Acrobase  

Καλώς ήρθατε στην AcroBase.
Δείτε εδώ τα πιο πρόσφατα μηνύματα από όλες τις περιοχές συζητήσεων, καθώς και όλες τις υπηρεσίες της AcroBase.
H εγγραφή σας είναι γρήγορη και εύκολη.

Επιστροφή   Acrobase > Επιστήμη & Εκπαίδευση > Θεολογικά θέματα
Ομάδες (Groups) Τοίχος Άρθρα acrobase.org Ημερολόγιο Φωτογραφίες Στατιστικά

Notices

Δεν έχετε δημιουργήσει όνομα χρήστη στην Acrobase.
Μπορείτε να το δημιουργήσετε εδώ

Απάντηση στο θέμα
 
Εργαλεία Θεμάτων Τρόποι εμφάνισης
  #46  
Παλιά 15-02-10, 23:14
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
καλά του τα είπες αλλά, να, θα μπει κανείς να δει τον κυρ Φώτη και άλλα θα δει
Απάντηση με παράθεση
  #47  
Παλιά 15-02-10, 23:24
mhtsos2007
Guest
 

Αρχική Δημοσίευση από Nelly Εμφάνιση μηνυμάτων
Εσύ...

... μιλάς μέσα από έτοιμες εικόνες και έτοιμα κείμενα, άπαξ και διαπαντός. Σου πετάμε το μπαλάκι και το αφήνεις να πέσει κάτω. Πρέπει να έρθουμε, να το πάρουμε από κάτω και να στο χώσουμε στην παλάμη για να μας το ξαναρίξεις, εσύ...

τον τροχό θα ανακαλύψω πάλι μωρέ?

μου είναι άκρως διασκεδαστικό (προς το παρόν) και παράλληλα επικοινωνιακό (για μένα πάντα βέβαια) να μαθαίνω,… να μπορώ, … να εκφράζομαι μέσα από άλλους ....μετά από θητεία εγωκεντρικής πορείας μετά αυταρέσκειας και στρουθοκαμηλικής αυτάρκειας…...πάντα στα πλαίσια μιας πορείας στη ζωή με τις διάφορες προσαρμοστικές και ίσως όχι εκφυλιστικές τάσεις
Απάντηση με παράθεση
  #48  
Παλιά 15-02-10, 23:36
Το avatar του χρήστη Nelly
Nelly Ο χρήστης Nelly δεν είναι συνδεδεμένος
Mέλος
 

Τελευταία φορά Online: 09-05-12 11:04
Φύλο: Γυναίκα
Μυστ, εφόσον η συζήτηση δεν προσβάλλει κανέναν έτσι όπως εξελίχτηκε και εφόσον τουλάχιστον ένας από τους συνομιλητές (για μένα λέω, γιατί για σας δεν ξέρω) βρήκε ένα νόημα σε αυτή, δε βρίσκω το λόγο που ανησυχείς τόσο. Ο αναγνώστης θα τον βρει το δρόμο του. Σήκωσε λίγο το βλέμμα, πάνω από τον κορμό υπάρχουν κλαδιά με φυλλαράκια και ανθάκια και φρουτάκια πάνω. Ζουμερά και μυρωδάτα.

Μήτσε, αυτά που λες τώρα τα ακούω βερεσέ. Still love you though.
Απάντηση με παράθεση
  #49  
Παλιά 15-02-10, 23:38
mhtsos2007
Guest
 

......Μήτσε, αυτά που λες τώρα τα ακούω βερεσέ. Still love you though. .......

Απάντηση με παράθεση
  #50  
Παλιά 26-02-10, 12:39
mhtsos2007
Guest
 

ο μαστρο Φώτης απ΄ τ΄Αϊβαλί και οι Τούρκοι

O μαστρο-Φώτης γεννήθηκε στή Μεγάλη Στεριά τής Ανατολής, στό Άϊβαλί, κάτω άπό τήν Όθωμανική τυραννία, στά 1895. Παρά τό ότι στις ελληνοπρεπέστατες Κυδωνίες ή τουρκική παρουσία ήταν πολύ περιωρισμένη, έξ αιτίας τών ιστορικών προνομί­ων τής πόλεως, δέν ήταν δυνατόν νά μή γνωρίσει τόν Τοΰρκο άπό κοντά, κι άπ' τήν καλή κι άπ' τήν ανάποδη!




Έζησε ώρες γαλήνης μέ τούς Τούρκους, μά έζησε καί ώρες μεγάλης αντάρας και οργής, μέ αποκορύφωμα τή Μικρασιατική Καταστροφή καϊ τόν βίαιο ξερριζωμό του, μαζϊ μέ μιά λαοθάλασσα απάνθρωπα κατατρεγμένων ομογενών, άπό τή γή τών πατέρων του, τήν Αιολική Γή, πού τόν έφερε πρόσφυγα δώθε τής "Ασπρης Θάλασσας, μέ πρώτο σταθμό τή Λέσβο και τελικό τήν Άθήνα πού ότε έψαχνε άκόμη τήν ταυτότητά της (...κι άκόμα δέν τή βρήκε, κατά πού βλέπω!..).
Ή παρουσία τοΰ Τούρκου στϊς ατέλειωτες σελίδες τού λογοτεχνικοΰ έργου τού Κόντογλου, άδρή και πλούσια, παρουσιάζει συνήθως μιάν εικόνα καρδιογραφήματος.

Φαίνεται πώς όταν υπερίσχυαν οί αρνητικές ιστορικές μνήμες φούντωνε μέσα του ό θυμός κι' ή (δίκαιη αναμ­φίβολα) αγανάχτηση, κι έγραφε ανάλογα, στολίζοντας τούς Τούρκους, καϊ μάλιστα τούς ήγέτες τους, μέ όλο τόν πρεπούμενο «στολισμό τής αισχύνης».

Όμως, σέ ώρες νηφάλιας περισυλλογής, έβλεπε καΙ τά θετικά στοιχεία αύτού τού τζαναμπέτη λαού, πού ή Ιδιοτροπία τής τύχης τόν έφερε πλάγι μας καί, γιά αιώνες, πάνω στό κεφάλι μας, καϊ δέ δίσταζε νά χρησιμοποιήσει γλώσσα γλυκειά, μέ λόγια αληθινής ανθρωπιάς, συμπόνοιας κι άγάπης.

Άλλωστε ό μεγάλος Άϊβαλιώτης ήταν πάντα, πάνω άπ' ό,τιδήποτε αλλο, ένας συνειδητός Χριστιανός, μέ παρα­δειγματική συνέπεια πίστεως καϊ ζωής! Έτσι δέν ήταν δυ­νατόν παρά νά βλέπει καϊ τούς Τούρκους ώς «πλησίον», κατά τόν αγιο λόγο τοΰ Χριστού καϊ νά τούς συμπονά: «Κύριε Ίησού Χριστέ», εξομολογείται στό «Θρηνητικό Συ­ναξάρι τοϋ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», «Εσύ μέ δίδαξες, κα για τούτο δέν κλαίγω μοναχά απάνω στα μνημούρια τών Χριστιανών, μα και τών Τούρκων, έπειδής έμαθα από τ' άγιο στόμα Σου να πονώ μαζί μέ τόν κάθε άνθρωπο».

Στόν «Άγιο Γιώργη τό Χιοπολίτη» γράφει: «Κι έδώ, σέ βαλιοΰ) και πέρ' από 'δώ, τα χώματα είναι βασανισμένα άπ' τόν Τοΰρκο.'Όπου πατήσεις και όπου σταθείς, βλέπεις και θυμάσαι τη σκληρότη αυτουνοΰ τοΰ σκύλου, πού ξεπέζεψε σαν μερμηγκια άπάνου σέ τοΰτα τ' άρχαΐα χώματα, μπήκε μέσ' στα σπίτια μας, πατσαβούριασε τήν τιμή μας, ρούφηξε τό αίμα μας... Πώς δέν ξεράθηκε για ούλους τούς αιώνες τό δέντρο πού μαράθηκε άπ' τό φαρμακερό χνώτο αύτουνοΰ τοΰ φιδιοΰ!...Κάτ' άπ' τό κάστρο αρχινάνε τα σπίτια, τα τουρκόσπιτα, μ' ένα σωρό μιναρέδες 'δώ κι έκεΐ. Οί χαραμοφάγοι πήρανε τα χωράφια, πήρανε τ' άμπέλια, δέν άφήκανε γής μηδέ για μνημούρι. Κι ό νοικοκύρης πήγε καϊ λούφαξε κλωτσημένος μέσα στά λαγούμια, μέσα στά χαλάσματα, πεινασμένη λεμπεσουριά.'Έτσ' είναι ό νόμος τοϋ πολέμου γιά τόν Τούρκο...».


Στή «Μυτιλήνη, Γενουβέζικη καϊ Τουρκεμένη», σημειώνει μέ πόνο: «Οι Τούρκοι, παίρνοντας τή Μυτιλήνη, έπιδοθήκανε, κατά τά συνηθι­σμένα τους, σέ κάθε βαρβαρότητα. Άρπούσανε, σφάζανε, βιάζανε γυναίκες, δέρνανε δίχως αιτία, βασανίζανε, μ' έναν λόγο κάνανε σάν διαβόλοι, έχοντας γιά παράδειγμα τόν άξιο σουλτάνο τους Μεχμέτ, πού στάθηκε ό πιό σκληρόκαρδος, ό πιό αιμοβόρος, ό πιό αναίσθητος, ό πιό πρό­στυχος κι αδιάντροπος άπ' όλους τούς σουλτάνους. Ή μυ­ρουδιά πού βγάζει τό άΐμα ήτανε γι' αυτόν τό πιό έμορφο μυρουδικό. Οι θρήνοι και τά βογγητά τής απελπισίας ήτανε γιά τ' αυτιά του ή πιό γλυκειά μουσική. Θηριώδικη ψυχή! Χιλιάδες έσφαξε, κρέμασε, παλούκωσε, χώρισε στά τέσσερα, ατίμασε, άντρες και γυναίκες, μι­κρούς καϊ μεγάλους, σέ κάθε χώρα πού πατούσε τό καταραμένο ποδάρι του».

