![]() |
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase. H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη. |
|
Κεντρική σελίδα |
Λίστα Μελών | Games | Σημειώστε όλα τα forums ως διαβασμένα | Σημειώστε όλα τα forums ως διαβασμένα |
|
![]() |
|
Εργαλεία Θεμάτων | Τρόποι εμφάνισης |
![]() |
#1
|
![]() |
![]() |
#2
|
![]() |
|
||||
Ερευνητικά προβλήματα
Η έρευνας της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας είχε εξ αρχής να αντιμετωπίσει πολλά και δυσεπίλυτα προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά οξύνονταν συχνά ακόμη περισσότερο από εθνικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους, όπως συμβαίνει με επιστημονικά αντικείμενα - η γλώσσα είναι χαρακτηριστική περίπτωση - που έχουν εθνικές ή κοινωνικές προεκτάσεις. Θα θίξω, με μεγάλη συντομία, μερικά από αυτά. Η προέλευση της Ελληνικής υπήρξε ένα σημαντικό θέμα που απασχόλησε τους ιστορικούς της γλώσσας. Με την ίδρυση της επιστήμης της γλώσσας, της γλωσσολογίας (το 1816) διαπιστώθηκε από τους μελετητές μια στενή δομική (γραμματική και συντακτική) και λεξιλογική σχέση της Ελληνικής με άλλες ευρωπαϊκές και μη γλώσσες: αρχικά με τη Λατινική, τη Γοτθική (αρχαία Γερμανική) και τη Σανσκριτική (αρχαία Ινδική), έπειτα με τις γερμανικές γλώσσες γενικότερα (Γερμανική, Αγγλική, Ολλανδική, Νορβηγική, Δανική, Σουηδική) με τις σλαβικές (Ρωσική, Σερβική, Πολωνική κ.α.) με την αρχαία Περσική, την αρχαία Χεττιτική, με τις ιταλικές γλώσσες, με την Αλβανική, με την Κελτική και την Ταχαρική. Αυτό οδήγησε στη λεγόμενη ινδοευρωπαϊκή θεωρία, ότι δηλ. οι γλώσσες αυτές έχουν στενή γενετική σχέση μεταξύ τους, αποτελούν ιδιαίτερη οικογένεια γλωσσών (άλλη από τις ουραλοαλταϊκές γλώσσες, τις αφρικανικές, τις ινδιάνικες, τις σημιτικές, την κινεζική, κ.λπ., που αποτελούν άλλες μεγάλες γλωσσικές οικογένειες). 'Ετσι ερμηνεύεται και η στενή σχέση που εμφανίζουν μεταξύ τους σε αντίθεση με όλες τις άλλες γλώσσες που υπάρχουν (περ. 2.700). Η θεωρία αυτή είναι καθολικά σχεδόν παραδεκτή από τους γλωσσολόγους της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας καθώς και από όλους τους 'Ελληνες γλωσσολόγους, με θεμελιωτή της θεωρίας στην Ελλάδα τον Γ. Χατζιδάκι. Το θέμα της γραφής υπήρξε εξίσου σημαντικό για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Επειδή η ιστορία μιας γλώσσας αρχίζει από τα χρόνια που σώζονται γραπτές μαρτυρίες, η ιστορία της ελληνικής γλώσσας παλαιότερα μεν θεωρούσαν ότι άρχιζε με τις πρώτες επιγραφές σε ελληνική αλφαβητική γραφή δηλ. τον 8ο π.Χ. αιώνα, αργότερα όμως (1953) με την ανάγνωση των πινακίδων της κρητομυκηναϊκής γραμμικής γραφής Β', οι απαρχές της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας μετατέθηκαν 7 αιώνες νωρίτερα στον 15ο π.χ. αιώνα (1450). Δεν έχουν ακόμη αποκρυπτογραφηθεί η γραμμική γραφή Α', που χρονολογείται περ. στο 1750 π.Χ. ούτε η ιερογλυφική του Ελλαδικού χώρου (περ. 2000 π.