ν᾿ ἀναπαυθῆ. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ καλάθι της τὸ ψωμὶ καὶ τὸ τυρὶ καὶ ὀλίγον κρέας, τὰ ὁποῖα τὴν εἶχε φιλεύσει ἡ Μαροῦσα, ἐπειδὴ τὴν ἑσπέραν δὲν εἶχε δυνηθῆ νὰ φάγη τίποτε, μετὰ τὸν καφὲ ὁποὺ εἶχε πίει εἰς τὸ μαγειρεῖον. Ἐφύλαξε μόνον τὰ δίπυρα, τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κόρης της, τῆς Δελχαρῶς. Ἔφαγεν, ἔπιε δροσερὸν νερόν, κ᾿ ἔλαβεν μικρὰν ἀναψυχήν. Ἐκείνην τὴν στιγμήν, ἀνέτελλεν ὁ ἥλιος. Ὁ δίσκος του ἐφάνη ν᾿ ἀναδύεται ἀπὸ τὰ κύματα, ἀντικρύ, εἰς τὸ μακρινὸν πέλαγος, τοῦ ὁποίου μίαν λωρίδα ἔβλεπεν ἀπὸ τὴν κρύπτην της ἡ Χαδούλα. Τὰ ὄρνεα τοῦ βουνοῦ, τοῦ πετρώδους καὶ ἠχώδους, τὸ ὁποῖον ἠγείρετο ὄπισθέν της, ἔρρηξαν μακροὺς κρωγμούς, καὶ τὰ πουλάκια τῆς κοιλάδος, τῆς λόχμης, τοῦ μικροῦ δάσους, ἀφήκαν φαιδρᾶς μελῳδίας. Μία ἀκτὶς θερμή, ἐρχομένη μακράν, ἀπὸ τὸ φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε τὴν πυκνὴν φυλλάδα καὶ τὸν κισσὸν τὸν περισκέποντα τὸ ἄσυλον τῆς ταλαιπώρου γραίας, καὶ ἔκαμνε νὰ στίλβη ὡς πλῆθος μαργαρίτων ἡ δρόσος ἡ πρωινή, ἡ βρέχουσα τὸν πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ᾿ ἐφυγάδευεν ὅλον τὸ ρίγος τῆς ὑγρασίας, καὶ ὅλον τὸ κρύος του φόβου τοῦ πελιδνοῦ, φέρουσα πρόσκαιρον ἐλπίδα καὶ θάλπος. Ἡ Γιαννοῦ ἔβγαλε τὸ χράμι τὸ μάλλινον, τὸ διπλωμένον εἰς πολλὰς πτυχᾶς, ἀπὸ τὸ καλάθι της, τὸ ἐξεδίπλωσεν, ἐτυλίχθη μ᾿ αὐτό, κ᾿ ἔκλινε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ γηραιοῦ πλατάνου. Ἀπεκοιμήθη. * * * Τῆς ἐφάνη εἰς τὸν ὕπνον της ὅτι ἦτον νέα ἀκόμα· ὅτι ὁ πατήρ της καὶ ἡ μάννα τῆς τὴν ὑπάνδρευον, ὅπως τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει καὶ τὴν εἶχαν «νεκροβλοήσει» τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, καὶ τὴν ἐπροίκιζαν, δίδοντες αὐτῇ καὶ τὸν κῆπον τὸν πατρῷον, ὅπου αὐτὴ ἐσκάλιζε κ᾿ ἐπότιζε τὰ κουκιὰ καὶ τὰ λάχανα, ὅταν ἦτον μικρή· καὶ ὁ πατήρ της τὴν ἐφίλευε τάχα, διὰ τὸν κόπον της καὶ τῆς ἔδιδε «τέσσερα κεφάλια», κεφάλια ἀπὸ λαχανίδες. Ἡ Χαδούλα μετὰ χαρᾶς ἔλαβε τὰ τέσσερα φυτὰ εἰς τὰς χεῖρας, ἀλλ᾿ ὅταν τὰ ἐκοίταξε, εἶδεν ὢ φρίκη! ὅτι ἦσαν τέσσαρα μικρὰ κεφάλια ἀνθρώπινα νεκρικά... Ἀνεταράχθη, ἐσκίρτησεν, εἶπε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ!...» Πάλιν ἀπεκοιμήθη. Ὠνειρεύθη ὅτι ἡ μητέρα της τὴν συνελάμβανεν ἐπ᾿ αὐτοφώρῳ ἐρευνῶσαν νὰ εὕρη τὸ κομπόδεμα, κάτω εἰς τὸ ἰσόγειον, ἀνάμεσα εἰς τὰ βαρέλια καὶ τὰ πιθάρια καὶ τὸν σωρὸν τῶν καυσοξύλων· ὡς τὴν εἶδεν, ἐμειδίασε πικρῶς, τὸ σύνηθες μειδίαμά της, καὶ διὰ νὰ τὴν ἐβγάλη τάχα ἀπὸ τὸν κόπον, ἐπῆρε μοναχή της τὸ κομπόδεμα, ἔβγαλε καὶ τῆς ἐχάρισεν ἀπὸ τὰ τόσα τάλληρα, τὰ σκυλοδεμένα, τρία γερμανικὰ τάλληρα, τρεῖς ρηγίνες, ἀπ᾿ ἐκείνας ποὺ εἶχαν καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἐπάνω, μὲ τὴν ἐπιγραφὴν «Patrona Bavariae». Ἡ Φραγκογιαννοῦ, μετὰ χαρᾶς μεμειγμένης μ᾿ ἐντροπήν, ἐπῆρε τὰ τρία νομίσματα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς μητρός της, πλὴν ὅταν τὰ ἐκοίταξεν, εἶδεν ὅτι τὰ τρία ἐκεῖνα νομίσματα, μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ ἔφερον ἐπάνω, ἦσαν τρία προσωπάκια, μικρά, πελιδνά, μὲ σβησμένα ματάκια... Ὤ! τρόμος! προσωπάκια μικρῶν κορασίδων! Ἐξύπνησε περίτρομος, δυστυχής, φρενιασμένη. Ἦτον ἤδη μεσημβρία. Ὁ ἥλιος ἔκαιεν ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς τῆς ἄνωθεν τῆς κορυφῆς τοῦ δροσεροῦ πλατάνου. Μὲ ὅλον τὸ θάλπος τοῦ ἡλίου, καὶ τὴν φαιδρότητα τῆς ἡμέρας τῆς μαγιάτικης, ἡ ἐντύπωσις τοῦ ὀνείρου ἔμεινεν ἐπὶ μακρὸν εἰς τὸν νοῦν της. Τῆς ἐφαίνετο παράξενον μάλιστα πῶς, ἐν ἡμέρᾳ, εἶδε τὰ ὄνειρα αὐτά. Ὁσάκις εἶχε κοιμηθῆ ἐν καιρῷ ἡμέρας, εἰς τὴν ζωήν της, δὲν ἐνθυμεῖτο ποτὲ νὰ εἶδεν ὄνειρον. Ἔβρεξεν εἰς τὴν γούρναν δυὸ δίπυρα, τὰ ἀπέθηκεν ἐπὶ τῆς πέτρας τῆς πλακαρῆς παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ λάκκου, καὶ τὰ ἐλησμόνησεν ἐκεῖ ἐπὶ μακρόν, ἐωσότου ἔλυωσαν ἀπὸ τὸ βρέξιμον κ᾿ ἐσάπισαν. Μετὰ ὥραν, ἐγέμισε τὴν φοῦχταν της μὲ τὰ ψιχία, καὶ τὰ ἔφαγε. Ὅταν ὁ ἥλιος ἐκρύβη εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βραχώδους βουνοῦ, κ᾿ ἐσκίασεν ἡ κοιλάς, καὶ ἦτο δειλινὸν πλέον, ἐστενοχωρήθη καὶ προέκυψε τὴν κεφαλὴν ἔξω τῆς κρύπτης. Ἐκοίταξεν ἄνω καὶ κάτω, εἰς τὴν κοιλάδα τὴν κατάφυτον ἀπὸ ἐλαιῶνας, ἀλλὰ ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο. Τότε ἐσκέφθη νὰ πάρη τὸ καλάθι της καὶ τὸ ραβδί της, νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν μικρὰν κόγχην, ν᾿ ἀναβῇ ἐπάνω εἰς τὴν λόχμην τὴν σύνδενδρον, καὶ νὰ πάρη σιγὰ τὸ ρέμα-ρέμα, καὶ ν᾿ ἀρχίση πάλιν τὴν Παλαιάν της τέχνην, νὰ ψάχνῃ πρὸς ἀνεύρεσιν βοτάνων – τὰ ὁποῖα δὲν ἤξευρε πλέον εἰς τί θὰ τῆς ἐχρησίμευον, ἀφοῦ δὲν εἶχε πλέον εἰς τὸν κόσμον ἄλλο ἄσυλον, εἰμὴ τὴν εἱρκτὴν καὶ μόνην. Ἀλλ᾿ ὅμως ἔτρεφεν ἀόριστον ἐλπίδα, ὅτι θὰ εὔρισκεν ἴσως ξενίαν εἰς καμμίαν μάνδραν ἢ καλύβην βοσκοῦ, καὶ τότε τὰ βότανα θὰ τὰ ἐπρόσφερεν εἰς τὴν σύζυγον τοῦ φιλοξενοῦντος ὡς μικρὸν ἀντάλλαγμα. Τὸ περισσότερον ὅμως, θὰ τὸ ἔκαμνε διὰ νὰ περάση ἡ βαρεία ἀνία, ἥτις ἐβασάνιζε τὴν ψυχήν της. Τὴν ὥρα ἐκείνην ἤκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους νὰ ἠχοῦν, καὶ συγχρόνως εἶδε μακρόθεν νὰ κατέρχεται ἕνα κοπάδι. Πάραυτα ἐσκέφθη, ὅτι, ἂν δὲν προλάβη εὐθὺς νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν μικρὰν χαράδραν, μετ᾿ ὀλίγον ἡ κρύπτη της θ᾿ ἀνακαλυφθῆ ἐξ ἅπαντος. Διότι, καὶ ἂν τὰ πολλὰ τῶν ἀρνίων ἢ τῶν ἐριφίων ἐσκορπίζοντο, κ᾿ ἐπήγαινον νὰ πίωσιν εἰς τὸ μέγα ρεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔρρεεν ἐπάνω μέχρι τῆς στέρνας, καὶ ὕστερον κάτω ἀπὸ τὸν νερόμυλον, μερικὰ ἐξ αὐτῶν βεβαίως θὰ κατήρχοντο εἰς τὸ μικρὸν ρεῦμα, τὸ γεῖτον τῆς γούρνας. Εἶτα τὰ ζῷα θὰ ἐσκιάζοντο, θὰ ἐξαφνίζοντο, θὰ ὠπισθοχώρουν πηδώντα, καὶ ὁ βοσκός, ὅστις καὶ ἂν ἦτο, θὰ τὴν ἀνεκάλυπτε, θὰ ἐπαραξενεύετο, καὶ ἴσως θὰ συνελάμβανεν ὑποψίας. Τὸ καλύτερον ἄρα θὰ ἦτο ν᾿ ἀντιμετωπίση μὲ τὴν ἄφευκτον προσποίησιν, μὲ τὸ ψεῦδος εἰς τὰ χείλη, τὴν παρουσίαν τοῦ βοσκοῦ. Ἄλλως ἦτο πολὺ πιθανόν, ὁ ἀγροδίαιτος ἐκεῖνος νὰ μὴν εἶχε πρὸ ἡμερῶν εἰδήσεις ἀπὸ τὴν πόλιν, καὶ νὰ μὴν ἐγνώριζε τίποτε περὶ τοῦ διωγμοῦ, τὸν ὁποῖον ὑπέφερεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. ΙΓ´ Μετ᾿ ὀλίγον τῷ ὄντι, ἀφοῦ ἡ Γιαννοῦ ἐξῆλθε τῆς κρύπτης, καὶ βαίνουσα παρὰ τὸ ρεῦμα ἔνευεν ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ ἀναζητοῦσα βότανα, ἐπλησίασε τὸ κοπάδι τῶν προβάτων μεικτὸν μετὰ τίνων αἰγῶν καὶ ὁ βοσκὸς ἐνεφανίσθη. Ἡ Γιαννοῦ τὸν ἀνεγνώρισεν ἀμέσως. Ἦτον ὁ καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Ἅμα εἶδε τὴν γραῖαν, ἄρχισε νὰ φωνάζει μακρόθεν: - Καὶ ποὺ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, θεία-Γαρουφαλιὰ (Ὁ Λυρίγκος ἀνεγνώρισε τὸ πρόσωπον, ἀλλά, φαίνεται, δὲν ἐνθυμεῖτο καλῶς τὸ ὄνομα). Καλὰ ποὺ σ᾿ ηὕρα!... Ὁ Θεὸς σ᾿ ἔστειλε! - Τί νὰ τρέχῃ; εἶπε μέσα τῆς ἡ Φραγκογιαννοῦ. Κάτι θέλει νὰ μοῦ πῇ. Βέβια, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ἔχῃ ἀκούσει τίποτα γιὰ τὰ πάθια τὰ δικά μου. - Ξέρεις τίποτα, θεία-Γαρουφαλιά; ἐπανέλαβεν ὁ Λυρίγκος πλησιέστερον ἐρχόμενος. - Τί νὰ ξέρω, γυιέ μου; εἶπεν ὑποκριτικῶς ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἀπέχουσα νὰ ἐξαγάγη τὸν ἄνθρωπον ἐκ τῆς πλάνης ὅσον ἀφορᾷ τὸ βαπτιστικόν της ὄνομα, εἴτε ἐπέφερεν: – Ἀπὸ τὰ ψὲς λείπω ἀπ᾿ τὸ χωριό. Ἦρθα νὰ μαζώξω βότανα στὰ ρέματα. - Ἄκουσε θειά-Γαρουφαλιά, ἐπανέλαβε μὲ ἁπλότητα ὁ ἄνθρωπος. Ἀπόψε γεννήσαμε, στὸ καλύβι. - Γεννήσατε; - Σπαργανίσαμε! Εἶναι τὸ τρίτο κοριτσάκι ποὺ μᾶς ᾖρθε στὲ πέντα χρόνια... ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο! - Νὰ σᾶς ζήση! εἶπεν ἡ γραῖα. Καλὴ σαράντιση τῆς φαμιλιᾶς σου! - Ὡς τόσο, τὸ κοριτσάκι ᾖρθε στὸν κόσμο ἄρρωστο, κι ὅλο κλαίει, καὶ στὸ βυζὶ δὲν κολλάει. Κ᾿ ἡ μάννα του ἡ καψερή, τόσο καλὰ δὲν εἶναι... Ὅλο κάψη καὶ σεκλέτι, τὸ ἔρμο! - Ἀλήθεια; - Νὰ ἤθελες νὰ μᾶς ἔκανες τὴ χάρη, νὰ περνοῦσες ἀπ᾿ τὸ καλύβι, νὰ ἔκανες κανένα ψευτογιατρικό, θεία-Γαρουφαλιά;... Ἐκείνη ἡ πεθερά μου δὲ φελάει τίποτα, τί σοῦ κάμῃ; - Μὰ τώρα κοντεύει νὰ νυχτώση... εἶπε μὲ ὑποκρισίαν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Καὶ μέσα τῆς ἔλεγε: «Τὸ ριζικό μου εἶναι πλιό! Ὢχ Θέ μου!» - Ἂς νυχτώση... Ἂν θέλῃς, κοιμᾶσαι στὸ καλύβι. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐστάθη ὡς νὰ ἐδίσταζεν. Ἀλλ᾿ ἦτον ἑτοίμη νὰ συναινέση. Τὴν ἰδίαν στιγμήν, μὲ τὴν τελευταίαν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου, ἥτις ἐχρύσωνε τὴν κορυφὴν τοῦ ἀνατολικοῦ λόφου μὲ τοὺς ἐλαιῶνας τοὺς πολλούς, κ᾿ ἔκαμνε νὰ στίλβη τὸ φύλλωμα τῶν ἐλαίων, ἐφάνησαν δυὸ ἄνθρωποι κατερχόμενοι δρομαῖοι ἀπὸ ἕνα μονοπάτι μεταξὺ δυὸ ἐλαιώνων. Ἡ Φραγκογιαννοῦ τοὺς εἶδε πρώτη κ᾿ ἐτρόμαξεν. Ὁ ἥλιος, ὅστις κατέλαμπε τὰ φύλλα, ἔκαμνε νὰ γυαλίζουν καὶ τὰ κομβία τῆς στολῆς τῶν τὰ πρὸ μακροῦ χρόνου ἀγυάλιστα. Ἦσαν οἱ χωροφύλακες. Πάραυτα ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔστρεφε τὰ νῶτα πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Λυρίγκον, κ᾿ ἔτρεξε πρὸς τὴν ρίζαν τοῦ πετρώδους βουνοῦ, πρὸς δυσμᾶς. Ὁ βοσκὸς ἐφώναξεν ἔκπληκτος: - Ποῦ πᾶς, θεία-Γαρουφαλιά; - Σιώπα! παιδί μου, τοῦ ἐσύριξεν ἔντρομος ἡ γυνή, ἂν ἀγαπᾷς τὸν Χριστό! Ἔρχονται ταχτικοί!... Νὰ μὴν πῇς πῶς μὲ εἶδες! - Ταχτικοί; - Νὰ μὴ μὲ μαρτυρήσεις, παιδί μου, χάνομαι! Ἡσύχασε!... Ἂν γλυτώσω τώρα, τὴν νύχτα θα᾿ ρθῶ στὸ καλύβι σας... Καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὰ πασουμάκια της, τὰ ὁποῖα ἐξερχομένη ἀπὸ τὴν γούρναν εἶχε φορέσει, καὶ τὰ ἔρριψε μέσα στὸ καλάθι, ἄρχισε ν᾿ ἀναρριχᾶται ἐλαφρὰ πατοῦσα, ἀνυπόδητη, μὲ τὸ καλάθι της περὶ τὸν ἀριστερὸν ἀγκῶνα, μὲ τὸ ραβδὶ τῆς εἰς τὴν χεῖρα τὴν δεξιάν, τὸν κρημνὸν τὸν ἀνωφερῆ, ὅπου μόνον τὰ ὀλίγα ἐρίφια, ὅσα ἦσαν μεταξὺ τῶν προβάτων τοῦ Λυρίγκου, θὰ ἠδύναντο ν᾿ ἀναρριχηθώσι. Μετ᾿ ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἀφοῦ ἀνῆλθεν εἰς ὕφος ὀλίγων ὀργυιῶν, ἐκρύπτετο ὄπισθεν τοῦ πρώτου προέχοντος βράχου, κ᾿ ἐγίνετο ἄφαντη. Εὐθὺς κατόπιν οἱ δυὸ χωροφύλακες, οἵτινες διὰ νὰ φθάσουν ἕως τὸ μέρος ὅπου εὑρίσκετο ὁ βοσκὸς ἦτο ἀνάγκη νὰ χαμηλώσουν καὶ διέλθουν τὸ ρεῦμα, μεταξὺ τῆς πυκνῆς λόχμης –καὶ τὴν περίστασιν ταύτην εἶχεν ἐπωφεληθῆ ὅπως φύγη ἡ Φραγκογιαννοῦ– ἔφθασαν πλησίον τοῦ Λυρίγκου. Ὁ βοσκὸς ἐν τῷ μεταξὺ ἐκοίταζε τὰ αἰγοπρόβατά του, τὰ ἐφώναξε: «Τίβι! τίβι!... όϊ! όϊ!...» Ἐπροσπάθει νὰ τὰ συμμαζέψῃ καὶ τὰ φέρῃ πρὸς τὸν ἀνήφορον, διὰ νὰ τὰ ὁδήγησῃ πρὸς τὴν ράχιν τὴν μεσημβρινήν, ὅπου εὑρίσκετο ἡ στάνη του. Οἱ δυὸ ἄνδρες ἐχαιρέτησαν τὸν Λυρίγκον. Εἴτε τὸν ἠρώτησαν ἂν εἶδε «κείνη τὴν παλιογυναῖκα, πῶς τὴν λέν, τὴν Φραγκογιαννοῦ». Ὁ Λυρίγκος εἶπεν ὄχι. Ὁ εἷς τῶν χωροφυλάκων ὕβρισε τὸν βοσκόν. - Ψέματα λές! Ἐγὼ τὴν εἶδα!... Οὔτε ἐπέμενεν ὅτι εἶχεν ἰδεῖ τὸν ἴσκιον, τὸν «διακαμόν» ἢ τὸ «διάνεμα», καθὼς ἔλεγε, τῆς γραίας, ν᾿ ἀναρριχᾶται ὡς γάττα εἰς τὸ ὕψος τοῦ κρημνοῦ. Ὁ ἄλλος δὲν εἶχεν ἰδεῖ οὔτε ἰσχυρίζετο τίποτε. Ὁ πρῶτος, μὲ τὰ τσαρούχια του, ἐδοκίμασε ν᾿ ἀναρριχηθῆ εἰς τὸν βράχον. Ἀλλὰ μετὰ τρία βήματα κατεκρημνίσθη κ᾿ ἔπεσε, κτυπήσας ἐλαφρῶς εἰς τὸ γόνυ. Ἐκεῖ ὅπου εἶχεν ἀναβῇ ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἦτο τὸ βουνὸν τοῦ Κουρούπη, βορεινόν, βραχῶδες, ἀπάτητον, καὶ τοὺς πόδας του ἐφίλει καὶ ἔπληττε τὸ κῦμα τοῦ πελάγους. Ἡ θέα ἠνοίγετο πρὸς τὴν ἀκτὴν τῆς Μακεδονίας, τὴν Χαλκιδικήν, καὶ τὸν μέγαν Ἄθωνα. Ἡ θέσις ὅπου ἔφθασεν ἡ καταδιωκομένη γυνὴ ἐκαλεῖτο τὸ Κοχύλι. Ἀνθρώπινος ποῦς σπανίως ἐπάτει ἐκεῖ. Μόνον ὅταν ἀπεπλανάτο ἢ «ἐβραχώνετο» καμμία γίδα, τότε κανεὶς βοσκὸς ἐρριψοκινδύνευε ν᾿ ἀνέλθη πρὸς τὴν ἄβατον ἐκείνην σκοπιάν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀνεκάλυψε μικρὸν σπήλαιον, ὅλον ἀνοικτὸν εἰς τὴν θέαν τοῦ πελάγους, τὸ ὁποῖον ἦτο τὸ κυρίως Κοχύλι, κ᾿ ἐκάθισεν ἀνέτως εἰς τὴν χιβάδα ἐκείνην. Ἦτο σχεδὸν βεβαία ὅτι οἱ διώκται της δὲν θὰ τὴν ἔφθανον ἐκεῖ. Ἐὰν τυχὸν κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦτο τόσον «μάννας γυιός», ὥστε ν᾿ ἀποφασίση καὶ νὰ κατορθώση ν᾿ ἀναρριχηθῆ εἰς τὸν βράχον, αὐτὴ εἶχεν ἑτοίμην καὶ τὴν «ὑποχώρησιν». Ἐγνώριζεν ἓν ἄλλο μονοπάτι, ἔσωθεν τῆς διπλῆς κορυφῆς τοῦ πετρώδους βουνοῦ, σχίζον εἰς δυὸ τὰς συστάδας τῶν βράχων, τὸ ὁποῖον, γνωστὸν εἰς μόνους τους αἰγοβοσκοὺς τῶν μερῶν τούτων, ἔφερε κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὰς μάνδρας καὶ τὰς κατοικίας των. Ἐκάθισεν εἰς τὴν κόγχην τοῦ βράχου, κάτω ἀπὸ τοὺς πόδας τῆς ἔχουσα τὴν βοὴν καὶ τὴν μελῳδίαν τῶν κυμάτων, καὶ ἄνω τῆς κεφαλῆς της ἤκουε τὴν κλαγγὴν τῶν ἀετῶν καὶ τοὺς κρωγμοὺς τοῦ ἱέρακος. Καθὼς ἡπλώθη ἡ νύκτα, ἐφεγγοβόλησεν ἀπὸ ἄστρα τὸ ἀχανὲς στερέωμα, καὶ ὁ ἀὴρ ὁ εὐώδης θὰ ἦτον ἱκανὸς νὰ βαλσαμώση καὶ αὐτὰ τῆς γυναικὸς ταύτης τὰ «πάθια». Τὸ κογχυλοειδὲς ἄντρον ἦτο μόνον ὡς τρία μπόια ἄνω ἀπὸ τὸ κῦμα, ἀλλ᾿ ὁ βράχος ἕως κάτω ἦτο τόσον κάθετος, ὥστε ἀδύνατον ἦτο «βροτὸς ἀνήρ» ν᾿ ἀνέλθη ἢ νὰ κατέλθη. Ἦτο θέσις καλὴ μόνον διὰ νὰ πέση τις εἰς τὴν θάλασσαν νὰ πνιγῆ, ἐὰν τὸ εἶχεν ἀποφασίσει. Ἡ γραῖα ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ καλάθι της τὰ ὀλίγα παξιμάδια, ὅσα τῆς εἶχον μείνει, ἐλαίας καὶ τυρίον, κ᾿ ἐδείπνησεν. Εὐτυχῶς τὸ φλασκί της ἦτο γεμάτο νερόν, ἐπειδὴ τὸ δειλινὸν τὸ εἶχε γεμίσει ἀπὸ τὴν γούρναν. Ἔκλεισε τὰ ὄμματα, καὶ ἤρχισε νὰ ναναρίζεται μόνη της, ὑποψιθυρίζουσα ἕνα τραγούδι ὡσὰν μοιρολόγι, ἀλλὰ δὲν εἶχεν ὕπνον. Ἐπανῆλθον πάλιν καὶ τῆς ἔστησαν πολιορκίαν οἱ φόβοι καὶ τὰ φαντάσματα. Τὸν κλαυθμυρισμὸν ἐκεῖνον τοῦ νηπίου τὸν ἤκουε συχνὰ μέσα της, βαθιὰ στὰ σωθικά της. Τὸ μυστηριῶδες τοῦτο κλαῦμα ματαίως ἐδοκίμαζε νὰ κατασιγάση μὲ τὸ ᾆσμα τὸ παραπονετικὸν καὶ ρεμβῶδες, τὸ ὁποῖον ὑπεψιθύριζε: Μαννούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω, τὸν ριζικοῦ μου ἀπὸ μακριὰ τὴν πόρτα ν᾿ ἀγναντέψω. Στὸ σκοτεινὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω, κ᾿ κεῖ νὰ βρῶ τὴ μοῖρα μου, καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω... Τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι, ἴσως οἱ «ταχτικοί» νὰ τὴν ἐκυνήγουν καὶ τὴν νύκτα ἀκόμη. Ἐὰν αὐτοὶ ἀνήρχοντο ἐπάνω, εἰς τὰ μανδριὰ τῶν βοσκῶν, κ᾿ ἔμεναν ἐκεῖ νὰ διανυκτερεύσουν;... Μήπως δὲν εἶχαν χλωρὴν μυζήθραν οἱ βοσκοί, ἢ μήπως δὲν εἶχαν γάλα καὶ στρογγυλιάτα, ἢ ἀκόμα καὶ κόττες διὰ στραγγάλισμα καὶ ψήσιμον, εἰς πρόχειρον ξυλίνην σούβλαν; Ἐὰν τυχὸν κανεὶς ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς ἐγελάτο, κ᾿ ἐδείκνυεν εἰς τοὺς χωροφύλακας τὸ μέσα μονοπάτι, τότε ἡ ἀποχώρησίς της δὲν θὰ ἐκόπτετο; Καὶ ἦτο ἀπείρως δυσκολώτερον νὰ καταβῇ, ὁπόθεν ἀνέβη, ἐκτὸς ἂν ἐγίνετο πτερόπους κ᾿ ἔφευγε... Εἶχε μέγα ἐνδιαφέρον νὰ ἐμάνθανε τί τοῦ εἶπαν τοῦ Λυρίγκου οἱ δυὸ «ταχτικοί», καὶ τί αὐτὸς εἶπε. Τὸ καλύβι τοῦ Λυρίγκου, τὸ ἐγνώριζε, ἦτον ἐπάνω στὴν ράχιν, ὄπισθεν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀπεῖχεν ὡς εἴκοσι λεπτὰ τῆς ὥρας. Τώρα, βέβαια, ὁ Λυρίγκος θὰ εἶχε μάθει τὸ διατὶ αὐτὴ κατεδιώκετο νὰ συλληφθῆ καὶ διὰ ποίαν πρᾶξιν κατηγορεῖτο. Καὶ μὲ τί μοῦτρα νὰ παρουσιασθῇ, τότε, στὸ καλύβι αὐτή; Ἀλλὰ πιθανὸν ὁ ἴδιος νὰ μὴν ἐκοιμάτο στὸ καλύβι, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὴν μάνδραν τῆς ἀγέλης του, ἥτις θὰ εὑρίσκετο ἐκεῖ κάπου, ὄχι πολὺ μακράν. Καὶ τότε αὐτὴ θὰ εὕρισκε τὰς δυὸ γυναῖκας, τὴν λεχὼ καὶ τὴν μητέρα της, θὰ τὰς ἐξάφνιζε... Τί νὰ κάμῃ; Ποίαν ἀπόφασιν νὰ λάβη; Ἀπεναρκώθη, καὶ χωρὶς νὰ κοιμᾶται ἐντελῶς, ὠνειρεύετο. Τῆς ἐφάνη ὅτι εὑρίσκετο ἀλλοῦ, εἰς ἄλλον τόπον. Σιμὰ εἰς τὸν Ἅϊ-Γιάννην τὸν Κρυφόν, ἐκεῖνον τὸν Ἅγιον ὅστις ἐγιάτρευε τοὺς κρυφοὺς πόνους, κ᾿ ἐδέχετο τὴν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶν ἁμαρτιῶν· ἐκεῖ ἔξαφνα εὑρέθη. Ἀντίκρυζε τὸν κῆπον τοῦ Περιβολᾶ, μὲ τὴν γυναῖκα τὴν κατάκλειστον εἰς τὴν καλύβην, τὴν ἄρρωστην. Ἔβλεπε τὴν θύραν τοῦ φραγμένου κήπου, τὸ πηγάδι, τὴν στέρναν, τὸ μάγγανον. Ἤκουσεν εὐκρινῶς νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν στέρναν μία βαθεία, πολὺ βαθεία, ἀλλόκοτος βοή. Ἐταράσσετο τὸ νερὸν τῆς στέρνας, μὲ παφλασμὸν τρικυμίας, ἐφώναζε, καὶ σχεδὸν ὠμίλει ὡς ἄνθρωπος. Αὐτὴ διέκρινεν ἐναργῶς τὴν λέξιν τὴν ὁποίαν ἐπρόφερε τὸ λαλοῦν ἐκεῖνο νερόν: «Φόνισσα!... Φόνισσα!...» Ἀνετινάχθη φρίσσουσα, ἐξύπνησε, καὶ διετύπωσε πρὸς ἑαυτήν, ὡς εἰς παραμίλημα πυρετοῦ, μίαν ἀλλόκοτον ἐρώτησιν: «Τάχα τὸ αἷμα τὸ πνιγμένο φωνάζει, ὅπως καὶ τὸ αἷμα ποὺ χύθηκε;» Εἶτα εὐθὺς συνῆλθεν εἰς ἑαυτήν, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ προφέρῃ τῆς προσευχῆς τὰ καταπραϋντικὰ λόγια: «Κύριε Ἰησοῦ...» Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἀνεπόλησε τὰ λησμονημένα λόγια ἑνὸς τροπαρίου, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει πολλὰς φορὰς εἰς τὴν νεότητά της νὰ ψάλλῃ ἕνας γέρων ἱερεύς: «Ἰησοῦ γλυκύτατε Χριστέ... Ἰησοῦ μακρόθυμε!» Τότε εὐθύς της ᾖλθε πάλιν ὁ ὕπνος, βαθὺς καὶ διαρκέστερος. Καὶ τότε ὠνειρεύθη οἰονεὶ ὅτι ἐξαναέζη ὅλην τὴν περασμένην ζωήν της. Καὶ παραδόξως, μέσα εἰς τὸν ὕπνον της, ἔβλεπε τὰ ἐπίλοιπα ἐκ τῶν ὀνείρων τῆς παρελθούσης ἡμέρας. Ἔβλεπεν ὄχι πλέον ὅτι ὑπανδρεύετο ἢ προικίζετο, ἀλλὰ ὅτι ἐγέννα, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι εἶχε καὶ τὰς τρεῖς κόρας τῆς συγχρόνως, τὴν Δελχαρώ, τὴν Ἀμέρσαν καὶ τὴν Κρινιώ, μικρᾶς, σχεδὸν ὀμήλικας ὡς νὰ ἦσαν τρίδυμοι. Ὅτι αἱ τρεῖς, κρατούμεναι ἐκ τῶν χειρῶν, ἵσταντο ἔμπροσθέν της, καὶ τῆς ἐζήτουν θωπείας, ἀσπασμοὺς καὶ φιλεύματα. Αἴφνης, τὰ πρόσωπά των, ἀλλοιωθέντα, δὲν ὠμοίαζαν πλέον ὡς τῶν τριῶν θυγατέρων της, ἀλλὰ προσέλαβον ὅλους τοὺς χαρακτῆρας τῶν τριῶν ἐκείνων κορασίων, τῶν πνιγμένων, καί, ὡς κομβολόγιον ἐκρεμάσθησαν αἴφνης ἀπὸ τὸν λαιμόν της. - Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ματούλα, ἔλεγεν ἡ μία. - Κ᾿ ἐγὼ ἡ Μυλσούδα, ἡ μικλή, ἐψέλλιζεν ἡ ἄλλη. - Κ᾿ ἐγὼ εἶμαι ἡ Ξενούλα, ἔλεγεν ἡ τρίτη. - Φίλησέ μας! - Πάρε μας! - Ἡμεῖς τὰ κορίτσια σου! - Ἐσύ μας γέννησες, μᾶς ἔκαμες! - Μᾶς γέννησε... στὸν ἄλλο κόσμο, ἐπρόσθεσε σαρκαστικῶς ἡ Ξενούλα. - Χόρεψέ μας! - Δῶσε μας μάμ! - Κᾶνε μας νάνι! - Τραγούδα μας! - Καμάρωσέ μας! Ὤ! ἀλήθεια, τῆς ἐφαίνετο τόσον φυσικὸν τὸ πρᾶγμα! Αὑταὶ αἱ τρεῖς μικραὶ κορασίδες ἦσαν τὰ τέκνα της! Ὁποῖος ὁρμαθὸς ἔμψυχος, ἀνθρώπινος!... Νεκρωμένος, βαρὺς ἀπὸ τὸ ὕδωρ, ἀφρισμένος!... Πῶς θ᾿ ἀντεῖχεν ἡ γραῖα Χαδούλα νὰ φέρῃ, εἰς ὅλον τὸν καιρόν, ὅλον τὸν φρικώδη τοῦτον ὁρμαθὸν κρεμασμένον ἀπὸ τὸν τράχηλόν της! Ἐξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ ραβδί της, τὸ καλάθι της, καὶ ἀπεφάσισε νὰ φύγη ἐκεῖθεν. Ἐδῶ εἰς τὴν κοίλην χιβάδα τοῦ βράχου, εἰς τὴν βοὴν τοῦ ἐρήμου αἰγιαλοῦ, ὑπῆρχον πολλὰ φαντάσματα. Ὁ τόπος ἦτον στοιχειωμένος. «Ἂς φύγω κι ἀποδῶ!» Πάραυτα ἐπανῆλθον εἰς τὸν νοῦν τῆς οἱ λογισμοί της οἱ ἄλλοι, οἱ θετικώτεροι. Ἐὰν τυχὸν οἱ δυὸ χωροφύλακες εἶχον ἀνακαλύψει τὸ κρυφὸ μονοπάτι, τὸ καλύτερον ἦτο νὰ τρέξη πρὸ τοῦ κινδύνου, καὶ ἂν τοὺς συνήντα καθ᾿ ὁδόν, πιθανὸν νὰ εὕρισκε διέξοδον ὄπισθεν τῆς συστάδος τῶν βράχων, χειρότερον δὲ θὰ ἦτο ἂν τὴν ἀπέκλειαν ἐδῶ εἰς αὐτὴν τὴν στενούραν, εἰς τὸ Κοχύλι. Ἔτρεξε τὸν δρομίσκον τὸν ἀνωφερῆ, εἰς τὴν ἀστροφεγγιάν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, καὶ μετὰ ἡμίσειαν ὥραν ἔφθασεν ἀσθμαίνουσα εἰς τὸν οἰκίσκον τοῦ Λυρίγκου. Ἐστάθη διὰ νὰ λάβη ἀναπνοή, εἶτα ἔκρουσε τὴν θύραν. Περὶ ἑνὸς μόνου ἦτο βεβαία, ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί» εὑρίσκοντο παντοῦ ἀλλοῦ, ἀλλ᾿ ὄχι εἰς αὐτὸ τὸ καλύβι, ὅπου ὑπῆρχε γυνὴ λεχὼ μὲ τὴν συντροφιὰν τῆς μητρός της. Ἐὰν ἔμειναν τὴν νύκτα εἰς τὸ βουνόν, θὰ εὑρίσκοντο εἰς ἐν ἀπὸ τὰ μανδριὰ τῶν ποιμνίων. Ἡ γραῖα, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, ἥτις δὲν εἶχεν ὕπνον νὰ κοιμηθῆ, ὅπως δὲν ἐκοιμάτο