Ανάλογα αναφέρει καϊ στήν «Πολιορκία τής Χαλκίδας»: «Ανάμεσα σ' ένα σωρό σκληρόκαρδους πολέμαρχους πού φανήκανε στήν Ανατολή, κανένας δέν ματόχωσε τόν κόσμο σάν καϊ κείνο τ' αφορεσμένο Τουρκϊ πού τό γράψανε στήν Ιστορία Μεμέτη Καταχτητή. Αυτός δέν πρέπει νά παρασταθεί μέ σκήμα άνθρωπου, μόνο σάν έκείνα τά φοβερά τέρατα τής Αποκάλυψης. Μ' όλο πόχουνε περάσει τόσα χρόνια άπό τότες πού ψόφησε, ή Χριστιανωσύνη άκόμα χλωμιάζει σάν ακούσει τ' όνομα αύτουνού τοϋ Αντίχριστου... Ποιός έκοψε κεφάλια σάν κι αύτόν, ποιός άλλος σούβλισε, ποιός πριόνισε, ποιός παλούκωσε, ποιός επινόησε βασανιστήρια, ποιός ατίμασε γυναίκες, ποιός έμόλεψε παλληκαρόπουλα, ποιός ρεζίλεψε τιμημένα σπίτια, ποιός ξέθαψε κόκαλα, ποιός κατάπιε πλατείες σούμπι-τες, ποιός σουργούνεψε χιλιάδες χώρες καίχω­ριά, ποιός έκανε νά τρέμει στεριά καϊ θάλασσα, κι ούλα τά βασίλεια ν' άσπροκαλιάζονε σάν τϊς κότες πού τϊς κλώθει ό άϊτός;»
Σπαραξικάρδια επίσης παρουσιάζει τή σκηνή τού φοβερού «ντεβσιρμέ» (Παιδομαζώματος), ενός άπό τά πιό φρικώδη τουρκικά εγκλήματα σέ βάρος τοϋ Έλληνισμού, πάλι στή «Μυτιλήνη - Γενουβέζικη καϊ Τουρκεμένη»: «Σάν τά κοπάδια τά τρομαγμέ­να σπρωχνόντανε χιλιάδες άνθρωποι μπροστά στό σουλτάνο, σάν νά 'τανε ή Δευτέρα Παρου­σία, κι ό θρήνος κι ό άλαλαγμός άνέβαινε στόν ούρανό. Μ' ένα φοβερό γνέψιμο τοϋ σουλτάνου, πεντακόσια παλληκάρια καϊ κορίτσια άρπαχτή-κανε άπό τούς γενίτσαρους, γιά τά χαρέμια τοϋ άφέντη τους. Μέ σπαραγμό βλέπανε οΙ γονιοί νά χωρίζουνται άπό τά παιδιά τους κι άπό τά εγγόνια τους, τ' άδέρφια άπό τ' άδέρφια. Μήτε νά κλάψουνε ελεύθερα μπορούσανε, παρά ξεροκαταπίνανε τόν πόνο τους, γιατί όποιος έδειχνε πώς λυπότανε έχανε τό κεφάλι του. "Ολοι στεκόντανε σάν πεθαμένοι, κι άκούγανε τόν ντελάλη πού φώναζε τή σουλτανική διαταγή».
Άπό τήν άλλη μεριά τώρα, στό κείμενο «Ελληνες καί Τούρκοι», διαπιστώνει: «Ένω ό Τούρκος έχει πολλά καλά, είναι καλοκάγαθος, απλοϊκός καϊ φιλόξενος, σάν δέν τόν έχει πιάσει ό φανατισμός πού τόν κάνει άπό πρόβατο θερίο, άλλά είναι βαρύς κι άδιάφορος, δέν άγαπά τή δουλειά, δέν έχει τό κέφι πού έχει ό Έλληνας κι αύτή ή φυσική νωθρότητά του χειροτερεύει άπό τήν πίστη πού έχει στό 'κισμέτ', στό γραφτό, κ' έτσι κ' ή λίγη δραστηριότητά του χάνεται ολότελα».

Στο διήγημα «Τίμιος Κουρσάρος» ρίχνει μιά «κατάξυλα» στον πόλεμο, που διαφθείρει τους άνθρώπους: «Οί Τούρκοι είναι καλοί και πονόψυχοι άπό φυσικό τους, πλην ό πόλεμος είναι σάν μια άρρώστεια πού χτυπά και τούς καλούς και τούς κακούς και τούς αγριεύει».

Καϊ μόνο το γεγονος ότι οί Τοϋρκοι είναι Ανατολίτες, κάνει τον πάντοτε συναισθηματικο Κόντογλου νά τους θεωρεί μέ άρκετή δόση άπο sancta simplicitas άσφαλώς, κι αυτούς ευλογημένους!
«Στεριανοί και θαλασσινοί είχανε την Ανατολή γιά βλο­γημένη, γιατί έκεί γεννήθηκε ό Χριστός, κι άπό κει βγαίνει ό ήλιος, κι όσοι άνθρωποι γεννιούνται στήν Ανατολή είναι βλογημένοι,Έλληνες και Τούρκοι».

Στήν «Κι­βωτό τής Όρθοδοξίας» συ­γκρίνει τούς Παπικούς μέ τούς Τούρκους καϊ υπερ­τιμά χωρίς δισταγμο τούς δεύτερους: «Ολοι οί υπή­κοοι τού Πάπα έρχόντανε στήν Ανατολή ντυμένοι μέ προβατοπροβιά, ένω ήτανε άπό μέσα λύκοι... Ένω οί Τούρκοι κ' οί άλλοι μωχαμετάνοι, μπορεί νάχανε τή σκληρότητα πού έχουνε οί άνθρωποι τού πολέμου, μά είχανε και καλωσύνη, πολλά γενναία αισθήμα­τα, άγάπη στή δικαιοσύνη, φόβο Θεού, έπειδής ήτανε πιό άπλοί και ζούσανε πιό φυσική ζωή».

Δέν διστά­ζει νά ομολογήσει πώς καϊ άπό τον τουρκικο λαο άναδείχθηκαν "Αγιοι στήν Εκκλησία, προβάλλοντας μέ πε­ρισσή άγάπη καϊ τρυφερή ευλάβεια έναν νεαρο Τοϋρκο Νεομάρτυρα, τον "Αγιο Κωνσταντίνο «τόν έξ Άγαρηνων» άπο τή Μυτιλήνη, πού ομολόγησε τον Χριστο στο Αϊβαλϊ κι έμαρτύρησε στήν Κωνσταντινούπολη στϊς 2 Ιουνίου 1819: «Ανάμεσα στούς πολλούς Νεομάρτυρες είναι κ' ένας πού ήτανε Τούρκος, και τόν φώτισε ό Θεός, κι όχι μοναχά έγινε Χριστιανός, άλλά και μαρτύρησε γιά τόν Χριστό, 'άναφανείς έξ άκανθων ώς ρόδον εΰοσμον, και τω τού θείου λουτρού βαπτίσματι άναγεννηθείς'... Σάν πέρασε ή πανούκλα, έκείνο τό βλογημένο Τουρκάκι μπήκε σ' ένα καΐκι πού πήγαινε στό'Άγιον "Ορος...».


"Ομως, ή πιο εντυπωσιακή κατάθεση, είναι έκείνη μιας προπολεμικής ιδιωτικής επιστολής τοϋ (σαραντάχρονου τότε) Κόντογλου στον Κωνσταντινουπολίτη φίλο καϊ συνεργάτη του Αβραάμ Παπάζογλου, αδημοσίευτης μέχρι σήμερα, άπ' όσο ξέρουμε, το πρωτότυπο τής οποίας βρίσκεται στο ΕΛΙΑ ( "Ελληνικό Λογοτεχνικό καϊ Ίστορικο Αρχείο) τών Αθηνών, προσφορά τής αδελφής τοϋ , παραλήπτη Θάλειας Νεμπάρη, καϊ άντίγραφό της ύπάρχει στο Οΐκουμενικο Πα­τριαρχείο, άπ' όπου καϊ τή λάβαμε. Τήν παραθέτουμε αυτούσια, διατηρώντας τήν ορθογραφία (ή υπογράμ­μιση δική μας), μέ τή ρητή προειδοποίηση ότι δέν είναι καρπος τής πλήρους ωριμότητας τοϋ συγγρα­φέα. Τή γράφει ό Κόντο­γλου τοϋ Πέδρο Καζά, τής Βασάντας καϊ τοϋ "Αστρολά­βου. Όχι ό Κόντογλου τοϋ Μυστικού Κήπου καϊ τής Αγιασμένης Ελλάδας!

«Γράφω στήν Άθήνα, στις 28 Νοέμβρη τού 1935.
Αγαπητέ μου φίλε, Παπάζογλου.
Μέ συγκίνησε πολύ τό γράμμα σου γιατ) είνε γραμ­μένο άπό άνθρωπο, σπάνιο πράμα γιά τά χρόνια μας. Σέ φχαριστω άπό καρδιάς. Σέ φχαριστω και γιά τή φωτο­γραφία. Μού κάνεις πολλή τιμή νά κοπιάζης νά μεταφράσης τόσα πράματα. "Ας είσαι καλά. Άπό τήν άλλη μεριά χαίρουμαι πού έδωσα σ' έναν άνθρωπο πνευματική τροφή κα) τόσο φχαριστήθη-κε πού θέλει νά δώση άπό δαύτη και σ' άλλους. Δηλαδή τούς Τούρκους, πού τούς άγαπω σάν άδέλφια και θέλω νά τό μάθουνε. Ανάθεμα στήν ίστορία πού συντείνει νά χωρίζουνται οί άνθρωποι. Αυτή τήν ίστορία, τή μητρυιά τής άνθρωπότητας πρέπει νά τή στείλουμε πειά στό διάβολο. Οί Τούρκοι είναι άπό φυσικό τους πειό άγαθοί άπό μάς, ράτσα καλή, σεμνή κι άξιαγάπητη. Πάντα λέγω πώς είμαι τουρκομερίτης, πολλές φορές βρήκα και τό μπελά μου άπό κουτούς έθνικιστές, πού, δόξα σοι ό Θεός είνε πολύ λίγοι, σχεδόν τίποτα σήμερα. Σέ παρακαλω γράψε πώς έχω τέτοια αισθήματα γιά τούς πατριωτες μου. Στις ζουγραιφιές πού κάνω, και τά βιβλία πού γράφω βάζω κατω άπό τόνομά μου «ΆϊΒαλιώτης».
Σέ ζάλισα μαύτά τά λόγια, μά συμπάθησε με. Διψώ πειά άγάπη, γιατί είνε τόσο λίγη στά χρόνια μας, και σημείωσε δέν είμαι αδύνατος άνθρωπος.
Σέ φχαριστώ γιά όσα λές νά μοΰ γράψεις και νά ξέρεις πώς δέν θά πάνε χαμένα. Ή πεθυμιά μου είνε νάρτω καμμιά φορά στην Τουρκιά, νά προσκυνήσω τάγια χώματα. Ξέρω καλά πώς θάρτη ώρα νά Βγούνε ξανά πολύ μεγάλα πράμματα άπό τήν Ανατολή.
Γειά σου τό λοιπόν και νά μέ λογαριάζεις κ' έσύ σάν άδερφό σου. Σέ χαιρετά και ή γυναίκα μου. Γειά σου, Γειά σου,
Φώτης»

Καρδιογράφημα, λοιπόν, άλλά μέ έντονες κα­μπύλες ζωής! Όχι εύθύγραμμον, καταληκτήριον!... «Τά επίλοιπα τής αναγνώσεως», κατά τό άγιορειτι-κόν, έν «ώραις αισίαις» έλληνο-τουρκικών, τουρκο-ευρωπαϊκών, άμερικανο-τουρκικών, τουρκο -ελληνο-αμερικανικών, έλληνο-τουρκο-αμερικανο-ευρωπαϊκών καϊ λοιπών προσεγγίσεων καϊ ειδυλλί­ων, δι' εύχών τών Αγίων Νεομαρτύρων Αχμέτ τού Κάλφα και Κωνσταντίνου τοϋ Μυτιληναίου «τών έξ Άγαρηνών», τά αφήνουμε «έπ' έλπίσι χρησταίς» στά χέρια τοϋ Κυρίου τής Ζωής, παρά τω Όποίω, δόξα νάχει τ' όνομά Του!, «ούκ ένι Ιουδαίος ούδέ "Ελλην», ούτε -όγλου, ούτε -ίδης, ούτε -όπουλος, μηδέ Τούρκος, μηδέ Ρωμηός!...