Χ.) Η επικρατήσασα ελληνική αλφαβητική γραφή (και η προέκτασή της, το λατινικό αλφάβητο, που είναι εξέλιξη του δυτικού ελληνικού αλφάβητου της Χαλκίδας) αποτελεί, από δομικής - λειτουργικής πλευράς (με την επινόηση της δήλωσης των φωνηέντων από τους 'Ελληνες), μεγάλης σημασίας επίτευγμα των Ελλήνων, έστω κι αν στοιχεία της γραφής (τα σημεία που δήλωναν σύμφωνα) δανείστηκαν οι 'Ελληνες από το σημιτικό αλφάβητο, όπως πιστεύεται από όλους τους μελετητές της ιστορίας της γραφής. Η σχέση των διαφόρων φάσεων της ελληνικής γλώσσας δηλ. η σχέση της Νέας Ελληνικής με τη Βυζαντινή και την αρχαία ελληνική γλώσσα και η, άμεσα συνδεόμενη, ερμηνεία διαφόρων μεταβολών ή ομοιοτήτων στη γλώσσα των αντίστοιχων περιόδων, ήταν ένα μείζον πρόβλημα που προέκυψε στην έρευνα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Από πού προήλθε η Νέα ελληνική, από την αρχαία με τη μεσολάβηση της Βυζαντινής ή απευθείας από την αρχαία και μάλιστα από συγκεκριμένες διαλέκτους της; Και πόσο διαφορετική ή ίδια και απαράλλακτη είναι η νέα ελληνική γλώσσα με την αρχαία; Σχετικά με τα θέματα αυτά διατυπώθηκε η περίφημη "αιολοδωρική θεωρία" του ποιητή Αθαν. Χριστόπουλου κ.α. σύμφωνα με την οποία η Νέα Ελληνική συνδέεται απευθείας με την αρχαία γλώσσα, της οποίας αποτελεί άμεση εξέλιξη, προερχόμενη μάλιστα όχι από την αρχαία αττική διάλεκτο αλλά από την αιολική και τη δωρική διάλεκτο. Ως προς την ομοιότητα - και άμεση συνέχεια - αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιήθηκε το "επιχείρημα" της προφοράς της αρχαίας γλώσσας, η οποία εμφανίστηκε ότι ταυτιζόταν δήθεν με την προφορά της Νέας Ελληνικής, αφού όσες αλλαγές έγιναν στην προφορά έγιναν - σύμφωνα πάντοτε με την άποψη αυτή - ήδη στους κλασικούς χρόνους. Και τις δύο αυτές "θεωρίες" (της Αιολοδωρικής και της αρχαίας προφοράς) απέδειξε αβάσιμες και αναληθείς ο Γ. Χατζιδάκις, χρησιμοπιώντας την αυστηρή μέθοδο της ιστορικής γλωσσολογίας. Ο μέγας αυτός γλωσσολόγος έδειξε ότι η Νέα Ελληνική είναι φυσική εξέλιξη της Ελληνικής των Βυζαντινών χρόνων που, με τη σειρά της, εξελίχθηκε από την Αλεξανδρινή Κοινή γλώσσα, η οποία προήλθε από την επικρατήσασα αρχαία αττική διάλεκτο. Μ' αυτόν τον τρόπο ο Χατζιδάκις και την αλήθεια αποκατέστησε και εδραίωσε την αίσθηση της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, που με την αιολοδωρική θεωρία τιναζόταν στον αέρα, αφού η βυζαντινή Ελληνική και η Αλεξανδρινή Κοινή (20 αιώνων γλωσσική παράδοση!) φαίνονταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ, ενώ αντιθέτως στηνόταν μια πλαστή γέφυρα που ένωνε απευθείας τη νέα Ελληνική με την αρχαία, και μάλιστα με δύο διαλέκτους που εκτοπίστηκαν νωρίς από την επικράτηση της αττικής διαλέκτου. Ως προς την προφορά ο Χατζιδάκις, ακολουθώντας τα διδάγματα της γλωσσικής επιστήμης, έδειξε ότι ανάμεσα στην προφορά της αρχαίας και της νέας γλώσσας υπάρχουν σημαντικές διαφορές, αναμενόμενες στην εξέλιξη κάθε φυσικής γλώσσας. Και για τις δύο θέσεις του, επιστημονικά αδιάσειστες