Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Πολιτιστικά > Λογοτεχνία
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #1  
Παλιά 22-02-17, 15:07
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Διήγημα: "Με τα πανιά". Του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη

Συμπεριλαμβάνεται στα Διηγήματα, Τόμος Α΄, 1921.

ΚΑΤΑΠΡΑΣΙΝΗ. Με το γλυκύ σαπφείρινον του πόντου χρώμα. Νύμφη του γιαλού, με το λαχανί φόρεμα της. Εις τας απαλάς της, τας ονειρώδεις στρογγυλότητας της μάσκας της, εις τα λεία, τα χυτά πλευρά της, εις την κομψήν, την εύγραμμον λαγόνα της, Νηρηίδος λαγόνα, παντού, θαρρείς και αντικατωπτρίζετο το σαπφείρινον του πόντου χρώμα.

Μακρά, στενή, στιλάδο σκαρί, φορτωμένη δια Κωνσταντινούπολιν η σκούνα, ήτο αραγμένη εις τον ευρύν, τον ακύμαντον λιμένα, με τους υψηλούς δύο ιστούς της, ακινήτους ως τρόπαι. Με τα πανιά μαζευμένα, δεμένα εις τας θέσεις των, εις τα σταυροειδή πενά, έτοιμα, θαρρείς, εις μιαν πνοήν, πνοήν ελαφράν, ν΄ανοίξουν, να γλυστρήσουν, μαλακά - μαλακά, ως νεφέλαι, λευκός πέπλος του Γάμου.

Καμαρόνουσα, κουφή, ελαφρά σειόμενη, ως κρεμαστή, εις το γλυκύ της αύρας φύσημα, με τ΄ αναρίθμητα, τα πολυώνυμα εκείνα σχοινία των ιστών, δίκτυον γραμμών και γωνιών πολύπλοκον, ως ζωγραφιστή εφαίνετο εν αιθερίω πίνακι, πανδαίδαλον ίνδαλμα των θαλασσών, όνειρον θελκτικόν του κοιμωμένου λιμένος.

Καθρέπτης αργυρόχρυσος ο λιμήν. Και εις την κρυσταλλώδη, την στίλβουσαν αυγήν του, έβλεπες εν ρεμβασμώ μίαν καταπράσινην, αραγμένην σκούναν.

Κάθε βράδυ, μετά τον θαλασσινόν μου περίπατον, επερνούσα δίπλα της. Η μικρά φελούκα εσειάριζεν. Ανεκόπτετο ο δρόμος. Και ιστάμενος εν θάμβει, την εθεώρουν, την εκαμάρωνα, με πόθου διψαλέα όμματα λαμποκοπούσαν εις την εσπερινήν φωτοβολίαν, με μιαν κάτασπρην γραμμήν, μεταξωτήν εκ βροχού χιονώδους ταινίαν περιθέουσαν την άκραν του υψηλού της παραπέτου, με το σπιράγιο της πρύμνης κατάλευκον, τετράγωνον βωμόν του θαλασσινού Θεού αργοναύτην, λευκαθέντα εις των κυμάτων την πυκνήν βροχήν.

Νικήτρια, ερρέμβαζε τρυφερώς την νίκην.
Ανεπαύετο.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #2  
Παλιά 23-02-17, 12:25
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
- Ν΄ αρμένιζα μαζί της!

Και ο αράπης, μογαζιανός σκύλλαρος, υλακτών, έδακνε με τους άγριους οδόντας του την κωπαστήν, κ΄ εξάβαλεν ενίοτε μετ΄ ωρυγμών, το φοβερόν ρύγχος του, με το τραχύ, μαύρον τρίχωμα, πεταχτόν άνω των κροτάφων, υπό την σκιάν του οποίου αγρίως εγυάλιζαν δύο πύρινοι οφθαλμοί, κ΄ εφάγκριζον φοβεροί κυνόδοντες, αγρίως πειναλέοι.

Ήρεμος , απαλή, πηκτή η γαλανή θάλασσα, την έφερεν ελαφράν εις τα δροσερά της νώτα, κούκλαν μικράν εις την καταπράσινην αγκαλιά της, θαρρείς κι η θάλασσα επλάσθη δι αυτήν.

Κ΄ εκείνη γλυκά – γλυκά την έψαυε, καταπράσινη, αρμονικώς συνδυάζουσα το χρυσαυγές χρώμα της με το γλαυκόν της θαλάσσης χρώμα, θαρρείς κ΄ επλάσθη δια την θάλασσαν.


(συνεχίζεται…)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #3  
Παλιά 01-03-17, 17:23
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
- Ν' αρμένιζα μαζί της!

Η θάλασσα, μπονάτσα - λάδι, κοιμάται. Κοιμάται κ' η σκούνα, τυλιγμένη μέσα εις αεροειδή πέπλον.

Κι' αν εξυπνήση η θάλασσα μια φορά!

Κι' αν εξυπνήση κ' η σκούνα μια φορά!

- Ν' αρμένιζα μαζί της!

Με τα πανιά!

Το γνήσιον, το αληθές, το καθ' αυτό ταξείδι.

Με τα πανιά!

Άρρητος ο πλους, αχόρταστος η απόλαυσις, τρυφερά η συγκίνησις.

Με τα πανιά!

Προφέρεις μόνον την δροσεράν λέξιν και αύραι μυρίζουσαι ως τα κρίνα, του πόντου τα μυροβόλα φύκη πλημμυρίζουν την καρδίαν σου.

Με τα πανιά!

Πτερωτός, μυθικός δαίμων, σε αφαρπάζει, ως επί νεφελών, ίνα σε μεταγάγη εις τον δροσερόν των κυμάτων κόσμον, όπου η φύσις ολόγυμνος κολυμβά, αφρός εν αφρώ.

Θεωρείς κύματα, διαλογίζεσαι κύματα, ομιλείς με τα κύματα, την ηδέως κηλούσαν του ύδατος γλώσσαν, βόμβον εράσμιον ως από μυριάδων κυψελών. Τρώγεις 'ς τα κύματα, κοιμάσαι 'ς τα κύματα, κ' εξυπνάς 'ς τα κύματα, ζης σαν γλάρος, του κύματος γλάρος.

Με τον ατμόν είναι νόθος ο πλους.

Μαύρη, κατάμαυρη αιθάλη σε αποπνίγει.

Δεν προφθάνεις να ιδής, δεν προφθάνεις να φάγης, δεν προφθάνεις να κοιμηθής, δεν προφθάνεις να εξυπνήσης.
Δαιμόνιος βόμβος, βόμβος συνταρασσομένου σιδηρού κόσμου, μαύρου κόσμου, εν πυρίνη κοιλία. Και συνταράσσονται όλα εν καταρράξει δεινή σιδήρου πριονιζομένου, εν βοή σιδηρού πύργου καταπίπτοντος, εν χαλασμώ σιδηρού κόσμου μηχανημάτων και τροχών κ' ελίκων και πλακών, και μοχλών και καρφίων και κοχλιών, εν σεισμώ σιδηράς πόλεως, ότε το παν τρέμει επάνω, ως ο Δαθάν, κ' υποχωρεί προς τα κάτω ως ο Αβειρών, να εξαφανισθή, θαρρείς, εν τη αβύσσω.
Και ωρύεται σειόμενον πράγμα και φεύγει, ενώ αιφνίδιαι στοναχαί, τιναγμοί σιδηροδεμένων τιτάνων, σ' εξεγείρουσι κοιμώμενον, σε ανατινάσσουν δειπνούντα, έξαλλον, αγνοούντα, να φύγης, ενώ το παν θα διαρραγή, θαρρείς, εις δύο, εν μέσω του πελάγους.

Και καίουσιν οι πύραυνοι εις την κοιλίαν του, ως το παμφάγον πυρ εν τω κέντρω της γης. Και ζέον ύδωρ εξερεύγουσιν αι σιδηραί πλευραί, και ζέουσα βροχή ανατινάσσεται από της μηχανής προς τάνω, ατμοί, και σπίθαι και φλόγες και μυκηθμοί αγρίου τέρατος, πλέοντος εν δεινώ άσθματι.

Τρικυμία τεχνητή, ην εξιστάμενος θεωρεί ο πόντιος Θεός, ο κυανοπώγων Ποσειδών.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #4  
Παλιά 02-03-17, 11:42
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
- Άιντε! Για την Πόλι!

Με αφύπνισε τραχεία, άτακτος, ασχημάτιστος φωνή, παιδός φωνή, του νεαρού καμαρωτού η πρόσκλησις.

Επετάχθην.

Παις γαλανομμάτης, μ' ελαφρόν κούκκον εν τη ακτενίστω κεφαλή του, με γαλάζιαν βλούζαν, ανυπόδητος με γυμνάς τας κνήμας, βρεγμένος, ανασκουμπωμένος μέχρι γονάτων, ήλθε να παραλάβη την βαλίζαν μου, ο νεαρός καμαρώτος.

- Τράγκα-τρουγκ! Τράγκα-τρουγκ! Τράγκα-τρουγκ!

Πρωί-πρωί, χαράγματα, είχεν εξυπνήσει η σκούνα. Κ' η σιδηρά πόμπα της, ανασύρουσα την άγκυραν, διά ρυθμικών βραδέων και πενθίμων κρότων, απεχαιρέτιζε τον λιμένα, κλαίουσα ναϊάς.

- Τράγκα-τρουγκ! Τράγκα-τρουγκ! Τράγκα-τρουγκ!

Σκαμπαβία μολυβδόχρους, ελαφρά ως εκ ναστοχάρτου, με τέσσαρα κωπιά, μας έφερε μετά του πλοιάρχου επάνω εις την αρμενίζουσαν ήδη σκούναν, ήτις μετά κομψής, χορευούσης παρθένου χάριτος, ανακόψασα ως εν χαιρετισμώ τον ελαφρόν της δρόμον υπέκλινε θαρρείς και μας εδέχθη, πηδήσαντας ευφροσύνως εις τας αγκάλας της, μητέρα τα παιδάκια της.

