Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase. H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη. |
|
|
|
Εργαλεία Θεμάτων | Αξιολογήστε το θέμα | Τρόποι εμφάνισης |
#1
|
|
||||
Στη φωτιά...
Έχω ξαναπεί κατά καιρούς πως γράφω σε μια μηνιαία συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου εφημερίδα. Έτσι, γιατί μ' αρέσει. Τη στήλη μου την έχω ονομάσει "ελεύθερο θέμα" κι εκεί έχω το δικαίωμα να σχολιάσω ό,τι εμπνευστώ για κάθε μήνα. Συνήθως με καυστική χιουμοριστική διάθεση.
Σπανίως μου ζητείται να αναφερθώ σε κάτι συγκεκριμένο. Όπως την τελευταία φορά... Ο εκδότης μου ζήτησε να γράψω για τις φωτιές. Όταν κάθισα να το σκεφτώ, μου κόπηκε και το χιούμορ, μου κόπηκε και η καυστική διάθεση. Ο λόγος που βάζω αυτό το άρθρο στα αληθινά συναισθήματα, είναι γιατί ως τέτοιο ξέσπασε ξαφνικά μές στο κεφάλι μου σα χείμαρρος. Αυτήν την εικόνα είχα στο μυαλό μου. Αυτή η συγκινησιακή φόρτιση βγήκε σ' αυτές τις γραμμές... 07.September.zip
__________________
Δε χάνεται η ελπίδα τελευταία... Τελευταία χάνεται η ψυχή όταν χάσει την ελπίδα της... |
#2
|
#3
|
|
||||
χωρίς σχόλια...
__________________
|
#4
|
|
||||
Και να είσαι σίγουρη ότι βγήκε από σένα και βρήκε τις καρδιές μας.
Μπορώ να ζητήσω την άδεια να βγάλω όλο το κείμενο σε μήνυμα; Είναι δυνατόν ή λόγω του περιοδικού δεν γίνεται;
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα |
#5
|
|
||||
Στέλιο, θα θυμάσαι ένα βράδυ που είμασταν οι δυο μας αργά στη βάση και σου 'λεγα πόσο άδικα μαραίνονται οι ανεμώνες... Πως έγραφα κάτι που μου είχε ματώσει την ψυχή... Δεν πιστεύω η εφημερίδα να είναι πρόβλημα. Άλλωστε μοιράζεται μόνο στις εταιρείες. Περίμενα μέχρι να εκδοθεί, ήμουν δίκαιη. Οπότε μπορείς.
__________________
Δε χάνεται η ελπίδα τελευταία... Τελευταία χάνεται η ψυχή όταν χάσει την ελπίδα της... |
#6
|
|
||||
Ιδού το κείμενο της Άννας
Ελεύθερο θέμα... Όχι! Δεν είναι θέμα αυτό ελεύθερο. Δεν είναι πνεύμα απελευθερωμένο. Δέσμιο στα σημεία του εγκεφάλου, τα πιο απόκρυφα εγκλωβισμένο, χτυπάει τα δεσμά του για να βγει. Αυτά της ηθελημένης λήθης, που όμως η συνείδηση κι η έστω ελάχιστη ανθρωπιά δεν αφήνουν να χάνονται οι μνήμες, να φεύγει ο άνθρωπος, να μένει μοναχό του εκείνο το κτήνος που δεν αναγνωρίζει άλλον άνθρωπο, δεν καταλαβαίνει πατρίδα, δε συναισθάνεται αγάπη, δεν οραματίζεται το μέλλον – πιθανότατα γιατί δεν έχει. Φυλακισμένο είναι στα όριά του, τα ατσαλένια κι αδιάσπαστα. Εκείνα τα όρια του λογικού, που δεν μπορεί να συλλάβει το παράλογο, το απάνθρωπο, το απεχθές. Περιορισμένα τα όρια του ανθρώπου που σήκωσε το ανάστημα ψηλά και κοίταξε κατάματα τον ήλιο, θέλησε να κοντράρει τον ίδιο το Θεό. Περιορισμένο στο χώμα το σκουλήκι που τ’ ανασκάλευε, θέλησε