και καθολικά αποδεκτές από τους γλωσσολόγους, ο Χατζιδάκις δέχθηκε σκληρές επιθέσεις από αγλωσσολόγητους επικριτές, οι οποίοι πίστευαν ότι με τα διδάγματα του μεγάλου γλωσσολόγου υπονομεύεται η ελληνικότητα της σύγχρονης γλώσσας των Ελλήνων, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο: με τις απόψεις του Χατζιδάκι και άλλων αποδεικνυόταν η ενότητα και η άνευ χασμάτων συνέχεια της ελληνικής γλώσσας. Το γλωσσικό ζήτημα - δηλαδή ο αγώνας για την καθιέρωση της προφορικής γλωσσικής παράδοσης (δημοτικής) και ως επίσημης γραπτής γλώσσας - υπήρξε, τέλος, μείζον πρόβλημα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Η καθιέρωση της δημοτικής επιτεύχθηκε μεν το 1976, αλλά πέρασε από μια οξύτητα που διήρκεσε δύο περίπου αιώνες (19ο - 20ο) με τη μορφή ενός "γλωσσικού εμφύλιου" γνωστού με τον ιστορικό χαρακτηρισμό "γλωσσικό ζήτημα" (κατά το "ανατολικό ζήτημα"). Στην πραγματικότητα κι αυτό αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της ιστορικής εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας που σε καμιά άλλη γλώσσα δεν εμφανίζεται με τη μορφή της Ελληνικής (το παράδειγμα της Αραβικής διαφέρει), η διάσχιση της γλώσσας σε δύο μορφές χρήσης, τη λόγια αττικίζουσα γραπτή κυρίως γλώσσα (τη μετέπειτα καθαρεύουσα) και την απλή προφορική γλώσσας, τη φυσική εξέλιξη της αρχαίας μας γλώσσας (τη μετέπειτα δημοτική γλώσσα). Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι οι δύο αυτές μορφές παράδοσης της ελληνικής γλώσσας, η λόγια και η δημώδης, από τότε που γίνεται η διάσχιση (τον 1ο π.χ. αι., με το κίνημα των Αττικιστών) μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα (με ελάχιστες εξαιρέσεις, Σοφιανός κ.α.) δηλ. επί 10 αιώνες, είναι ευρύτερα αποδεκτές ως μια οιονεί φυσική γλωσσική κατάσταση. Η γλωσσική διμορφία, δηλαδή (ο όρος διγλωσσία είναι άστοχος, γιατί δεν είχαμε ποτέ στην Ελλάδα δύο διαφορετικές γλώσσες, αλλά δύο διαφορετικές μορφές της ίδιας γλώσσας) χαρακτηρίζει την ελληνική γλώσσα επί αιώνες, πολύ πριν διχάσει τους λογίους σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Οι γνωστές διαμάχες για την επισημοποίηση της δημοτικής γλώσσας κράτησαν σε συνεχή εγρήγορση τόσο τους 'Ελληνες λογίους όσο και τους απλούς πολίτες. Με καμία άλλη γλώσσα δεν ασχολήθηκαν τόσοι πολλοί μελετητές (γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, εκπαιδευτικοί, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί, νομικοί κ.α.) και καμιάς άλλης γλώσσας οι ομιλητές δεν υπήρξαν τόσο ευαισθητοποιημένοι σε θέματα που αφορούν στη χρήση της γλώσσας όσο οι 'Ελληνες στην Ελλάδα. Βεβαίως, αυτή η κατάσταση απορρόφησε δυνάμεις - αναφέρομαι στους γλωσσολόγους - που θα μπορούσαν να είχαν δαπανηθεί σε άλλες πλευρές μελέτης της ελληνικής γλώσσας (γραμματική, σύνταξη, λεξικογραφία κ.λπ) πράγμα που άργησε να γίνει, συνετέλεσε ωστόσο στην ευρύτερη γλωσσική ευαισθητοποίηση των Ελλήνων για την οποία μιλήσαμε
