![]() |
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase. H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη. |
|
Κεντρική σελίδα |
Λίστα Μελών | Games | Σημειώστε όλα τα forums ως διαβασμένα | Σημειώστε όλα τα forums ως διαβασμένα |
|
![]() |
|
Εργαλεία Θεμάτων | Τρόποι εμφάνισης |
![]() |
#1
|
![]() |
![]() |
#2
|
![]() |
|
||||
Η σκέψη ταξιδεύει, σαν τα παλιά σκουριασμένα και γερασμένα σκαριά στο καρνάγιο.
Ένα όμορφο σπίτι, μια αυλή με οπωροφόρα δέντρα και ένα κορίτσι με φιόγκους στα δύο κοτσιδάκια της, χοροπηδάει όλο χαρά. Είχε γυρίσει ο Πατέρας της ο καπετάν Κωνσταντής, από μακρινό ταξίδι σε θάλασσες άγνωστες στους πολλούς κάτω εκεί στην Μπαρμπαριά. Τι της είχε φέρει; Τι να πρωτοπεί κανείς, φουστανάκια από μεταξωτό κινέζικο, που κύλαγε από το χέρια σου, μια κούκλα Βενετσιάνική που φόραγε ένα φόρεμα με δαντέλες και είχε μακριές πλεξούδες από αληθινό μαλλί. Δώρα δώρα που έκανε τα ματάκια της να λάμπουν σαν το ήλιο μετά την βροχή.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου, μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα |
![]() |
#3
|
![]() |
|
||||
"Σαν τον ήλιο μετά τη βροχή", ναί, αυτή ήταν η φράση που είχε χρησιμοποιήσει τότε ο πατέρας. Τη θυμάται ολοζώντανη τη σκηνή, η Αλεξάνδρα. Βλέπει ξανά τον εαυτό της να τρέχει προς το μέρος του πατέρα και να χύνεται στην αγκαλιά του. Αυτή ξυπόλητη κι αναμαλλιασμένη ακόμα από τον ύπνο κι εκείνος να έχει μόλις πατήσει το πόδι του στο σπιτικό τους. Τρεις μήνες είχε λείψει τούτη τη φορά. Κι αυτό για όσους ήξεραν, ήταν μικρό διάστημα. Ωστόσο της Αλεξάνδρας της φάνταξαν αιώνες, όπως κάθε φορά.
Εκεί λοιπόν, με το κεφαλάκι χωμένο στην αγκαλιά του και τη φωνή της να μισοπνίγεται στη μασχάλη του, η Αλεξάνδρα είχε ρωτήσει ναζιάρικα: - Τί μου έφερες; - Σαν τί θα έπρεπε να σου φέρω δηλαδή; Είχε απαντήσει περιπαικτικά ο πατέρας. - Δεν σου φτάνει που γύρισα, μουσίτσα; Ήθελες να φέρω και κάτι, από πάνω; Τόσο λοιπόν μ' αγαπάς; Το κορίτσι βούρκωσε στη στιγμή. Όχι για το δώρο που δεν ταξίδεψε μαζί με τις αποσκευές αλλά για τα λόγια που ξεστομίστηκαν. Πώς μπόρεσε ο πατέρας κι αμφισβήτησε! Πώς σκέφτηκε να της πει έτσι... Εκείνος πάλι, σαν την είδε να ξεσπάει, βιάστηκε να την ψευτοαποπάρει πως τάχα μου είναι κουτή αφού τον πίστεψε και πώς δεν γινόταν να μην της έχει φέρει τα καλούδια της. Την πήρε μάλλιστα από το χέρι και την τράβηξε μαλακά, να ανοίξουν μαζί την μεγάλη τσάντα που ξεχείλιζε από δώρα για όλους. Της Αλεξάνδρας φυσικά, της αναλογούσαν τα περισσότερα... Αχ, ναι! Τη θυμόταν καλά αυτή τη στιγμή. Τότε που ο πατέρας είχε πει, σκουπίζοντάς της το πρόσωπο: "Έτσι μπράβο! Να σε δω πάλι να μου γελάς πριγκηπέσσα μου. Σαν τον ήλιο μετά τη βροχή". Πόσο εύκολο είναι να ξαστερώσει ένα πρόσωπο παιδικό. Πόσο εύκολα ξαναβγαίνει ο ήλιος. Αλοίμονο στους μεγάλους. Αλοίμονο σ' αυτούς που δεν έχουν έναν κάποιο "πατέρα" να τους σφουγγίσει τη βροχή από τα μάτια. Που δεν νοιώθουν πρίγκηπες ή πριγκήπισσες κανενός και που κάθονται όπως τώρα στην άκρη στο μόλο, να μυρικάζουν τις σκέψεις τους δίχως να μπορούν να επέμβουν στις μνήμες τους.