να σηκώσει το κεφάλι κι άρχισε να παιδεύει το σερνάμενο κορμί στο ροζιασμένο κορμό του γηραλέου δένδρου. Έφτασε στο τελευταίο κλαρί κι εκεί ευχαρίστησε το μεγάλο του Δημιουργό για την αφθονία και τη σιγουριά της καρπερής γης. Και το σκουλήκι γύρισε πίσω στα χώματά του, γιατί ήξερε πως εκεί ανήκει στην αιωνιότητα. Ο άνθρωπος όμως έμεινε ψηλά, υπεροπτικά αντιμετωπίζοντας τον Πλάστη του. Κοντράρισε τη φύση του, την ίδια του την ύπαρξη, τον σκοπό του περνώντας απ’ αυτόν τον πλανήτη που του τον έδωσαν δανεικό, απ’ την πατρίδα που άλλοι πάλεψαν για να του αφήσουν ελεύθερη. Κι εκεί πάνω στον πόλεμο, γυρνάει τα φύλλα του το νιο κλαράκι και παρακολουθεί τη μάχη. Φοβισμένο από την πύρινη καρδιά, κρύβεται στα φυλλώματα των τεράστιων πολύχρονων δένδρων που κοιτούν ατάραχα την αντάρα, γιατί ανθρώπινες αντάρες μέσα στους αιώνες έχουν ξαναδεί. Γυρνάει ο Πάνας με τον αυλό του, πετάγεται από πλαγιά σε πλαγιά, πιάνει τις κορφές τις απάτητες, το όνειρο το άπιαστο του τέρατος να κατακτήσει τ’ ανεξερεύνητο, να πάει πιο ψηλά κι από ψηλά, να γίνει τιμωρημένος και τιμωρός. Κι αντί για ήχους ρομαντικούς κι ελπιδοφόρους, βγάζει ο αυλός αχό, κλάμα και θρήνο, και ιάμβους πολεμικούς. Ενός πολέμου άγνωστου, πρωτόγνωρου και άδικου. Αόρατος είναι ο εχθρός και μόνο στον καθρέφτη το ον το υπέρτατο, το ον το έξυπνο, το λογικό, αναγνωρίζει το είδωλό του να επιτίθεται, να κόβει μόνο του την ανάσα της ζωής. Ματιές φλογίζονται από πείσμα, το χέρι γίνεται γροθιά και η γροθιά χτυπά τους ουρανούς. Κρύβει τον ήλιο και το φεγγάρι, γεμίζει το τοπίο χρώμα μαύρο, στάχτη, καταστροφή κι απελπισιά. Χάσαμε πάλι τον Παράδεισο, φάγαμε όλους τους καρπούς. Γυναίκες, άντρες και παιδιά, γέροντες που φτιάξαν την ιστορία αυτού του τόπου, τρέχουν με αλαλαγμούς βουβούς. Ο πόνος σε ύπουλο παιχνίδι χορεύει με τις φλόγες και κυνηγά τον κατακτητή. Δεν ήταν ο παράδεισος αυτός δικός του, δεν είχε το δικαίωμα να τον οικειοποιηθεί. Μες στους αλαλαγμούς γελάει χαιρέκακα εκείνο το πινέλο το πορτοκαλί, το πύρινο το κόκκινο το φλογισμένο. Χορεύει αδίστακτα στους αιθέρες, δείχνει τη δύναμη την ανεξέλεγκτη, υποτάσσει τη θέληση, το μυαλό και τη λογική. Ανεβαίνει περήφανα εκεί ψηλά, εκεί που έστησε το τέρας τον πόλεμό του, γίνεται μαύρο, κλείνει στα σπλάχνα του αβοήθητους, έρημες μάνες με παιδιά στην αγκαλιά. Αλαφιασμένο το υπέρτατο ον αυτού του Θεού που έπαψε ν’ αναζητάει μέσα στα δείγματα της ζωής, τρέχει απελπισμένα ζητώντας βοήθεια στα πέρατα της γης. Η γη η απότιστη, η διψασμένη φτύνει την ανέχειά της, ξερνάει τώρα την ανημποριά. Άφωνος ο κόσμος την κοιτάει να καταστρέφει και να καταστρέφεται κι ακούει τους ήχους του Πανός να γίνονται ένα σπασμωδικό μοιρολόι, ένα κλάμα ειρωνικό που τρυπάει το