(κείμενο του Μητρ.Προικονήσου κ.Ιωσήφ δημοσιευμένο στην «Πειραϊκή Εκκλησία».Η προσωπογραφία του κυρ Φώτη ιστορημένη από τον αγιογράφο Γιώργο Κόρδη, από το ίδιο αφιέρωμα.)


ΠΗΓΉ
Απάντηση με παράθεση
  #51  
Παλιά 29-04-10, 21:48
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας


Παναγία Οδηγήτρια - έργο 1953
Απάντηση με παράθεση
  #52  
Παλιά 02-05-10, 22:08
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
Ζωὴ πολυμέριμνη, χωρὶς καμμία ἐσωτερικὴ εὐτυχία
Φώτης Κόντογλου.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος, θέλει ν᾿ ἀπολάψει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάξει ὅλα. Καὶ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλά, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποχτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ οἰκονομία, εἴτε γιατὶ ἔχει τὴν ἰδέα πὼς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢ στὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατὶ στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. «Τὶς ἔστι πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος».

Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουνε πουθενὰ ἡσυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦνε νὰ ζήσουνε χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Τρέχουνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ νὰ βροῦνε τὴν εὐτυχία, μὰ εὐτυχία δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. θέλουμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε μὲ συμπόσια ἀπ᾿ ὅπου λείπουμε. Ὅποιος ἔχει χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα ποὺ δίνουνε οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς κι ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδίας.

Μ᾿ αὐτὸ τὸ βύθισμα στὸν ἑαυτό του βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό. Γιὰ τοῦτο εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν· ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν». «Μὴν ψάχνετε, ζαλισμένοι ἄνθρωποι, ἐδῶ κι ἐκεῖ νὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Γιατὶ ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα σας».

Μέγας λόγος, ὅπως ὅλα τὰ θεϊκὰ λόγια. Μέσα μας εἶναι ὁ θησαυρός. Ἀπ᾿ ἔξω εἶναι ξέρακας, κι ἂς μὴ μᾶς ξεγελᾶ ἡ φασαρία καὶ τὰ ψεύτικα πυροτεχνήματα. Ὅποιος ζεῖ ἐξωτερικά, ζεῖ ψεύτικα. Ὅποιος ζεῖ ἐσωτερικά, ζεῖ ἀληθινά.

Ξέρω καλὰ τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ διάφορες ματαιότητες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό, ἐνῷ σὰν τὰ δεῖ κανένας ἀπὸ κοντά, ἀπορεῖ γιὰ τὴ φτώχεια ποὺ ἔχουνε καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ψευτογελιοῦνται μ᾿ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας.

Ξέρω λοιπὸν καλὰ αὐτὴ τὴ ζωή, γιατί, ἀναγκαστικά, ἔζησα, κάποιες φορές, μὲ ἀνθρώπους πλούσιους, ποὺ μὲ προσκαλούσανε στὰ σπίτια τους, στὶς ἐπαύλεις τους, στὰ κόττερά τους καὶ στὶς ἄλλες διασκεδάσεις τους.

Μελαγχολία μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ κείνη τὴν κατάσταση. Ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνανε τὸν εὐτυχισμένο, κατάδικους ποὺ κάνανε τὸν ἐλεύθερο.

Ἀλλά, ἂν δὲν καταγινόντανε μὲ τόσες ψεύτικες χαρές, θὰ πέφτανε στὴ βαρεμάδα, στὴ λεγόμενη ἀνία. Ἢ τὸ ἕνα, ἢ τὸ ἄλλο. Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία, τρισδυστυχισμένοι. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνύπαρκτη κι ἀνύπαρκτη ἡ εὐτυχία, ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τὸ ἁλάτι;

Λοιπόν, ὅποτε ἀναγκαζόμουνα νὰ πάγω γιὰ λίγο κοντὰ σὲ τέτοιους κοσμικοὺς ἀνθρώπους, πρᾶγμα ποὺ γινότανε σπάνια, γιὰ νὰ μὴν τοὺς προσβάλω, ἀφοῦ μὲ προσκαλούσανε μὲ εὐγένεια, δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ νὰ ἀποτραβηχτῶ στὸ καβούκι μου, νὰ γυρίσω στὸ φτωχὸ σπίτι μου καὶ στ᾿ ἀγαπημένα πράγματα ποὺ βρίσκουνται γύρω μου.

Ἔβλεπα πῶς ἀντὶ νὰ πάρω κάτι ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴν τυμπανοκρουσία, ὅπως πιστεύει ὁ πολὺς ὁ κόσμος, ἐγὼ ἔδινα, ἔδινα ξύπνημα στοὺς κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στοὺς μουδιασμένους, ζωὴ στὴ μονοτονία τους.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ γράφω, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶμαι προσκαλεσμένος σὲ πολλὰ μέρη ἀπὸ κάποιους εὐγενεῖς ἀνθρώπους, ὄχι μονάχα στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲ μακρυνὰ μέρη, κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας μὲ τὰ λίγα δεντράκια καὶ μὲ τὰ ταπεινὰ λουλούδια.

Ξεκουράζουμαι κι εἰρηνεύει ἡ ψυχή μου. Τοῦτο τὸ μικρὸ κηπάριο εἶναι γιὰ μένα ὁ Κῆπος τῆς Ἐδέμ. Ὁ ἀγέρας μοσχοβολᾶ, κι ὁ νοῦς μου ταξιδεύει. Ταξιδεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὰ περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, ἐκεῖ ποὺ ἀναβρύζει τὸ μυστικὸ νερό, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνται τὰ ριζώματα» τοῦ κόσμου.

Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ βρέθηκε αὐτὸ τὸ καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη εὐτυχία ποὺ εἶμαι μοναχιασμένος, πού, ἐδῶ ποὺ κάθομαι, δὲν μὲ ξέρει κανένας, δὲν μὲ θυμᾶται κανένας. Σὰν νὰ εἶμαι καραβοτσακισμένος ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὴ φουρτούνα, κι ἀκούγει τὸ μούγκρισμα τῆς θάλασσας ἀπὸ τὸ σίγουρο καταφύγιό του. Σὰν νὰ γλύτωσε ἀπὸ λῃστές.

Ἀνατριχιάζω συλλογισμένος τὴν ἀνεμοζάλη ποὺ τὴ λένε ζωὴ οἱ ὅμοιοί μου, κοινωνικὴ ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια καὶ λύκους. Ἀναπαύουμαι μοναχὰ μὲ δυὸ - τρεῖς ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ καλοκάγαθους, ποὺ ἔχουνε ἀγάπη μέσα τους καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά τους.

Δὲν θέλω μήτε θαυμασμούς, μηδὲ δόξες, μήτε ἄλλες τέτοιες συμφορές, θέλω νὰ εἶμαι ξεχασμένος κι ἀσήμαντος. Ὢ λησμονιά, τί μπάλσαμο εἶσαι γιὰ ὅσους ποθοῦνε τὴν εἰρήνη! Κατάρα εἶναι ἡ δίψα ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι νὰ κατασταθοῦνε ξακουσμένοι, νὰ τοὺς δοξάζει ὁ κόσμος καὶ νὰ βασανίζουνται μέσα στὴ ματαιότητα κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνται κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνε.

Ἐδῶ ποὺ κάθουμαι, νοιώθω πῶς εἶμαι μακρυὰ ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς βραχνάδες ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ εὐτυχία οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι.

Φυσᾶ στὸ πρόσωπό μου τὸ δροσερὸ ἀγεράκι, μπαίνει ἁπαλὰ στ᾿ αὐτιά μου, σὰν νὰ μὲ χαιρετᾶ. Σιγοσαλεύουνε τὰ κλαδιὰ κι οἱ κορφὲς τῶν δέντρων. Μαμούνια περπατοῦνε στὸ μοσχοβολημένο χῶμα, τὸ κάθε ἕνα τραβὰ τὸν δρόμο του κι ἔχει τὸν σκοπό του. Ποῦ πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια καὶ μυγάκια λογὴς - λογής, ἄλλα μακρουλά, ἄλλα στρογγυλά, πετᾶνε καὶ μαζεύονται γύρω ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ εἶναι ἀναμμένο ἀπὸ πάνω μου. Ὅλα εἶναι σπουδαία, ὅλα ἀξιαγάπητα. Κι ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἀπ᾿ αὐτά.

Δὲν ἀκούγεται τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὶς σταλαγματιὲς τὸ νερὸ ποὺ πέφτουνε ἀπὸ τὴ βρύση, κάνοντας τὴ σιωπὴ ἀκόμα πιὸ βαθειά. Σὰ νὰ γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου τὸ νοιώθω καὶ μέσα μου κι ἀπέξω. Μυστικὲς θύρες ἀνοίγουνε ἀπὸ παντοῦ. Τὸ κάθε δέντρο, τὸ κάθε χορτάρι, τὸ κάθε λουλούδι, σὰν νὰ μὲ βλέπει μὲ τὰ μυστηριώδη μάτια του.

Εἶμαι μακάριος στὸ μικρὸ τοῦτο περιβολάκι μας. Τύφλα νἄχουνε μπροστά του οἱ μεγάλοι κῆποι καὶ τὰ πολυέξοδα παλάτια, τὰ φανταχτερὰ κόττερα. Ὅσα εἶναι γύρω μου εἶναι ἀγαπημένα, γιατὶ δὲν εἶναι ἀγορασμένα μὲ λεφτὰ πολλά, ὅπως εἶναι ὅσα ἔχουνε οἱ πλούσιοι. Ἀγορασμένα πράγματα μποροῦνε νὰ δώσουνε εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο;

Ὤ, ἐσεῖς ποὺ ἔχετε τὰ πλούτη καὶ ποὺ μόνο τί λογῆς εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ δὲν ξέρετε. Ἄνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες κι ἀπὸ τὶς σκουτοῦρες, σκλάβοι στὴ φιλοδοξία καὶ στ᾿ ἄλλα πάθη, ὢ ἄσωτοι γυιοί, ποὺ φάγατε τὰ ξυλοκέρατα καὶ δὲν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στὸ σπίτι τοῦ πατέρα σας τοῦ πονετικοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ καρδιὰ ἡ δική σας, καὶ μπεῖτε μέσα νὰ ξαποστάσετε, νὰ εὐφρανθῆτε καὶ νὰ νοιώσετε τὴν ἀληθινὴ χαρά!

-----------

άλλο ένα διήγημα... για τα Χριστούγεννα (μεταφορά από ποστ με ευχές Χριστουγέννων)

-----------

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη mystakid : 23-11-10 στις 12:06
Απάντηση με παράθεση
  #53  
Παλιά 26-06-10, 13:27
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
Τὰ Ρημοκκλήσια τοῦ Μαρουσιοῦ

Κόντογλου Φώτης.

Ἅμα χαλαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀρχίζει νὰ σιχαίνεται τὰ ἁπλὰ καὶ τὰ φτωχὰ πράγματα. Μὰ πολλὲς φορὲς ξανάρχεται στὸν παλιὸ ἑαυτό του, σὰν τὸν μεθυσμένον ποὺ ξεμέθυσε, καὶ τότε καταλαβαίνει πάλι μεγάλη ὄρεξη γιὰ τὴν ἁπλότητα, καὶ χαίρεται μέσα του καὶ εἰρηνεύει, καὶ θέλει νὰ ζεῖ ταπεινὰ καὶ ἥσυχα. Τότε τοῦ ἀρέσουνε πάλι τὰ ταπεινὰ καὶ τ᾿ ἀπονήρευτα πράγματα, καὶ νοιώθει μέσα του τὴν γλυκύτητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ εἶναι μέσα στὸ Εὐαγγέλιο.