Κ' ιδού εγώ τέλος επί της σκούνας. Εν τη θαλάσση.

Με τα πανιά, επί του καθαρού καταστρώματος του πλέοντος, του ηδέως ολισθαίνοντος. Εν μέσω πολυπλόκων σχοινίων, τεταμένων σχοινίων, χαλαρωμένων, κρεμασμένων, κουλουριασμένων, σχοινίων πισσωμένων, κατραμωμένων, βρεγμένων, αβρέκτων, χρωματισμένων σχοινίων, αχρωματίστων σχοινίων, εν ατμοσφαίρα δροσερώς υγρά, αποπνεούση ευάρεστον, καραβίσιαν απόπνοιαν. Υπό τα ιστία όλα ανοικτά, κολπωμένα, έτοιμα να μας αναρπάσουν όλους, θαρρείς, με την σκούναν μαζί, προς τους αιθέρας.

(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #5  
Παλιά 02-03-17, 20:40
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Κατευόδιον!

Εις τας δύο προκυμαίας, εις την πλατείαν την υψηλήν, εις τας θύρας των μαγαζείων της αγοράς, εις τα παράθυρα των οικιών, παντού μας καμαρώνουν.

- Η σκούνα! η σκούνα!

- Σηκώθη η σκούνα!

Και διά πυροβολισμών μας χαιρετίζουν.
Κ' η σκούνα παρέρχεται προ της πόλεως σκιρτώσα, χορεύουσα, εύμορφη, στιλάδο σκαρί, με τα πανιά κάτασπρα, με τα σινιάλα φαιδρά· και αποχαιρετίζει απαντώσα εις τους χαιρετισμούς της νήσου. Τρομπονισμός βοΐζει βαρύς απ' αυτής, ου ο υπόκωφος τρόμπος εν τρόμω κυλίεται επάνω εις την γαλανήν επιφάνειαν της θαλάσσης, ως να μιλή η εύμορφος σκούνα:

- Έχετε γεια!

Δροσερός φυσά ο μπάτης ο πρωινός. Το κύμα παιγνιωδώς πιτσιλίζει την πρώραν, ως ποταμάκι ασημένιο. Και την ραντίζει ευλαβώς, επιχαρίτως ανασειομένην, με τον κάτασπρον Ηρακλέα της, θαρρείς και την θωπεύει, θαρρείς και την λούει, μητέρα το κύμα χαϊδεύουσα, το παιδάκι της.

Μία γρηούλα, ως να προσεύχεται κάθηται συμμαζευμένη επί τινος βράχου λευκού, κατάμαυρη.

Τίνος απερχομένου ναύτου να είνε η αγαπημένη μητέρα;

Το δειλινόν εχάσαμεν την κώμην, κρυφθείσαν όπισθεν μιας άκρας στενής και μακράς. Κατευθυνόμεθα προς βορράν, ανοικτά, προς την Σκόπελον. Ο φάρος της Γλώσσης επί τινος βράχου, ως πύργος γλάρων επί αργιλλώδους, γυμνού εδάφους. Μικρόν κατά μικρόν εξαφανίζονται οι έρημοι όρμοι της Σκιάθου εις ευθείαν τεφρόχρουν γραμμήν.
Οι ναύται, εν τη πρώρα, ξαλλάξαντες, παρεκάθησαν εις το λιτόν πρόγευμά των, το ανοιχτόκαρδον κολατσιό, συνομιλούντες ως αδελφοί, και με πόνου δακρυσμένα βλέμματα παρατηρούντες αδιακόπως την εξαφανιζομένην πατρίδα. Οι ναύται την αγαπούν την θάλασσαν, πολύ την αγαπούν, αλλά μόνον την στερεάν ονειροπολούν. Το σώμα των 'ς την θάλασσα κι' ο νους των 'ς την στεργιά.

Ο πλοίαρχος, κοντός, χονδρός, ορθογώνιον τμήμα στερεοποιηθέντος σώματος, με χείρας χονδράς, επικαμπείς ως χηλάς καβούρας, με πρόσωπον πλατύ, με τον μύστακα ένθεν κ' ένθεν ως τα δύο του αλφαβήτου πνεύματα, ευχαριστημένος διότι τα πανιά εδούλευαν, ανοίξας τα δεφτέρια του, εξετάζει τους λογαριασμούς του.

Και μόνος ο πηδαλιούχος, όρθιος, επί της πρύμνης, ελαφρά στηριζόμενος επί του τροχού του πηδαλίου, ον περιστρέφει, διευθύνει το πλοίον βλέπων ατενώς προς έν κατέμπροσθέν μας γαλανόν σημείον, μίαν μουνδζούραν του ορίζοντος.

- Ανοιχτά, κατά την Κυρά-Παναγιά.

Είχε διατάξει ο πλοίαρχος, επιβοηθήσας αυτόν συνάμα εις την στροφήν.

- Τον ξέρεις, βρε, τον μπούσουλα;

Ερώτησε χαριεντιζόμενος, ο αγαθός πλοίαρχος με ξηρομασημένας λέξεις, βαστάζων μεταξύ των οδόντων τεμάχιον μολυβδοκονδύλου.

Ο πηδαλιούχος σαν να επειράχθη, αδιάφορος, χωρίς ν' απαντήση εκύτταζε προς το πέλαγος, κάτω, όπου η Σκιάθος ολονέν εξηφανίζετο υπό έναν γαλανόν πέπλον με κλαδιά ενώ κ' εκεί, χρυσά, λευκά, πράσινα, γαλάζια κλαδιά, κόκκινα κλαδιά.

- 'Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη;

Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους.

- Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα!

Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος.

- Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα
ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.

Είπεν ο πλοίαρχος κ' επαραμέρισε την ένθεν κ' ένθεν του στόματός του επικολλημένην δασείαν και ψιλήν, ως διά να γελάση ελεύθερα.

Ο Γιαννάκης ήτο νεανίας, μόλις δεκαοκταετής. Αγένειος, μελανόφθαλμος, μελαψός, με κόμην άφθονον κατάμαυρην, εξέχουσαν γύρω, γύρω από τον κούκκον ως επικάλυμμα κυψέλης Και συνεχώς μετά τινος μελαγχολίας έστρεφεν οπίσω προς τη γαλανήν Σκίαθον, κυάνεον όγκον πλέον, κι εβύθιζε το βλέμμα του κάτω εκεί, παραμελών την πηδαλιουχίαν, και φέρων την σκούναν συνεχώς διά γραμμής τεθλασμένης.

- Τώρα θα μας κυττάζουν ακόμα. Μου είπε.

- Μας βλέπουν;

- Ακόμα δεν εχώνεψεν η σκούνα. Κάτω 'ς την άμμο, 'ς το Ξάνεμο, η μάννα μου θα μας αγναντεύη.

Και μετά μικρόν τεθλιμμένος:

- Πηγαίνει 'ς τον Πύργο, ανάφτει τα καντήλια τ' Άη-Γιαννιού και ύστερα τραβάει 'ς το Ξάνεμο και κάθεται, ως να χωνέψουμε. «Παναγίτσα μπροστά τους! Παναγίτσα μπροστά τους!» όλο έτσι λέει και κάμνει τον σταυρόν της η καϋμένη η μάννα μου.

- Όλο ανοιχτά! όλο ανοιχτά!

Διέκοψεν ήδη ο πλοίαρχος, αντιληφθείς αίφνης ότι τ' απόνερα της σκούνας εσχημάτιζον πάλιν τεθλασμένην μακράν γραμμήν.

Μετ' ολίγον έπαυσε και ο νεανίας να κυττάζη την νήσον, ήτις, αγνώριστος πλέον, είχε διαιρεθή υπό της αποστάσεως εις τρεις μικράς νησίδας ξένου αρχιπελάγους. Εκβαλών βαθύν στεναγμόν, τον τελευταίον προς την πατρίδα του αποχαιρετισμόν, αφιερώθη εις την πηδαλιουχίαν, το έργον του, ενώ χονδρόν δάκρυ εκυλίετο εις τας ζωηράς παρειάς του.

Στηρίζων το στήθος μου επί του υψηλού δρυφάκτου της πρύμνης, ως επί των χειλέων εξοχικού ανδήρου, με κρυφήν χαράν εισπνέω την δρόσον, την αμύθητον του πελάγους δρόσον, την αχώνευτον, την αλησμόνητον ζωήν.

Δύο-τρία κοπαδάκια, σκιρτώντα μικρά ψαράκια, μικρούτσικες αθερίνες της Σκιάθου, μας παρηκολούθησαν από του λιμένος. Και σπεύδουν τα καϋμένα, και σείουν της ουρίτσες των ως να τρέμουν μη μας χάσουν. Αραιόνουν, πυκνούνται, αλαργεύουν, σιμόνουν, παρατάσσονται, ανακατόνονται. Χάνονται υπό το καταπράσινον κύμα, και πάλιν ιδού αναφαίνονται παρά το πλευρόν της σκούνας, η οποία ως διά μαγνήτου τα προσελκύει κοντά της, τα σύρει μαζύ της. Τώρα είνε πίσω. Τώρα ήλθαν 'ς την μέση. Ένα κοπαδάκι, δύο κοπαδάκια, τρία κοπαδάκια. Μικρά-μικρά. Με κοιλίαν άσπρην, με ματάκια μαύρα, ως γυαλιστερές χανδρίτσες. Ψίχουλα που τα τίναξαν, θαρρείς, οι ναύται από το δείπνον των κι' εζωντάνεψαν μέσα 'ς το κύμα. Και να, τσιμπούν την κοιλιάν της σκούνας, αναίσθητον, μπακιρωμένην. Τώρα έκαμαν κύκλον. Τώρα χορεύουν τον συρτόν. Τώρα κολυμβούν ένα-ένα. Τώρα παραβγαίνουν 'ς τ' αλάργα. Πλέουν και παίζουν. Παίζουν και πλέουν. Εξάγουν τα κεφαλάκια των να μας ιδούν και σχηματίζουν φυσαλίδας ως να επιπλέη εκεί τρυπημένον κόσκινον. Στρέφουν εξαίφνης προς το πέλαγος ως να κυνηγούν ψιχίον καταπεσόν, κ' αίφνης μετανοούν τάχα και το αφίνουν· και πάλιν ξαναμετανοούν και παρακολουθούν πάλιν όλα μαζύ, ένας σωρός, την σκούναν, της οποίας τα λευκά ιστία κεντώσιν ήδη με χρυσάφι πολίτικο αι χρυσαί της δύσεως ακτίνες.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #6  
Παλιά 04-03-17, 14:06
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Νυκτώνει. Όπισθέν μας, προς νότον, διαγράφονται αι σκιαί των βορείων Σποράδων, ογκώδεις, μαύραι, ως σύννεφα καταιγίδος. Εμπρός προς βορράν, μόλις σχηματίζονται, δεξιά, ως νέφη μελαψά, τα Ρημονήσια, και πέραν εκεί επάνω μακράν ως νεφέλωμα σκοτεινόν η πολυσχιδής Χαλκιδική.