καὶ ἡ Φραγκογιαννοῦ πρὸ ἡμερῶν, ὅταν ἐσυντρόφευε τὴν λεχώ, τὴν κόρην της, ἐσηκώθη καὶ ἠρώτησε; - Ποιὸς εἶναι; - Μ᾿ ἔστειλε ὁ Γιάννης, ἀπήντησεν ἔξωθεν τῆς κλειστῆς θύρας ἡ Χαδούλα, χωρὶς νὰ εἴπῃ τ᾿ ὄνομά της, γιὰ νὰ κάμω γιατρικὰ τῆς λεχῶνας. - Τέτοιαν ὥρα; - Δὲν μπόρεσα νωρίτερα νά ῾ρθω. - Ποῦ τὸν ηὖρες; - Κάτω στὸ Λεχούνι, στὸ ρέμα. Ἡ γραῖα ἀπέσυρε τὸν μοχλὸν καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν. - Αὐτοὶ δὲν ξέρουν τίποτε, ἐσκέφθη καθ᾿ ἐαυτὴν ἡ Φραγκογιαννοῦ· σ᾿ αὐτὲς «περνάει ἡ μπογιά μου» ἀκόμα. Ἅμα ἐπάτησε τὸν πόδα μέσα, καὶ ἄρχισε νὰ φέρεται ὡς οἰκοκυρά. Εἰς τὸ φῶς τοῦ κανδηλίου, τοῦ καίοντος ἐμπρὸς εἰς ἐν παλαιὸν εἰκόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τὸν Χριστὸν ἐν τῷ μέσῳ, καὶ διαφόρους ἁγίους εἰς τὰς δυὸ πτέρυγας, ἐπῆγε κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὴν ἑστίαν, σιμὰ εἰς τὴν στρωμνὴν τῆς λεχοῦς, ἐπὶ τοῦ δαπέδου, ἐδοκίμασε τὴν φωτιάν, καὶ εἶδεν ὅτι ἦτον μισοσβησμένη. Ἐπῆρε ξυλάρια καὶ ξηρόκλαδα, ἀπὸ ἕνα σωρὸν παρὰ τὴν γωνίαν, ἔρριψεν ὀλίγα εἰς τὴν ἑστίαν, ἐφύσησε κ᾿ ἐξάναψε τὴν φλόγα. Ἔλαβεν ἕνα ἰμβρίκι, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἐπὶ τῆς ἑστίας, τὸ ἐγέμισε νερόν, ἔψαξεν εἰς τὸ καλάθι της, ἐπῆρε δυὸ ἢ τρία κλωναράκια βοτάνων, τὰ ἔρριψε μέσα, κ᾿ ἔβαλε τὸ ἀγγεῖον εἰς τὸ πῦρ. Εἶτα, νεύουσα πρὸς τὸ μέρος τῆς λεχῶνας, εἶπε σιγὰ εἰς τὴν γραῖαν: - Μὴν τὴν ξυπνᾷς... Σὰν ξυπνήση, ὕστερα νὰ τὸ πιῆ αὐτό. Ἡ γυνὴ ἀπήντησε διὰ νεύματος. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐξηκολούθει νὰ φυσᾷ τὸ πῦρ. Ἡ γραῖα, ἐν ἀμηχανίᾳ, ἐπεθύμει νὰ τὴν ἐρώτηση καὶ πάλιν πῶς εὑρέθη ἐκεῖ τοιαύτην ὥραν, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα. Ἡ κόρη της ἔκαμνε κακὴ λεχωσιά, κ᾿ ἐφοβεῖτο μὴν ἐξυπνήση ἔξαφνα καὶ θορυβηθῆ. Τὸ θυγάτριον, μικρὸν ράκος, δυὸ ἡμερῶν ζωῆς, τὸ ὁποῖον εἶχε ἔλθει κι αὐτὸ εἰς τὸν κόσμον δι᾿ ἁμαρτίας καὶ βάσανα, ἐκοιμᾶτο εἰς τὴν κοιτίδα του, ἀλλ᾿ ἡ ἀναπνοή του ἦτο δύσκολος καὶ ἠκούετο ἐν μέσῳ τῆς σιωπῆς. Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ὅταν τὸ φύσημά του ἐγίνετο ὁπωσοῦν σφοδρότερον, καὶ τὸ βρέφος ἐφαίνετο ἕτοιμον νὰ ξυπνήση καὶ νὰ φωνάξη, ἡ μαμμὴ τὸ ἐνανούριζε δι᾿ ἑνὸς μονοσυλλάβου, «Κοί, κοί, κοί, κοί!», ἐφαίνετο δὲ τῷ ὄντι ἡ συλλαβὴ αὕτη (ἥτις φαίνεται νὰ εἶναι ἡ πρώτη συλλαβὴ τοῦ «κοιμήσου!», ἢ αὐτὴ ἡ ρίζα τοῦ «κεῖμαι»), ἐφαίνετο, λέγω, πολλάκις ἐπαναλαμβανομένη, νὰ ἐξασκῇ παράδοξον ὑποβολὴν καὶ γοητείαν. Ἡ ὥρα παρήρχετο. Εἶχον λαλήσει ἤδη δυὸ φόρας τὰ ὀρνίθια. Ἡ Πούλια εἶχεν ὑπερβῇ πρὸ πολλοῦ τὸ μεσουράνημα. Ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν κορυφὴν τῆς ράχης, ὅπου ἦσαν ἄλλα καλύβια κατοικούμενα ἀπὸ τὰς οἰκογενείας βοσκῶν, ἠκούσθησαν μεμακρυσμένα λαλήματα. Εἰς ταῦτα ἀπήντησεν εὐθὺς τὸ λάλημα τῶν πετεινῶν ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνα τοῦ καλυβιοῦ τοῦ Λυρίγκου. Ἡ λεχῶνα ἐξύπνησε. Ἡ μάννα της τῆς ἔδωκεν νὰ πῖη τὸ φάρμακον, τὸ ὁποῖον εἶχε παρασκευάσει ἡ Φραγκογιαννοῦ. - Κουράγιο, κοπέλα μ᾿, εἶπεν αὕτη μὲ πραείαν φωνήν. - Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; εἶπεν ἡ λεχῶνα. Τὴν ἐκοίταζε μὲ ἀπορίαν, κ᾿ ἐδυσκολεύετο νὰ τὴν ἀναγνωρίση. - Ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε, εἶπε μετὰ πεποιθήσεως ἡ Γιαννοῦ. - Καλὰ ποὺ ᾖρθες, ἐδήλωσε τότε καὶ ἡ γραῖα. Τῷ ὄντι, αὕτη, ἂν καὶ εἶχε παραξενευθῆ καταρχᾶς, ἐσκέφθη καὶ ἀνεγνώρισεν ὅτι ἡ παρουσία τῆς Γιαννοῦς ἦτο μία παρηγορία εἰς τὴν μοναξίαν των.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα |
![]() |
#5
|
![]() |
|
||||
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἡ Φόνισσα 5
ΙΔ - ΙΣΤ
ΙΔ´ Περὶ τὰ πρῶτα γλυκοχαράγματα, τὸ βρέφος εἶχεν ἐξυπνήσει, κι ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζῃ. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔκαμε καὶ πάλιν «κουμάντο». Ἐσυμβούλευσε τὴν λεχὼ νὰ βάλῃ τὸ παιδίον εἰς τὸ βυζί, διὰ νὰ δοκιμάση ἂν κατέβη τὸ γάλα. Συγχρόνως ἠκούσθη κρότος ἔξωθεν, κ᾿ εὐθὺς κατόπιν μιὰ φωνή. - Γριά!... Γριά! κοιμᾶστε; Ἦτον ὁ Λυρίγκος, κ᾿ ἐκάλει τὴν πενθερά του. Ἡ γραῖα ἐγνώρισε τὴν φωνήν, ἐσηκώθη κ᾿ ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν. - Ἔλα νὰ μοῦ δώσης ἕνα χέρι, ἐφώναξεν ὁ Λυρίγκος. Ὁ παραγυιὸς λείπει κ᾿ εἶμαι μοναχός. Ὁ Γιάννης φαίνεται ὅτι δὲν ἐσκέφθη κἂν νὰ ἐρωτήση διὰ τὴ λεχώ, τὴν γυναῖκα του, καὶ διὰ τὸ τέκνον του, πῶς εἶχον. Ἠσθάνετο μόνον ἐπείγουσαν ἀνάγκην, κ᾿ ἔκραζε τὴν πενθεράν του νὰ τὸν βοηθήση εἰς τὰς ποιμενικᾶς ἐργασίας τῆς πρωίας, δηλαδὴ ἴσως εἰς τὸ ξεμάνδριασμα, τὸ ἄρμεγμα, καὶ τὰ λοιπά. - Δὲν μπορεῖ κανεὶς μοναχός του, τὸ ἔρμο!... Πρέπει νά ῾χη τέσσερα χέρια! ἐπρόσθεσεν ὡς αὐτοδικαιολογούμενος. Ἡ γραῖα ἐξῆλθε τρέχουσα. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔμεινε μόνη, μὲ τὴν λεχὼ καὶ τὸ βρέφος. Ἡ νεαρὰ γυνὴ εἶχε λαγοκοιμηθῆ πάλιν, καὶ δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ καλῶς τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της. Μετ᾿ ὀλίγας στιγμᾶς ἐξύπνησε καὶ εἶπε: - Ποῦ πάει ἡ μάννα, θὰ πῶ; Ἡ Φραγκογιαννοῦ, φρονοῦσα ὅτι τὸ καλύτερον ἦτον ἡ λεχῶνα νὰ κοιμᾶται γιὰ νὰ ἡσυχάζῃ, καὶ γνωρίζουσα ὅτι ἡ ἀπόκρισις ἡ διδομένη εἰς τοὺς πυρέσσοντας καὶ εἰς τοὺς ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ παριμιλούντας βλάπτει μᾶλλον ἢ ὠφελεῖ, δὲν ἀπήντησε τίποτε. Ἡ λεχῶ εὐθὺς καὶ πάλιν ἀπεκοιμήθη. Τὸ θυγάτριον ἐκ νέου ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζῃ πολὺ τρυφερὰ καὶ παραπονετικά, μέχρις ὀχληρότητος. Ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἥτις εἶχε λησμονήσει ὅλας τὰς τύψεις, τὰς ὁποίας εἶχεν αἰσθανθῆ ἀλγεινῶς ὑπὸ τὰς μελανὰς πτέρυγας τῶν ὀνείρων της, καὶ ἐσπαράσσετο καὶ πάλιν ἀπὸ τοὺς ὄνυχας τῆς πραγματικότητας, ἄρχισε νὰ σκέπτεται μέσα της: - Ἄχ! δίκιο ἔχει, ὁ καημένος, ὁ Λυρίγκος... «Ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο, ὅλο κοριτσούδια!»... Καὶ τί ξαλάφρωμα θὰ ἦτον τώρα γι᾿ αὐτόν, γιὰ τὴν ἄμοιρη τὴ γυναῖκα του, νὰ τοῦ τὸ ῾παιρνε τώρα, ὁ Μεγαλοδύναμος!... αὐτὸ κἂν ποὺ ῾ναι μικρό, καὶ δὲν ἔχει ν᾿ ἀφήση μεγάλον καημὸ πίσω του! Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μία μικρὰ ἀπορία· ποὺ εὑρίσκοντο τ᾿ ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου, τὰ μεγαλύτερα. Τότε ἐνθυμήθη ὅτι πρὶν ν᾿ ἀναβῇ εἰς τὸ καλύβι, ὅπου εὑρίσκετο τώρα, τὸ ὁποῖον ἦτο χαμηλὸν ἀνώγειον, ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς ἄλλου μικροτέρου καλυβίου, τὸ ὁποῖον ἦτο χαμόγειον, καὶ ἦτο κτισμένον δίπλα, κολλητά με τὸ πρώτον. Ἦτο τὸ μικρὸν καλυβάκι τῆς γραίας, τῆς πενθερᾶς τοῦ Λυρίγκου, κ᾿ ἐκεῖ μέσα της εἶχε φανῆ ὅτι ἤκουεν ἀναπνοᾶς κοιμωμένων, ρογχαλίσματα. Ἐκεῖ βέβαια θὰ ἐκοιμῶντο, μαζὶ μὲ τὴν μικρὰν θείαν τους τὴν ἄγαμον, τὰ ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου. Ὡς ἐν ἀλλοφροσύνῃ καὶ ἐν πλάνῃ ὀνείρου, ἔτεινε τὴν χεῖρα πρὸς τὸ λίκνον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὠλόλυζε τὸ μικρόν... Ἔκαμε χειρονομίαν ὡς διὰ νὰ σχηματίση τοὺς δακτύλους της εἰς διλαβίδα, εἰς ἁρπάγην καὶ στραγγαλιάν. Ἠσθάνετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀγρίαν χαρὰν νὰ πνίξη τὸ μικρὸν θυγάτριον... Τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι ἦτο ἀβάπτιστον, καὶ ἂν τὸ ἔπνιγε, θὰ εἶχε διπλὴν ἁμαρτίαν... Ἡ σκέψις αὕτη ἐπὶ μίαν στιγμὴν τὴν ἀνεχαίτισεν, ἀλλ᾿ ὅμως ἀπεφάσισε νὰ ὑπερπηδήση τὸν φραγμὸν τοῦτον... Παρὰ ἕνα δάκτυλον, ἡ χείρ της ἔψαυε τὸν λαιμὸν τοῦ μικροῦ πλάσματος... Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη φωνή, βῆμα, κρότος, εἰς τὸ μικρὸν χαγιάτι ἔξω, καὶ ἡ θύρα, τὴν ὁποίαν ἡ γραῖα, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου ἀναχωρήσασα δὲν εἶχε κλείσει μὲ τὸ μάνδαλον, ἀλλὰ μόνον τὴν εἶχε γείρει, ἠνοίχθη πέραν καὶ πέραν, ἐνδίδουσα εἰς ὤθησιν ἔξωθεν. - Ἐδῶ εἶναι, ἠρώτησεν ὁ ἐμφανισθεὶς ἄνθρωπος, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Λυρίγκου, τοῦ τσοπάνη; Ἦτον χωροφύλαξ, μὲ τὸ χιτώνιον μισοκουμβωμένον, φουσκωτὸν ἐπὶ τοῦ στήθους, μὲ τὸ κασκέτον στραβά, μὲ στριμμένον τὸν μύστακα, καὶ μὲ τὴν κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου. Μέσα στὸ καλύβι, ἡ κανδήλα ἐτρεμόσβηνεν ἐμπρὸς εἰς τὰ εἰκονίσματα. Ἡ φωτιὰ εἶχε καλυφθῆ καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν τέφραν. Τὸ λυχνάρι σβηστὸν ἐκρέματο ἀπὸ τὸ μικρὸν ράφι τῆς ἑστίας. Ἦτο σκότος. Ἔξω, εἶχεν ἐξημερώσει, καὶ παρὰ δυὸ λεπτὰ ὁ ἥλιος θ᾿ ἀνέτελλεν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔβλεπεν εἰμὴ ἀμυδρᾶς σκιᾶς μέσα. Τὴν λεχώναν εἰς τὴν στρωμνήν της, ὡς ἀμαυρὸν ὄγκον κατακειμένην, τὸ βρέφος τὸ ὁποῖον ἐσάλευε καὶ ἀνάσαινεν ἐντὸς τῆς σκάφης, ἥτις ἐχρησίμευεν ὡς λίκνον... καὶ τὴν Φραγκογιαννοῦ καθημένην ὡς φάντασμα, καὶ τείνουσαν τὴν χεῖρα πρὸς τὸ λίκνον. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔμεινε μὲ τὴν χεῖρα τεταμένην. Τὴν κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Ἐντὸς δευτερολέπτου ἦλθεν εἰς ἑαυτήν, καὶ εἶδε τὸν φοβερὸν κίνδυνον. Ἀκριβῶς ὄπισθέν της ἦτο ἐν μικρὸν παράθυρον βλέπον πρὸς βορρᾶν, ὑπόσαθρον, νοτισμένον καὶ κακοκλεισμένον. Ὡς νὰ εἶχε τιναχθῆ ἀπὸ ἔκρηξιν, ἐστράφη μηχανικῶς, ἄνοιξε τὸ παράθυρον, κ᾿ ἐπήδησεν ἔξω. Ἔπεσεν ἐπάνω εἰς χόρτα καὶ ἄχυρα, καὶ ὁ δοῦπος τῆς πτώσεώς της οὔτε ἠκούσθη. Τὸ χαμηλὸν παράθυρον μόλις ἀνεῖχε μισὴν ὀργυιᾶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους. Μόνον εἶχε ξεχάσει νὰ πάρη μαζὶ τὸ ραβδί της καὶ τὸ καλάθι της, τὰ ὁποῖα ὡς τόσον εὑρίσκοντο δίπλα της, εἰς τὸ πάτωμα. Ἦτο ἄξιον ἀπορίας, πῶς τόσον εἶχε σαστίσει. Τὰ ἐνθυμήθη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ᾿ ἣν ἄρχισε νὰ τρέχῃ μετὰ τὸ πήδημά της, κ᾿ ἔτσι τῆς ἤρχετο ἂν ἦτο τρόπος, νὰ γυρίση πίσω νὰ τὰ πάρη, καὶ νὰ στραβωθοῦν, νὰ μὴν τὴν ἰδοῦν οἱ διώκται της. Ὡς τόσον ἔτρεχεν, ἔτρεχεν... εἶχεν εἰσέλθη μέσα εἰς τὸ δάσος, τοῦ ὁποίου τὰ διάφορα μονοπάτια τῆς ἦσαν πολὺ γνωστά. Δὲν ἐγύριζε νὰ ἰδῆ ὀπίσω της... Ἦτο βεβαῖα ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί» θ᾿ ἀργήσουν νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, καὶ νὰ βαλθοῦν νὰ τὴν κυνηγήσουν. Τῷ ὄντι οἱ δυὸ ἐκεῖνοι ἄνδρες τῆς δημοσίας ἀνάγκης δὲν ἐνόησαν κατ᾿ ἀρχὰς τί εἶχε συμβῇ. Τοὺς εἶχε στείλει «κατεπεῖγον» ὀπίσω ὁ εἰρηνοδίκης, ἀπὸ κοινοῦ με τὸν πάρεδρον τὸν ἀστυνόμον, ὅστις, εἰς ὅσα ἀπεφαίνετο ὁ ἐμπνευσμένος ἐκεῖνος λειτουργός της Θέμιδος, ἔλεγε πάντοτε ναί, καὶ μὲ τὸν ἐνωμοτάρχην, ὅστις δὲν ἔλεγε ποτὲ ὄχι, τοὺς εἶχε στείλει νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἀγροτικὴν οἰκίαν τοῦ Ἰωάννου Λυρίγκου, διὰ νὰ τὸν προσκαλέσουν νὰ ἐμφανισθῆ ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν, κ᾿ ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὸν φέρουν διὰ τῆς βίας, ἐπειδή, ἐξ᾿ ὅσων εἶχον διηγηθῆ τὴν ἑσπέραν τῆς προτεραίας, εἰς τὴν πολίχνην, οἱ δυὸ χωροφύλακες, οἱ εἰρημένοι φωστῆρες συνέλαβον τὴν ὑπόνοιαν ὅτι ὁ Λυρίγκος ἐνείχετο εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς φυγῆς τῆς γυναικὸς Χαδούλας, χήρας Ἰωάννου Φράγκου, χριστιανῆς καὶ ἐκτελούσης οἰκιακὰ ἔργα, τὴν ὁποίαν ἔλεγον ὅτι εἶχον ἰδεῖ ν᾿ ἀναρριχᾶται εἰς τὸν κρημνὸν τοῦ πετρώδους βουνοῦ οἱ δυὸ στρατιωτικοὶ ἄνδρες. Ὅθεν ἀμέσως, περὶ ὄρθρον βαθύν, ἀφοῦ ἐκοιμήθησαν ἐπὶ δυὸ ἢ τρεῖς ὥρας, φοροῦντες ὅλην τὴν στολήν των, οἱ δυὸ χωροφύλακες, εἰς τὰ ἰσόγειά της δημαρχίας, τὰ γεμάτα ἀπὸ βλατοῦδες, σαρανταποδαροῦσες καὶ σαμαμίθια, τὰ ὁποῖα ἐχρησίμευον ὡς καζάρμα (ἡ καζάρμα αὐτὴ ἦτον ὁ τρόμος τῶν ἀγυιοπαίδων, τῶν μοσχομαγκῶν, ὡς καὶ ὅλων τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου), εἰς ἓν σφύριγμᾳ τοῦ ἐνωμοτάρχου ἐσηκώθησαν, ἐπῆραν τὶς κάπες των, καὶ τὸ ἔβαλαν δρόμον διὰ τὸ βουνόν. Ἐστέλλοντο ἰδίως διὰ νὰ φέρουν τὸν Λυρίγκον (καθὼς καὶ πάντα ἄλλον βοσκόν, τὸν ὁποῖον θὰ ἠξήταζον οἱ ἴδιοι, καὶ ὅστις θὰ ἔλεγε «μπερδεμένα λόγια», ἐφρόντισε νὰ προσθέση ὁ εἰρηνοδίκης), ἀλλὰ πρὸ πάντων διὰ νὰ μυρισθοῦν τὰ ἴχνη τῆς Φραγκογιαννοῦς καὶ κατορθώσουν νὰ τὴν ἀνακαλύψουν. Διὰ τοῦτο εἶχον πληρεξουσιότητα νὰ ψάξουν ὅλα τὰ μανδριὰ καὶ τὶς στάνες, καὶ νὰ ἐξετάσουν ὅλους τοὺς βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ. Ὅθεν, διὰ καλὸν καὶ διὰ κακόν, ἐπῆραν μαζὶ καὶ τὶς κάπες των. Ὅταν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ ὤθησε τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου, καὶ εἶδε σκότος καὶ σκιὰν μέσα, ἤκουσε τὸν κρότον τοῦ βορεινοῦ παραθύρου ἀνοιγομένου, εἶδεν ἀκτῖνας φωτὸς ἐκεῖθεν νὰ εἰσδύωσι, κ᾿ εὐθὺς ἓν μαῦρον σῶμα νὰ φράττῃ τὰς ἀκτῖνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένον, ἄμορφον, καὶ ἤκουσε τὸν ἀσθενῆ δοῦπον τῆς πτώσεως. Τότε τὸ παράθυρον ἔμεινεν ἀνοικτόν, καὶ εἰς τὰς διπλᾶς διασταυρουμένας ἀκτῖνας τὰς διὰ τῆς θύρας καὶ τοῦ παραθύρου, εἶδε καθαρὰ τὴν γυναῖκα τὴν λεχώ, ἐξαπλωμένην ἐπὶ τῆς κλίνης της. - Τί τρέχει ἐδῶ; ἐφώναξεν ἔκπληκτος ὁ ἄνθρωπος. - Ἡ λεχῶνα ἐξύπνησε, κ᾿ ἐπρόφερε μὲ ἀσθενῆ φωνήν: - Μάννα, ἐσύ ῾σαι... Ἦρθες; ΙΕ´ Ἐπάνω, εἰς τὰ Καμπιά, εἰς τὸ ὑψηλὸν ὀροπέδιον, ὅταν ἔφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἐστάθη, ἐγύρισε πρὸς τὸν κατήφορον, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει, κ᾿ ἐκοίταζε μὴν ἴδῃ ἢ ἀκούσῃ σκιὰν ἢ βῆμα τρέχοντος λαγωνικοῦ, χωροφύλακος. Δὲν ἐφαίνετο τίποτε. Ἀλλ᾿ ὅμως δὲν ἠσθάνετο ἐν ἀσφαλείᾳ. Ἐστάθη ὡς ἀφηρημένη κ᾿ ἐσκέπτετο. Ἔκαμνε κάτι ὡς μαθηματικὸν ὑπολογισμόν. Ἐλογάριαζε τὸν χρόνον ὅσος θ᾿ ἀπητεῖτο ὡς ἔγγιστα, διὰ νὰ συνέλθουν ἀπὸ τὴν ἔκπληξίν των οἱ δυὸ ταχτικοὶ (τὸν δεύτερον δὲν τὸν εἶδεν, ἀλλὰ τὸν ἐμάντευε), διὰ νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, ἴσως νὰ ζητήσουν πληροφορίας (ἡ λεχῶνα θὰ ἐτρόμαζεν ἄδικα, καὶ δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τοὺς εἰπῇ· ἀλλὰ τότε, θὰ ἔτρεχον ἴσως πρὸς τὴν στάνην, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Λυρίγκος κ᾿ ἡ πενθερά του· τόσω περισσότερον θ᾿ ἀργοποροῦσαν) εἶτα νὰ πετάξουν τὶς κάπες των κάτω, καὶ νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια νὰ τὴν κυνηγήσουν. Ἀλλ᾿ εἶδαν τάχα ἀκριβῶς, ἢ ἐνόησαν, ἢ ἐγνώριζαν τὸ μονοπάτι τὸ ὁποῖον εἶχε πάρει αὐτή; Καὶ μήπως εἶχε τρέξει ὅλην τὴν ὥραν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δρόμον; Καταρχᾶς εἶχε στραφῆ δεξιά, ὡς νὰ ἤθελε νὰ πάρη τὸν κατήφορον, εἶτα ἐστράφη ἀριστερά, κ᾿ ἔτρεξε τὸν ἀνήφορον – μὲ ὅλον τὸ μειονέκτημα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὁ ἀνηφορικὸς δρόμος διὰ νὰ λαχανιάσῃ τις, ὅταν καταδιωκόμενος βιάζεται νὰ τρέχῃ. Ἀλλ᾿ ἐὰν αὐτὴ θὰ ἐλαχάνιαζε, μήπως ἐκεῖνοι, καίτοι νέοι, δὲν ὑπέκειντο εἰς τὸ πάθημα τοῦτο; Ἡ Χαδούλα ἤξευρε μάλιστα, κατὰ σύμπτωσιν, ὅτι ὁ εἷς τῶν δυὸ ἐκείνων νέων ἔπασχεν ἀπὸ ἆσθμα... Δὲν ἦτο πολὺς καιρὸς ἀφότου αὐτὸς εἶχε παρακαλέσει τὸν γαμβρόν της νὰ εἰπῇ τῆς γριᾶς νὰ τοῦ κάμῃ ἕνα μαντζοῦνι διὰ τὸ νόσημα τοῦτο. Ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν ἐκδούλευσιν αὐτήν, ἡ Γιαννοῦ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ περιμένει ἔλεος ἀπὸ τὸν χωροφύλακα. Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμνε τὸ καθῆκον του. Ἂς ἔλειπαν αἱ περιποιήσεις τὰς ὁποίας θὰ τῆς ἔκαμναν, ἂν αὐτὴ ἔπεφτε στὰ χέρια των, καὶ ἂν ἔμελλον νὰ τὴν ὀνομάζουν «σταυρομάννα»!! Εἶχε παρατηρήσει ἄλλοτε, εἰς τὰς περιπετείας καὶ τὰ βάσανα ὅσα εἶχεν ὑποφέρει ἐξαιτίας τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μούρτου, ὅτι τὸ εἶδος αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τότε μάλιστα θυμώνουν ὅταν ὁ καταζητούμενος ἀνθίσταται, ὅταν αὐθαδιάζῃ, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν φεύγῃ, καὶ ἀναγκάζωνται αὐτοὶ νὰ τὸν κυνηγοῦν, ὥστε νὰ βγαίνῃ ἡ ψυχὴ τοὺς ἀνάποδα... Ὤ! βέβαια ἔχουν δίκαιον τότε νὰ σκληρύνωνται, καὶ νὰ γίνωνται θηρία ἀνήμερα· ὅθεν καὶ ἡ Φραγκογιαννοῦ, φεύγουσα, καὶ βιάζουσα αὐτοὺς νὰ τρέχουν δὲν ἐπερίμενεν ἔλεος ἀπ᾿ αὐτούς. Ἐκεῖ ὅπου ἵστατο συλλογισμένη, ἀκούει βήματα ὄπισθέν της, ἀπὸ τὸ μέρος τὸ ἀντίθετον πρὸς ἐκεῖνο ἐξ οὗ αὐτὴ ᾖλθε. Στρέφεται καὶ βλέπει ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα βοσκόν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἦτο ὁ καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ἤρχετο μὲ πατήματα λοξά, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν σκύλον του, ὅστις ἐγρύλισεν ἅμα εἶδε τὴν γυναῖκα. Ἀλλ᾿ ὁ ἀφέντης του τὸν ἐμάλωσε. Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοῦ κ᾿ ἐστάθη. Ἤρχετο ἀπὸ τὸ καλύβι κ᾿ ἐπήγαινεν εἰς τὸ μανδρί του. Ὑψηλός, μελαψός, ἰσχνός, εὐρύστερνος, τὴν κόμην καὶ τὸ γένειον μὲ χρῶμα ἀχύρου καψαλισμένου, κρατῶν τὴν ράβδον του τὴν κυρτήν, ὑψηλὴν ἴσα μὲ τὸ μπόι του, ἐστάθη ἐνώπιον τῆς Φραγκογιαννοῦς. Ὁ ἄνθρωπος ἐφαίνετο νὰ εὑρίσκεται εἰς μεγάλην θλίψην καὶ ἀδημονίαν. - Ἅ! πούθε αὐτὸ τὸ καλό! εἶπε μὲ τὴν φωνήν του τὴν δυσδιάκριτον καὶ τραχείαν, σφίγγων τοὺς ὀδόντας ἐνῷ ὠμίλει. Τομ᾿ σ᾿ ἀγροίκησα, ταμὰμ σὲ προσήφερα, κυρα-Γιαννοῦ... Ὁ Γεραμπὴς σὲ στέλνει! - Τί λές, γυιέ μου; εἶπε μὲ τὸ ὑποκριτικὸν ἦθος της ἡ Χαδούλα. - Καλὰ ποὺ σ᾿ ἐσταύρωσα! Εἶπα, αὐτήνη εἶναι κείν᾿ ἡ καλὴ γυναῖκα κάτ᾿ ἀπ᾿ τὴ χώρα ποὺ γρουνίζει τὰ γιατρικὰ καὶ διώχνει κάθε γρουσουζιὰ ἀλάργα! Τομ᾿ σ᾿ ἀπείκασα, μονοκοπανιᾶς σ᾿ ἐγρούνισα!... Μὰ δὲ ξέρ᾿ς τίποτε, κυρα-Γιαννοῦ μ᾿; - Τί τρέχει, παιδί μου; - Μεγάλο ζαράρι μ᾿ εὑρῆκε νά ῾χω τὸ συμπάθειο, θεία-Γιαννοῦ! Τρανό, ἄτυχο ντέρτι! Ἡ φαμιλιά μ᾿, ὄξ᾿ ἀπὸ λόου σου, βγῆκε τὴν νύχτα πρὸς νεροῦ της, ὄξ ἀπ᾿ τὸ καλύβι, κυρα-Γιαννοῦ μ᾿, κ᾿ ἐγύρισε πίσω κακὰ κι ἀδέξια... Ντούρμα βγῆκε, κ᾿ ἐγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, ἀγρούνιστη... Χτυπήθηκε, μακριὰ ἀπὸ λόγου σου... Ἡ γλῶσσα της κρεμασμένη, ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ σιαγόνι της, τὴ λαλιά της τὴν ἔχασε, τὴν ηὖρε κακὴ θερμασιὰ καὶ κρυάδα κι ἀσπασμοί. Κείτεται στὸ στρῶμα μισοπεθαμένη! - Ἀλήθεια; Ὤ, ἁμαρτίες!... Καὶ πότε ἔγινε αὐτό; - Προχτὲς τὸ βράδυ, τὴν νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, θεία-Γιαννοῦ! Ὄξου ἀπὸ λόου σου, νά ῾χω τὸ συμπάθειο... Ντούρμα βγῆκε ὄξ᾿ ἀπ᾿ τὸ καλύβι, κ᾿ ἐγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη... Κοπιάζεις ὡς τὸ καλύβι μπάριμ, τώρα ἐδῶ ποὺ σ᾿ ἐσταύρωσα, κυρα-Γιαννοῦ μ᾿! Μονάχα νὰ τὴν θωρήσης, ν᾿ ἀγροικήσης σὲ τί χάλι βρίσκεται... Ἐλμπέτ, καλὸ θὰ τῆς κάμης· μὲ τὰ γιατρικά σου, θὰ διώξης κάθε ἐνάντιο, ἕνα κ᾿ ἕνα! - Καὶ πῶς τῆς ᾖρθε αὐτό; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. - Ποιὸς ξέρει τί ἁμαρτίες, κυρα-Γιαννοῦ μ᾿. Ὁ Γεραμπὴς τὸ ξέρει. Ἡ Χαδούλα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν. Εἶτα εἶπε: - Καλά· θὰ πάω ἀποκεῖ, τώρα-τώρα. - Νά ῾χης πολλὴ ζωὴ καὶ καλὴ ψυχή, θεία-Γιαννοῦ! εἶπεν ὁ Καμπαναχμάκης. Ὁ Γεραμπῆς σ᾿ ἔστειλε. * * * Ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη ὁ Καμπαναχμάκης, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐσκέφθη ὅτι θὰ εἶχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διὰ τὴν ἑπομένην νύχτα καὶ ὅτι τὸ καλύτερον θὰ ἦτο νὰ κρυφθῆ τὴν ἡμέραν εἰς καμμίαν λόχμην ἢ εἰς καμμίαν σπηλιάν, ὅπου οἱ χωροφύλακες ἀδύνατον θὰ ἦτο νὰ τὴν εὕρωσι. Ἐπῆρε τὸν κατήφορον, κατῆλθεν εἰς τῆς Ἀγαλλιανοῦς τὸ ρέμα. Ἐστάθη νὰ πίῃ νερὸν εἰς μίαν βρύσιν. Ἐκεῖ συνήντησεν ἕνα γέροντα μοναχόν, τὸν πάτερ Ἰωάσαφ, κηπουρὸν τοῦ μοναστηρίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ ὁποῖον διέγραφε πρὸς τὰ ἄνω τὴν σεμνὴν κατατομήν του, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ρέματος. Ἡ Φραγκογιαννοῦ εἶχε καθίσει νὰ λάβη ἀναψυχὴν πλησίον τῆς δροσερᾶς πηγῆς, ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν χεῖρα της, ἐφαίνετο βυθισμένη εἰς λογισμούς, καὶ συγχρόνως «αὐτιάζετο» κ᾿ ἔτεινε τὸ οὖς, φανταζόμενη κατὰ πᾶσαν στιγμὴν ὅτι ἤκουε βήματα τῶν χωροφυλάκων. Ὁ πάτερ-Ἰωάσαφ ᾖλθε νὰ γεμίση ἕνα σταμνίον ὕδατος, καὶ ἰδὼν τὴν Φραγκογιαννοῦ τὴν ἐκαλημέρισε. - Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σὲ βλέπω... - Ἄχ! γυιέ μου!... εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἔχω βάσανα καὶ πάθια... - Τὰ βάσανα δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν κόσμο, γερόντισσα... Ὅσο καὶ νὰ κάμῃ ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποφύγη... - Ἄχ! πάτερ Γιάσαφε, εἶπεν ἐν θλιβερᾷ διαχύσει ἡ Φραγκογιαννοῦ. Νὰ ῾μουν πουλὶ νὰ πέταγα!!! - «Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς;» εἶπεν ὁ Ἰωάσαφ, ἐνθυμηθεῖς τὸν ψαλμόν. - Ἤθελα νὰ ἔφευγα ἀπ᾿ τὸν κόσμο, γέροντά μου... Δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω πλιά! - «Ἐμάκρυνας φυγαδεύουσα καὶ ηὐλίσθης ἐν τῇ ἐρήμῳ» εἶπεν πάλιν ὁ γέρων μοναχός. - Μεγάλη φουρτοῦνα μ᾿ ηὖρε, γέροντά μου, καὶ μεγάλη λιγοψυχιὰ μ᾿ ἐκόλλησε. - Ὁ Θεὸς νὰ σὲ γλυτώση, κόρη μου, «ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος», ἐπέφερεν ὁ Ἰωάσαφ, συνεχίζων τὸν ψαλμόν. - Ἀπ᾿ τὴν κακία, ἀπ᾿ τὴν κακογλωσσιά, ἀπ᾿ τὸ φθόνο, δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσῃ ἕνας ἄνθρωπος. - «Καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει», ἐπέρανεν ὁ πάτερ Ἰωάσαφ. Εἶτα ἀφοῦ ἐγέμισε τὸ σταμνὶ τοῦ εἶπε: - Ἂν περάσης ἀπὸ τοὺς κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με νὰ σὲ φιλέψω κανένα μαροῦλι κι ὀλίγα κουκιά. Καὶ ἀπεμακρύνθη. Τὴν ἑσπέραν ἡ Φραγκογιαννοῦ εὑρίσκετο εἰς τὴν Πέρα-Ράχην, εἰς τὸ καλύβι τοῦ Καμπαναχμάκη. Ἡ σύζυγος τοῦ βοσκοῦ, γυνὴ πλέον ἢ τριάκοντα ἐτῶν καὶ μήτηρ πέντε τέκνων, ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης. Ἦτο εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. Τὸ μοῦτρο της εἶχε στραβώσει ἀπὸ τὴν νευρικὴν προσβολήν, ἡ γλῶσσα της ἐκρέματο ἔξω τοῦ στόματος, κ᾿ ἐξέπεμπεν ἀνάρθρους φωνᾶς. - Πῶς σοῦ ᾖρθε αὐτό; τὴν ἠρώτησε διὰ νεύματος μᾶλλον ἢ διὰ τῆς φωνῆς ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἡ πάσχουσα ἀπήντησε διὰ γρυλισμοῦ οὐδὲν τὸ ἀνθρώπινον ἔχοντος. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐκάθισε παρὰ τὴν ἑστίαν, καὶ ἠσχολεῖτο νὰ βράση βότανα διὰ τὴν πάσχουσαν. Δὲν εἶχε πλέον τὸ καλάθι της, ἀλλὰ εἶχε γεμίσει τοὺς κόλπους της ἀπὸ διάφορα μικροσκοπικὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα εἶχε συλλέξει τὴν ἡμέραν κάτω εἰς τὰ ρέματα τῶν κοιλάδων. Τὰ δυὸ μικρὰ κοράσια τῆς ἀσθενοῦς ἐκάθισαν σιμὰ εἰς τὰ γόνατα τῆς Φραγκογιαννοῦς, γλειφίδικα, καὶ ζητοῦντα θωπείας. Ἡ Γιαννοῦ ἐθώπευσεν τὰ σιαγόνια των καὶ τοὺς λαιμοὺς των, τόσον δυνατά, ὥστε ἠσθάνθησαν πόνον, καὶ τὸ ἓν ἐφώναξε: - Μάννα! Ἀλλ᾿ ἡ μάννα ἦτον δι᾿ αὐτὰ ὡς νὰ μὴν ὑπῆρχε, καὶ τὰ δυστυχῆ πλάσματα δὲν ἦσαν εἰς ἡλικίαν οὔτε νὰ αἰσθανθῶσι τὴν ἔλλειψιν, οὔτε νὰ δύνανται τουλάχιστον νὰ τὴν ἀναπληρώσωσι. Τὸ μικρὸν ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὁμήλικόν με τὸ κοράσιον τὸ ἓν, ὡς νὰ ἦσαν δίδυμα, ἔκλαιε κι ἐζήτει «νὰ σηκωθῆ ἡ μάννα του νὰ τοῦ κάμῃ γριὰ στὸ τηγάνι». - Τώρα, γυιέ μου, ἐγὼ νὰ σοῦ κάμω γριά, εἶπε τυχαίως ἡ Φραγκογιαννοῦ. - Δὲν ἔχουμε ἀλεῦρι, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον ἐκ τῶν δυὸ κορασίων. - Καλά· νὰ ἔλθῃ ὁ πατέρας νὰ φέρῃ ἀλεῦρι, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ πρὸς τὸ παιδίον, κ᾿ ἐγὼ νὰ σοῦ κάμω «γριά»! Ἡσύχασε τώρα. Ἀλλὰ τὸ ἀγόρι δὲν τὰ ἤκουεν αὐτά. - Γριὰ θέλω, καὶ νά ῾ναι ζαρωμένη γριά! Νά ῾χη καὶ πετμέζι. - Ποῦ νὰ βρεθῆ τὸ πετμέζι, γυιέ μου; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Μεθαύριο νὰ μαυρίσουν τὰ σταφύλια στ᾿ ἀμπέλι, νὰ τὰ τρυγήσουμε, νὰ κόψουμε τὰ ξεκούδουνα ἀπ᾿ τὰ κλήματα, νὰ κάμουμε πολύ-πολὺ πετμέζι νὰ φάῃ τὸ καλὸ παιδί. Πῶς σὲ λένε; - Γιώργη τόνε λέμε, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον κοράσιον. - Ἐσένα; - Δαφνώ. - Κ᾿ ἐσένα; ἠρώτησεν ἡ Γιαννοῦ τὸ μικρότερον θυγάτριον. - Ἀνθή. - Νὰ ζήσετε! - Καὶ πότε θὰ τὰ κόψουμε, θειά, τὰ σταφύλια; ἐφώναξε τὸ ἀγόρι. Δὲν πᾶμε τώρα στ᾿ ἀμπέλι νὰ τὰ κόψουμε; - Ὄχι τώρα, γυιέ μου, ταχιά. - Ταχιὰ τό-ταχύ; εἶπεν ὁ Γιωργῆς. - Ναί, γυιόκα μου. Ἀπόψε θὰ δέσουν οἱ ρᾶγες, καὶ θὰ γλυκάνουν, καὶ θὰ μαυρίσουν, καὶ ταχιὰ τό-ταχὺ θὰ πάρουμε τοὺς τρυγολόγους νὰ τρέξουμε στ᾿ ἀμπέλι, νὰ τρυγήσουμε, νὰ τὰ κάμουμε κότσι-κότσι, τὰ σταφύλια, τὰ ξεκούδουνα, νὰ τὰ πατήσουμε, νὰ τὰ λυώσουμε, καὶ θὰ κάμουμε μουστόπιττες καὶ πετμέζια καὶ χίλια λογιῶν καλά... καὶ τότε, θὰ σοῦ κάμω ἐγὼ μία γριά, ζαρωμένη, ἴσα με τὸ τηγάνι μεγάλη! - Σέλω να᾿ ναὶ πουλύ, πουλὺ μεγάλη! εἶπεν ὁ μικρός. - Μεγάλη γριά, ἴσα μ᾿ ἐμένα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἐν τῷ μεταξύ, τὸ μικρότερον τῶν δυὸ κορασίων, τὸ Δαφνώ, καθὼς ἐκοίταζεν ἐναλλὰξ τὸν λύχνον καὶ τὴν Φραγκογιαννοῦ μὲ τεθηπὸς βλέμμα, ὡς νὰ ὑπνωτίσθη ἀπὸ τὸ ὄμμα τῆς γραίας, ἐνύσταξε, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι του πρὸς τὴν ἑστίαν, καὶ ἀπεκοιμήθη. Ἡ Γιαννοῦ ἐπιμόνως τὸ ἐχάδευεν ὑπὸ τὸ κατωσάγονον, καὶ πότε ἡ χεὶρ τῆς ἐγλίστρα πρὸς τὸν τράχηλον, καὶ ἴσως εἶχε κλίσιν νὰ θλίψη κάπως δυνατώτερα τὸν λαιμὸν τοῦ κορασίου. Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη δρομαῖον βῆμα ἔξωθεν, ἡ θύρα ἠνοίχθη, καὶ εἰσῆλθεν ὁ Καμπαναχμάκης. - Δῶ εἶσαι, κυρα-Γιαννοῦ! εἶπεν ἐν ἄκρᾳ ταραχῇ. Σήκου! Νὰ φύγης! νὰ κρυφτῆς! - Τί τρέχει; εἶπεν ἡ γραῖα, προσπαθοῦσα νὰ φανῆ ἀτάραχος. - Οἱ ταχτικοὶ σὲ χαλεύουν; Τί ζαρὰρ ἔκαμες χριστιανή; Τρέχουν οἱ ταχτικοὶ γυρεύοντάς σε. Σήκου, τρέχα! νὰ κρυφτῆς πουθενὰ μπάριμ! Σὲ λυποῦμαι, καημένη! Τί κρῖμα ἔκαμες; - Ἐγώ; κρίματα πολλά... Μὰ δὲν ξέρω, γιατί νὰ μὲ γυρεύουν οἱ ταχτικοί, ποὺ μοῦ λές; - Τρέχα, κατὰ δῶ ἔρχονται τώρα. Δὲ γρουνίζω πῶς σ᾿ ἀγροίκησαν πῶς τὰ πρύμισες κατὰ δῶ, θὰ ῾ρθουν τώρα νὰ χαλέψουν. Ὅπου κι ἂν εἶναι, πλάκωσαν! Ἀκοῦς! κάτου, στὴ Σκοτ᾿νὴ Σπ᾿λιά, στὸ Κακόρρεμα, κατακεῖ νὰ πάρης τὸ φύσημά σου! Στὸ κλῆμα στὸ Μονοπάτι, στοῦ Π᾿λιοῦ τῇ Βρύσῃ, ἐκεῖ νὰ σὲ πάρουν στὸ κοντό, δὲν μποροῦν νὰ σὲ πιάσ᾿ν! Ἀποκεῖ μπορεῖς νὰ κατεβῇς στὸ Γέροντα, στὸ Ἐρμητήριο, νὰ ξαγορευθῆς, τὰ κρίματά σ᾿, καημένη. Τρέχα!... Ἔτρεξεν ἡ ἀθλία ἀλλὰ δὲν ἠσθήνετο πλέον δυνάμεις ἀκμαίας. Ἡ ἀϋπνία τῶν περασμένων νυκτῶν, ἡ κακοπάθεια, αἱ συγκινήσεις τὴν εἶχον καταβάλει. Τὰ μέρη, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὀνομάσει ὁ Καμπαναχμάκης, ἀπεῖχον πολύ, δὲν ἠδύνατο δὲ νὰ ὁδοιπορήση πρὸς τὰ ἐκεῖ εἰς τὴν ἀσέληνον νύκτα. Καθὼς ἔτρεχεν, αὐτιαζόμενη κατὰ πᾶσαν στιγμή, ἐξαφνιζομένη, καὶ νομίζουσα ὅτι ἀκούει παντοῦ βήματα, εἰς τὸ μονοπάτι, ἀνάμεσα εἰς δένδρα καὶ θάμνους, ἤκουσε βήματα ἀληθῆ, ἐρχόμενα ἀπὸ διακοσίων βημάτων, ἀπὸ τὸν κύριον δρόμον. Ἐκρύβη ὄπισθεν τῶν θάμνων, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι ἦσαν πράγματι οἱ χωροφύλακες, βαδίζοντες πρὸς τὴν καλύβην τοῦ Καμπαναχμάκη, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν αὐτὴ ἤρχετο. Ἐὰν οὕτως εἶχεν, ἡ θέσις της καθίστατο ἀσφαλεστέρα πρὸς τὸ παρόν, καθότι δὲν ἐφοβεῖτο πλέον νὰ τοὺς συναντήση, διὰ τὴν νύκτα ἐκείνην. Ἐπροχώρησε πρὸς τὸ μέρος, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει τὴν πρωίαν. Ἔφθασεν εἰς τὸν μικρὸν ναΐσκον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, εἰς τὸ Κοιμητήριον τῶν Καλογήρων, εἰς τ᾿ Ἁλῶνι τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὸ Βουρδουναριό, ἀντικρὺ τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κοινοβίου, ἥτις ἦτο κατάκλειστος. Ἄλλως, γυναῖκες ποτὲ δὲν ἐπήρχοντο εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον. Κατῆλθεν εἰς τοὺς κήπους, ὅπου εἶχε συναντήσει τὴν πρωίαν τὸν καλόγηρον, τὸν κηπουρόν, ὅστις τῆς εἶχεν εἰπεῖ διάφορα ρητὰ ἀπὸ τὸ Ψαλτήριον, τὰ ὁποῖα αὐτὴ δὲν ἐνόει, ἀλλ᾿ ἀορίστως ὑπώπτευεν ὅτι προσηρμόζοντο κάπως εἰς τὴν θέσιν της. Καὶ πράγματι τῆς εἶχον ἀφήσει ὡς ἕνα βόμβον περὶ τὰ ὦτα της· «Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς;... Ἰδοὺ ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ. Προσεδεχόμην τὸν Θεόν, τὸν σῴζοντά με ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος...». Καθὼς ἀνήρχετο τὴν ράχιν ἀντικρύ, πέραν τῶν κήπων, ἄνω τοῦ ρεύματος, ἤκουσε τὸν μικρὸν κώδωνα τοῦ μοναστηριοῦ νὰ ἠχῇ γλυκά, ταπεινὰ καὶ μονότονα, νὰ ἐξυπνᾶ τὰς ἠχοῦς τοῦ βουνοῦ, καὶ νὰ δονῇ τὴν μαλακὴν αὔραν. Ἦτο ἄρα μεσονύκτιον, ὥρα τοῦ Μεσονυκτικοῦ, ὥρα τοῦ Ὄρθρου! Πῶς ἦσαν εὐτυχεῖς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἵτινες εὐθὺς ἀμέσως, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, ὡσὰν ἀπὸ θείαν ἔμπνευσιν, εἶχον αἰσθανθῆ ποῖον ἦτο τὸ καλύτερον τὸ ὁποῖον ἠμποροῦσαν νὰ κάμουν – τὸ νὰ μὴ φέρουν, δηλαδή, ἄλλους εἰς τὸν κόσμον δυστυχεῖς!...