Γιατί χωρὶς ἁπλὴ καρδιά, ἀληθινὸς χριστιανὸς δὲν γίνεται κανένας. Αὐτὸ θὰ τὸ νοιώσεις ἀπὸ κάποια λόγια τῶν ἁγίων ποὺ λένε: «Ὅποιος δὲν γνώρισε τὴν εἰρήνη, δὲν γνώρισε τὴ χαρά. Ἂν ἀγαπᾶς τὴν πραότητα, ζῆσε μὲ εἰρήνη· κι ἂν ἀξιωθεῖς τὴν εἰρήνη, θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε καιρό. Ἄνθρωπος μὲ πολλὲς ἔγνοιες, δὲν εἰμπορεῖ νὰ γίνει πράος καὶ ἠσύχιος.

Ἡ ταπείνωση μαζεύει τὴν καρδιά, κι ὅταν ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, εὐθὺς τὸν σκεπάζει τὸ ἔλεος. Ἡ προσευχὴ εἶναι χαρά. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μέσα μας βρίσκεται. Ἡ χαρὰ ποὺ νοιώθει ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ Θεό, εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τούτη τὴ ζωή.

Ὅποιος φτωχεύει ἀπὸ τὰ πλούτη τοῦ κόσμου, πλουτίζεται μὲ τὰ πλούτη τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὰ φανταχτερὰ πράγματα, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει ταπεινὰ αἰσθήματα, γιατὶ ἡ καρδιὰ ἀπὸ μέσα τυπώνεται μὲ τὰ ἴδια σχήματα ποὺ εἶναι ἀπ᾿ ἔξω».

Ἐσὺ ποὺ διαβάζεις τοῦτα ποὺ γράφω, μὴ μὲ βαρεθεῖς καὶ πεῖς πὼς ὁλοένα σου λέγω τὰ ἴδια, γιὰ τὸ Χριστό, γιὰ τὴν ἁπλότητα, γιὰ τὴν ταπείνωση. Ἅμα μπορέσει νὰ καταλάβει ἡ καρδιά σου τὴν γέψη τους, θὰ δεῖς πὼς θὰ μοῦ δώσεις δίκιο.

Σοῦ τὰ λέω καὶ τὰ ξαναλέω ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ ἔχω νὰ σοῦ μεταδώσω τὴν μία καὶ μόνη ἀληθινὴ χαρά, ποὺ κ᾿ ἐγὼ ἄργησα νὰ τὴ βρῶ, μὰ ποὺ τὴ βρῆκα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ· κ᾿ ἡ ἀγάπη σὲ σένα μὲ κάνει νὰ μὴν σοῦ κρύψω αὐτὸ τὸ μονοπάτι ποὺ μ᾿ ἔβγαλε σ᾿ ἕνα ἔμορφο περιβόλι ποὺ δὲν τὸ ὑποπτευόμουνα.

Αὐτὴ τὴν ἥμερη καὶ κρυφὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ (τὴ λέγω χαρὰ τοῦ Χριστοῦ γιατί Ἐκεῖνος μᾶς τὴν ἔδωσε, καὶ γιατί ἄλλος κανένας δὲν μπορεῖ νὰ τὴ δώσει), τὴν ἔχουνε τὰ ρημοκκλήσια καὶ τὰ ἐξωκκλήσια μας, προπάντων ὅσα εἶναι κτισμένα πρὸ τρακόσια χρόνια ἴσαμε τὴν Ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα.

Αὐτὸν τὸν καιρὸ οἱ Ἕλληνες ἤτανε βουνίσιοι, δὲν γνωρίζανε γράμματα, μὰ μέσα τοὺς εἴχανε τὴν κρυφὴ σοφία τῆς θρησκείας. Εἴτανε βασανισμένοι, φτωχοί, ταπεινοί, ντροπαλοί, μ᾿ ὅλο ποὺ εἴτανε καρτερικοὶ καὶ πολεμούσανε ἀπάνω στὰ βουνὰ μὲ παλληκαριὰ μεγάλη.

Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πάρθηκε ἡ Πόλη, τὸ ἔθνος μας εἴτανε πικραμένο, κι᾿ αὐτὴ ἡ πίκρα ἔκανε τὴν καρδιά μας νὰ πάγει πιὸ βαθειά. Γιατὶ ἡ θλίψη φέρνει τὴν ὑπομονή, κ᾿ ὑπομονὴ τὴν ταπείνωση. Γιὰ τοῦτο, ἂν διαβάσεις τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος στοὺς στρατιῶτες μία μέρα πρὶν σκοτωθεῖ, θὰ κλάψεις· θαρρεῖς πὼς εἶναι τροπάρι τῆς Μεγάλης βδομάδας.

Νά, αὐτὸ θέλω νὰ πῶ πὼς εἴχανε οἱ Ἕλληνες σὲ κεῖνα τὰ χρόνια της σκλαβιᾶς, καὶ πὼς ἡ ταπείνωση δὲν μπόδιζε τὴν παλληκαριά, ἴσια ἴσια τὴν ἔκανε πιὸ τιμημένη καὶ πιὸ ἀληθινή. Γιὰ τοῦτο κύτταξε τί σεμνότητα εἶχε ὁ Μπότσαρης, ὁ Διάκος, ὁ Κατσαντώνης, ὁ Ἀνδροῦτσος, ὁ Βλαχάβας, ὁ Κανάρης, ὁ Τομπάζης, ὁ Κουντουριώτης, ὁ Τσαμαδός, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Ἡσαΐας Σαλώνων κ᾿ οἱ ἄλλοι καπεταναῖοι, κοσμικοὶ καὶ κληρικοί.

Κύτταξε καὶ θὰ βρεῖς αὐτὸ ποὺ λέγω, στὰ γραψίματα τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Κασομούλη, τοῦ Φωτάκου, τοῦ Σκουζέ, στὰ τραγούδια τῶν τσοπαναρέων.

Τυραννισμένος κόσμος, ὑπομονετικός, Χριστιανός. Ἔ, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ συμπαθητικὴ μοσκοβολιά, ποὺ θαρρεῖς πὼς βγαίνει ἀπὸ τὰ ἀγριολούλουδα τῶν βουνῶν μας, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν εὐωδία μοσκοβολᾶνε τὰ φτωχὰ τὰ ρημοκκλήσια μας, ποὺ εἶναι κτισμένα σὲ κάθε μέρος, ἀπάνω σὲ βουνὰ καὶ σὲ διάσελα, σὲ βράχια ἔρημα καὶ σὲ κλεισοῦρες, σὲ νησιὰ καὶ σὲ ἀκροθαλασσιές, κ᾿ ἡμερεύουνε τὴν πλάση αὐτὰ τὰ ἁγιασμένα σπιτάκια τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων.

Σ᾿ ὅποιο μέρος πᾶς, θὰ σὲ καλωσορίσουνε καὶ θὰ σὲ προσκαλέσουνε νὰ μπεῖς μέσα, ἀπὸ τὴν χαμηλὴ τὴν πόρτα τους, γιὰ νὰ σὲ εἰρηνέψουνε καὶ νὰ σὲ παρηγορήσουνε. Τὰ βουνὰ γύρω στὴν Ἀθήνα εἶναι καταστολισμένα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ταπεινὰ προσκυνήματα.

Γύρω στὸ Μαρούσι βρίσκονται κάμποσα τέτοια ρημοκκλήσια, πολὺ συμπαθητικά. Ἕνα εἶναι οἱ Ἅγιοι Ἀσώματοι, καὶ βρίσκεται μπαίνοντας στὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς Κηφισιᾶς. Τὸ χτίσιμό του εἶναι ἁπλό, τὸ λεγόμενο βαρέλι, μονόκλιτος βασιλική, δηλαδὴ μὲ μία καμάρα γιὰ σκεπή, ὅπως εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐκκλησάκια.

Ἀπ᾿ ἔξω κείτουνται κάποια λιθάρια ἀρχαῖα, ὅπως κείτουνται στὰ πιὸ πολλὰ ρημοκκλήσια. Ἀπὸ μέσα εἴτανε ὅλο ζωγραφισμένο, πλὴν ἡ ἁγιογραφία χάλασε χαμηλὰ ἀπὸ τὴν ὑγρασία κι᾿ ἀπομείνανε μονάχα κάτι λίγες στὴν καμάρα, ἡ Μεταμόρφωσις, ἡ Σταύρωσις, ἡ Ἀνάστασις, καὶ κάποια στηθάρια1 ἁγίων.

Σ᾿ ἕνα μέρος ξεχωρίζει κι᾿ ὁ φιλόσοφος Πλάτων, γιατί συνηθίζανε πολλὲς φορὲς νὰ τὸν ζωγραφίζουνε στὶς ἐκκλησίες ἐκεῖνον τὸν καιρό, μαζὶ μὲ ἄλλους σοφοὺς Ἕλληνες. Ἄλλο ἐξωκκλήσι εἶναι ἡ Ἁγία Σωτήρα, κ᾿ ἔχει μέσα λίγες τοιχογραφίες, τὸν Χριστό, τὸν Πρόδρομο, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, καὶ κάποιους ἄλλους ἁγίους.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ Μαρουσιοῦ, κατὰ τὸ βασίλεμα τοῦ ἥλιου, βρίσκουνται πιὸ πολλὰ ἐξωκκλήσια καὶ μία πιὸ μεγάλη ἐκκλησιά,ποὺ τὴν λένε Παναγία Νεραντζιώτισσα. Εἶναι κι᾿ αὐτὴ σκεπασμένη μὲ μία καμάρα, χωρὶς κουμπέ, κ᾿ εἶναι στεργιωμένη μὲ δυναμάρια.

Ἀπ᾿ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ κείτουνται πολλὰ σκαλιστὰ μάρμαρα ἀπὸ παλαιὰ χτίρια χριστιανικά. Ἀπὸ μέσα βρίσκουνται ἀκόμα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ κάποιες ἁγιογραφίες, πλὴν εἶναι χαλασμένες καὶ ξαναζωγραφισμένες ἀπὸ τωρινὸ ἄτεχνο χέρι. Ἀντίκρυ στὴ Νεραντζιώτισσα εἶναι ἕνα μικρὸ γυμνοβούνι, καὶ λένε πὼς ἐκεῖ ἀπάνω εἴτανε χτισμένος πρὸ χιλιάδες χρόνια ὁ ναὸς τῆς Ἁμαρυσίας Ἀρτέμιδος.

Χαμηλὰ βρίσκεται ἕνα ρημοκκλήσι γκρεμισμένο, ὁ ἅγιος Νικόλαος. Στέκεται ὄρθιο τὸ μισὸ κτίριο μαζὶ μὲ τὴ χυβάδα τοῦ ἱεροῦ, καὶ ξεχωρίζει ἀκόμα ἡ Πλατυτέρα, φαγωμένη ἀπὸ τὶς βροχές. Πολλὲς φορὲς κάθισα κ᾿ ἔκανα τὴν προσευχή μου μὲ μεγάλη κατάνυξη σ᾿ αὐτὸ τὸ χάλασμα.