Οι ναύται κατακλίνονται επάνω εις το κατάστρωμα. Ο μεν εντός της μεγάλης σκαμπαβίας, στερεωμένης εν μέσω του καταστρώματος, ο δε δίπλα της, απ' έξω υπό την μάσκαν της, ως υπό στέγην, ο δε υπό το υπόστεγον της πρώρας και άλλος υπό την δρόσον του πλατέος τρίγκου του πλέον χαμηλού ιστίου, ως υπό τους κλώνους πυκνοφύλλου πλατάνου. Και μόνον η βάρδια αγρυπνεί, ο φρουρός, βλέπων πάντοτε εμπρός, εις απόστασιν, και ο τιμονιέρης βλέπων προς τον ουρανόν και προς τ' άρμενα της αγρυπνούσης σκούνας, ήτις προχωρεί αδιακόπως γλυκά συνομιλούσα με το κύμα.

- Βλέπεις εκείνο τ' άστρο, το γεμάτο; Εκεί να πηγαίνη το μπαστούνι σου. Και να παίζη ο κόντρας, το πλέον υψηλόν ιστίον. Ακούς, Γιαννάκη μου; Α! παιδί μου! Και να δης μια πατατούκα που θα σου πάρω στην Πόλι!

Είπεν ο πλοίαρχος και εξηπλώθη επάνω εις το σπιράγιο της πρύμνης, τυλιχθείς ως κούτσουρον εντός βαρείας χλαίνης.

Ο μπάτης, δυναμώσας την νύκτα, κολποί τα ιστία τα οποία θαμβά υψούνται κατά σειράν επί των δύο ιστών, ως σημαίαι πανηγυρικών αψίδων, λησμονηθείσαι την νύκτα.

Η σκούνα σείεται όλη ελαφρώς, επιπλέουσα ως πτερόν.

Ο ουρανός πλήρης αστέρων, απλούται ως απέραντος οροφή άνω του πελάγους, το οποίον μαυρίζει προς τα κάτω και χάνεται εις τα σκότη, αφ' ων αόριστος, μυστηριώδης αναδίδεται ψίθυρος ως αύρας πνεούσης μακράν εν τω δάσει. Ψίθυρος ευάρεστος, μορμυρισμός ρυακίου, ρέοντος υπό την χλόην, μαλακά, υποκώφως.

Η λεία του πόντου επιφάνεια, ρυτιδουμένη, σχηματίζει μικρά κυματάκια, τα οποία παίζουν εν τη σκοτεινή εκτάσει κυνηγούμενα, και κυνηγούνται παίζοντα, και τρέχουν, και θορυβούν, και γελούν, θαρρείς, προσκρούοντα επί της πρώρας, ελαφρά, ως δεματάκια εκ βάμβακος. Φλοισβίζουν, φλυαρούν, αφρίζουν κ' ενίοτε αντικρύζοντα τον ελάτινον της πρώρας ημίθεον απαθή και ακίνητον ως εκ μετάλλου εξίστανται και αυτά.

Αλμυρά, νόστιμος ευωδία πληροί την όσφρησίν μου. Φέρομαι επί των κυμάτων ως ένα κάρφος, ένα πτερόν. Παμποίκιλοι διαλογισμοί ως τα κύματα παίζουσιν εν τη ψυχή μου, δροσερά ως ο πόντος. Ενθυμήσεις αόριστοι, συγκεχυμέναι, ως η περί εμέ υγρά φύσις κατέχουν την διάνοιάν μου.

Κόσμος σχοινίων πολυώνυμος, ξάρτια και παταράτσα και κάργα, κόσμος ιστίων, τρίγκοι και παπαφίγκοι και φλόκια και φλέσια, κόσμος εξαρτισμών και πλεγμάτων και τροχιακών και τρυμαλιών, καρχήσια πολύστομα και πλατύστομα, απλούνται επάνωθέν μου όλα συμπεφυρμένα εις τετράγωνα, εις κύκλους και ρόμβους και τρίγωνα, εις αναβαθμούς και αναρτήσεις κ' αιώρας, πέραν των οποίων σελαγίζουσιν αναρίθμητα άστρα, φωτόμορφοι αστερισμοί, αγύριστος κόσμος άλλου, μετεώρου πελάγους, με τα γαλακτώδη του Γαλαξίου νεφελώματα, ως πολυκαμπή οδόν των ψυχών και των πνευμάτων.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #7  
Παλιά 06-03-17, 11:08
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
- Να παίζη ο κόντρας, βρε Γιάννη!

Ακούεται αίφνης, διακόπτουσα τους ψιθυρισμούς της ψυχής, η τραχεία φωνή του πλοιάρχου ως ονειρευθέντος εκεί υπό την αναισθητούσαν χλαίναν του.

Και ο Γιαννάκης μετά προσοχής θεωρεί τον μόλις εν τω ύψει και τη νυκτί διαγραφόμενον, ως φαιόν νέφος, κόντραν, προς τας κινήσεις του οποίου κανονίζεται η ευθυπλοΐα.

- Πήγες σ' την Πόλι; Κολακεύει πάλιν τον έφηβον υιόν του ο πλοίαρχος, ενισχύων αυτόν εν τη αγρυπνία του. Να πας σ' την Πόλι και να ιδής! Να ιδής αγάδες και να ιδής χανούμισσαις! Να ιδής αγάδες 'ς τα άλογα και χανούμισσαις 'ς τους μπιαντέδες σαν ζωγραφιαίς.

Γλυκά-γλυκά κατέρχεται επί των βλεφάρων μου ο ύπνος ως ψεκάζουσα δρόσος από των Εστιών, άτινα συγχέονται προς την σκοτίαν πλέον, όγκοι σκοτεινόφαιοι ατμών και καταχνιάς.

Διά τελευταίαν φοράν διακρίνω το κατακόκκινον φως του σιγάρου του πρωραίου φρουρού, αγρυπνούντος βαρδιάνου, ακινήτου ως ξυλίνου, όστις τυλιγμένος εις το αμπαδένιο καποτάκι του, ως εντός μιας δίπλας της νυκτός, τραγουδεί το τραγουδάκι του, το γλυκύ του νυσταγμού του αντιφάρμακον, όπερ ως νανούρισμα δι' εμέ κομίζει η νυκτία δρόσος προς την αυτοσχέδιον κλίνην μου, υπό την βαρείαν της μπούμας επιστέγασιν:

Από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινόν... γιάλα-γιάλα Ήλθε το Μορφάκι, ήλθε το καϋμένο δώδεκα χρονών. . . γιάλα-γιάλα.

Τι όνειρον! Γλυκύ, δροσερόν όνειρον.
Η πλατεία μπούμα, αγρυπνούσα με παρεφύλαττεν ως δροσερός άγγελος καθ' όλην την νύκτα. Αλλ' εκοιμήθην επί στρώματος εξ ανθέων; Εκοιμήθην επί του αφρού; Εκοιμήθην επί νεφέλης κούφης; Ελαφρά; Μαλακά; Εναέριος; Επί πτίλων περιστερών; Επί πετάλων ρόδων; Επί ερίων χρυσών; Κλίνη μυστηριώδης. Βυθίζουσα εις το αχανές. Ανάγουσα εις κόσμους μεταρσίους. Λιικνίζουσά με ως δι' αβροδιαίτων χειρών νυμφών και νηρηίδων, υπερκοσμίων πνευμάτων. Βαυκαλίζουσά με ηδέως. Εάν αι ψυχαί κοιμώνται εν τω παραδείσω, ο ύπνος των δεν θα είναι αλλοίος.

Και ότε αφυπνίσθην, την αυγήν, εξηκολούθει ακόμη ο θείος όνειρος.

Θέαμα ευρύ. Θέαμα ποικίλον, θέαμα απεριόριστον, απερίγραπτον, ασύλληπτον θέαμα. Σκηνογραφία έξοχος εξόχου γραφέως, την οποίαν διά μαγικού ελατηρίου ανύψωσεν επί του αιθρίου ορίζοντος η πολυέραστος πρωινή νύμφη φωτίσασα αίφνης διά μαλακού, καθηδύνοντος φωτός, το Αιγαίον.

Ο σεμνότατος Άθως, τριγωνικός ως πυραμίς Αιγυπτιακή, εις το βάθος, επιβάλλων διά του μεγαλείου του και αναγκάζων σε, γονυκλινή, εις επιτακτικήν προσκύνησιν. Δεξιά τα Ρημονήσια, γιγάντια κήτη, νομίζεις, αναδύσαντα εκ του βυθού, μαυρογάλανα, οζώδη, φαλακρά. Πλέουσι, θαρρείς, εν μακρά γραμμή, κατά σειράν, εν εξαισία παρατάξει, συντροφία γιγάντων, να προσκυνήσουν τον ιερόν Άθωνα, αποκαλύψαντα την πολιάν κορυφήν του ως προς υποδοχήν, ενώ από τους μαύρους βοστρύχους του κρέμανται μοναί και ασκητήρια, καλιαί αββάδων.

Ιδού η Αλόνησος με το σφαιρικόν όρος της και τον απόκρυφον λιμένα της, καταφύγιον των ναυαγών και των πειρατών.

Ιδού παρέκει η Κυρά-Παναγιά με το καταγάλανον των δασών της χρώμα, ως με κυανούν πρωϊνόν μανδύαν περιβεβλημένη, υφ' ον βόσκουσι τα ποίμνια της Λαύρας, τα γαλακτερά. Ιδού τα αγριόμορφα, τα χοιρώδη Γιούρα, σιωπηλά και ακατοίκητα. Ο αλιεύς, ον η γαλήνη, καταδελεάσασα παρέσυρε μέχρι των αποτόμων ακτών του, έντρομος βλέπει την νύκτα να κατρακυλώσιν εν βρόντω σατανικώ βράχοι αμαξιαίοι, υπό αοράτων δαιμονίων ωθούμενοι, άτινα - λεγεών όλη - εξώσθησαν εκεί εκ του Άθωνος διά των προσευχών του οικιστού αυτού Πέτρου του Αθωνίτου. Όπισθεν αυτού, συνεσταλμένον, γαλανόχρουν, το έρημον Πιπέρι, με τ' άφθονα καυσόξυλά του και το ασκητικόν μετόχι του, οίκημα, θαρρείς, των μιαρών αμφιβίων.

Κ' εμπρός-εμπρός ιδού η Ψαθούρα, μακρά, ομαλή, ηπλωμένη επί των κυμάτων, ως Αλεξανδρινή ψίαθος, με τον πύργον του φανού της εν μέσω, ως ιστόν πλοίου μακρόθεν φαινόμενον, πλοίου αγκυροβολήσαντος δι' άγνωστον αιτίαν εν μέσω εκεί του πελάγους. Την νύκτα όταν φέγγη γλυκά εκεί, μέσα εις την σιωπηλήν ερημίαν του πελάγους, θαρρείς και είναι κανδήλα ιερά ενώπιον αναμμένη του Γέρω-Άθωνος.

Ω απερίγραπτον όνειρον πρωινόν.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #8  
Παλιά 07-03-17, 20:14
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα.
Κατ' αρχάς φαίνεται ως κεφαλή σαρικοφόρου Τούρκου, αναδύοντος μεγαλοπρεπώς από των κυμάτων, είτα ως ωραιότατος τεράστιος μύκης, θαλασσίου λειμώνος, είτα ως χύτρα χαλκή κατακόκκινος επί της πυράς, χύτρα παμμεγέθης Γκέκιδων γεωργών. Προς στιγμήν μετεμορφώθη εις πάγκαλον ανθοδοχείον, μέγα, φοινικικόν, και τέλος από μέσα από την ακατανόητον αυτήν σύγχυσιν του φωτός, σύγχυσιν εις πράγματα και σύγχυσιν εις σχήματα, αναθρώσκει ο ήλιος, ως νυμφίος από του παστού, ακτινοβολών, φωτίζων, ζωογονών, και λύνων το παν, όπερ ελούσθη πλέον, θαρρείς, περιεβλήθη το αιώνιον φωτεινόν ιμάτιόν του, ζη.

Άγριον, φοβερόν είνε το πέλαγος άνευ του ηλίου. Αι φωτοβόλοι του προσφιλούς άστρου ακτίνες παραμυθούσι, συντροφεύουν, λαλούν, αποδιώκουν την κρυεράν ερημίαν. Την νύκτα, με το πυκνό σκότος, άπασα η περικαλλής αύτη σκηνογραφία θα ήτο απαισία. Τα Ρημονήσια, δαίμονες σπεύδοντες να συμπλακώσι προς τον αρχηγόν του σκότους, τον φοβερόν Άθωνα. Τα κύματα, άγριοι οδόντες Αιθίοπος, απειλούντος φθοράν.

Και νυν οποία μεταμόρφωσις ηπιότητος, ειρήνης και μειδιάματος. Λάμπουν τα Ρημονήσια, χορός Ναϊάδων. Αι ράχεις των ακτινοβολούν από χαράν, με ρόδινον ή κυανούν πέπλον ημφιεσμέναι. Γελούν αι γυμναί κορυφαί των, γελούν και η γυαλιστεραίς ακρογιαλιαίς των, μ' ευωδιάζοντα - δεν το πιστεύετε; - λαλαρίδια, ποικιλοσχήμους και ποικιλοχρώμους χάλικας, όπου θα επεθύμει να κυλίεται κανείς ολόγυμνος, κολυμβών εις την χρυσήν την άμμον και εις τον καταπράσινον αιγιαλόν των.

Η ως ψίαθος ηπλωμένη Ψαθούρα, νομίζεις και ανακινείται, ανασηκόνεται ως νύμφη θαλασσόλουστος, ανατείνουσα τον πύργον του φανού της, ως διά να χαιρετίση ζητωκραυγάζουσα εις τιμήν του Άθωνος, όστις με ολόασπρον την κεφαλήν, φέρων τον βαθύ-κυανούν μανδύαν του, πατρικώς προσμειδιά, συγκρατών περί εαυτόν, ως εγγονάκια του, τα ώμορφα Ρημονήσια, τα οποία πρωί-πρωί θέλει να τα χορεύση επί των πρεσβυτικών γονάτων του, άδων, ο πολιός πάππος, το παλαιόν τραγούδι του, γλυκύ και δροσερόν ως ψίθυρον καστανέας:

βρε σεις, βρε,
βρε σεις, βρε,
χάρισμά σας
τον τζιβρέ….

Τα κύματα δεν φοβίζουν πλέον. Ακτινοβολούν φως και ζωήν. Αρνάκια κάτασπρα, καμπουρωτά, σκιρτώσιν εν τη υγρά του Αιγαίου πεδιάδι και ακούεις τον γλυκύν βληχασμόν των. Χοροπηδούν. Κάθηνται. Γελούν. Φωνάζουν. Παίζουν. Συμπλέκονται. Φιλιούνται. Απορροφώνται. Χάνονται, κ' αίφνης αναγεννώνται.

Το ζείδωρον ηλιακόν φως συνησθάνθησαν και τα εν τω πυθμένι τέρατα κ' ιδού εξάγουσι τας βοώδεις κεφαλάς των, τα φοβερά κήτη, οι ογκώδεις, ως φουσκωμένοι ασκοί, φυσητήρες, ζωντανοί πίδακες, ανατινάσσοντες εις ύψος την θάλασσαν, πρωί-πρωί, ως να λούωνται μετά συριστικού κρότου του λάρυγγος και των χειλέων των με γαργαρώδεις ανακογχυλιασμούς, γέροντος Τρίτωνος. Νομίζεις ότι θελγόμενα υπό της λειότητος του πελάγους θέλουν να πηλαλήσουν, ίπποι θαλάσσιοι, κ' ένεκα του όγκου των βυθίζονται ασθμαίνοντα, άσθμα ύστατον, αποπνηκτικόν άσθμα, της τελευταίας αγωνίας τον γοερόν μυκηθμόν, ενώ μετά πόνου εξέχει η βόειος κεφαλή των, με δύο μεγάλα αγελάδος όμματα, μιαρώς υαλίζοντα, εν τη θαλασσινή ερημία. Και από το κακόν των, που θα σκάσουν θαρρείς, φυσούν και αναρρίπτουν προς τ' άνω βροχήν ραγδαίαν το κύμα, μετά κρότου εκπωματιζομένων τεραστίων φιαλών. Και συναθροίζονται πέριξ των αι μικραί ταχύπτεροι αλκυόνες, και άλλα μαύρα μακροτράχηλα θαλασσοπούλια, αι μελαψαί Καλικαντζούναι, και τα τσιμπούν τ' αναίσθητα «γκαβοντόλια» και τα περιπαίζουν τα αχρεία κήτη, ταπρόσιτα του Αιγαίου θηρία.

Ο πλοίαρχός μας ευχαριστημένος διά τον ωραίον καιρόν, εύρεν εργασίαν δι' έκαστον ναύτην.

Άλλος λοιπόν ξαίνει στυπείον, άλλος εμβαλώνει διερρηγμένην γάμπιαν, άλλος χρωματίζει ξεβαμμένον κάπου το παραπέτο, άλλος αυτοσχέδιος τέκτων ομαλίζει ξύλον προς κώπην κατάλληλον διά την φελούκαν, και ο μάγειρος, χωμένος εις το ξύλινον μαγειρείον του, ετοιμάζει το γεύμα.

- Η χειροτέρα δουλειά είνε η τεμπελιά! έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον Γιαννάκην, επιθεωρών την καθετήν, έτοιμος προς αλιείαν.

Και βλέπων τον έφηβον αποκαμόντα εν τη μονοτόνω πηδαλιουχία του:

- Α! Γιαννάκη, και να πάμε εις την Πόλι ταχειά! Πήγες εις την Πόλι, βρε Γιαννάκη; Να πας εις την Πόλι και να ιδής! Να ιδής μιναρέδες και να ιδής κυπαρίσσια!

Ήτο πρωτοτάξειδος ο Γιαννάκης. Διελθών το μικρόν σχολείον του χωρίου του εμβαρκάρισεν ο νεανίας με του πατρός του την σκούναν, μικρός-μικρός ονειρευθείς την θάλασσαν ώς τινα θελκτικήν και ανέφελον ζωήν, θαρρών ότι ο εν πελάγει πλους ωμοίαζε προς το καραβάκι του το μικροσκοπικόν που το εκαράβιζεν εις την προ του οίκου των ήρεμον παραλίαν.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #9  
Παλιά 10-03-17, 19:12
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Καθ' όλην την ημέραν ησθανόμην αμύθητον αγαλλίασιν, κυττάζων την εξαισίαν αυτήν του Αιγαίου σκηνογραφίαν.