καὶ μετὰ τοῦτο, ὅλα ἦσαν δεύτερα. Τὴν φιλοσοφίαν, αὐτοί, τὴν εἶχον λάβει ὡς ἐκ κληρονομίας, χωρὶς νὰ σκοτίσουν τὸν νοῦν των εἰς τὴν «ζήτησιν τῆς ἀληθείας», ὅπου ποτὲ δὲν εὑρίσκεται. Ἀνέβη ὑψηλότερα τὴν ράχιν, χωρὶς νὰ ἔχῃ σκοπὸν ἢ ἀπόφασιν ποὺ ἐπήγαινε. Καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμον, ὀλίγα βήματα μακράν, εἶδε μίαν στάνην, τὴν ὁποίαν ἀνεγνώρισεν ὅτι ἦτον τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου. Ὁ σκύλος αἰσθανθεὶς μακρόθεν τὴν παρουσίαν της, ἤρχισε νὰ γαυγίζῃ. Εἶχεν ἔλθει ἄρα, πλησίον εἰς τὸ κατάλυμα τῆς παρελθούσης νυκτὸς χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῆ! Καὶ τώρα μόνον ἤρχισε νὰ τὸ σκέπτεται. Ἕως τὴν στιγμὴν τὸ ἔνστικτον τὴν εἶχεν ὁδηγήσει. Ἀλλὰ τώρα ὁ συλλογισμός της διετυποῦτο καθαρά. «Ποῦ ἀλλοῦ θὰ εἶμαι πλέον ἀσφαλής, γιὰ τὴν ὥρα, παρὰ ἐδῶ; Οἱ ταχτικοὶ ποτὲ δὲν θὰ πιστεύουν ὅτι ξαναῆλθα πάλιν πρὸς τὸ ἴδιο μέρος, ποὺ μὲ εἶχαν εὑρεῖ χθές, καὶ μ᾿ ἐκυνήγησαν. Ὁ Γιάννης κοιμᾶται στὸ μανδρί του. Στὸ καλύβι θα᾿ ναὶ ἡ λεχῶνα, κ᾿ ἡ γριά. Τὴν νύχτα χθές, ἀπὸ τὸν σαστισμὸ κι ἀπὸ τὴ βία μου, ξέχασα ἐκεῖ τὸ καλαθάκι μου. Δὲν θὰ εἶναι καλύτερα νὰ πάω νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα, νὰ τοὺς πουλήσω πάλι δούλεψη μὲ κανένα ψευτογιατρικό, νὰ πάρω καὶ τὸ καλαθάκι μου, καὶ σὰ φέξη νὰ πάω νὰ κρυφθῶ κάτω στὸ Κακκόρεμα, ἐκεῖ ποῦ λέει ὁ Καμπαναχμάκης;...» Βεβαίως ἡ γραῖα, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, κάτι θὰ εἶχεν ἀκούσει εἰς βάρος της ἀπὸ χωροφύλακες ἢ ἀπὸ τρίτους, ἀλλὰ τί μ᾿ αὐτό; Δὲν θὰ εἶχε τόσην κακίαν οὔτε τόσον θάρρος, ὥστε νὰ τὴν προδώση. Ἄλλως, αὐτὴ ὡς κυρίαν πρόφασιν, διὰ νὰ εἰσέλθη θὰ προέταττεν ὅτι ᾖλθε νὰ ζήτηση τὸ λησμονημένον καλάθι της. Ἐκρύωνε πολὺ ἀπὸ τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, καὶ εἶχεν ἀνάγκη νὰ στεγασθῆ πουθενά, πρὸς ὥραν. Δὲν ἐδίστασε πλέον. Διέβη τὸν ζυγόν, τὸν ἐνούντα τὰς δυὸ ράχεις, ἐπὶ τῆς μεσημβρινωτέρας τῶν ὁποίων ἦτο ἡ μάνδρα, ἐπὶ δὲ τῆς βορειοτέρας ἡ οἰκία τοῦ Λυρίγκου, κ᾿ ἔφθασεν εἰς τὸ καλύβι. Ἔκρουσε τὴν θύραν. Ἡ γραῖα ἐκοιμάτο, ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ ἐξυπνήσῃ, κ᾿ ἐλθοῦσα ἤνοιξε τὴν θύραν, χωρίς, αὐτὴν τὴν φορὰν, νὰ ἐρώτηση τὶς εἶναι, ἴσως διότι ἦτο μισοκοιμισμένη κ᾿ ἐνήργει ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ μηχανικῶς, ἢ εἶχε τὴν ἐντύπωσιν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νὰ εἶναι εἰμὴ ὁ γαμβρός της. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη. - Τὸ κοφίνι μ᾿ πλιό, ξέχασα ἀπ᾿ τὴ βιά μου, ἐψές, εἶπε. Τὸ εἶδες; Εἶναι πουθενά; Ποῦ τό ῾χεις; Ἡ χωρικὴ γραῖα ἐστάθη καὶ τὴν ἐκοίταξε. Τώρα μόνον ἐφάνη νὰ ἐξύπνησεν ἐντελῶς, καὶ ἀναγνωρίσασα αὐτήν. - Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; εἶπε. - Μὴν ἐρωτᾷς, εἶπεν ἡ Γιαννοῦ. Εἶχα νυχτώσει σ᾿ ἓν᾿ ἄλλο καλύβι, μὰ δὲν εἶχα ὕπνο. Σὰ θυμήθηκα τὸ κοφίνι μου, ᾖρθα. Πῶς εἶστε; Τί κάν᾿ ἡ λεχῶνα; - Τί νὰ κάμῃ; Τὰ ἴδια... Μὰ δέ μου λές, εἶπε μετὰ τινὰ δισταγμὸν ἡ γραῖα· γιατί σ᾿ ἐγύρευαν κεῖν᾿ οἱ ταχτικοί; - Φτόνος τοῦ κόσμου, ἀπήντησε μ᾿ ἑτοιμότητα ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ἕνα κορίτσ᾿ εἶχε πνιγῆ μὲς στὸ πηγάδι... - Ἔ; - Καὶ δὲν ξέρω ποιὸς ἐχτρὸς εἶπε πὼς ἔφταια ἐγώ... Μὰ ἔτσι να᾿ χοῦμε καλὴ ψυχή, μπορεῖς νὰ τὸ πιστέψης; Τάχα δὲν μποροῦσε νὰ πνίγῃ καὶ μοναχό του τὸ κορίτσι; Ἦταν ἀνάγκη νὰ βάλω χέρι ἐγώ; - Μαθές!... ἔκαμεν ἡ γραῖα. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐγκατεστάθη, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν νύκτα, σιμὰ εἰς τὴν γωνίαν τῆς ἑστίας, ὅπου εὗρε καὶ τὸ καλάθι της. Ἐξάναψε τὴν φωτιάν, ἔβαλε νερὸ στὸ μπρίκι, καὶ κατεγίνετο νὰ βράση βότανα, τὰ ὁποῖα ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόλπον της. Ἡ λεχῶνα ἐκοιμάτο, τοῦ μικροῦ θυγατρίου ἠκούετο ἡ ἀναπνοὴ μέσα εἰς τὴν σκάφην τὴν χρησιμεύουσαν ὡς λίκνον, ὑπὸ τὸ στέφανον τοῦ βαρελιοῦ τὸ ἀνέχον ὑψηλὰ ἓν λεπτὸν πανίον. Ἐνίοτε ἐκλαυθμύριζε. «Κοί, κοί, κοί!» ἐπρόφερεν ἡ γραῖα, ἡ προμήτωρ, ἥτις εἶχε κλείσει τὸ ἓν ὄμμᾳ, καὶ μὲ τὸ ἄλλο, εἰς τὸ ἀσθενὲς φῶς τοῦ κανδηλίου καὶ εἰς τὴν διαλείπουσαν τῆς ἑστίας ἀναλαμπήν, δὲν ἔπαυσε νὰ κοιτάζῃ τὴν Φραγκογιαννοῦ. Τέλος, μετὰ ὥραν, ἡ γραῖα καίτοι ἐφαίνετο ἀπόφασιν ἔχουσα νὰ μὴ κοιμηθῆ, τῆς ἦλθεν ὁ προδότης ὁ ὕπνος – ἴσως δι᾿ αὐτὸ τοῦτο, ὅτι ἐκοίταζε λίαν ἐπιμόνως τὴν ὕποπτον γυναῖκα καὶ ἀπεκοιμήθη ἐπάνω εἰς τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ. Τὸ βρέφος ἐκλαυθμύριζεν ἀκόμη. Ἡ μάμμη δὲν ἠγρύπνει πλέον διὰ ν᾿ ἀπαγγέλλῃ τὸ μονότονον «Κοί, κοί, κοί!» - «Ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο!» Τὸ παράπονον τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου ἐβόμβει εἰς τὰ ὦτα τῆς Φραγκογιαννοῦς. Ἡ λεχῶνα δὲν εἶχεν ἐξυπνήσει. Ἡ γραῖα Χαδούλα ἐκινήθη ὀλίγον, ἐτανύσθη ἐπὶ τῶν γονάτων της, κ᾿ ἔφθασε τὸ λίκνον. Παρεμέρισε τὸ λευκὸν πανίον ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τῆς κούνιας, κ᾿ ἔτεινε τὴν χεῖρα διὰ νὰ θωπεύση τὸ μικρόν, ἐνῷ τοῦτο ἐκλαυθμύριζεν. Ἔφραξε μὲ τὴν χεῖρα της τὸ μικρὸν στόμα, διὰ νὰ μὴ φωνάζῃ, ἐκοίταξε πρὸς τὸ μέρος τῆς λεχῶνας, εἶτα πρὸς τὴν στρωμνὴν ἐφ᾿ ἧς ἐκεῖτο κουβαριασμένη ἡ γραῖα. Ἡ φωνὴ τοῦ βρέφους ἐπνίγη. Μίαν χεριὰν ἀκόμη ἐχρειάζετο νὰ κάμῃ ἡ Φραγκογιαννοῦ. Μὲ τὴν ἄλλην χεῖρα, τοῦ ἕσφιξε δυνατὰ τὸν λαιμόν... Εἶτα ἑμάζωξε τὸ λεπτὸν πανίον διὰ νὰ τὸ ρίψη πάλιν ἐπάνω τῆς στεφάνης. Ἡ χείρ της προσέκοψεν εἰς τὴν σανίδα, κ᾿ ἔκαμε μικρὸν θόρυβον. Ἡ γραῖα, ἥτις δὲν ἐκοιμάτο βαρέως, ἐξύπνησεν. Ἀνετινάχθη, ἐσκίρτησεν. Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοῦ ν᾿ ἀποσύρῃ τὴν χεῖρα της καὶ ν᾿ ἀποχωρῇ, ἀνεγειρομένη ἐπὶ τῶν γονάτων, ὀπίσω εἰς τὴν θέσιν της. - Τί κάνεις; ἔκραξεν ἔντρομος ἡ γραῖα. Ἡ λεχῶνα ἐπετάχθη, ἀνεπήδησε. - Τί εἶναι, μάννα; Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της. - Τίποτα· θέλησα νὰ τὸ κάμω νὰ λουφάξη, νὰ μὴν κλαίῃ, ἀπήντησεν. Ἡ γραῖα μάμμη ἔκυψε πρὸς τὴν κούνιαν. - Πηγαίνω τώρα, ἔφεξε, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοῦ... Δῶσε τῆς λεχῶνας τὸ γιατρικὸ ποὺ ἔβρασα νὰ τὸ πιῇ! Καὶ πάραυτα ἐξῆλθεν. Ἔτρεξε μὲ βῆμα δρομαῖον ν᾿ ἀπομακρυνθῆ τάχιστα. Ἐπῆρε τὸν ἐπάνω δρόμον, κατὰ τὸ δάσος, διὰ νὰ μὴ περάση ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν ράχιν ὅπου ἦτον ἡ στάνη. Ἦτο γλυκειὰ αὐγὴ τοῦ Μαΐου. Ἡ κυανωπὴ καὶ ροδίνη ἀνταύγεια τοῦ οὐρανοῦ ἔχριε μὲ ἀπόχρωσιν μελιχρᾶν τὰ χόρτα καὶ τοὺς θάμνους. Ἠκούετο ὁ μινυρισμὸς τῶν ἀηδόνων εἰς τὸ δάσος, καὶ τ᾿ ἀναρίθμητα μικρὰ πουλιὰ ἐτέλουν ἐκθύμως, ἀπλήστως, τὴν συναυλίαν τῶν τὴν ἄφατον. Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀπεμακρύνθη πολλὰ βήματα, ἤκουσε βραχνὴν κραυγὴν ὄπισθέν της. Ἦτο ἡ γραῖα, ἡ μήτηρ τῆς λεχῶνας· ἔξαλλος, τραβοῦσα τὰ μαλλιά της, εἶχε τρέξει ἔξω τῆς καλύβης, κ᾿ ἐφώναζε: - Πιᾶστε την!... Πιᾶστε την! Μᾶς ἔκαμε φονικό! Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔτρεχεν, ἔτρεχε. Ἤλπιζε νὰ χωθῆ τὸ ταχύτερον εἰς τὸ δάσος, ὅπου, καὶ ἂν τυχὸν ἔτρεχον κατόπιν της, τὰ ἴχνη της τάχιστα θὰ ἐχάνοντο. Ἀλλὰ παρ᾿ ἐλπίδα, μετ᾿ ὀλίγα λεπτά, εὑρέθη ἀντιμέτωπος τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου, βαδίζοντος πρὸς τὴν οἰκίαν του. Οὗτος εἶχεν ἐξυπνήσει τὴν συνήθη ὥραν, κ᾿ ἐπήγαινε πρὸς τὸ καλύβι, ἴσως διὰ νὰ κράξη πρὸς συνεργασίαν τὴν πενθεράν του, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν πρωίαν. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε τὴν πενθεράν του νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ χειρονομῇ τόσον μακράν, ὥστε δὲν ἠδύνατο ν᾿ ἀκούῃ τί αὕτη ἔλεγεν, ὁδηγούμενος μόνον ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν τῶν χειρονομιῶν της, εἶδε τὴν Φραγκογιαννοῦ νὰ φεύγῃ πρὸς τὸ μέρος τοῦ δάσους – τότε, ἔτρεξε πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, κ᾿ ἐφώναξε μεγάλη τῇ φωνῇ πρὸς τὴν Φραγκογιαννοῦ. - Τί εἶναι;... Τί τρέχει; Τότε ἡ Χαδούλα ἐστάθη, κ᾿ ἐφώναξε μακρόθεν πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Λυρίγκον. - Φεύγω!... Πάω νά... Ὁ Γιάννης ὁ Λυρίγκος εἶχε τρέξει ὀλίγα βήματα, κ᾿ ᾖλθε πλησιέστερα πρὸς τὴν Φραγκογιαννοῦ. Τότε κι αὐτή, ἀποφασιστικῶς, προέβη δυὸ ἢ τρία βήματα πλησιέστερα πρὸς ἐκεῖνον. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐπεκαλέσθη εἰς βοήθειαν ὅλην τὴν ἑτοιμότητά της. Ηὐτοσχεδίασε. - Γιάννη! ἡ γυναῖκα σου ἔχει τοὺς πόνους! Εἶναι ἄσκημα. - Ἔχει τοὺς πόνους! ἀνέκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορία ὁ ἄνθρωπος. Τί λές, χριστιανή μου; - Ἔχει κι ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της! ἰσχυρίσθη μὲ τόλμην ἡ Φραγκογιαννοῦ. - Ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της! - Ναί, αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Μόνο τρέχα στὸ χωριὸ νὰ φωνάξης τὴ μαμμή!... νὰ πῇς καὶ τοῦ γιατροῦ νὰ ῾ρθῆ! Ὁ Λυρίγκος ἐστάθη. Πέραν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ ὀροπεδίου, πρὸ τῆς οἰκίας, ἡ πενθερά του ἐφώναζεν ἀκόμη βραχνὰς κραυγᾶς, τὰς ὁποίας ἔπαιρνε μακρὰν ὁ ἄνεμος, χωρὶς ὁ Γιάννης ν᾿ ἀκούῃ, τί ἔλεγεν ἐκείνη. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ὠμίλει μὲ θάρρος, κ᾿ ἐφαίνετο ὅτι ἤξευρε τί ἔλεγε. - Πῶς γίνεται αὐτὸ ποτέ; ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης. Εἶσαι καλά, χριστιανή μου; - Αὐτὸ γίνεται, ἐπέμενεν ἡ Φραγκογιαννοῦ. Οὖλες τὶς φορὲς τὰ διπλάρικα δὲν πέφτουν μαζὶ ἀπ᾿ τὴν κοιλιά. Τὸ ἕνα, τὸ πλιὸ ἀδύνατο ἀπ᾿ τὰ δυό, ἀργεῖ καὶ ὦρες καὶ μέρες νὰ πέση. - Ἀλήθεια! Ἔχω ἀκουστά μου, εἶπεν ὁ Γιάννης. - Κατὰ πῶς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρὰ ἡ Φραγκογιαννοῦ, αὐτὴν τὴν φορὰ τὸ ἕνα τὸ παιδὶ θὰ πιάστηκε ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὸ ἄλλο. - Αὐτὸ εἶναι τάχα; εἶπε μὲ ἦθος οἴκτου ὁ Λυρίγκος. - Τρέχα τὸ γληγορότερο! νὰ πᾶς νὰ φέρῃς τὸ γιατρό!... - Ἐσὺ ποῦ πᾶς; ἠρώτησεν ὁ Λυρίγκος. - Ἐγὼ πάω στὸν Ἅϊ-Χαράλαμπο... πάω νὰ φωνάξω τὸν παπα-Μακάριο, νὰ ῾ρθῆ νὰ τῆς κάμῃ μία παράκληση, τῆς γυναῖκας! - Καλά! Τρέξε! Καὶ ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔτρεξε. ΙΣτ´ Κάτω εἰς τὸ Κακόρρεμα, χαμηλὰ εἰς τὸ βάθος, σιμὰ εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιάν, οἱ λίθοι ἐχόρευον δαιμονικὸν χορὸν τὴν νύκτα. Ἀνωρθοῦντο, ὡς ἔμψυχοι, καὶ κατεδίωκον τὴν Φραγκογιαννοῦ, καὶ τὴν ἐλιθοβόλουν, ὡς νὰ ἐσφενδονίζοντο ἀπὸ ἀοράτους τιμωροὺς χεῖρας. Εἶχον παρέλθει τρεῖς ἡμέραι ἀπὸ τὴν τελευταίαν φυγήν της, ἀπὸ τὴν καλύβην τοῦ Λυρίγκου. Ἡ ἔνοχος γυνὴ εἶχε κρυφθῆ ἐκεῖ, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ διέφευγε πρὸς καιρὸν τοὺς ὄνυχας τῶν διωκτῶν της. Μὲ τὰ ὀλίγα δίπυρα τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο ἀκόμη εἰς τὸ καλάθι της, μὲ τὰς καυκαλήθρας, τὸν ἄνηθον, καὶ τὰ μυρόνια ὅσα συνέλεγε, καὶ μὲ τὸ γλυφὸ νερὸν τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς, εἶχε διατηρηθῆ. Τὸ μέρος ἦτο σχεδὸν ἄβατον. Τὸ Κακόρρεμα ἐσχηματίζετο ἀπὸ ἕναν