Ἡ ρεπιασμένη ὄψη του τὸ κάνει πιὸ σεβάσμιο καὶ πιὸ ταπεινό. Οἱ πέτρες ἀπὸ τὸν καιρὸ χωρίσανε ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, κ᾿ εἶναι σκεπασμένες ἀπὸ μούσκλια κι᾿ ἀγριόχορτα, οἱ σουβάδες εἶναι μαυροκιτρινισμένοι ἀπὸ τὴ μούχλα, καὶ τὰ ἐρημικὰ ἀγριολούλουδα ἀνεμίζονται ντροπαλὰ στοὺς χαλασμένους τοίχους, σὰν νὰ προσκυνᾶνε τὴν Παναγία ποὺ κάθεται μέσα στὴ χυβάδα.

Τὸ ἅγιο πρόσωπό της εἶναι σκεπασμένο ἀπὸ χορταράκια, τὰ χέρια της μαυρίσανε, ὁ Χριστὸς ποὺ κρατᾶ στὰ γόνατά της εἶναι μισοσβυσμένος, ὁ θρόνος της εἶναι καταφαγωμένος ἀπὸ τὰ νερὰ κι᾿ ἀπὸ τὸν ἀγέρα. Ἀπάνω στὸ ροῦχο της μολυντήρια καὶ γουστέρες περπατᾶνε, μελίσσια καὶ χρυσόμυγες τῆς ψέλνουνε τὸ «Ἐπὶ σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», σφαλάγκια2 τῆς ὑφαίνουνε «σκηνὴν περισκέπουσαν».

Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὴ θυμοῦνται μονάχα κάποιες γυναῖκες φτωχὲς χωριάτισες, «τὰ ταπεινὰ καὶ τὰ ἐξουθενωμένα», καὶ πᾶνε κι᾿ ἀνάβουνε ἕνα καντήλι ποῦναι σφαλισμένο μέσα σ᾿ ἕνα φανάρι ὁποὺ κρέμεται ἀπόνα καρφί. Καμμιὰ φορὰ βρίσκεται κ᾿ ἕνα λιβανιστήρι ἀπάνω στὴν ἁγία τράπεζα. Ὢ πόσο γλυκὸ μπάλσαμο στάζει στὴν ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ ἀπὸ τούτη τὴν ἁπλότατη καὶ βουνήσια λατρεία, μέσα σὲ πέτρες καὶ σὲ χώματα καὶ σὲ ξεράγκαθα ἁγιασμένα!

Σὲ ποιὸ ἄλλο μέρος μπορεῖ νὰ βρεῖ κανένας τέτοια κρυφὴ καὶ ταπεινὴ προσευχή, μέσα σὲ χαλάσματα, κι᾿ ἀπάνω σὲ βράχια καὶ σὲ ἔρημους τόπους; Καὶ ποὺ ἀλλοῦ θαρρεῖ πὼς ἀκούγει μὲ τ᾿ ἀφτιά του νὰ μιλᾶ ὁ Χριστὸς κ᾿ οἱ ἅγιοι, καὶ τὸν Δαυῒδ νὰ λέγει «Πόσο ἀγαπημένα εἶναι τὰ σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων, ἡ ψυχή μου ποθεῖ κ᾿ ἀγάλλεται μέσα στὴν αὐλή σου.

Ἀπὸ τὴ νύχτα ξαγρυπνᾶ τὸ πνεῦμα μου γιὰ σένα, Θεέ μου, καὶ περιμένω τὴν αὐγὴ νἄρθω στὴν ἐκκλησιά σου, γιατί εἶναι φῶς τὰ προστάγματά σου ἀπάνω στὴ γῆ». Ἁγιασμένη Ἑλλάδα! Βασανισμένα κορμιά, πικραμένες ψυχές! Βάσανα ποὺ δὲν γράφουνται στὸ χαρτὶ κάνουνε τὶς ψυχὲς νὰ κρυφοκλαῖνε καὶ νὰ γίνουνται ἄξιες νὰ πᾶνε κοντὰ στὸ βασανισμένο τὸν Χριστὸ καὶ στὴν πικραμένη τὴν Παναγιά, καὶ στοὺς μάρτυρες ποὺ θανατωθήκανε γιὰ τὴν πίστη μας. Κι᾿ ἀπὸ τούτη τὴ συντριβή, κι᾿ ἀπὸ τὴ βουβὴ θλίψη, ἔρχεται στὴν καρδιὰ ἡ ἀληθινὴ ἐλπίδα κ᾿ ἡ παρηγοριὰ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριό της Ὀρθοδοξίας.

Ἀπὸ τὸ σπόρο τῆς πίκρας βγαίνει τὸ λουλούδι τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς, τῆς χαρᾶς τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τοῦτο ἔγραφε ὁ πατριάρχης Λούκαρης: «Ἂν δὲν ἔχομεν σοφίαν ἐξωτέραν, ἔχομεν, χάριτι Χριστοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν ὀρθόδοξον πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο πάντοτε εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, εἰς τοὺς κόπους, εἰς τὰς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνομεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνομεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην τὴν πρὸς τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακοσίους χρόνους κακοπαθοῦσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ βασανίζονται διὰ νὰ στέκουν εἰς τὴν πίστιν τους, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ μυστήρια της εὐσεβείας, καὶ σεῖς μου λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν;»

Ἀπάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ χαμοβούνι, στὴν κορφή του, εἶναι χτισμένο ἕνα ἐκκλησάκι, ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πέλικας. Ἀπ᾿ ὅλα τοῦτα τὰ ἐξωκκλήσια ὁ ἅγιος Γιάννης εἶναι γιὰ μένα τὸ πιὸ ἀγαπημένο. Στὴ χαμηλὴ τὴν πόρτα ἀπὸ πάνω βρίσκεται μία μικρὴ θυρίδα, καὶ μέσα εἶναι ζωγραφισμένος ὁ ἅγιος Γιάννης ὁ Πρόδρομος.

Τὸν κυττάζεις μονάχα καὶ ἡσυχάζουνε τὰ φυλοκάρδια σου, φεύγουνε ἀπὸ μέσα σου οἱ στενοχώριες, καθαρίζει κι᾿ ἀλαφρώνει ἡ καρδιά σου, γίνεσαι ἀξέγνοιαστος σὰν τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴ χαρά. Ἡ ἀληθινὴ χαρὰ εἶναι αὐτὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὰ ἁπλὰ κι᾿ ἀπὸ τὰ ἁγνὰ πράγματα. Οἱ βαφὲς εἶναι χωματένιες καὶ γλυκειὲς ἀπὸ τὴν παληοσύνη, τὸ χῶμα εἶναι κολλημένο ἀπάνω ἀπὸ τὸν ἀγέρα κι᾿ ἀπὸ τὴ βροχὴ καὶ ξεράθηκε ἀπὸ τὸν ἥλιο. Μερμήγκια βοσκᾶνε ἀπάνω στὴ μηλωτή του, μελίσσια βουσβουνίζουνε ἥσυχα σὰ νάναι κερήθρα κείνη ἡ θυρίδα.

Τὸ κεφάλι τοῦ ἅγιου Γιάννη εἶναι ἀνεμαλλιασμένο σὰν πρίνος, τὸ πρόσωπό του καὶ τὰ χέρια του κεραμιδιὰ σὰν ἡλιοκαμένα, τὸ ροῦχο του εἶναι πράσινο ξεθωριασμένο, κι ἀπὸ τὸν καιρὸ πῆρε μία γλυκύτητα ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν παραστήσω σ᾿ ὅποιον δὲν νοιώθει αὐτὴ τὴ γλώσσα. Κάθεσαι στ᾿ ἀσβεστωμένο πεζούλι, κι᾿ ἀκοῦς τὸ ἐρημικὸ τ᾿ ἀγέρι ποὺ περνᾶ ἀπὸ πάνω σου καὶ σουσουρίζει χαροποιὸ μέσα στὸ θυρίδι ποὺ στέκεται ὁ ἅγιος Γιάννης.

Τί εἰρήνη σὲ περισκεπάζει ἐδῶ ποὺ κάθεσαι, ξεχασμένος ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ ρωτᾶς μονάχος σου: Γιατί νὰ μὴν ἀπογεύουνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοῦτο τὸ καθαρὸ νερὸ τῆς ἁγνῆς ζωῆς! Ἀπὸ μέσα οἱ τοῖχοι εἶναι ζωγραφισμένοι ἀπὸ τὴ γῆς ἕως ἀπάνω. Ἡ ζωγραφικὴ εἶναι ἀπείραχτη, μονάχα ποὖναι καπνισμένη ἀπὸ τὸ λιβάνι κι᾿ ἀπὸ τὰ κεριά.

Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἔχει στασίδια παλιά. Τὸ τέμπλο εἶναι ξύλινο σκέτο, χωρὶς πλουμίδια. Τὰ καντήλια εἶναι ἀναμμένα, μοσκοβολᾶ τὸ λιβάνι. Σὰν μπεῖς μέσα, θαρρεῖς πὼς μπαίνεις στὴ σκηνὴ τοῦ Ἀβραάμ. Ἐκείνη ἡ ζωγραφιστὴ καμάρα σὲ σκεπάζει μὲ εἰρήνη καὶ μὲ κατάνυξη, τ᾿ ἅγιο βῆμα εἶναι γεμάτο πίστη καὶ μαρτύριο.

Ὅλα εἶναι ταπεινά, ὅλα παρηγορητικά. Ἡ ἁγιογραφία εἶναι καμωμένη ἀπὸ κάποιον ἁγιογράφο ἀγράμματο ποὺ δούλευε «ἐν ἀφελότητι καρδίας». Ἡ τέχνη του δὲν ἔχει μαστοριά, οὔτε ξυπνάδα, οὔτε τίποτα φανταχτερό. Ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ἀθωότατα καὶ τὰ ντροπαλὰ ἔργα βγαίνει μία γλυκύτατη πνοὴ ἀπὸ πίστη καὶ ταπείνωση καὶ σὲ κάνουνε νὰ γίνεις κ᾿ ἐσὺ ἀπονήρευτος κι᾿ ἀθῶος σὰν καὶ κεῖνον ποὺ τἄφτιαξε.

Μέσα στὸ σκοτεινὸ τ᾿ ἅγιο βῆμα εἶναι ζωγραφισμένη ἡ Πλατυτέρα, κι᾿ ἀπὸ κάτω οἱ πατέρες ἅγιος Βασίλειος, Χρυσόστομος, Γρηγόριος κι᾿ Ἀθανάσιος, ὅλοι με σκούρα κι᾿ ἀσκητικὰ πρόσωπα, στραβοζωγραφισμένοι, μὲ λίγη τέχνη. Μόλα ταῦτα ἔχουνε ἕνα βαθὺ μυστήριο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πετύχει ἡ ἐπιδεξοσύνη τοῦ χεριοῦ.

Στὴν καμάρα εἶναι ζωγραφισμένο τὸ δωδεκάορτο, κι ἀπὸ κάτω στέκουνται ὁλόσωμοι ἅγιοι, ὅσιοι, ἱεράρχες, μάρτυρες, κανωμένοι μὲ χρώματα χωματένια σὰν κανάτια, κίτρινες ὦχρες, χοντροκόκκινα κεραμιδί, μαῦρα λαδοπράσινα κι᾿ ἄσπρα, ποὺ εἶναι ταιριασμένα μὲ μία ἥσυχη θρησκευτικὴ σεμνοχρωμία. Τί κατανυχτικὰ ποὺ εἶναι δουλεμένα!