Ο άνεμος έπνεεν από των Ερημονήσων και η σκούνα προήγε πάντοτε προς τα εμπρός, χρονιάρα νύμφη θαρρείς, και έβγαινεν εις τον κάβο του χορού με μανδήλι μεταξωτό, ασπρογάλαζο μανδήλι, τας γαλανάς νησίδας, τας οποίας, ιδού γελώσας, προσπαθεί να παρασύρη εις τον δρόμον της τον ταχύν, γαλανήν συντροφίαν.

Προχωρούσης της ημέρας όμως ο άνεμος εκόπασε. Και τέλος έσβυσεν ολοτελώς. Γαλήνη πλέον. Έπηξεν η θάλασσα το δειλινόν. Έπηξεν εκεί και η σκούνα εν μέσω του πελάγους, ακίνητος, καθηλωμένη, με τα πανιά κρεμάμενα ως εσθήτας να στεγνώσουν εις το καύμα του Ιουλιανού ηλίου. Οι γλάροι εκλαβόντες αυτήν ως νησίδα καταπρασίνην την περιτριγυρίζουν παίζοντες, διαγράφοντες εν τη ταχεία πτήσει των ποικίλους ακανονίστους κύκλους, βυθίζοντες τα ράμφη των εις την θάλασσαν, ως διά να δροσισθώσι κ' εξαίφνης ανυψούμενοι προς τας κόφας και τα χρυσά κορζέτα της σκούνας, και πάλιν επαναβυθιζόμενοι και κολυμβώντες ολίγας οργυιάς ως εκ χάρτου βαρκάκια με ανοικτά τα πτερά, με κλειστά τα πτερά, χιονώδεις, βαμβακεροί, ζωηροί, όλοι ομού, στολίσκος παίζοντος παιδίου, ένας- ένας, γύρω-γύρω, εις την γραμμήν, μακράν, εγγύς, ως να εργάζωνται, ως να θέλωσι να κτίσωσι τας φωλεάς εκεί, επί της λαμποκοπούσης επιφανείας. Χορός δελφίνων παρέκει, ανακύψας αίφνης από του μαύρου βυθού, διαγράφει μελαψάς γραμμάς, αψιδωτάς γραμμάς, κατρακυλούντος ασκού γραμμάς. Του πελάγους δύται αμιλλώνται, θαρρείς, εις τας αναδύσεις και καταδύσεις· αροτήρες πελαγήσιοι οργώνουσι την μαλακήν επιφάνειαν. Θεωρών το κύμα από της κωπαστής διακρίνω τα ψαράκια πάλιν, τρία-τέσσαρα κοπαδάκια, ψαράκια μικρά, της πατρίδος μου ψαράκια, τα οποία μας παρηκολούθησαν από του λιμένος της Σκιάθου. Παιδάκια ορφανά, κυνηγούν την μητέρα των φεύγουσαν. Και πόσον αγάλλονται οπού την κατέφθασαν. Προσκολλώνται εις τα ύφαλα μη την χάσουν, αναπόσπαστα. Και την φιλούν και την τσιμπούν. Και παίζουν εις την ποδιάν της, θαρρείς, μαύρα ματάκια, από χανδρίτσαις ψεύτικα ματάκια.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #10  
Παλιά 11-03-17, 20:34
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Πυρίνη, κατακόκκινος ημικυκλική οπή, καίει τώρα προς δύσιν.
Οπή καμίνου, ένδον της οποίας αναρριπίζονται δυσθεώρητοι φλόγες. Ούτω πυρίνους λάμψεις θα εξηκόντιζε και η φοβερά Βαβυλωνία κάμινος. Αφηρημένος προς το αιφνίδιον θέαμα, νομίζω πως διακρίνω ένδον της καιούσης καμίνου τους Τρεις Παίδας άδοντας και χορεύοντας: «Τον Κύριον υμνείτε πάντα τα έργα…»
Στιγμάς τινας διαρκεί το φλογερόν θέαμα εν τη απλή κυανότητι ουρανού και θαλάσσης και είτα σβέννυται αυτοστιγμεί.

Ο ήλιος έδυσε πλέον. Και φλόγες και κάμινοι εξαφανίζονται και απομένει περί ημάς το πέλαγος σιωπηλόν, σκοτειδιαζόμενον. Χειρ άγνωστος ήπλωσε περί ημάς καταγάλανον αερώδη πέπλον, όστις ελαφρά- ελαφρά μας επεκάλυψε μετ' ολίγον ως νυξ. Κ' εχάσαμεν πλέον τους χρυσούς λοφίσκους του Άη-Στράτη με τα κλιμακωτά αγρίδια του και της εύμορφαις ακρογιαλιαίς του.

Το παν εβυθίσθη μετ' ολίγον εις σκοτίαν. Σκοτίαν που την αισθάνεσαι γύρω σου συνθλίβουσάν σε ως οι όχλοι τον Κύριον. Σκοτίαν ζωντανήν, υγράν σκοτίαν, του πελάγους σκοτίαν. Λεπτή αρωματώδης δρόσος επιπλέει πανταχού της θαλάσσης, ης ο γλυκύς ψίθυρος συγχέεται προς τον μαλακόν θρουν της πλεούσης σκούνας.

Αλλά προχωρούσης της νυκτός ακούεται πέραν από του βάθους του αοράτου πόντου θορυβώδης αύρα, ως να σείωνται προς δυσμάς αθέατα δάση υπό στυγνού μαΐστρου, βοΐζοντος υποκώφως, λέγεις και κατέρχεται χείμαρρος αφανής από υψωμάτων. Προαγγέλλεται νυκτερινόν μελτέμι. Βίαιος άνεμος που παίρνει τα μεσάνυχτα. Υπό τας αστρολαμπάς διακρίνομεν τας ρυτιδώσεις του πελάγους ως πτυχάς ηπλωμένης οθόνης.
Ο πλοίαρχος στηρίζει τας χείρας επί της οσφύος ως Αινήτικη λάγηνος, βλέπων σύννους προς τα ιστία, διατάσσει τους ναύτας, μόλις αποδειπνήσαντας να στερεώσωσιν αυτά τεζάροντες μανδάρια και μπράτσα, όπως ευρεθώμεν έτοιμοι εις υποδοχήν του επερχομένου ανέμου, αποστείλαντος ήδη τας προφυλακάς του, μερικά φουσκωμένα κύματα.

- Νέτα κάργο!

- Άλλα μπρούλια!

Και ιδού αιφνίδιαι ριπαί καταφθάσασαι προσπίπτουσιν επί των ιστίων, άτινα τινάσσονται κυματοειδώς εν ηχηροίς πλαταγισμοίς, ως να προσέκρουσαν επ' αυτών αγέλαι πτηνών νυκτοβίων και κτυπώσι τας πτέρυγάς των. Τέλος κολπούνται εν κραδασμοίς και παλμικαίς κινήσεσι του σκάφους, όπερ μετά στεναγμόν ισχυρόν ανεκινήθη αίφνης - εξηπλωμένον όλην την ημέραν 'ς την λιακάδα - και ως προσωθηθέν ερρίφθη ακούσιον εις την ανοιγείσαν οδόν.

- Τα φανάρια σου!

Προστάσσει τον παίδα ο πλοίαρχος, επιβλέπων τους επί των πλευρών μεγάλους του πλου φανούς, εξέχοντας ένθεν και ένθεν ως δύο μεγάλα όμματα αλλοιθόρου τέρατος, πράσινον και ερυθρόν.

Και ιδού θρήνοι αντηχούσιν από του ύψους και των κορζετών, θρήνοι άρπας και λύρας. Οδυρμοί και γόοι αυλού φρυγικού, το φρύγιον αυλούντος. Μέλος νεκρώσιμον αοράτων πνευμάτων, εν νυκτίαις φοβεραίς ώραις επικαθησάντων, θαρρείς, επί των ακροτάτων της νεώς και θρηνούντων εν ιαχή του ερήμου πελάγους.

Αθέατα τελώνια, κρεμάμενα από των πολυσχιδών σχοινίων των αρμένων, αρχίζουν να παίζουν τραγούδια τρελλά, τραγούδια μέθης, αποκρηάς τραγούδια, τραγούδια χορού, ζωής τραγούδια, θανάτου τραγούδια. Ανακατωμένα, σκοτεινά τραγούδια. Μοιρολογούν γυναίκες επί νεκρώ, κ' εξαίφνης αι ίδιαι καγχάζουν ως αι Βάκχαι. Τώρα αλαλάζουν τούρκοι εν εφόδω, τώρα ψαλμωδούν ψάλται κηδεύοντες. Από τα σκολιά εξάρτια, από τα υψηλά παταράτσα, από τα χιαστώς συμπλεκόμενα μαντάρια, πανταχόθεν αντηχούσιν οι θρήνοι και οι γέλωτες, ταχύπτεροι του μελτεμίου απόστολοι, το οποίον κατόπιν των να το, αφρίζει, ωρύεται, μυκάται. Ενίοτε κόρη καταμόναχη τραγουδεί, θαρρείς, επάνω εις τον υψηλόν κόντραν, κόρη τον ταξειδεύοντα μνηστήρα ονειροπολούσα. Κατόπιν μήτηρ κλαίει τα παιδάκι της μέσα εις ταις γάμπιαις τυλιγμένη, αόρατος.
Στιγμάς τινας εξέχει οξύτατος ο ήχος της γλυκυτάτης φλογέρας, επάνω εις το πανύψηλον φλέσι, ως νεαρού βοσκού κελάειδημα από του ύψους όρους. Μετά δέους επαίρω τους οφθαλμούς μου προς τα ισχία, όθεν ο άνεμος διά των ποικίλων οπών του εξαρτισμού εισχωρών βιαίως, συρίζει. Συρίζει πενθίμως, συρίζει οξέως, συρίζει γοερώς. Τώρα μεν ακούω τας στοναχάς του σφαζομένου Αγαμέμνονος· τώρα δε τον γόον του αυτοκτονούντος Αίαντος και αύθις τους ολολυγμούς της Ηλέκτρας· και νυν τον κλαυθμόν τον ακατάσχετον του Πέτρου, και πάλιν της Μαγδαληνής τους λυγμούς. Περιβαλλόμεθα πάντοθεν υπό της σκοτίας και κατευθυνόμεθα εις αδιόρατον σκότος. Η πυξίς μόνη μας οδηγεί, και των άστρων η τρέμουσα φεγγοβολή.