βράχον ἀπάτητον πρὸς δυσμᾶς, καὶ ἀπὸ ἕνα κρημνόν, ἢ μίαν σάραν ὀλισθηρὰν ἐξ ἀνατολῶν. Κάτω εἰς τὸ βάθος ἀνέβλυζε τὸ Γλυφονέρι. Δυὸ ἄντρα, μὲ τὸ στόμιον πολὺ στενόν, ἔχασκον ἔνθεν καὶ ἔνθεν. Ἐκεῖ ἐκοιμάτο τὴν νύκτα· τὴν ἡμέραν κατήρχετο εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιάν. Διὰ ν᾿ ἀνέλθη καὶ διὰ νὰ κατέλθη, οὔτε δρομίσκος οὔτε μονοπάτι ὑπῆρχεν. Ἐπάτει ἐπὶ τῆς σάρας, εἰς τὴν βάσιν τοῦ κρημνοῦ. Τότε ἡ σάρα ἐταράσσετο, ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐθύμωνε. Οἱ λίθοι τοὺς ὁποίους ἐξετόπιζε πατοῦσα, ἦσαν ὡς βάσις καὶ θεμέλιον εἰς ὅλον τὸν ἄπειρον σωρὸν τῶν λίθων, τὸν ἁπλούμενον ἐπὶ τοῦ πρανοῦς τοῦ κρημνοῦ. Καθὼς ἔφευγον οἱ πρῶτοι λίθοι, ἄλλοι λίθοι ἤρχοντο νὰ λάβωσι τὴν θέσιν των, μετ᾿ αὐτοὺς δὲ ἄλλοι. Καὶ οὕτω ἡ παλίρροια ὅλη του κρημνοῦ ἤρχετο κατ᾿ ἐπάνω της, ἔπιπτεν εἰς τὰς κνήμας καὶ τὰ σκέλη της, εἰς τὰς χεῖρας καὶ τὸ στέρνον της. Ἐνίοτε, λίθοι τινές, ἀπὸ ὕψος κατερχόμενοι, ἔπιπτον μὲ ὁρμὴν καὶ κακίαν τοῦ προσώπου της. Τοὺς τελευταίους τούτους ἐφαίνετο πράγματι ὡς νὰ τοὺς ἐσφενδόνιζεν ἀόρατος χεὶρ κατὰ τῆς κεφαλῆς της. Ἀφοῦ τέλος, μετὰ τόσον λιθοβόλημα, ἔφθασεν εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιάν, τὴν πρώτην ἡμέραν, ἐκάθισε κι ἀγνάντευε τὸ πέλαγος. Ἡ Σπηλιά, ἡ θαλασσόπληκτος, ἔχει διπλὴν εἴσοδον, ἐκ τὲ τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης. Πρὸς τὴν θάλασσαν, τὸ στόμιόν της χαμηλὸν καὶ στενόν, ὅσον διὰ νὰ διέλθη μικρὰ βάρκα ἁλιέως. Ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἀόρατος, ἀπὸ τὸ μέρος τῆς ξηρᾶς, ἤκουε τὸν ὑπόκωφον, ἐπίμονον παφλασμὸν τοῦ κύματος εἰς τὸ στόμιον τοῦ ἄντρου. Τὸ κῦμα ἀνωρθοῦτο, ἐπήδα, ἔπληττε τὴν ἄνω φλιὰν τοῦ στομίου, κατέπιπτε, πάλιν ἀνεπήδα, ἐξέπεμπε μακροὺς ὠρυγμοὺς μανίας ἀπὸ τὶς ἀποθαλασσιὲς τοῦ βορρᾶ, πότε στεναγμοὺς πόνου καὶ πάθους ἀπὸ τὴν φουσκοθάλασσαν. Κάτω εἰς τὸ βάθος τὸ ἄπατον, μυστήριον καὶ σκότος σαλεῦον. Μία ποτὲ βάρκα, ὡς διηγοῦντο, εἰσπλεύσασα διὰ νὰ συλλέξη καραβίδας καὶ παγούρια, ἐνῷ εἷς τῶν ναυβατῶν εἶχεν ἀναρριχηθῆ εἰς τὸ τρομερὸν ὕψος τοῦ βράχου διὰ νὰ συλλέξη κρίταμα, ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς μίαν φώκην ζωντανὴν φράττουσαν ἀκριβῶς τὸ πλάτος τοῦ στομίου. Τὸ σκοτεινὸν ζῷον ἀνεταράσσετο, ἤσπαιρεν, ἡ μικρὰ σκάφη ἐπάλλετο, ἔτρεμε, καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ὑπάγῃ οὔτε ἐμπρὸς οὔτε ὀπίσω. Ὁ ναυβάτης ὁ ἐντὸς τῆς βάρκας ἐκτύπησε τὴν φώκην μ᾿ ἕνα πέλεκυν, τὴν αἱμάτωσε, τὸ κῦμα ἐκοκκίνησε ἐπ᾿ ὀλίγον. Ἡ φώκη ἤσπαιρεν ἐν ἀγωνίᾳ. Ὁ νεαρὸς ἁλιεὺς κατώρθωσε νὰ σφίγξῃ τὸν λαιμὸν μὲ μίαν θηλειάν, καὶ καλέσας τὸν ἄλλον σύντροφόν του εἰς βοήθειαν κατώρθωσε τῇ βοηθείᾳ αὐτοῦ, μὲ κίνδυνον νὰ βουλιάξῃ ἡ φελοῦκα, ν᾿ ἀνασύρῃ ἐπάνω τὴν φώκην. Ἡ γραῖα Χαδούλα ἀγνάντευεν, ἀγνάντευεν εἰς τὸ πέλαγος. Ἂς ἦτο καὶ τώρα, νὰ φανῆ νὰ πλησιάση μία βάρκα!... Ἡ Φραγκογιαννοῦ θὰ παρεκάλει τοὺς νέους ἁλιεῖς, τοὺς πατριώτας της, νὰ τὴν ἐπάρουν μαζί, μὲς στὴν βάρκα... Καὶ ποὺ θὰ ἐπήγαινε... Ὤ, βέβαια στὰ πέρα χώματα, στὰ μέρη τ᾿ ἀντικρινά, στὴν μεγάλη στεριά... Κ᾿ ἐκεῖ τί θὰ ἔκαμνε; Ὤ, εἶχεν ὁ Θεός, θ᾿ ἂρχιζ᾿ ἐκεῖ νέον βίον! Ἔβλεπεν, ἔβλεπεν, ἀνοιχτὰ εἰς τὸ πέλαγος, μακρὰν ἔξω, πολλὰ πανιά, λευκὰ ἱστία, σὰν τοῦ γλάρου τὰ φτερά. Βρατσέρες, γολέτες, μικρὰ καΐκια, τὰ ἔβλεπε ν᾿ ἀρμενίζουν, νὰ ὀργώνουν τὰ κύματα, ὡσὰν βοϊδάκια ζευγαρωτά. Ἄλλα ἔπλεον πόρρω πρὸς βορρᾶν, ἄλλα κατήρχοντο πρὸς νότον, ἄλλα ἀρμένιζαν πρὸς ἀνατολᾶς ἢ πρὸς δυσμᾶς, τέμνοντας σταυροειδῶς τοὺς ὁλκούς, τὰς βαθείας ὀρατᾶς αὔλακας, τὰς ὁποίας ἄφηναν ὄπισθέν των τὰ πρῶτα. Εἶτα πολλὰ ρεύματα διαχαράσσοντα τὸ πέλαγος, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐφαίνετο ἡ θάλασσα ὡσὰν κεντητή, πεποικιλμένη. Ἔβλεπεν, ἐωσότου τὰ μάτια της «ἔκαμαν γυαλιά» νὰ βλέπῃ. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ καλάθι τῆς τὸ παλαιὸν κιτρινωπὸν χράμι, τὸ μάλλινον, τὸ ὁποῖον εἶχε διὰ νὰ τυλίγεται ὅταν ἤθελε νὰ κοιμηθῆ καὶ δὲν εἶχεν ὕπνον, ἐσηκώθη ὀρθή, ἀνεπέτασε τὴν μαλλίνην σινδόνα, κ᾿ ἄρχισεν ἐκθύμως νὰ τὴν σείῃ. Ἔκαμνε σήματα, ἀπηλπισμένα σήματα πρὸς τοὺς ναυτίλους, νὰ ἔλθουν νὰ τὴν ἐπάρουν μαζί των. Ἔβλεπον, δὲν ἔβλεπον οἱ ναυβᾶται τὰ σημεῖα της; Ἀπὸ κανὲν πλοῖον δὲν ἀπήντησαν εἰς τὸν πόθον της, εἰς τὰς τόσας προσπαθείας της. Τὰ λευκὰ ἱστία ἔφευγον μὲ τὸν ἄνεμον εἰς τὸ κῦμα, καὶ αὐτὴ ἔμενε προσηλωμένη εἰς τὸν βράχον τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς, προγεγραμμένη, ἔρημος, μὴ βλέπουσα διὰ τῇ αὔριον χρυσῆς αὐγῆς τὴν ἀνατολήν... Τὸ λευκάζον καὶ κιτρινωπὸν ράκος τῆς ἔφυγεν ἀπὸ τὴν χεῖρα· τὸ ἐπῆρεν ὁ ἄνεμος, καὶ τὸ ἔρριψεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς καὶ τῶν ὤμων τῆς γυναικός. - Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ σάβανό μου! ἐψιθύρισε πικρῶς μειδιώσα ἡ Φραγκογιαννοῦ. Τέλος, καθὼς ἐκάθισε κάτω ἐπὶ τοῦ βράχου, βλέπει μίαν βάρκαν, μικρὰν φελοῦκαν, νὰ ἔρχεται παραπλέουσα τὴν ἀκτήν. Εἶχε μικρὸν ἱστίον καὶ δυὸ κουπιά, τὰ ὁποῖα ἔτυπτον ραθύμως τὸ κῦμα. Ἔπλεεν ἐξ ἀνατολῶν κ᾿ ἐπλησίαζε πρὸς τὸν ἔρημον βράχον, εἰς τὸ ἄσυλόν της. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἠσθάνθη σκίρτημα ἐλπίδος μέσα της. Ἐκρύβη ὄπισθεν τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου, διὰ νὰ κατοπτεύση καὶ ἴδῃ ἂν θὰ ἐγνώριζε τοὺς ἐπιβαίνοντας. Ὅταν ἡ φελοῦκα ἐπλησίασεν, εἶδεν ὅτι ὁ εἷς ἐκ τῶν τριῶν ἐπιβατῶν της, ὅστις ἔσυρε τὴν «συρτήν» ἀπὸ τὴν πρύμνης, ἐφόρει στρατιωτικὴν στολήν. Κάποιος παρεπιδημῶν ἀπόστρατος, ἀγαπῶν τ᾿ ὀψάρευμα, εἶχεν ἐξέλθει πρὸς ἄγραν, ὁμοῦ μὲ δυὸ ἐξ ἐπαγγέλματος ἁλιεῖς. Ἡ Φραγκογιαννοῦ μόνον εἶδεν ὅτι ἦτο «ταχτικός», καὶ γελασμένη ἐκρύβη βαθύτερα ὄπισθεν τοῦ βράχου. * * * Τὴν νύκτα ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν κρύπτην της, μέσα εἰς τὴν ὑγρᾶν ἅλμην τῆς Σπηλιᾶς. Βόμβοι ἐθορύβουν εἰς τὰ ὦτα της. Τὸ κῦμα ὑπὸ τοὺς πόδας τῆς ἐρρόχθει, μὲ παρατεταμένους ὠρυγμοὺς λύσσης. Βαθιά, μέσα εἰς τὰ στέρνα τῆς ἤκουε τὰ κλαυθμυρίσματα τῶν ἀκάκων νηπίων. Ὑπόκωφοι συριγμοὶ τοῦ μακρινοῦ ἀνέμου ἤρχοντο εἰς τὰς ἀκοᾶς της. Ὁ νεκρώσιμος χορὸς τῶν κορασίδων, μὲ ηὐξημένον τὸν φρικώδη ὁρμαθόν, ἐχοροπήδα τριγύρω της. «Εἴμαστε παιδιά σου! –Μᾶς ἐγέννησες! –Φίλησέ μας! – Δῶσε μας μαμμᾶ! – Πάρε μας στολίδια, στολίδια ὄμορφα! – Χάιδεψέ μας! – Δὲν μᾶς ἀγαπᾷς;» Ἡ γραῖα πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, μανιώδης, συστρέφουσα τὰς χεῖρας, τὴν ἠπείλει τρομερά, καὶ ὁ γαμβρός της, μὲ ἦθος παραπονεμένον, τὴν ἐπέπληττε... Κάτω εἰς τοὺς πόδας, εἰς τὸ βάθος τῆς Σπηλιᾶς, ἐρρόχθει τὸ κῦμα... Ἔβραζεν, ἔβραζε, καὶ τὸ ἄντρον μετεβάλλετο εἰς στέρναν, καὶ τὸ νερὸν τῆς στέρνας ἐβρυχάτο μ᾿ ἔναρθρον φωνήν: - Φόνισσα! – Φόνισσα! Ἡ δυστυχὴς ἐξύπνησεν ἔντρομος, περιρρεομένη ἀπὸ ἅλμην καὶ ἱδρῶτα. Ηὔχετο πλέον καὶ πάραυτα τὸ ἀπεφάσισε, νὰ μὴν κοιμηθῆ ἄλλην φορὰν εἰς τὴν ζωήν της, ἂν ἦτον διὰ νὰ βλέπῃ τέτοια ὄνειρα. Ὁ θάνατος θὰ εἶναι ὁ κάλλιστος τῶν ὕπνων – ἀρκεῖ νὰ μὴν ἔχει κακὰ ὄνειρα! Τὶς οἶδε! – Μόλις τὸ ἐσκέφθη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἀπεναρκώθη πάλιν. Τότε τῆς ἐφάνη ὅτι ἔβλεπεν ἐμπρός της τὸν Καμπαναχμάκην, τὸν ἄγροικον ἐκεῖνον τοῦ βουνοῦ· ἵστατο ἐνώπιόν της μὲ τὴν στραβολέκαν του τὴν ποιμενικήν, μὲ τὸ σκαιὸν ἦθος του, μὲ τὴν ὄψιν του τὴν τραχείαν καὶ μὲ λαρυγγώδη φωνὴν τῆς ἔλεγε: «Στὸ Κακόρρεμα! Στὸ Μονοπάτι, στὴ Βρύση τοῦ Πουλιοῦ! Στοῦ Γέροντα τὸ Ἐρμητήριο!» Καὶ καθὼς ἐγίνετο ἄφαντος, ἀκόμη ἐπανέλαβε: - «Στὸ Ἐρμητήριο! Στοῦ Γέροντα τὸ Ἐρμητήριο!» Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐξύπνησε τὴν ὥρα τοῦ λυκαυγοῦς μὲ μικρὰν γαλήνην εἰς τὴν ψυχήν, ἐνῷ τὸ κυανοῦν καὶ πορφυρίζον τοῦ στερεώματος καταντικρύ της συνεχέετο μὲ τὸ μαυρογάλανον τοῦ πόντου, καὶ αὔρα, δρόσος, φλοῖσβος, κελάρυσμα ἀπετέλουν ἠδείαν συζυγίαν ἁρμονίας εἰς τὰς αἰσθήσεις της. Ἀπὸ τῆς προχθὲς δὲν εἶχε παύσει νὰ σκέπτεται τὸ ἐρημητήριον ἐκεῖνο, περὶ οὗ τῆς εἶχεν ὁμιλήσει πρὸς τριῶν ἡμερῶν ὁ Καμπαναχμάκης. Εἶχεν ἀκούσει πολλὰ νὰ λέγουν γυναῖκες εὐλαβεῖς περὶ τῶν ἀρετῶν τοῦ Γέροντος ἐκείνου· τοῦ παπ᾿ Ἀκακίου, ὅστις πρὸ ὀλίγου καιροῦ μόνον εἶχεν ἔλθει εἰς τὴν νῆσον, καὶ εἶχε κατοικήσει εἰς τὸν Ἅγιον Σώστην, παλαιὸν ἀναχωρητήριον μετὰ ἐρήμου ναΐσκου, τὸ ὁποῖον ἔκειτο ἐπὶ μικροῦ θαλασσοπλήκτου βράχου, ὅστις ἀπετέλει σκόπελον ἢ μικρὸν νησίδιον παρὰ τὴν βορείαν, μικρὸν πρὸς δυσμᾶς κλίνουσαν, κρημνώδη ἀκτήν, καὶ μὲ τὴν ἄμπωτιν τῶν ὑδάτων, τὸ νησίδιον ἐγίνετο μικρὰ χερσόνησος. Ὁ γέρων παπ᾿ Ἀκάκιος ἦτο, ἔλεγαν, αὐστηρὸς πνευματικός, πλὴν εἶχε τὸ σπάνιον χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν λογισμῶν, κ᾿ ἔφθανε μέχρι προορατικότητος. Αἱ γυναῖκες ἐβεβαίουν ὅτι ἦτο σωστὸς κρυφιογνώστης, καὶ σοῦ ἔλεγε τί εἶχες μέσα σου. Καὶ πολλάκις ἐξωμολόγει τὸν μετανοοῦντα πολὺ περισσότερον ἢ ὅσον αὐτὸς ἤθελε νὰ ἐξομολογηθῆ. Διὰ τὴν Φραγκογιαννοῦ θὰ ἦτο εὐτύχημα, ἂν εἶχεν εἰλικρινῆ ἀπόφασιν νὰ ἐξομολογηθῆ, νὰ εὑρίσκετο εἷς πνευματικὸς ὅστις νὰ τὴν ἀπήλλαττεν ἀπὸ τὸν κόπον καὶ ἀπὸ τὸ φοβερὸν βάσανον τοῦ δισταγμοῦ, λέγων: «Αὐτὸ κι αὐτὸ ἔκαμες!» Ἤρκει νὰ μὴν τὴν ἀπήλπιζε, ἀλλὰ νὰ ἦτο ἱκανὸς νὰ τὴν βοηθήσῃ καὶ νὰ τὴν σώσῃ, – ἀκόμη καὶ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον, εἰ δυνατόν! Τάχα δὲν ὑπῆρξεν εἷς Ἅγιος ὅστις ἔκρυψε καὶ ἔσωσε, μὴ θελήσας νὰ τὸν παραδώση εἰς τὴν ἐξουσίαν, τὸν φονέα τοῦ ἰδίου ἀδελφοῦ του; Πόσω μᾶλλον ὁ παπ᾿ Ἀκάκιος δὲν θὰ ἔσῳζε καὶ θὰ ἔκρυπτεν αὐτήν, ἥτις δὲν εἶχε κάμει κακὸν ἀτομικῶς εἰς τὸν σεβάσμιον ἐρημίτην; Μήπως δὲν ἐπερνοῦσαν καθημερινῶς πλοῖα, γιαλὸ ἢ ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὸν Ἅϊ-Σώστην, καὶ δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὴν φυγάδευση ἂν ἤθελε; Ἡ Χαδούλα εἶχε βαρυνθῆ τὴν μονοτονίαν τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς, καὶ εἶχεν ἀρχίσει ν᾿ ἀδυνατίζῃ πολὺ ἀπὸ τὴν ἀνεπαρκῆ τροφήν. Ἔλαβεν ἀπόφασιν, ἅμα φέξη καλά, νὰ πάρη τὸ καλαθάκι της, καὶ νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ ἄσυλόν της, ὅπως διευθυνθῆ πρὸς τὸν Ἅγιον Σώστην. Ἐκεῖ θὰ ἐξωμολογεῖτο ὅλα τὰ «πάθια της». Καιρὸς μετανοίας πλέον... * * * Ἔφθασαν, ἔφθασαν, οἱ χωροφύλακες! Εἴτε διὰ προδοσίας, εἴτε δι᾿ ἰχνηλασίας, τὴν εἶχαν ἀνακαλύψει... Κατώρθωσαν νὰ κατέλθουν εἰς τὸ Κακόρρεμα, χωρὶς νὰ ἐνοχληθοῦν ἀπὸ τὸν κρημνόν, χωρὶς οἱ λίθοι τῆς σάρας νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ ριφθοῦν κατεπάνω τους, νὰ τοὺς κυνηγήσουν! Ἦτο τὴν αὐγὴν ἅμα ἔφεξεν, ἐνῷ ἡ Φραγκογιαννοῦ ἡτοιμάζετο νὰ διεθυνθῇ διὰ τοῦ συντομωτέρου δρόμου, εἰς τὸν Ἅι-Σώστην, εἰς τὸ Ἐρημητήριον. Ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν ἀνατείλει διὰ νὰ φωτίση ἀκόμη τὴν φαλακρὰν ἀκτήν, τὸ Κουροῦπι, καὶ νὰ στείλη χρυσᾶς ἀκτῖνας εἰς τὴν ἀπότομον κλιτὺν τοῦ Στοιβωτοῦ. Ἡ Φραγκογιαννοῦ τοὺς εἶδεν, ἐτρόμαξεν, ἐπῆρε τὸ καλάθι της, καὶ ἀσθμαίνουσα, ξεγλωσσασμένη, ἔτρεξε τὸν ἀνήφορον, ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν ἄβατον, εἰς τὸ Κλῆμα, πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος. Ἐπέταξε, μὲ λάκτισμα τῶν ποδῶν πρὸς τὰ ὀπίσω, τὰς φθαρμένας ἐμβάδας, «τὰ παλιοκατσάρια της», καὶ ξυπόλητη ἀνερριχήθη ἐπάνω εἰς τὸν κρημνόν. Οἱ δυὸ «νομάτοι» ἔβγαλαν κι αὐτοὶ τὰ τσαρούχια τους, κ᾿ ἔτρεξαν κατόπιν της, εἰς τὸν βράχον τὸν ἀπάτητον, εἰς τὸν χῶρον τῆς ἀπελπισίας, ὅπου ἐβάδιζεν ἐκείνη. Μίαν μόνην στιγμήν, ἡ δύστηνος ἔστρεφε τὴν κεφαλὴν ὀπίσω. Τότε εἶδεν ὅτι οἱ διώκται ἦσαν μὲν δυό, ἀλλὰ μόνον ὁ εἷς ἐφόρει τὴν στρατιωτικὴν στολήν. Ὁ ἄλλος ἔφερεν ἐγχώριον ἔνδυμα, μὲ σελάχι, ἐφωδιασμένον μὲ πιστόλια καὶ χαρμπιά, περὶ τῇ μέσην. Ἐφαίνετο νὰ εἶναι εἷς τῶν ἀγροφυλάκων. Τοῦτο τὴν ἐπτόησε καὶ τὴν ἐφόβισεν. Ἡ ἀπουσία τοῦ ἑνὸς χωροφύλακος ἔδιδεν ἀφορμὴν εἰς ὑποψίας. Μήπως ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν τοῦ κρημνοῦ, πέραν τοῦ βράχου τοῦ ἀξένου της ἀπορρῶγος ἀκτῆς τὴν ἐπερίμενεν ἐνέδρα τις, ὥστε νὰ τὴν κλείσωσιν οἱ σκληροὶ διώκται μεταξὺ δυὸ πυρῶν; Καὶ πάλιν ἡ σύμπτωσις αὐτὴ τὴν ἐπαρηγόρησε καὶ τῆς ἐνέπνευσε μικρὰν ἐλπίδα. Ἐὰν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ «νομάτους» ἦτον πατριώτης, χωρικὸς ἄνθρωπος εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς δημαρχίας, τοῦτο ἴσως ἐσήμαινεν ὅτι οὖτος θὰ ἐξετέλει μᾶλλον ὡς ἀγγαρείαν τὸ κυνήγημα τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχαν ἐπιβάλει καὶ ἴσως μᾶλλον θὰ ἔκοπτε τὴν ὁρμὴν τοῦ ἄλλου, τοῦ χωροφύλακος. Δὲν ἦτο δὲ ἀπίθανον ὁ ἀγροφύλαξ ἐκεῖνος καὶ νὰ ἠσθάνετο μέσα του κρυφὴν συμπάθειαν πρὸς τὴν φεύγουσαν, τὴν διωκομένην, τὴν τρέχουσαν ἐπάνω εἰς τὰ κατσάβραχα, μ᾿ αἱματωμένους τοὺς πόδας, δύστυχη γυναῖκα –περὶ τῆς ἐνοχῆς τῆς ὁποίας δὲν ἦτο κἂν βέβαιος.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα |
![]() |
#6
|
![]() |
|
||||
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἡ Φόνισσα 6
ΙΖ´
Ὕστερον ἀπ᾿ ὀλίγων λεπτῶν τῆς ὥρας κυνηγητόν, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν τοποθεσίαν, τὴν ὁποία ὁ Καμπαναχμάκης εἶχεν ὀνομάσει «τὸ Μονοπάτι στὸ Κλῆμα». Ἦτον βράχος εἰσέχων ἀποτόμως πρὸς τὰ ἔσω, σχηματίζων μικρὸν ζύγωμα, κάτωθεν τοῦ ὁποίου ἔχασκεν ἡ ἄβυσσος, ἡ θάλασσα. Ἄνω τοῦ ζυγώματος τούτου ὑπῆρχε πάτημα ἡμισείας παλάμης τὸ πλάτος, ὅλον δὲν τὸ πέραμα ἦτο τριῶν ἢ τεσσάρων βημάτων. Ὅπως τὸ διέλθη τις, ἔπρεπε νὰ πιασθῆ ἀπὸ τὸν ἄνω βράχον, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, νὰ πατῇ μὲ τὴν πτέρναν, καὶ νὰ βαδίζῃ ἐκ δεξιῶν πρὸς τὰ ἀριστερά. Ἡ ζωή του ἐκρέματο εἰς μίαν τρίχα. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ δὲν ἐδίστασε. Οὔτε ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις ἢ προσφυγή. Δρυμὸς ἄλλος δὲν ὑπῆρχεν ἐπάνω τοῦ βράχου. Ἡ γυνὴ ἐπῆρε τὸ καλάθι της εἰς τοὺς ὀδόντας, ἐπήδησεν ἀποφασιστικῶς, καὶ διέβη αἰσίως τὸ φοβερὸν πέραμα. Ἔφθασαν κατόπιν ἀσθμαίνοντες οἱ δυὸ νομάτοι. Ὁ χωροφύλαξ εἶδε τὸ πέραμα κ᾿ ἐστάθη. - Σοῦ βαστᾷ ἡ καρδιά σου; εἶπε μὲ κρυφὴν χαιρεκακίαν ὁ σύντροφός του. - Δὲν εἶναι ἄλλος δρόμος; - Δὲν εἶναι. - Ἐσὺ θὰ τὸ ῾χης περάσει πολλὲς φορές, εἶπεν ὁ στρατιώτης. - Ἐγώ, ὄχι! ἠρνήθη ὁ ἀγροφύλαξ. - Δὲν ἤσουν τσομπάνης; - Ἐγὼ ἔβοσκα πρόβατα στὸν κάμπο. Ὁ χωροφύλαξ ἐδίστασεν ἀκόμη. - Καὶ νὰ μᾶς ρίξη κάτω μία γυναῖκα! εἶπε. - Δὲν προφτάσαμε νὰ τὴν ἰδοῦμε τὴ στιγμὴ ποὺ περνοῦσε, εἶπεν εἴρων ὁ δραγάτης. Ἂν τὴν ἔβλεπες, θὰ σοῦ ῾κανε καρδιά. - Ἀληθινά; - Δὲν ξέρεις πόσες φορὲς δίνουν τὸ παράδειγμα οἱ γυναῖκες! εἶπεν ὁ ἀγροφύλαξ. Σὲ κάμποσα πράγματα, δείχνουν πολὺ κουράγιο. - Κ᾿ ἐγὼ θὰ περάσω! εἶπεν ὁ χωροφύλαξ. - Ἐμπρός! Ὁ χωροφύλαξ ἔβγαλε τὸ ἀμπέχονόν του, καὶ τὸ ἔτεινεν εἰς τὸν σύντροφόν του, μείνας μὲ τὸ ὑποκάμισον. Ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. - Ἂν περάσω πέρα, μοῦ τὸ ρίχνεις, εἶπε. Ἐδοκίμασε νὰ πατήση ἐπὶ τοῦ στενοῦ, ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν βράχον. Μετὰ ἓν βῆμᾳ ὠπισθοδρόμησε. - Μ᾿ ἔπιασε ζαλάδα, εἶπεν. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Φραγκογιαννοῦ, τρέχουσα, εἶχεν ἀνηφορίσει, καὶ ἀνήρχετο ὑψηλότερα εἰς τὴν ἀκτήν. Ἀποκαμωμένη, ἤσθμαινεν, ἐφύσα. Ἐπήγαινε, κ᾿ ἐστέκετο ἐπὶ μίαν ἀνεπαίσθητον στιγμήν, κ᾿ ἔτεινε τὰ ὦτα ἀκροωμένη. Ἤθελε νὰ βεβαιωθῆ ἂν θὰ διέβαινον τὸ πέραμα οἱ δυὸ διώκται της. Ἀλλὰ δὲν ἤκουε τίποτε. Ἀπὸ τὴν βραδύτητα αὐτὴν ἐσυμπέρανεν ὅτι οἱ δυὸ «νομάτοι» ἐδίσταζον πολὺ νὰ περάσουν τὸ μονοπάτι. Τέλος, ἔφθασεν εἰς τοῦ Πουλιοῦ τὴν Βρύση, ὅπως τὴν εἶχεν ὀνομάσει ὁ Καμπαναχμάκης. Ἦτο μιὰ πηγὴ ἐπάνω εἰς ὑψηλὸν βράχον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐσχηματίζετο μικρὸν ὀλισθηρὸν ὀροπέδιον ἀπὸ χῶμα, γεμάτον ἀπὸ βρύα καὶ ἄλλα ὑγρὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔπλεον εἰς τὸ νερόν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐπάτει καλὰ διὰ νὰ μὴ γλιστρήση καὶ πέση. Ἀπὸ τὴν βρύσιν ἐκείνην, πράγματι, μόνον τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ ἠδύνατο νὰ πίνουν. Ἡ Χαδούλα ἔκυψε κ᾿ ἔπιε... - Ἄχ! καθὼς πίνω ἀπ᾿ τὴ βρυσούλα σας, πουλάκια μου, εἶπε, δῶστε μου καὶ τὴν χάρη σας, νὰ πετάξω!... Κ᾿ ἐγέλασε μοναχή της, ἀποροῦσα ποὺ εὗρε τὸν ἀστεϊσμὸν αὐτὸν εἰς τοιαύτην ὥραν. Ἀλλὰ τὰ πουλιά, ὅταν τὴν εἶδαν, εἶχαν ἀγριεύσει, κ᾿ ἐπέταξαν ἔντρομα... Ἐκάθισε, δίπλα εἰς τοῦ Πουλιοῦ τὴν Βρύση, διὰ νὰ ξαποστάση καὶ πάρη τὸν ἀνασασμόν της. Σχεδὸν εἶχε βεβαιωθῆ πλέον ὅτι οἱ δυὸ «νομάτοι» δὲν εἶχαν κατορθώσει νὰ διαβῶσι τὸ Μονοπάτι στὸ Κλῆμα. Ἀλλὰ δὲν ἠσθάνετο ἀσφάλειαν, ἡ δύστηνος, καθημένη ἐκεῖ. Ὅθεν, μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της, κ᾿ ἔτρεξεν τὸν κατήφορον. Τώρα πλέον ἐπήγαινεν ἀποφασιστικῶς εἰς τὸν Ἅι-Σώστην, εἰς τὸ Ἐρημητήριον. Καιρὸς ἦτο, ἂν ἐγλύτωνε, νὰ ἐξαγορευθῇ τὰ κρίματά της εἰς τὸν γέροντα, τὸν ἀσκητήν. Εἰς ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας κατῆλθε τὴν ἀκτήν, κ᾿ ἔφθασεν εἰς τὰ χαλίκια τοῦ αἰγιαλοῦ, εἰς τὴν ἄμμον. Ἀντίκρυσε τὸν ἁλίκτυπον βράχον, ἐπάνω εἰς τὸν ὁποῖον ἐφαίνετο ὁ παλαιὸς ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Σῴζοντος. Ὁ λαιμὸς τῆς ἄμμου, ὁ ἑνώνων τὸν μικρὸν βράχον μὲ τὴν στερεάν, μόλις ἀνεῖχεν ἕνα δάκτυλον ὑπεράνω τοῦ κύματος. Τώρα ἤρχιζε νὰ γίνεται πλημμύρα. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐστάθη κ᾿ ἐδίστασε. «Τάχα δὲν θὰ ... ξαναγίνῃ ρηχὴ σε λίγη ὥρα; εἶπε. Γιατί νὰ βιαστῶ τώρα, νὰ γίνω μούσκεμα;» Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἤκουσε θόρυβον ὄχι μικρὸν ἐπὶ τοῦ κρημνοῦ. Δυὸ ἄνδρες, ὁ εἷς στρατιωτικός, ὁ ἄλλος πολίτης, μὲ δυὸ τουφέκια ἐπ᾿ ὤμου, κατήρχοντο τρέχοντες τὸν κατήφορον. Ὁ πολίτης δὲν ἦτον ὁ δραγάτης τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀφήσει ὀπίσω, μὲ τὸν ἕνα χωροφύλακα, ἦτον ἄλλος, κ᾿ ἐφόρει φράγκικα. Αὐτὴ λοιπὸν ἦτο ἡ ἐνέδρα, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑποπτεύσει εὐλόγως αὐτή, μὲ τὴν ὁποίαν ἠθέλησαν νὰ τὴν βάλουν εἰς τὰ στενά; Ἰδοὺ ὅτι τώρα τὴν ἔφθαναν. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἔτρεξεν, ἔκαμε τὸν σταυρόν της, κ᾿ ἐπάτησεν ἐπάνω εἰς τὸ πέραμα τῆς ἄμμου. Ἡ ἄμμος ἦτον ὀλισθηρά. Τὸ κῦμα ἀνήρχετο, ἐφούσκωνε. Ἡ γυνὴ δὲν ὠπισθοδρόμησε. Δὲν εἶχεν ἄλλην σανίδα σωτηρίας. Οὔτε αὐτήν, τὴν παροῦσαν, μάλιστα δὲν εἶχε. Τὸ κῦμα ἀνέβαινεν, ἀνέβαινε. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἐπάτει. Ἡ ἄμμος ἑνέδιδε. Οἱ πόδες της ἐγλιστροῦσαν. Ὁ βράχος τοῦ Ἁγίου Σῴζοντος ἀπεῖχε περὶ τὰς δώδεκα ὀργυιὰς ἀπὸ τὴν ἀκτήν. Ὁ λαιμὸς τῆς ἄμμου, τὸ πέραμα, θὰ ἦτο πλέον ἢ πεντήκοντα βημάτων τὸ μῆκος. Τὸ κῦμα τὴν ἔφθασεν ἕως τὸ γόνυ, εἶτα ὡς τὴν μέσην. Ἡ ἄμμος ἐγλιστροῦσε. Ἐγίνετο βάλτος, λάκκος. Τὸ κῦμα ἀνῆλθεν ἕως τὸ στέρνον της. Οἱ δυὸ ἄνδρες, οἵτινες τὴν ἐκυνήγουν, ἔρριψαν μίαν τουφεκιὰν διὰ νὰ τὴν πτοήσουν. Εἶτα ἠκούσθησαν αἱ φωναί των, φωναὶ ἀλαλαγμοῦ καὶ βεβαίας νίκης. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀπεῖχεν ἀκόμη ὡς δέκα βήματα ἀπὸ τὸν Ἅϊ-Σώστην. Δὲν εἶχε πλέον ἔδαφος νὰ πατήση· ἐγονάτισεν. Εἰς τὸ στόμα της εἰσήρχετο τὸ ἁλμυρὸν καὶ πικρὸν ὕδωρ. Τὰ κύματα ἐφούσκωσαν ἀγρίως, ὡς νὰ εἶχον πάθος. Ἐκάλυψαν τοὺς μυκτῆρας καὶ τὰ ὦτα της. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸ βλέμμα τῇ Φραγκογιαννοῦς ἀντίκρυσε τὸ Μποστάνι, τὴν ἔρημον βορειοδυτικὴν ἀκτήν, ὅπου τῆς εἶχον δώσει ὡς προῖκα ἕνα ἀγρόν, ὅταν νεανίδα τὴν ὑπάνδρευσαν καὶ τὴν ἐκουκούλωσαν, καὶ τὴν ἔκαμαν νύφην οἱ γονεῖς της. - Ὦ! νὰ τὸ προικιό μου! εἶπε. Αὑταὶ ὑπῆρξαν αἱ τελευταίαι λέξεις της. Ἡ γραῖα Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατο εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἐνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα |
![]() |
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
Εργαλεία Θεμάτων | |
Τρόποι εμφάνισης | |
|
|