Πᾶς νὰ τὰ περιεργασθεῖς ἀπὸ κοντὰ καὶ χαίρεσαι τὴν ἀθωότητα ποὺ ἔχει τὸ πινέλο, τραβηγμένο ἀπὸ θεοφοβούμενο χέρι. Ἀναπαύεται ἡ ψυχή σου κυττώντας τὸν ἅγιο Γιώργη, τὸν ἅγιο Δημήτρη, τὸν ἀββᾶ Σισώη, τοὺς ἁγίους Τεσσαράκοντα στὴ λίμνη τῆς Σεβάστειας. Καλότυχος ὅποιος ἔφταξε νὰ χαίρεται μὲ τέτοια ἄτεχνα, καταφρονεμένα καὶ φτωχὰ ἔργα!

Ὅσα ἐξωκκλήσια βρίσκουνται γύρω στὸ Μαρούσι ὅλα εἶναι ζωγραφισμένα ἀπὸ τὸ ἴδιο χέρι. Φαίνεται πὼς αὐτὸς ὁ ἁγιογράφος εἴτανε ντόπιος ἀπ᾿ τὸ χωριό, καὶ δούλευε ἐκεῖ τριγύρω, καὶ πὼς εἴτανε παπὰς καὶ λεγότανε Δημήτριος. Μέσα στὸ Μαρούσι σώζεται ἕνα παλιὸ ἐκκλησάκι, ὁ ἅγιος Δημήτριος, κ᾿ ἔχει λίγους ἁγίους ζωγραφισμένους στὴ χυβάδα τοῦ ἱεροῦ.

Κοντὰ στὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν ἀρεοπαγίτη εἶναι γραμμένη τούτη ἡ ἐπιγραφὴ «1622 χεὶρ διμιτρίου ἱερέος». Λοιπὸν αὐτὸ τὸ ἁγιασμένο χέρι ἔχει ζωγραφισμένα ὅλα ἐκεῖνα τὰ ρημοκκλήσια τοῦ Μαρουσιοῦ. Ἀληθινὰ εἶπε ὁ προφήτης Ἡσαΐας, «Γλῶσσαι αἱ ψελλίζουσαι μαθήσονται λαλεῖν εἰρήνην.»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Στηθάρια λέγανε οἱ ἁγιογράφοι τοὺς ἁγίους ποὺ εἶναι ζωγραφισμένοι ἕως τὸ στῆθος, προπάντων μέσα σὲ στρογγυλὲς κορνίζες.

2. Αράχνες
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην mystakid για αυτό το μήνυμα:
Oasis (26-06-10)
  #54  
Παλιά 24-12-10, 20:04
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.

Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.

Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:

«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».

Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.

Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:

«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».

Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:

«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:

«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.

Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.

Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:

«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».

Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:

«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».

Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.

Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.

Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.

Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».

Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».

Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».

Του λέγει ο Άγιος:

«Αλήθεια, τον ξέχασα!».

Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:

«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».

Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:

«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».

Του λέγει ο Άγιος:

«Έκοψα, ευλογημένε!».

Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!

Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:

«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».

Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :

«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».

Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:

«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

Φώτης Κόντογλου (ευχαριστούμε τον τέρτιο για το κείμενο)

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη mystakid : 27-12-10 στις 21:44
Απάντηση με παράθεση
Οι παρακάτω χρήστες έχουν πει 'Ευχαριστώ' στον/στην mystakid για αυτό το μήνυμα:
HelenA (24-12-10)
  #55  
Παλιά 25-05-11, 00:27
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
Η αγιασμένη επανάσταση (Φ. Κόντογλου)


Η Ελληνική Επανάσταση είναι η πιο πνευματική επανάσταση που έγινε στο κόσμο. Είναι αγιασμένη.

Η επανάσταση γίνεται τις περισσότερες φορές από κάποιες υλικές αιτίες, που είναι η σκλαβιά, η στέρηση, η κακοπέραση, τα βασανιστήρια, η περιφρόνηση.

Η λευτεριά είναι η θεότητα που λατρεύει ο επαναστάτης, και γι’ αυτή χύνει το αίμα του. Μα τη λευτεριά, πολλές φορές, σαν την αποχτήσει ο επαναστάτης, δεν τη μεταχειρίζεται για πνευματικούς σκοπούς, αλλά για να χαρεί την υλική ζωή μονάχα. Κοντά στην υλική ζωή έρχεται κ’ η πνευματική, μα τις περισσότερες φορές για πνευματική ζωή θεωρούνε οι άνθρωποι κάποιες απολαύσεις που είναι κι αυτές υλικές, κι ας φαίνονται σαν πνευματικές. Ένας επαναστάτης της γαλλικής επανάστασης, να πούμε, θεωρούσε για πνευματικά κάποια πράγματα που, στ’ αλήθεια, δεν ήτανε πνευματικά.

Αυτός ήθελε ν’ αποχτήσει τη λευτεριά, για να κάνει αυτά που νόμιζε πως είναι σωστά και δίκαια για τη ζωή των ανθρώπων σε τούτο τον κόσμο μοναχά, δηλαδή για την υλική ζωή τους, μη πιστεύοντας πως υπάρχει τίποτ’ άλλο για να το επιδιώξει ο άνθρωπος. Γι’ αυτό λέγω πως, για τις περισσότερες επαναστάσεις, οι αιτίες που τις κάνανε να ξεσπάσουνε σταθήκανε υλικές, και η ελευθερία που επιδιώξανε ήτανε προορισμένη να ικανοποιήσει μονάχα υλικές ανάγκες.

Η ελληνική όμως Επανάσταση είχε μεν για αιτία και τις υλικές στερήσεις και τη κακοπάθηση του κορμιού, όπως η κάθε επανάσταση, αλλά, απάνω απ’ αυτές τις αιτίες, είχε και κάποιες που είναι καθαρά πνευματικές. Και πνευματικό, κατά τη γνώμη μου, αληθινά πνευματικό, είναι ό,τι έχει σχέση με το πνευματικό μέρος του ανθρώπου, με τη ψυχή του, δηλαδή με τη θρησκεία.

Η σκλαβιά που έσπρωξε τους Έλληνες να ξεσηκωθούνε καταπάνω στο Τούρκο δεν ήτανε μονάχα η στέρηση και η κακο­πάθηση του κορμιού, αλλά, απάνω απ’ όλα, το ότι ο τύραννος ήθελε να χαλάσει τη πίστη τους, μποδίζοντάς τους από τα θρησκευτικά χρέη τους, αλλαξοπιστίζοντάς τους και σφάζοντας ή κρεμάζοντάς τους, επειδή δεν αρνιόντανε τη πίστη τους για να γίνουνε μωχαμετάνοι.

Για τούτο πίστη και πατρίδα είχανε γίνει ένα και το ίδιο πράγμα, και η λευτεριά που ποθούσανε δεν ήτανε μονάχα η λευτεριά που ποθούνε όλοι οι επαναστάτες, αλλά η λευτεριά να φυλάξουνε την αγιασμένη πίστη τους, που μ’ αυτήν ελπίζανε να σώσουνε τη ψυχή τους. Γιατί, γι’ αυτούς, κοντά στο κορμί, που έχει τόσες ανάγκες και που με τόσα βάσανα γίνεται η συντήρησή του, υπήρχε και η ψυχή, που είπε ο Χριστός πως αξίζει περισσότερο από το σώμα, όσο περισσότερο αξίζει το ρούχο απ’ αυτό.

Εκείνες οι απλές ψυχές, που ζούσανε στα βουνά και στα ρημοτόπια, ήτανε διδαγμένες από τους πατεράδες τους στη πίστη του Χριστού, και γνωρίζανε, μ’ όλο που ήτανε αγράμματες, κάποια από τα λόγια του, όπως είναι τούτα: «Τί θα ωφελήσει άραγε τον άνθρωπο, αν κερδίσει τον κόσμον όλο, και ζημιωθεί τη ψυχή του;» Ή: «Τί θα δώσει άνθρωπος για πληρωμή της ψυχής του;» «Η ψυχή είναι πιο πολύτιμη από τη τροφή, όπως το κορμί από το φόρεμα!» κ.ά.

Για τούτο, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, χιλιάδες παλληκάρια σφαχτήκανε και κρεμαστήκανε και παλουκωθήκανε για τη πίστη τους, αψηφώντας τη νεότητά τους, και μη δίνοντας σημασία στο κορμί τους και σε τούτη τη πρόσκαιρη ζωή. Στράτευμα ολάκερο είναι οι άγιοι νεομάρτυρες, που δε θανατωθήκανε για τα υλικά αγαθά τούτης της ζωής, αλλά για τη πολύτιμη ψυχή τους, που γνωρίζανε πως δε θα πεθάνει μαζί με το κορμί, αλλά θα ζήσει αιώνια.

Ακούγανε και πιστεύανε ατράνταχτα τα λόγια του Χριστού, που είπε: «Μη φοβηθείτε εκείνον που σκοτώνει το σώμα, και που δεν μπορεί να κάνει τίποτα παραπάνω. Αλλά να φοβηθείτε εκείνον που μπορεί να θανατώσει και το σώμα και τη ψυχή».

Η ελευθερία, που γι’ αυτή θυσιάζονταν, δεν ήτανε κάποια ακαθόριστη θεότητα, αλλά ήτανε ο ίδιος ο Χριστός, που γι’ αυτόν είπε ο απόστολος Παύλος: «Όπου το Πνεύμα του Κυρίου, εκεί είναι και η ελευθερία.» Κι αλλού λέγει: «Σταθείτε στερεά στην ελευθερία που σας χάρισε ο Χριστός, σταθείτε και μην πέσετε πάλι στο ζυγό της δουλείας. Γιατί για την ελευθερία σας κάλεσε. Αλλά την ελευθερία μην την παίρνετε μονάχα σαν αφορμή για τη σάρκα σας».

Για τούτο είναι αγιασμένη η ελληνική Επανάσταση, κι αγιασμένοι οι πολεμιστές της, όπως ήτανε αγιασμένοι όσοι πολεμήσανε μαζί με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, πριν από τρακόσα εξηνταοχτώ χρόνια, κατά το πάρσιμο της Πόλης, καταπάνω στον ίδιο οχτρό της πίστης τους.

Άκουσε με τι λόγια μιλούσε εκείνος ο αγιασμένος βασιλιάς στους στρατιώτες του, σαν να ‘λεγε κανένα τροπάρι: «Ελθών ουν, αδελφοί, ο δυσσεβής αυτός αμηράς και εχθρός της αγίας ημών πίστεως, ημάς απέκλεισε, και καθ’ εκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πως εύρη καιρόν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, ην ανήγειρεν ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος εκείνος, και τη πανάγνω τε και υπεράγνω δεσποίνη ημών Θεοτόκω και αειπαρθένω Μαρία αφιέρωσε και εχαρίσατο, του κυρίαν είναι και βοηθόν και σκέπην τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των χριστιανών, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν». Και στο τέλος είπε: «Ελπίζω Θεώ λυτρωθείημεν ημείς της ενεστώσης αυτού δικαίας απειλής, δεύτερον δε και ο στέφανος ο αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν, και μνήμη αιώνιος και αξία εν τω κόσμω έσεται».

