«Πόσο αγάπησα την Ελλάδα, εγώ η Αλβανή»
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Γυναίκες μετανάστριες ενώνουν τη φωνή τους μέσα από το δικό τους δίκτυο στη δεύτερη πατρίδα τους, την Ελλάδα. Είναι το «δίκτυο γυναικών μεταναστριών» που ίδρυσαν πέρυσι στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν αρχικά τις πνευματικές τους αναζητήσεις. Οι φωνές αυξήθηκαν από γυναίκες που έχουν ξεπεράσει το στάδιο της επιβίωσης, της απόγνωσης, την αναζήτηση της προσωπικής τους ταυτότητας και τώρα αγωνίζονται για την επιμόρφωση των παιδιών τους. Περίπου 150 μετανάστριες που ζουν στη Θεσσαλονίκη, στην Κόρινθο και στον Βόλο μετέχουν πλέον στο δίκτυο, επιδιώκοντας μια «κοινωνία με ίσα δικαιώματα». «Φωνές γυναικών» τιτλοφορούν τη δεύτερη εκδήλωσή τους που οργανώνουν αύριο στο Γερμανικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης. Τα παιδιά τους θα ερμηνεύσουν μελωδίες του Μπετόβεν και του Στράους, ενώ θα ακουστούν ποιήματα από λογοτέχνες μετανάστριες.
«Θα ήθελα να κλείσετε τα μάτια σας για λίγο και να φανταστείτε πώς είναι να είναι κανείς μετανάστρια», προτείνει η κ. Εβις Κάγια, φιλόλογος, δημοσιογράφος και λογοτέχνης, προεδρος του Δικτύου. «Αυτό που για τους περισσότερους από εσάς φαίνεται να είναι μία από τις συνηθισμένες δοκιμασίες και βάσανα της καθημερινότητας, για κάθε μετανάστρια αποτελεί μια επώδυνη προσπάθεια για επιβίωση που φαίνεται ότι ποτέ δεν θα σταματήσει»
Η Εβις Κάγια, από την Αλβανία, λέει ότι «η ελπίδα μας συντηρεί στη ζωή. Η ελπίδα μας κάνει να πιστεύουμε ότι ο κόσμος αλλάζει», σημειώνει η Κάγια επικαλούμενη τον Βίκτωρα Ουγκώ που έλεγε ότι υπάρχει φωτιά στα μάτια των νέων, αλλά θα έπρεπε να υπάρχει και φως στα μάτια των γερόντων.
Καθηγήτρια πιάνου, φιλόλογος και ψυχολόγος η κ. Αννα Καπία, εδώ και 15 χρόνια στην Ελλάδα, ασχολείται με την εκπαίδευση των παιδιών παλιννοστούντων και αλλοδαπών στα διαπολιτισμικά σχολεία και με τη μουσική τους μόρφωση. «Ολο και περισσότερες μητέρες μετανάστριες προσφέρουν στα παιδιά τους μουσική παιδεία», αποκαλύπτει. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες επιδιώκουν τη μουσική καλλιέργεια των παιδιών τους γιατί πιστεύουν, όπως λέει, ότι έτσι θα τους απομακρύνουν από τον δρόμο της εγκληματικότητας.
Την προσωπική της ιστορία διηγείται η κ. Ανίλα Ρέζντα. Στον λόγο της «Πόσο αγάπησα την Ελλάδα εγώ η Αλβανίδα», η Αλβανή φιλόλογος, φιλτράρει τα βιώματα μιας δεκαετίας: «Κάθε μέρα μου περνούσε μέσα σε ένα διαμέρισμα που με όσα ήξερα και μπορούσα, εξυπηρετούσα την ευτυχία τους», λέει. «Ξεσκόνιζα τα πάντα για να λάμπουν και να τους θυμίζουν την πρώτη ημέρα που αγόρασαν το σπίτι τους. Ημουν και δεν ήμουν για κανέναν. Η Αλβανία δεν ήξερε πού ήμουν, η Ελλάδα άκουγε κάπου κάτι για μένα. Οι μόνες χαρές ήταν οι μέρες πληρωμής. Μόνο τότε όλοι θυμόνταν ότι κάπου, σε μια γωνιά της γης ζούσα εγώ η Αλβανίδα. Σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Μιλάω και γράφω τη γλώσσα που γράφτηκε η αγάπη, ο πόνος, η κουλτούρα της ανθρωπότητας. Μακάρι να μπορούσα να πω ότι όλα θα τελειώσουν, να μη διστάσω να φωνάξω «ξέρετε, είμαι Aλβανίδα». Κι ο άλλος να μου χαμογελάσει και να μιλήσει μαζί μου απλά και ανθρώπινα».
Πηγή : Καθημερινή
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
|