__________________
Λέω να βγω για Τζόκερ! Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Liria : 04-06-07 στις 12:27 |
![]() |
#4
|
![]() |
|
||||
"Εσυ παλληκαρι μου;Πως μεγαλωσες ετσι! Ολοκληρος αντρας πια!!" ειπε ο καπεταν Κωσταντης κοιτωντας με καμαρι τον Αντωνη,το μικροτερο αδερφο της Αλεξανδρας.."Ειδες μπαμπα;ειμαι ο ψηλοτερος στη γειτονια πια..και ξερεις ,κανεις δε μπορει να με νικησει και στο τρεξιμο!!"
Ετσι περασαν οι πρωτες ωρες του καπετανιου..με τα λατρεμενα του παιδια που τοσο του ελειψαν..Αλλα τα ματια του στραφηκαν και στην αγαπημενη του γυναικα, τη Μαργαριτα..που ελαμπε θαρρεις ιδια Παναγια βλεποντας την οικογενεια της παλι συγκεντρωμενη..."καλως μας εφτασες Κωσταντη".Λιγα λογια που ομως εκρυβαν ολη την προσμονη και την αγωνια της.....
__________________
...When there's nothing left to burn, you have to set yourself on fire.... |
![]() |
#5
|
![]() |
|
||||
Έτσι ήταν η οικογένεια εκείνα τα ωραία χρόνια των αναμνήσεων. Τα έβλεπε τώρα πάλι η Αλεξάνδρα... τα όνειρα να ταξιδεύουν με τα σκυθρωπά σύννεφα και να χάνονται στην αχλή του άχρωμου δειλινού. Τα έβλεπε να φεύγουν μαζί με τη ζωή της που έφυγε τόσο ανόητα. Καταστράφηκε κι αυτή σαν τα χρώματα στο φθαρμένο ρούχο, σαν τα θολό χρώμα στα μάτια του Σταύρου της.
Ναι, πάντα έτσι ήταν η οικογένεια τότε... Ποτέ δε λείπαν οι χαρές, ο καλός ο λόγος, τα δώρα, η προσμονή. Ήταν η αγαπημένη του πριγκιπέσσα. Ποτέ δεν της χαλούσε χατίρι ο πατέρας. Πρώτος πρώτα από τη σκέψη της, πρώτος πριν από κάθε της επιθυμία. Κι εκείνη μεγάλωνε και τράνευε. Και γινόταν μια πανέμορφη κοπέλα... - Και τι είπαμε πως θα γίνεις άμα μεγαλώσεις; τη ρωτούσε πάντα γελαστά. - Καπετάνισσα! βροντοφώναζε εκείνη γεμάτη καμάρι Ο πατέρας ήταν το πρότυπο και το πρόσωπο το πιο αγαπημένο. Ήταν η δύναμη, η προστασία, ο δρόμος της φυγής... - Καπετάνισσα και θα γυρίζω όλα τα πέλαγα, ακόμα κι εκείνα που εσύ δεν έχεις δει! - Μα δεν είν' για κορίτσια το καπετανιλίκι, της έλεγε εκείνος ενώ η καρδιά του πετάριζε από χαρά με τη δύναμη της κοπελιάς του. - Δεν είν' για τ' άλλα κορίτσια πατέρα! Εγώ είμαι η κόρη του καπετάν Κωνσταντή!
__________________
Δε χάνεται η ελπίδα τελευταία... Τελευταία χάνεται η ψυχή όταν χάσει την ελπίδα της... |
![]() |
Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες) | |
Εργαλεία Θεμάτων | |
Τρόποι εμφάνισης | |
|
|