Ο κόντρας κτυπά, διπλούμενος εν εαυτώ, υπ' αντιθέτων ριπών συγκρουόμενος, ως αετός πληγωμένος θανασίμως. Το φλέσι κρούεται ως τύμπανον παρατάξεως. Η τρικυμία μυκάται ήδη, φωνάζει, ακούεται, βρυχάται μακράν ως βοή λεόντων και τίγρεων αμιλλωμένων εν διαύλω και δολίχω. Πυρκαϊά αθέατος, και φθάνουσιν οι κροταλισμοί των φλογών της.
Τα κύματα πλακόνουν, επλάκωσαν.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #11  
Παλιά 23-03-17, 21:23
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
— Μάϊνα φλέσι! Μάϊνα κόντρα!

Είνε τα λεπτοφυέστερα, ούτως ειπείν, των ιστίων, κ' εν τη εισβολή του ανέμου πρώτα-πρώτα καταβιβάζονται, τα μονάκριβα παιδάκια της σκούνας να μη πέσουν από τόσον ύψος.

Οι ναύται, παλαισταί έτοιμοι, ίστανται παρά τα μαντάρια με το τσιγάρο στο στόμα, ανασκουμπωμένοι.

Η σκούνα τραντάζεται εγείρουσα υπερηφάνως την πρώραν της, λέων, ανατινάσσων βασιλικώς την χαίτην του, τίγρις, τρίζουσα τους οδόντας της, ως να λέγη:

— Εδώ είμαι!

Βρυχάται το πέλαγος, σφυρίζει η σκούνα, τρίζουν τάρμενα. Οι ναύται ανασκουμπόνονται ολοένα.

Η μάχη αρχίζει.

Κύμα έν, όγκος μολύβδινος, ακτινοβολών υπό την αστροφεγγιάν· αποτρόπαιον ακτινοβολίαν, θραύεται κατά της χυτής μάσκας εν πλαταγισμώ, περιλούει τ' ακροστόλια κ' εισβάλλει εις την πρώραν εν αφρώ διασυρίζον ως σβεννυμένη ανθρακιά.

— Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα! ακούεται από της πρύμνης ο πλοίαρχος, ενθαρρύνων μετά μειδιάματος τους ναύτας, βαρυθύμους, διότι θα έχωσιν αγρυπνίαν απόψε.

Το κατάστρωμα μέχρι της υψηλής πρύμνης είνε διάβροχον.

Οι ναύται γυμνοκνήμιδες, ίστανται εις τας θέσεις των, βρεχόμενοι μέχρις αστραγάλων. Τα κύματα εισρέουσιν αδιακόπως ως ποταμός αφρίζων κ' εκρέουσιν από τ' ανοικτά πορτέλλα. Θαρρείς και το ήμισυ σκάφος πλέει υπό την θάλασσαν.

Το πέλαγος εφούσκωσε πλέον, υψωθέν υπεράνω ημών επιφόβως, αλλ' η σκούνα, γυρμένη προς την δεξιάν πλευράν, — μούρα αριστερά — ως τυφλή εισχωρεί διαμελίζουσα εις δύο κραταιώς τους ατελευτήτους όγκους, τους οποίους το πέλαγος σωρεύει κατ' αυτής τον ένα μετά τον άλλον, θαλάσσιον τέρας η σκούνα, λυσσωδώς καταπατεί υπό την τρόπιν της τα ογκώδη κύματα, και του δίνει, μωρέ γέμου, λοξοδρομούσα προς ανατολάς, εν τριγμώ των ιστών και συριγμώ των καρχησίων, εν ώ όπισθέν μας αλαλαγμός και βοή και σύγχυσις και σκοτία και συμπλοκαί κυμάτων και ολοφυρμοί, εφ' ων πένθιμοι ακτίνες προσπίπτουσιν, ακτίνες πράσινοι και ερυθραί, το φως των φανών της γραμμής.

Τα κύματα διωκόμενα μας φθάνουν· και βλέπομεν τας θραυομένας κορυφάς των ως στόματα αφρίζοντα εκ της οργής, φαγκρίζοντα, με στίλβοντας λευκούς οδόντας. Έρχονται από το σκότος και χάνονται εις το σκότος. Λόχοι με πυκνάς αργυράς λόγχας απαστράπτουσας εις την φωτοβολίαν των οίστρων, λόχοι λευκάσπιδες, πίπτοντες γενναίως επί του υγρού πεδίου, πλην πάραυτα αντικαθιστάμενοι υπό των ετοίμων εφεδρειών. Τέρατα άγνωστα με αργυρόξανθον φαεινόν τρίχωμα εις την κυρτήν των ράχιν.

— Να κολυμπήση κομμάτι η Αλαφίνα!

Επαναλαμβάνει πάλιν, ενισχύων, ο πλοίαρχος· και στρεφόμενος προς τον έφηβον, ευρεθέντα πάλιν εις την πηδαλιουχίαν, νουθετεί ηρέμα:

— Πρόσεχε, παιδί μου, πρόσεχε!

Και ίσταται εκεί επάνω με τα ευρέως κολπούμενον υποκάμισόν του, αρχηγός, διευθύνων εκείθεν την συμπλοκήν.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #12  
Παλιά 26-03-17, 21:57
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Και ίσταται εκεί επάνω με τα ευρέως κολπούμενον υποκάμισόν του, αρχηγός, διευθύνων εκείθεν την συμπλοκήν.

Η σκούνα, παλαίουσα, σκιρτά μετά ρώμης επί των κυμάτων, αντιπαρερχομένη, αναβαίνουσα, καταβαίνουσα, υψούσα τεραστίως την πρώραν της, στάζουσαν από του ιδρώτος, θαρρείς, με το μπαστούνι της προτεταμένον ως δόρυ μέγα, βριθύ, Αθηναίης δόρυ, ενώ η πρύμνη της, με τα υψηλά δρύφακτα, κατέρχεται προς τον ανοιγόμενον πόντον, βαρεία, να ταφή, νομίζεις, εκεί, εις λάκκον απρόσιτον, ανοιγέντα ένθεν κ' ένθεν. Και πάλιν αίφνης ιδού, ω τεραστία απόλαυσις! η πρύμνη ανέρχεται υψηλά, μετέωρος, να πετάξη, θαρρείς, προς τάστρα, ενώ ήδη η πρώρα βυθίζεται κάτω κατά του κύματος εμπήγουσα ως φάσγανον μέγα τον αρειμάνιον θαλασσομάχον της εις την καρδίαν του πόντου, να τον φονεύση εκεί, και ανοίγουσα δρόμον προχωρεί, πολεμιστής αγαθός, με τα μούτρα ορμώσα, τυφλή θεότυφλη, αψηφούσα τον θάνατον.

Η μάχη είναι ατελείωτος. Αι αυταί κινήσεις επαναλαμβάνονται αδιακόπως, επάλληλοι, κανονικαί, ζαλίζουσαι. Ενώ ο ουρανός αστροβολών ανέρχεται και κατέρχεται και αυτός, κατά τας κινήσεις μας, ως δίσκος απέραντος, ως να σύρη αυτόν και απολύη, αόρατος χειρ δι' αοράτων ελατηρίων, από των ιστών της σκούνας αναρτηθέντων.

Έρχονται στιγμαί που φοβείσαι μήπως όλον εκείνο το τεχνητόν πύργωμα αναρπαγή ως τι κούφον αερόστατον. Και όμως εκείνο, το οποίον μόλις, ως πτερόν θα διακρίνηται εν μέσω του πελάγους, παλαίει ακατάβλητον. Ίσταται μαχόμενον. Νικά και φεύγει. Φυλαττόμενον από τας απείρους ενέδρας διά της δεξιάς πηδαλιουχίας, θέτει την πρώραν του εις ωρισμένην διεύθυνσιν και προβαίνει εις το σκότος ως εν φωτί.

Πάντες αγρυπνούσιν.

Οι ναύται, γυμνόποδες, ίστανται ένθεν και ένθεν παρά τα μαντάρια, έτοιμοι εις πάσαν διαταγήν. Ο σκοπός ακίνητος εν τη πρώρα θεωρεί πάντοτε εμπρός, λησμονήσας και το τραγούδι του νυν, συμμαζευμένος μέσα εις την γούναν του, κατάβροχος, κρατούμενος καλώς μη αναρπαγή, κτυπώμενος συνεχώς υπό των κυμάτων ως να θέλουν να τον ρίψουν κάτω από την σκοπιάν του, τον φύλακα τον άγρυπνον, κ' εν εφόδω εισορμήσωσιν είτα.

Καταβληθείς υπό της αγρίας συγκινήσεως κατήλθον κάτω εις το πρυμναίον. Το πάτωμα ως ξεκλειδωμένον ανέβαινε και κατέβαινε προς τας κινήσεις του πλοίου, χορεύον τον ίλιγγον — είδος θαλασσινού χορού — ότε ο άπειρος παραπαίει και σαλεύει ως ο μεθύων. Η βοή του ανέμου η βραχνή μόνη έφθανε κάτω διά της θυρίδος του ταμπουκιού ακλόνητος. Το πηδάλιον βιαίως συγκρατούμενον εν τη θέσει του, επάλαιε κατά της σιδηράς ορμής της θαλάσσης κ' εκρότει, κάπου συγκρουόμενον, ως του χαλκέως η σφύρα επί του άκμονος, να απελευθερωθή, θαρρείς, από των ορειχαλκίνων βελονίων του.