μυαλό και σκίζει τα σπλάχνα. Άνοιξε η γη τα σπλάχνα της, έσταξε το δάκρυ το τελευταίο. Στέγνωσε πια, κουράστηκε στο τέρας να μιλάει κι αυτό ν’ ακούει μόνο τη δική του τη φωνή. Παρέδωσε, εγκατέλειψε, ήτανε άνισος ο αγώνας και ο εχθρός σκληρός. Δεν κερδίζονται οι μάχες όταν σε πολεμάει ο ίδιος σου ο εαυτός, όταν το είναι σου τραντάζεται και προκαλεί την καταστροφή. Δεν παλεύεται ο άνθρωπος όταν προσπαθεί να φτάσει τη φύση. Δεν παλεύεται η φύση όταν την προκαλεί ο άνθρωπος. Έχει ονόματα πολλά η καταστροφή. Την είπαν «εκμετάλλευση», την είπαν «επίθεση», μέχρι κι «ασύμμετρο εχθρό». Τι σημασία έχει πια, όταν και το σκουλήκι ακόμα δεν υπάρχει τη γη ν’ ανασκαλέψει για να τραφεί. Όταν η ρίζα δεν έχει ανάγκη πια το χώμα να αναθρέψει τη ζωή. Όταν η ζωή έχει χάσει την ψυχή της. Τι σημασία έχει πια, όταν το ανθρώπινο είδωλο στον καθρέφτη γίνεται τέρας καταστροφής, όταν η καταστροφή είναι αλόγιστη κι ολοκληρωτική. Οι Κένταυροι ασέλωτοι, μαζεύονται απ’ άκρου εις άκρον για να δουν. Το δέντρο νιώθει την κάψα του εδάφους, στύβει το χυμό που εξατμίζεται μες στον κορμό του, παίρνει φωτιά και καταστρέφεται αυτοστιγμεί από την πύρινη ματιά του τεράτου. Βογγάει ο Ωκεανός και κλαίει η μάνα Θάλασσα, να το αντέξει δεν μπορεί. Κοιτάει ψηλά το απάτητο βουνό και βλέπει τον Πάνα να στριγγλίζει και τον αυλό να πέφτει στη φωτιά. Κοιτάει με ζήλο μα δεν μπορεί να φτάσει τ’ αψηλό βουνό. Μουγκρίζουν τα σιδερένια πουλιά. Και η κοιλιά τους αγγίζει μ’ ανακάτεμα και καταπίνει αγριεμένα το νερό. Πετούν ψηλά, πιο πάνω, πέρα απ’ το βουνό και φτύνουν αλόγιστα πάνω στο στεγνωμένο έδαφο, στο αμαυρωμένο δέντρο, στο πεινασμένο ελάφι που τρέχει απελπισμένο να βρει τα μικρά του, να περισώσει ό,τι μπορεί απ’ τη φωλιά. Μουγκρίζουν τα πουλιά, αετοί στον ουρανό αγριεμένοι κάνουνε κύκλους πάνω στην πιο ψηλή, στην πιο καυτή κορφή. Τα αετόπουλα άφωνα κοιτάζουν τον πατέρα που για τον πόλεμο έχει ξεχυθεί, ενώ η μάνα τρομαγμένη προσπαθεί να τα κρύψει κάτω από τις φτερούγες πριν απ’ τη λαίλαπα κι αυτή καψαλιστεί. Ο αετός απελπισμένος, τ’ αετόπουλά του έχουνε άδικα χαθεί, χύνεται πιότερο τώρα δα στη μάχη, από το μίσος τυφλωμένος κι απ’ τον πόνο δεν μπορεί να δει. Υψώνεται κι άλλο το βουνό αγριεμένο κι από τη θλίψη δεν μπορεί να ελεγχθεί. Τι σας έκανα; Τι μαρτυράω; Γιατί με βασανίζει το κτήνος το καυτό, το αιμοβόρο; Πετάγονται οι κραυγές σε Δύση και σ’ Ανατολή. Μα ο αετός έχει ήδη τυφλωθεί. Τη μάχη όμως δεν αφήνει πριν τη νίκη του να δει. Ορμά βαρύς και ασυλλόγιστος και το βουνό του πάει να βρει. Θρύψαλα τα κορμιά, φτερά τα αετόπουλα, χάνονται μέσα στην καταστροφή. Και το βουνό δεν αναγνωρίζει πια τροφή. Ορμάει απελπισμένο διέξοδο να βρει. Παίρνει στο πέρασμα μαζί του την καταστροφή. Ζώα, πουλιά