Στην επανάσταση του Είκοσι ένα, όπως και στην πολιορκία της Πόλης, μαζί με τους λαϊκούς πολεμούσανε πλήθος ραφοφορεμένοι, καλόγεροι, παπάδες και δεσποτάδες, και τραβούσανε μπροστά με το σταυρό στο χέρι, κι από πίσω τους χίμιζε κλαίγοντας ο λαός, κ’ έψελνε:

Για της πατρίδος την ελευθερία, για του Χριστού την πίστη την αγία, γι’ αυτά τα δύο πολεμώ, μ’ αυτά να ζήσω επιθυμώ, κι αν δεν τα αποκτήσω, τί μ’ ωφελεί να ζήσω;

Στη Πόλη κρεμάστηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος, ανοίγοντας πρώτος το μαρτυρολόγιο της Επανάστασης. Ο Θανάσης Διάκος πολέμησε σαν νέος Λεωνίδας, και σουβλίστηκε για τη πίστη του. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ησαΐας Σαλώνων, ο Ρωγών Ιωσήφ, ο Παπαφλέσσας, ο Θύμιος Βλαχάβας, κι άλλοι πολλοί, πολεμήσανε για την αγιασμένη πατρίδα τους.

Στη Τριπολιτσά κλειστήκανε στη φυλακή κατά την Επανάσταση οι δεσποτάδες του Μοριά, κ’ οι περισσότεροι πεθάνανε με αβάσταχτα μαρτύρια. Το ίδιο και στη Πόλη, φυλακωθήκανε και κρεμαστήκανε πολλοί δεσποτάδες.

Παρακάτω βάζω λίγα λόγια από το ημερολόγιο του αντιναύαρχου Γεωργίου Σαχτούρη:

«Παρασκευή, 25 Δεκεμβρίου. Εορτή των Γενεθλίων του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Αραγμένοι εις Ντάρδιζα με ήσυχον αέρα της τραμουντάνας, πλην με χιόνια. Αυτήν την ημέρα, διά το χαρμόσυνον της εορτής, το πρωί, υψώνοντας την σημαίαν μας, ερρίχθη και μία κανονιά, καθώς και όλα τα ελληνικά εδώ αραγμένα το αυτό έπραξαν.

Κυριακή, 15 Αυγούστου. Εορτή της Θεοτόκου. Εξημερώθημεν αραγμένοι. Υψώσαμεν τας σημαίας και ερρίξαμεν και από μίαν κανονιάν διά το χαρμόσυνον της ημέρας».

Ο ναύαρχος Κουντουριώτης έκανε τη προσευχή του, σαν τους παλιούς, να τον βοηθήσει η Παναγία στη ναυμαχία της «Έλλης», κι όπου αλλού τον καλούσε το χρέος του. Το ίδιο κάνανε και κάνουνε όλοι οι Έλληνες στο πόλεμο.

Κατά την καταστροφή της Μικράς Ασίας, πρώτοι οι άνθρωποι της θρησκείας πληρώσανε με τη ζωή τους το καινούργιο χαράτσι στον οχτρό της πίστης μας. Ο μητροπολίτης της Σμύρνης Χρυσόστομος κρεμάστηκε, ο δεσπότης των Κυδωνιών Γρηγόριος θάφτηκε ζωντανός, ο Μοσχονησίων Αμβρόσιος θανατώθηκε άσπλαχνα, κι όλοι οι παπάδες κ’ οι καλόγεροι περά­σανε από το σπαθί.

Οι Γερμανοί κ’ οι Ιταλοί θανατώσανε κι αυτοί τους ρασοφορεμένους των χωριών, για να μην απομείνουν παραπίσω από τους άλλους θεομάχους.

Ναι! Πίστη και πατρίδα είναι για μας ένα πράγμα. Κι όπως πολεμά το ένα, πολεμά και τ’ άλλο, κι ας μην ξεγελιέται.

Η μάννα μας η πνευματική είναι η ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ κι αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για τη πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είναι ο θησαυρός ο κρυμμένος κι ο πολύτιμος μαργαρίτης που λέγει ο Χριστός.

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη mystakid : 25-05-11 στις 00:30
Απάντηση με παράθεση
  #56  
Παλιά 15-07-11, 12:42
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΕΜΕΝΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

Α΄

«Σε βεβαιώνω πως αισθάνομαι στεναχώρια και θλίψη όποτε δημοσιευθεί τίποτα για μένα. Ανέκαθεν απέφευγα τα δοξάρια. Πολύ φτηνό πράγμα. Αφού είπα πολλές φορές να μη γράψω πια να με ξεχάσουν. Τι όμορφο πράγμα να ζεις ξεχασμένος!»[1]. Ναι· ξεχασμένος αλλά και χαρούμενος, γιατί όπως λες «η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και ελπίδα της καρδιάς που τις αξιώνονται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός»[2].

Θα σε υπακούσουμε ευγνωμόνως. Θα μας επιτρέψεις όμως να καταθέσουμε ερανίσματα από το έργο σου και την κριτική αυτών, που σε γνώρισαν. Για τη δόξα του Χριστού και μόνον, που ήταν το κέντρο της ζωής σου και σε ανέδειξε σε μια νευραλγική για την οικουμένη εποχή, όταν άρχιζε η κρίση του Νέου Ελληνισμού, και σε έθεσε «εις κεφαλήν γωνίας» της ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού.

ΜΥΣΤΗΡΙΟ: «Το κάθε τι είνε τυλιγμένο μέσα σε μυστήριο. Αυτό το μυστήριο θέλουνε να βγάλουνε οι σημερινοί άνθρωποι. Μα ξεγυμνώνουνε τον εαυτό τους από κάθε βαθύ αίσθημα. Αφού και οι Χριστιανοί της σήμερον θέλουνε να κάνουνε τον Χριστιανισμό χωρίς μυστήρια, δηλαδή χωρίς Χριστό. Αν δεν νοιώθεις μυστήριο σε ό,τι βλέπεις, σε ό,τι ακούς, σε ό,τι πιάνεις, είσαι στ’ αλήθεια πεθαμένος άνθρωπος. Θυμάμαι τον καιρό που ζούσα πιο φυσική ζωή, πως όλα με κάνανε να βουτώ βαθειά μέσα μου και να βρίσκω κάποια αλλόκοτα πετράδια, και κάποια μαργαριτάρια μιας ξωτικής θάλασσας».

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ: «Όπως τα βλέφαρα αγγίζουνε τόνα τ’ άλλο, έτσι κι οι πειρασμοί είνε κοντά στους ανθρώπους. Και τα οικονόμησε ο Θεός με σοφία, για τη δική σου ωφέλεια, για να χτυπάς με υπομονή την πόρτα Του, και από τον φόβο των λυπηρών να Τον θυμάται ο λογισμός σου, και να Τον σιμώσεις με την προσευχή, και ν’ αγιαστεί η καρδιά σου με το να Τον συλλογίζεσαι. Και σαν τον επικαλεστείς θα σ’ ακούσει, και θα μάθεις πως ο Θεός είνε Κείνος που θα σε γλυτώσει. Και θα νοιώσεις Κείνον που σ’ έπλασε και που νοιάζεται για σένα και που σε φυλάγει και πώπλασε διπλό τον κόσμο για σένα, τον ένα σαν δάσκαλο και πρόσκαιρο παιδευτή, τον άλλο σαν πατρογονικό σπίτι σου και αιώνια κληρονομιά σου. Δεν σ’ έκανε ο Θεός απαλλαγμένο απ’ τα λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στην Θεότητα, κληρονομήσεις ό,τι κληρονόμησε κείνος, που πρώτα λεγότανε Εωσφόρος, κι ύστερα γίνηκε Σατανάς και πάλι δεν σ’ έκανε αλύγιστον και ασάλευτον, για να μη γίνεις σαν τ’ άψυχα τα κτίσματα και σου δοθούνε τα αγαθά δίχως κέρδος και δίχως μισθό, όπως στα άλογα είνε τα φυσικά χαρίσματα τα χτηνώδικα. Γιατί είνε εύκολο σ’ όλους να καταλάβουνε πόση ωφέλεια και πόση φχαρίστηση και ταπείνωση κερδίζει ο άνθρωπος περνώντας τούτα τα μπόδια»[3].

ΠΡΟΣΕΥΧΗ! Ήταν ο άνθρωπος της αδιάλειπτης προσευχής, όχι μόνο γιατί προσευχόταν ή έψελνε συνεχώς την ώρα, που ζωγράφιζε, αλλά γιατί ποτέ δεν τον άφησε η μνήμη του Θεού, και είτε μιλούσε, είτε ζωγράφιζε, είτε έγραφε, το έκανε για τη δόξα του Θεού και για να δουν φως τα αδέλφια του, που πασπάτευαν απελπιστικά στο σκοτάδι. «Είναι μεγάλο πράγμα να μπορείς να μιλάς στον Θεό την ώρα που δουλεύεις! Ας είσαι ευλογημένος, Κύριε». Η ευγνωμοσύνη του ξεχείλιζε σ’ όλα τα γραψίματά του, για όλα όσα του έδωσε ο Θεός, ευχάριστα και δυσάρεστα. Τον γέμιζε η επικοινωνία του με τον Θεό. «Μη σκέπτεσαι τόσο πολύ», έγραψε στον Α.Κ.. «Προσεύχου και συγκέντρωσε τον εαυτό σου… Πόσο απλά είναι τα πράγματα για όποιον έχει πίστη και μπερδεμένα για όποιον δεν έχει… Εν τη “διανοήσει” ουκ έστι μετάνοια… Οι τέτοιοι θα απομείνουν για πάντα έξω από την αυλή των απλών προβάτων. Αυτοί έχουν ανάγκη από “προβλήματα” κι όχι από σωτηρία. Πίστις τίποτα»[4].

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ: «Η μάννα μας η πνευματική είνε η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που ποτίστηκε με πολύ και αγιασμένο αίμα. Κανένας λαός δεν έχυσε και δεν χύνει ως τα σήμερα το αίμα του για την πίστη, όσο ο δικός μας. Η ορθόδοξη πίστη είνε ο θησαυρός ο κρυμμένος και ο πολύτιμος μαργαρίτης, που λέγει ο Χριστός»[5]. Σφοδρή ήταν η εναντίωση του Κόντογλου στην Οικουμενική Κίνηση για την ένωση των εκκλησιών. Με μαχητική από του Ο.Τ. αρθρογραφία, με ανοιχτή επιστολή προς τον τότε Οικ. Πατριάρχη Αθηναγόρα και με άλλα (πρβλ. ιδίως Φ.Κ. Τι είναι Ορθοδοξία και τι είναι ο Παπισμός, Αθήναι 1964), με όλα αυτά ο Κόντογλου υπερμάχησε του πατρώου φρονήματος[6], και σε ευθεία διαδρομή του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη. Με ανυποχώρητο ζήλο αγωνίστηκε να κρατήσει σε απόσταση τη σκέψη και την τέχνη της Δύσης και του μέλανος δρυμού, «που δεν ήταν συμφυής προς την Ορθόδοξο ψυχή, ήτοι του μεταφυσικού, του ευφρόσυνου, του λαμπρού πνευματικού βάθους, της μεγάλης ελπίδος εκ της προς τα Άνω Προοπτικής».