Ο πλοίαρχος, κατελθών προς στιγμήν, ήναψε σιγάρον, σκυθρωπός, αμίλητος. Και πάλιν ανήλθεν επί του καταστρώματος σκυθρωπός, αμίλητος. Ο μικρός Γιαννάκης, κατελθών και αυτός, άπειρος προς τον κίνδυνον, ήνοιξε μικρόν κιβωτίδιον, έλαβε και έρριψεν εις τον ευρύν κόλπον του οπώρας τινάς φυλαγμένας εκεί, και ανήλθε δάκνων οπώραν και οποψελλίζων ως πτηνόν:

από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινό . . γιάλα-γιάλα . . .

(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #13  
Παλιά 28-03-17, 22:30
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα:

— Μάννα μου! Μάννα μου!

Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς.

Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα. Ο άνεμος ετράπη εις βόρειον καθαρόν ως εν χειμώνι, μετά ψύχους και ψεκάδων χιόνος.

Η σκούνα επροχώρει πλέον με βόλταις.

Κατεκλίθην επί μικρόν. Αλλά παρά το ους ειργάζετο κλέπτης ν' ανοίξη την κλειδαριάν. Το κύμα, προσπίπτον εις την πλευράν του πλοίου από του φοβερού λαίλαπος, απετέλει τον κρότον εκείνον του νυκτοκλέπτου. Η καρδία μου επόθει αγρυπνίαν, αλλ' ο κάματος αντιπαλαίων κ' υπερισχύων έκλειε τα βλέφαρά μου. Μ' εφαίνετο ότι ευρισκόμενος επί αιώρας, από του ισχυρού κλώνου μεγάλης πλατάνου κρεμαμένης, εκραδαινόμην ακουσίως υπό ισχυροτάτων βραχιόνων, οίτινες από το άγνωστον με απώθουν προς το άγνωστον. Οι ημίκλειστοι οφθαλμοί μου μόλις διέκρινον έν φως μετακινούμενον ένθεν και ένθεν, το φως της κρεμαμένης λυχνίας, ήτις μεταμορφώθη εις την αποκαμούσαν διάνοιάν μου εις εκκρεμές φωτεινόν, τας κανονικάς κινήσεις του οποίου παρηκολούθουν, ότε ακούω επάνω κραυγήν γοεράν.

— Αλλέστα!

Ανήλθον επί του καταστρώματος ως αποδιωχθείς υπ' αγνώστου φόβου. Ο ουρανός με τάστρα του τα λαμπρά, κυαναυγής, αίθριος, κατήρχετο προς τα κάτω, προς τους ιστούς της σκούνας, μ' εφαίνετο, και προσκόπτων προς τας χρυσάς αυτών κορζέτας ωθείτο μετά δυνάμεως προς τάνω, κ' υψούτο πάλιν με τάστρα του, κυαναυγής αίθριος, με τάστρα του τα οποία έπαιζον έπαιζον, ως ανοιγοκλείονται ματάκια, χρυσά ματάκια, αργυρά ματάκια. Η θάλασσα αδιακόπως εισερχομένη από της πρώρας και χυνομένη από τα πορτέλα, ορθάνοικτα, κατά κυματισμούς, εν αφρώ και βροχή ραγδαία, κατεπλημμύρισε το κατάστρωμα πλέον όπου οι ναύται ως πάπιαι, παρά τα χονδρά ξάρτια και τα κατραμωμένα παταράτσα, ανέμενον πάντοτε τας διαταγάς του πλοιάρχου, όστις ίστατο ακίνητος, τετράγωνος, ανεμιζόμενος, ασκεπής, με το τσιγάρο 'ς το στόμα, μισοφαγωμένο, επάνω εις την πρύμνην, κρατών τα ναυτικά δίοπτρα και βλέπων το ηγριωμένον πέλαγος, ατάραχος ως κορμός δρυός εν ώρα καταιγίδος. Σκότος βαθύτατον. Και μόνον φως έν προς το Σίγρι, κατακόκκινον, έφεγγε θλιβερώς κατενώπιον, ως πύρινος Κύκλωπος οφθαλμός, σβεννύμενον αίφνης και πάλιν αίφνης αναπτόμενον, ο φάρος του ακρωτηρίου της Μιτυλήνης.

Η σκούνα με αριστεράν μούραν πάντοτε έκλινε προς την δεξιάν πλευράν, ολονέν πλαγιαζομένη υπό των κυμάτων, άτινα κάτωθεν ως μοχλοί προσεπάθουν να την ανατρέψουν, αλλ' έφευγε λοξώς πάντοτε προς τον φάρον της Μιτυλήνης πλέουσα, όστις ολονέν εμεγεθύνετο, φεγγοβολών εις απόστασιν τεραστίως.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #14  
Παλιά 30-03-17, 16:58
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Ο πλοίαρχος υψούμενος επί της πτέρνης, καμπτόμενος ως κουλούρα, ανατείνων τον λαιμόν ως χην, κλίνων δεξιά, κλίνων αριστερά ως ει ησθάνετο πόνους περί την οσφύν, ακροώμενος με το ους προς τον φάρον ως ει εκάλει αυτόν πρωρεύς άγνωστος από του πελάγους, βαστάζων τα δίοπτρα, επάνω εις την υψηλήν πρύμνην, σχοινοβάτης επί θεατρικού ικριώματος, ηγωνίζετο υπερανθρώπως να υπολογίση την από της ξηράς απόστασιν, οδηγούμενος από του κρότου των επί της ακτής θραυομένων κυμάτων. Και όταν ενόμισεν ότι προσηγγίζομεν εις την ξηράν κ' ότι ήλθεν η στιγμή «να τα γυρίση», τότε εκραύγασεν «αλέστα» διατάσσων τους ναύτας να είνε έτοιμοι. Η διαταγή εκείνη γοερώς αντηχήσασα εν τη τρικυμία ως φωνή πνιγομένου, μ' ηνάγκασε ν' ανέλθω επί του καταστρώματος, ως είπον.

— Μόλα μπουρίνα! τίρα-μόλα!

Ηκούσθη πάλιν εν μέσω της εξάλλου βοής του πελάγους, διατάσσων ο πλοίαρχος, με γλώσσαν άγνωστον εις εμέ, γλώσσαν βομβούσαν ως το άγριον μελτέμι με όλην την υγρότητα αυτής, της θαλάσσης την γλώσσαν.

Ο επί της πρώρας ακοίμητος φρουρός είχεν αντιληφθή εγκαίρως του σχασίματος των κυμάτων, άτινα εθραύοντο κατά της αποτόμου του φάρου άκρας εν παρατεταμένη νεροποντή και έδωσε σημείον, ο δε πλοίαρχος, ακροώμενος ως είπομεν, παρεδέχθη του φρουρού την αντίληψιν και διέταξε να χαλαρώσωσι τα χονδρόν σχοινίον, την μπουρίναν, την συγκρατούσαν τον παμμέγιστον τρίγκον, όπως «τα γυρίσωσι» τα ιστία προς την αντίθετον κλίσιν.

Ο πηδαλιούχος επιδέξιος τιμονιέρης, ακίνητος ως άγαλμα έως τότε, συγκρατών το πηδάλιον εις την θέσιν του, πάραυτα εκινήθη προς την διαταγήν. Έλαβε ζωήν εμψυχωθείς κ' έστρεψε τον κύκλον του πηδαλίου ταχέως, γύρους πολλούς, πολλούς ώστε να έλθη «το τιμόνι ς' την μπάντα».

Εν τω άμα ο δρόμος ανεκόπη. Διότι συγχρόνως και οι ναύται, εκτελούντες το πρόσταγμα του πλοιάρχου έσυρον μετά ταχύτητος τα σχοινία των ιστίων, άτινα όλα ομού συνεστράφησαν προς την άλλην πλευράν υπό την διεύθυνσιν του ναυκλήρου:

— Γιάσσα-Γιάσσα! Όλοι μαζί!

— Γιάσσα-Γιάσσα! Άλλα παιδιά!

Ο άνεμος εναντίος ήδη, κολπών τα ιστία, με λύσσαν, έγυρε προς την αριστεράν άλλην πλευράν την σκούναν, ήτις κλονισθείσα αποτόμως εφάνη ότι εστάθη. Η πρώρα της δεχθείσα αίφνης εις τας μάσκας της τα φοβερά ραπίσματα των μαινομένων κυμάτων ανυψώθη ως θαυμασίου ίππου κεφαλή αποφεύγουσα τους λακτισμούς του αντιπάλου και η πρύμνη φυσικά συσταλείσα εκ του σεισμικού τρόμου, υπεχώρησε προς τα κάτω ως κατακάθεται ηττημένος εν σταδίω ίππος· και ήφριζεν αγρίως εν τη νυκτί το πέλαγος γύρω ως να ήτο ο νικητής. Αλλά τα ιστία ισχυρώς τεταμένα, πληρωθέντα πνεύματος, ενίσχυσαν την σκούναν εν τω αγώνι. Η υπερήφανος πρώρα με τον Ηρακλέα της όρθιον εμπρός, κύπτουσα, κυάνεος ίππος, με την ωραίαν χαίτην του, καταπατεί γενναίως τους όγκους των νέων κυμάτων, θραύει αυτούς κινητικώς, και υπεγειρομένης της πρύμνης επιβοηθητικώς, ανοίγει οδόν προς την Λήμνον — μούρα δεξιά — επικροτούντων εν οξυτάτω συριγμώ των καρχησίων. Τα πανιά μπουκάρισαν πλέον. Η σκούνα τα πήρε. Ο φάρος της Μιτυλήνης εχάθη.