κι ανθρώπους δε θε να ξαναδεί. Όλα καμένα. Όλα μαύρα. Απελπισία η ζωή... Κοιτάει πάλι το είδωλό του στον καθρέφτη. Το κτήνος έχει απελπιστεί. Χάθηκε η λάμψη πίσω του και όλα έχουν γίνει κόκκινο της κόλασης, μαύρο της ψυχής της μαύρης έχει παντού ζωγραφιστεί. Κλαίνε παιδιά και μάνες, μα και γέροι. Κλαίει η φύση γοερά γι’ αυτό που έχει συμβεί. Κλαίει και το είδωλό του στον καθρέφτη γιατί το κτήνος από την αμυαλιά του έχει τιμωρηθεί. Πίσω χορεύουν ξέφρενα οι Ερινύες μα πλέον είναι αργά, το μυαλό έχει χαθεί. Ανάθεμα τον Προμηθέα που έφερε την τέχνη της φωτιάς στη γη! Στρέφει το ον το υπέρτατο τη θολωμένη του ματιά στον ουρανό και το Θεό παρακαλεί. Απλώνει χέρι απελπισμένο, όμως το βλέμμα του Θεού έχει στραφεί. Πόσες φορές θα κάψεις τον Παράδεισό σου; Πόσες φορές το αμάρτημα μάθημα δεν θα σου γενεί; Γυρνάει η μάνα μες στις στάχτες, τα παιδιά της θε να βρει. Κλαίει με μάτια άψυχα, μαυρισμένα, και μόνο μες στα κούτσουρα, κούτσουρο το κορμί. Κούτσουρο αγκαλιάζει και το χαμένο της παιδί θρηνεί. Ξυπόλυτο μωρό, τιμωρημένο για αμαρτία που δεν έχει γενεί, στρέφει το βλέμμα στο Θεό του, βλέπει το δάσος που χρώμα άλλο έχει βρει. Καίγονται οι μικρές πατούσες, γεμίζει δάκρυα η ματιά. Ψάχνει τη μάνα την καμένη που δεν υπάρχει πια. Τι σου ‘φταιξα εγώ ο μικρός, ο αγγελοκαμωμένος; Τι μ’ έστειλες στον κόσμο αυτό για να χαθώ; Και τι θα κάνω εγώ ορφανεμένος, από ψυχή, και μάνα, κι από Θεό; Τι έκανα για να θέλω τιμωρία τόσο μεγάλη; Τώρα δε βρίσκω ούτε να σταθώ. Ακούει το κλάμα της μάνας και πονά ο γέρος. Ακούει το παιδί και γονατεί. Θε μου, τι έφταιξα ο πικραμένος; Εγώ την έθρεψα αυτή τη γη. Την έφτιαξα να τη δώσω στα παιδιά μου, δώρο μαζί με τη δική μου την ψυχή. Ποιο τέρας θέλει τούτη τη ζωή; Σπάει το είδωλο μέσα στον καθρέφτη, χίλια κομμάτια να γενεί. Το ματωμένο πρόσωπο κρύβει το κτήνος, στα φονικά του χέρια θέλει να πνιγεί. Και όμως, δεν υπάρχει τιμωρία κι η λύτρωση δε θε να ‘ρθεί. Μέχρι κι η κόλαση τον φτύνει μακριά της γιατί κι αυτή δε θέλει να καταστραφεί. Τι σχέδια είχε κειό το φίδι, όταν το πρώτο μήλο του έδινε για να τραφεί; Γιατί τον έβαλε στον πειρασμό, γιατί του δίδαξε πόσο μπορεί να μεγαλώσει την καταστροφή; Θλίβεται ο Ήλιος και σκοτεινιάζει. Βλέπει το χρώμα του ν’ απλώνεται ξανά στη γη. Μόνο που τώρα δεν τη φωτίζει, δεν τη ζεσταίνει, και τη χαρά της δεν ξυπνεί. Δεν είναι το δικό του χρώμα. Στ’ αλήθεια... Όχι! Δεν μπορεί... Κόκκινο είναι του αιμάτου, μαύρο της νύχτας που δε νοσταλγεί. Κόκκινο που δεν είναι της αγάπης. Μαύρο που δεν είναι του ωκεανού βαθύ. Κόκκινο της αντάρας και του πολέμου, μαύρο πιο μαύρο κι απ’ την κακιά ψυχή. Έσκυψε η Σελήνη για ν’ αγκαλιάσει, μαζί με την αγάπη και τη ζωή. Έσκυψε μία στάλα για να ρίξει, λίγη