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα |
![]() |
#3
|
![]() |
|
||||
Επίλογος
Στο χώρο της γλωσσολογίας σήμερα παρατηρείται, δυστυχώς, μια κάμψη των σπουδών της ιστορικής γλωσσολογίας και της ιστορικής έρευνας των επιμέρους γλωσσών. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά τον 20ο αιώνα η έμφαση δόθηκε στη συγχρονική σπουδή της γλώσσας, δηλ. τη γλώσσα ως κατάσταση και όχι ως εξέλιξη, στο είναι και όχι στο ιστορικό γίγνεσθαι των γλωσσών. Στην πραγματικότητα, όμως, χρειαζόμαστε και τις δύο θεωρήσεις: και τη συγχρονική και τη διαχρονική - ιστορική μελέτη της γλώσσας. Ιδίως γλώσσες όπως η Ελληνική, με τη μακραίωνη και πολλαπλώς ενδιαφέρουσα ιστορική παράδοση και εξέλιξη, είναι ανάγκη να μελετώνται και ιστορικά. Αυτό πρέπει, νομίζω, να γίνει συνείδηση στα ελληνικά Πανεπιστήμια - στα παλαιότερα υπάρχει αυτή η αντίληψη - όπως πρέπει, πάση θυσία να τονωθεί η διαχρονική και ιστορική έρευνα της ελληνικής γλώσσας. Η επιστημονική προσφορά ενός Χατζιδάκι, ενός Ψυχάρη, ενός Τριανταφυλλίδη, του Κουρμούλη, του Ανδριώτη, του Τσοπανάκη και τόσων άλλων άξιων γλωσσολόγων της ιστορικής γλωσσολογίας πρέπει να βρει περισσότερους συνεχιστές, όπως συνέβη μέχρι σήμερα. Νέοι γλωσσολόγοι, με τα διδάγματα της σημερινής γλωσσικής επιστήμης, που φώτισε πλείστα όσα θέματα στην ανάλυση των γλωσσών και στην όλη υφή και λειτουργία της γλώσσας, μπορούν να ανακαλύψουν και να αποκαλύψουν σημαντικές άγνωστες πλευρές του αχανούς και δυσεξερεύνητου πεδίου της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, ενός ερευνητικού χώρου που απαιτεί επίμοχθη αναζήτηση σε αρχαία κείμενα, σε επιγραφές, σε παπύρους, σε όλη τη γραπτή αλλά και την προφορική παράδοση, ιδίως στις διαλέκτους και στα ιδιώματα. Η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής, δηλ. η μοναδική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αρχαία και τη σύγχρονη γλώσσα, όπως την περιγράφει λ.χ. ο αείμνηστος R. Browning ή όπως την είδε ο Γ. Χατζιδάκις εξετάζοντας στα μέσα του 20ου αιώνα το κείμενο της Κ. Διαθήκης σε σχέση με τη σημερινή γλώσσα («εκ των 4.900 περίπου λέξεων της Κ. Διαθήκης σχεδόν αι ημίσειαι, ήτοι λέξεις 2.280, λέγονται και σήμερον έτι εν τη κοινή λαλιά των δε λοιπών αι πλείσται μεν, 2.220 νοούνται καλώς υπό πάντων των Ελλήνων αναγιγνωσκόμεναι ή ακουόμεναι, ολίγαι δε μόνον, περί τας 400, είναι αληθώς ακατανόητοι υπό του ελληνικού λαού» ) αποτελεί μια γόνιμη πρόκληση για τον ερευνητή της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, ο οποίος καλείται να αναλύσει γλωσσολογικά αυτή τη σχέση και να ερμηνεύσει τους λόγους που την εδημιούργησαν. Ο κ. Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Παν. Αθηνών και τέως πρύτανης. Επίσης είναι εκδότης του γνωστού λεξικού. Από το ένθετο περιοδικό της Καθημερινής "Επτά Ημέρες"
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα |
![]() |
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
Εργαλεία Θεμάτων | |
Τρόποι εμφάνισης | |
|
|