Αναχθέντες συναντώμεν εν απολαύσει δεινού μεγαλείου δύο μπάρκα, με της γάμπιαις μόνον, ένθεν και ένθεν ημών, εκτελούντα την λοξοδρομίαν των προς την Μιτυλήνην, άτινα ως κήτη θαλάσσια με τας κοιλίας των θαρρείς εκυλίοντο πλησίον ημών, ασθμαίνοντα, στένοντα, υπό αφρών και άχνης καλυπτόμενα· ως δαιμόνια μαύρα οι ναύται ίσταντο παρά την κωπαστήν, κρατούντες τα σχοινία εις χείρας, οι δε πρωραίοι φρουροί των, κουλουριασμένοι κέρβεροι εις την πρώραν, ως ξύλινοι εκάθηντο εκεί μαύροι, κυματόβρεκτοι. Οι πλοίαρχοι και των δύο παρά τα πηδάλια, με τα δίοπτρα εις χείρας εκραύγαζον την στιγμήν εκείνην ως με θαλασσίαν σάλπιγγα, την οστρακώδη κοχύλαν:

— Μόλα-μπουρίνα! τίρα-μόλα!

Κ' εβόϊζε το άγριον πέλαγος αντηχούν εις απόστασιν:

— Μόλα μπουρίνα! Τίρα-Μόλα!

Μετ' ολίγον φως άλλο κατακόκκινον αστράψαν όπισθέν μας με κατετάραξεν, άπειρον της θαλάσσης, φοβηθέντα σύγκρουσιν προς ατμόπλοιον, αλλ' ήτο η σελήνη ήτις λειψίφωτος, την αυγήν ανατείλασα ως πεπυρακτωμένον κλαδευτήριον εφώτισε την σκούναν ημίπνικτον και το πέλαγος ηγριωμένον, του οποίου τα κύματα ελάμβανον φωνήν, θαρρείς, εν τη βιαία του ανέμου ορμή κ' εβλασφήμουν και έβριζον.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
  #15  
Παλιά 31-03-17, 09:54
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Εξημερώσαμεν παρά την Λήμνον. Ο άνεμος ηλαττώθη. Τα ιστία όλα πάλιν ανεπετάσθησαν και έπαιζεν ο κόντρας πρωί-πρωί γελαστός, ως νικηφόρος αεροναύτης.

Η θάλασσα έστρωσε. Και όταν ανέτειλεν ο ήλιος έλαμπεν η σκούνα ολόκληρος μυρίζουσα θάλασσαν και άρωμα του πυθμένος. Αδάμαντες κατεστάλαζον από τ' ακροστόλια τα ύδατα, ο πώγων του ξυλίνου Ηρακλέους εγυάλιζεν ως ζωντανός ανακινούμενος. Ο καραβόσκυλος, σειόμενος παταγωδώς, ετίνασσεν από του στιλπνού τριχώματός του την θάλασσαν βραχείς και αυτός την νύκτα· αλλ' οι ναύται τυλιγμένοι εις τας κηρόχρους νιτζεράδες των με τα κηρωτά κασκέτα κεκαλυμμένοι μέχρι των ώτων, με τας χείρας αφανείς κρεμαμένας ως χηλάς οστρακοδέρμου με τους πόδας γυμνούς ωμοίαζον προς καβούρας με τας αγκυλωτάς των μύστακας αναμένοντες «να σκαντζάρη η βάρδια» ίνα ξαλλάξωσιν. Ο σκοπός ο πρωραίος, εσκυμμένος εκεί ημέρας υπό την κιτρίνην νιτζεράδα του, έσταζεν όλος ως άρτι αναδύσας εκ του βυθού, ο δε πηδαλιούχος με την μίαν χείρα κρατών τον τροχόν του πηδαλίου ασφαλώς, με την άλλην απέμασσεν από του πώγωνος και από του μετώπου την θάλασσαν, τον ιδρώτα του παλαίοντος ναύτου. Και εις έν τίναγμα αιφνίδιον — ριπής, τελευταίας του εκπνεύσαντος ανέμου — ανακινηθείσα η σκούνα εφάνη ότι άρτι αναδύσασα και αυτή ανετινάσσετο, ως ο καραβόσκυλος πρότερον, αποβάλλουσα την άλμην, αφροδίτη με κομψούς τιναγμούς αποσμήχουσα την μακράν της κόμην.

***

Μεγάλη απλούται η Λήμνος, μακρά και χθαμαλή με ωραία ακρωτήρια, με μεγάλους βαθυκόλπους λιμένας με χρυσοκιτρίνους αγρούς θερισμένους, με εύμορφαις ακρογιαλιαίς. Χωρίς δάση, χωρίς χωριά, έρημος, θαρρείς, ακατοίκητος.

Από την Λήμνον έπειτα εις την Τρωάδα και από την Τρωάδα εις την πολύκωμον Ίμβρον κ' από την Ίμβρον εις την Τένεδον.

Βόλταις. Θαλασσινοί περίπατοι, αι ναυτικαί λοξοδρομίαι.

Συντροφιά με τους γλάρους.

Ω! την ηγάπησα την συντροφιάν την λευκήν των γλάρων. Είνε αθώα, ως είνε κάτασπρα τα πτερά των. Σε διασκεδάζουν χωρίς να σε κουράζουν. Αγάπη κουράζουσα δεν είνε αγάπη. Σε συντροφεύουν χωρίς να σε ενοχλούν. Αθορύβως, σιωπηλώς. Ευγενώς. Είνε καλόγνωμος η συντροφιά των γλάρων. Εμφανίζονται ενώπιόν σου εκεί όπου δεν τους περιμένεις. Ως παλαιοί σου φίλοι. Δεν εξίστασαι δι' αυτό, ως να τους ανεζήτεις μετά κόπου. Νομίζεις κ' έπλευσες δι' αυτούς. Νομίζεις κ' υπέφερες δι' αυτούς. Κ' εκείνοι πάλιν ό,τι θέλεις διά να σε ευχαριστήσουν. Χορεύουν, βουτούν, παίζουν. Προηγούνται, ως να θέλουν να σε οδηγήσουν εις τας κατοικίας των, τας δροσεράς, τας υγράς φωλεάς των, όπου το κύμα φωσφορίζει φέγγον, όπου η δρόσος είνε αιωνία. Κ' εν ώ προβαίνουν ταχύπτεροι, αίφνης ίστανται και σε περιμένουν και σε κράζουν μετά μονοσύλλαβά των, γλαριστί:

— Καλώς τον φίλον μας! Καλώς τον φίλον μας!

Κ' εν ώ περιμένουν, θωπεύουν τον αέρα με τας κυρτάς των ως δαμασκιά πτέρυγας, και φιλούν το κύμα με τα ράμφη των. Πόθεν ήλθον; Πού πηγαίνουν οι φίλοι μου, οι κάτασπροι γλάροι; Είνε γλάροι της Μιτυλήνης; Είνε γλάροι της Λήμνου; της Τρωάδος είνε οι γλάροι η της Τενέδου; Τους έβλεπον τάχα και οι Αχαιοί;

Ω! η λευκή, η καλή συντροφιά μου, οι γλάροι του Αιγαίου! Καταμεσής 'ς το πέλαγος αναμένουν να χαιρετίσωσι τους ταξειδεύοντας. Άγγελοι του αισίου πλου, υπάρξεις ποθηταί εν κρυερά του πόντου ερημία. Μειδίαμα γλυκύ εν τη πικρά μοναξία. Ελπίς ότι εγγύς που ο κόσμος. Αφορμή μελέτης διά τον σοφόν. Έμπνευσις διά τον ποιητήν. Δουλειά διά τον άεργον. Παραμυθία διά τον ναύτην, όστις επακουμβών επί της κωπαστής συνάπτει άφωνον διάλογον με τον λευκόν πτερωτόν του σύμπλουν. Ναύτης προς ναύτην. Θαλασσοδαρμένος προς θαλασσοδαρμένον. Γλάρος προς γλάρον.

Και πετούν ενίοτε υψηλά. Πλησιάζουν εις τας κόφας του πλοίου, τρέχουν γύρω και χορεύουν περί τον θαλασσομάχον, τον ξύλινον της πρώρας αδελφόν των, όστις βουτά και αυτός καθώς αυτοί ως δίστομον στιλέτο κόπτον το κύμα. Και πολλάκις πολλοί-πολλοί περισυναχθέντες τριγυρίζουσι την σκούναν εν χαιρετισμοίς, μεγάλην γλαρίναν, μητέρα πολυπαθή των λογικών γλάρων.

Εκόπασε πλέον ο σάλος· τα κύματα καταπονηθέντα καθ' όλην την νύκτα επραΰνθησαν. Η θάλασσα γαληνιάζει πάλιν. Δευτέραν φοράν διερχόμεθα εγγύς της πολυσχιδούς Λήμνου, ηρέμα, από της αντιθέτου πλευράς. Επί τινος χρησίζοντος λοφίσκου υπολευκάζει παρεκκλήσιον. Όλοι οι ναύται, προς αυτό ατενίζοντες ευλαβώς, κάμνουν τον σταυρόν των.

— Άη-Νικόλα!

Λέγουσιν όλοι εγκαινιάζοντες το άγνωστον παρεκκλήσιον επ' ονόματι του θαλασσινού των αγίου.

Μικρά βρατσέρα πλέει παρά την ακτήν φοβισμένη, μετά τον σάλον ξετρυπώσασα.

Υπό τινα βράχον μοι φαίνεται πως διακρίνω την σκιάν του εκσφενδονισθέντος από του Ολύμπου άλλοτε χωλού Ηφαίστου και παρά τι σπήλαιον:

«Ορώ κενήν οίκησιν ανθρώπων δίχα» την οίκησιν του Σοφοκλείου Φιλοκτήτου· καί τινας συκάς απέξω εκλαμβάνω ως ράκη, τα οποία ήπλωσεν εκεί ο έρημος ήρως «βαρείας του νοσηλείας πλέα».


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 
Εργαλεία Θεμάτων
Τρόποι εμφάνισης

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι σε λειτουργία

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 11:58.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.