γαλήνη στην ανθρώπινη ζωή. Μα η λαίλαπα άλλα όνειρα είχε σχεδιάσει, κι αυτή τη νύχτα αρχίζει απ’ την αρχή. Το αιμοβόρο τέρας συνεχίζει και το ανθρώπινο κτήνος του δίνει να τραφεί. Σπάζουν τα είδωλα μέσα στους καθρέφτες, καμία λάμψη δε μένει πλέον να φανεί. Σα λυσσασμένη Λερναία Ύδρα που Ηρακλή δεν βρίσκει για να καταστραφεί. Χύνονται τα κορμιά στη νύχτα και τη μέρα, να περισώσουν ό,τι μένει να σωθεί. Μα τα είδωλα απ’ το σπασμένο τζάμι, τόσα πολλά έχουν γενεί. Καίγεται το φιλότιμο, η αγάπη. Καίγεται τ’ όνειρο, η ανθρώπινη ψυχή! Σηκώνει πάλι τ’ ανάστημά του, το τέρας ό,τι βρει να καταπιεί. Γελάει χαιρέκακα το κτήνος, τη δύναμή του βλέποντας τη θολερή... Κλαίει ο Θεός ο ίδιος, το δημιούργημά του έχει χαθεί. Τι έκανα; Τι σου ‘δοσα; Ποιος είσαι; Πώς τον Παράδεισο έχεις αρνηθεί; Ποια διεστραμμένη σκέψη σε φουντώνει, ποιο μίσος σε καθοδηγεί; Κλαίει κι η μάνα ακόμα εκεί κρατώντας, το κούτσουρο φιλάει και θρηνεί. Κλαίει και το παιδί στο χώμα, το δρόμο ακόμα ψάχνει για να βρει. Χαμένος τριγυρνά ο γέρος, κλαίει του ανθρώπου την τροφή. Και μουρμουράει, και πάει πικραμένος, απάντηση ποτέ του δε θα βρει. Θέ μου, γιατί έκανες δυνατό τον άνθρωπό σου; Γιατί σ’ έναν ανόητο έδωσες τη δύναμη αυτή; Την έκτη μέρα της δημιουργίας, τόσο πολύ είχες κουραστεί; Με λένε Άννα... ...παρεμπιπτόντως Δαρδάλη
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Xenios : 11-10-07 στις 13:10 |
#7
|
|
||||
Εξαιρετικο κειμενο. Μιλάει στην ψυχη μας
|
#8
|
|
||||
φιλεναδα ειναι υπεροχο σου το ειπα ηδη...Συγκλονιζεις....
__________________
...When there's nothing left to burn, you have to set yourself on fire.... |
#9
|
|
||||
Πράγματι...
__________________
|
#10
|
|
||||
Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου.....
__________________
Omnes ad Forum ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ!!!! |
#11
|
|
||||
..........είπε άφρων εν τη καρδια αυτού.
Μπράβο Αννούλα, έτσι να ξεχειλίζεις σαν τα αηδόνια που καρφώνονται στο αγκάθι στο τελευταίο τους γλυκό κελάηδημα,,,,
__________________
Omnes ad Forum ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ!!!! |
#12
|
|
||||
Πολύ όμορφο.
Το τελευταίο βέβαια σχόλιο δεν το κατάλαβα... Τα αηδόνια καρφώνονται σε κάποιο αγκάθι και ξεχειλίζουν;
__________________
Για λόγους οικονομίας έσβησε το φως στο τούνελ... |
#13
|
|
|||
Mιλαει στην ψυχη....
__________________
I attract whatever I desire... |
#14
|
|
||||
...
__________________
Ό,τι προλάβουμε |
#15
|
|
||||
απο παραμυθι του αντερσεν η των αδελφων γκριμ νομιζω...
__________________
μιαπαπιαμαποιαπαπια Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Xenios : 12-10-07 στις 21:44 |
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
|
|