Η Ορθοδοξία ήταν στάση ζωής. Ο Κόντογλου πίστευε. Σε μια εποχή ραγδαίας μεταβολής των πάντων, αγώνας και αγωνία του Κόντογλου είναι να διαφυλάξει τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες που μας κληροδοτήθηκαν αναλλοίωτες με την Ορθοδοξία. «Ορθοδοξία και Ευαγγέλιο είναι ένα. Όποιος αγαπά τους νεωτερισμούς και θέλει να αλλάξει ό,τι μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, αυτός δεν είναι Χριστιανός, γιατί δεν έχει ταπείνωση, αφού η μητέρα των νεωτερισμών είναι η υπερηφάνεια, που κάνει τον άνθρωπο να πορεύεται κατά το θέλημα το δικό του… Διαβάζετε το Ευαγγέλιο με ταπεινή καρδιά και μην το αφήσετε από τα χέρια σας. Θα γίνετε αθώα πρόβατα του Χριστού και θα ξεκουρασθήτε στο αγιασμένο μαντρί του. Και όποιος σκύψει και μπει σ’ αυτή τη μάντρα από την πόρτα της ταπείνωσης, δεν θέλει να βγει πια»[7].

Έγραψε κάποιος στην “Αγγλοελληνική Επιθεώρηση”: «Αυτό που θαυμάζω στον Κόντογλου και τον επαινώ, είναι αυτό που πίστευε· δεν κατάφερε κανείς να του αλλοιώσει αυτήν την ιδέα. Ήταν μια ιδέα η οποία γεννήθηκε και πέθανε αγνή».

Για τον εαυτό του γράφει ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίστηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίστηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του. Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα κατά το πνεύμα του κόσμου. Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο, που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρό αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυρρανιστήκαμε και τυρρανιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή, μα με την ελπίδα του Θεού όλα γαληνεύουν, όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία».

Για τη σύνδεση των κειμένων

Αριστείδου

1. Α. Καλόμοιρου: «Ο άνθρωπος του Θεού» στο Μνημονάριο του Φώτη Κόντογλου. Περιοδικό Ευθύνη. Τετράφια 23, 1985.

2. Φ. Κόντογλου: Σημειώσεις της νύχτας της 1/1/1950, Καθημερινή 1/1/84.

3. Φ. Κόντογλου: «Ο Μυστικός Κήπος», μετάφραση Λόγων ιερών Ισαάκ του Σύρου.

4. Α. Καλομοίρου: Ό.π.

5. Φ. Κόντογλου: Έργα Γ «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη» σελ. 279, Εκδ. «Αστήρ».

6. Δ. Κόρσου: «Η Ορθόδοξη φωνή του Φώτη Κόντογλου», περ. «Ευθύνη».

7. Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον εξηγημένο το κατά δύναμιν, υπό Φ. Κόντογλου, σελ. 3, Εκδ. «Αστήρ», 1952.
Απάντηση με παράθεση
  #57  
Παλιά 22-12-11, 15:55
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
Η Γέννηση του Χριστού, το Μέγα Μυστήριον, Φώτη Κόντογλου


Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.

Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.

Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».

Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας.

Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10).

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.

Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.

Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».

Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γ᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γὶ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».

Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».

Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».

Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.

Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».



Επιλογή υλικού:
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων

πηγή
Απάντηση με παράθεση
  #58  
Παλιά 28-12-11, 12:00
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
Φώτης Κόντογλου: οἱ ἑλληνικές γιορτές καί τά ἁγνά ἔθιμά μας

Τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, κι άλλες γιορτές, για πολλούς ανθρώπους δεν είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε θλίψη και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση να χαρούνε, σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται.

Παρεκτός από τους ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους χαροκαμένους, τους αρρώστους, οι περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι.

Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να μη δίνουνε σημασία στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε τη χαρά στα παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’ αυτούς. Οι τέτοιοι κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το πικροβότανο.

Ίσα-ίσα αυτές τις αγιασμένες μέρες που θα’πρεπε να σμίξουνε πιο κοντά οι άνθρωποι συναμεταξύ τους, «να περιπτυχθώσιν αλλήλους», ίσια ίσια αυτές τις μέρες αποξενώνουνται περισσότερο ο ένας από τον άλλον, χωρίζουνται σε δύο στρατόπεδα ολότελα ξένα τόνα στ’ άλλο, σχεδόν εχθρικά. Από τη μια μεριά είναι οι ευτυχισμένοι οι καλοπερασμένοι, οι καλότυχοι, κι από την άλλη μεριά είναι οι δυστυχισμένοι κι οι παραπεταμένοι.

Αναμεσά τους «χάσμα μέγα εστήρικται» κατά τις γιορτές. Κανένα γεφύρι δεν ενώνει τις δυο ακροποταμιές, ενώ τις άλλες μέρες έρχουνται σε περισσότερη συνάφεια. Οι πλούσιοι κι όσοι έχουνε τον τρόπο τους κάνουνε, αλλοίμονο! το παν για να επιδείξουνε τα πλούτη και τα αγαθά τους στους λιμασμένους. Κι’ αυτό γίνεται στ’ όνομα του Χριστού, που γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στο παχνί!

Για την γέννηση του φτωχού Χριστού δεν γιορτάζουνε οι φτωχοί σαν και Κείνον, μα γιορτάζουνε οι πλούσιοι, που παίρνουνε για αφορμή την πτώχεια του για να δείξουνε τα πλούτη τους. Μα άραγε, ανάμεσα σε δυστυχισμένους μπορεί να νοιώση κανένας ευτυχισμένον τον εαυτό του;

Μονάχα ένας αναίσθητος μπορεί να νοιώσει τέτοια ευτυχία. Όσο για κείνον που θέλει να επιδείξη στον πεινασμένον και στον στερημένον την ελεεινή του αυτή ευτυχία, αυτός είναι αληθινό κτήνος. Και μ’ όλα ταύτα, υπάρχουνε πολλοί τέτοιοι ανάμεσά μας, στα χρόνια μας, ένω ήτανε σπάνιοι στα παλαιότερα. Είναι κι’ αυτό ένα από τα ωραία που μας έφερε ο μέγας πολιτισμός από τα μεγάλα κέντρα!

Οι γιορτές οι δικές μας σταθήκανε πάντα θρησκευτικές, και γι’ αυτό είχανε κάποιον άλλο χαρακτήρα από τις γιορτές που γιορτάζουνε άλλα έθνη, προπάντων σήμερα, που χωρίς κάποιες αυτοσχεδιασμένες σκηνοθεσίες χωρίς καμμιά σημασία για το πνεύμα του ανθρώπου. Σ’ αυτές τις ψευτογιορτές ξαμολούνται όλα τα βάρβαρα και εγωιστικά πάθη του ανθρώπου, που κυττάζει μονάχα την ευχαρίστηση της σάρκας.

Ενώ οι δικές μας γιορτές, επειδή, όπως είπα, έχουνε τη ρίζα τους στη θρησκεία, ήτανε σεμνές, πνευματικές, ώστε να μη σκανδαλίζουνε τους φτωχούς, όσο είναι μπορετό σε σαρκικούς ανθρώπους. Οι πλούσιοι κι οι νοικοκυραίοι αποφεύγανε να πληγώσουνε τους φτωχότερους, και νοιώθανε την ανάγκη να τους ζεστάνουνε και κείνους, στέλνοντας κρυφά στα σπίτια τους διάφορα δώρα, με τρόπο, ώστε να μη τους ταπεινώσουνε, κι έτσι η διαφορά να φαίνεται όσο μπορούσε λιγότερη.

Έτσι μορφωθήκανε τα έμορφα και αγνά έθιμά μας, με ψαλμωδίες που τις λένε ακόμα τα παιδιά στους δρόμους και στα σπίτια, με καμπάνες, με έμορφα αισθήματα, με σεμνές διασκεδάσεις, με εύχροστη συναναστροφή, που δένουνε μεταξύ τους τους ανθρώπους περισσότερο, παρά που τους χωρίζουνε.

Μα ο υλισμός κι ο λύκος της αναισθησίας μολεύει σιγά σιγά αυτές τις καλές γιορτές μας, που πολύ έμορφα τις παρομοιάζανε οι αρχαίοι πρόγονοί μας με σταθμούς για να ξεκουραζόμαστε στον μονότονο δρόμο της ζωής μας, λέγοντας: «Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», που θα πη, «Ζωή δίχως γιορτή, είναι σαν τον μακρύ τον δρόμο τον δρόμο που δεν έχει πανδοχείο να ξεκουραστής».

Κάποιοι μοντερνοποιημένοι κάνουνε τον βαρύ και τον θετικό, τον κύριο που δεν έχει αισθηματολογίες, και λένε πως αυτά είναι αναχρονισμοί κι αδιαφόρετα πράγματα. Αυτοί για μένα είναι ξερίχια ψυχικά, παγωμένες ερημιές, δίχως αγάπη, δίχως χαρά, μα δίχως πόνο. Γιατί χαρά και πόνος είναι δεμένα.

Οι τέτοιες ψυχές είναι πάντα νεκρά βουνά του φεγγαριού. Ωστόσο, κάτι τέτοιοι «ορθολογιστές» και «θετικισταί», ξετρελλαίνονται για κάποιες ανόητες ξενόφερτες φέστες και για κάτι μοντέρνα γλέντια που ρεζιλεύουνε τον άνθρωπο, φτάνει που γίνονται κατά το κοσμοπολίτικο μοντέλο που βρίσκεται στα «μεγάλα κέντρα του εξωτερικού».

Αυτοί δεν θέλουνε τίποτα από τα δικά μας, που τα λένε όλα «βλάχικα, φτωχικά, ανάξια για ανθρώπους που ξέρουνε τον κόσμο». Τίποτα ελληνικό δεν βρίσκει έλεος στα μάτια αυτών των κουφιοκέφαλων, ακατάδεχτων κι όπως πρέπει κυρίων, που χοτροπηδάνε, ωστόσο, σαν τρελλοί, με τα τσέρκια στο λαιμό, φτάνει που ήρθανε απ’ έξω, από κεί «που ξέρει ο κόσμος να απολαμβάνη τη ζωή»! Τι να πούμε κι εμείς οι άλλοι, τα βλαχάκια, τα φτωχαδάκια, που μας νανούριζε η μάνα μας με τα παραπονετικά τραγούδια της στην κούνια μας, και τώρα δακρύζουμε σαν ακούμε τα τροπάρια και τα κάλαντα, που μας ενώνουνε με τους αγαπημένους μας που περάσανε από τον τόπο μας πριν από μας;

Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθεια μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγιελιώσατε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις.

«Ευφρανθήτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα: «Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε, με προθυμίαν μπήτε, ν’ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν, και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρόν σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε.

Δόστε και κανενός φτωχού «όστις να υστερήται». Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση.

Ναι, αδερφοί μου Έλληνες, χαίρετε μαζί με κείνους που χαίρουνται και κλαίτε μαζί με κείνους που κλαίνε, και σ’ αυτή μονάχα θα βρήτε ανακούφιση. Δίνετε στους άλλους απ’ ό,τι έχετε. Το παραπάνω απ’ ότι έχει κανένας ανάγκη, το κλέβει από τον άλλον.

«Μακάριον το διδόναι μάλλον, ή λαμβάνειν».
Πολλοί από σας θα’χουνε ίσως περισσότερο από μένα το δικαίωμα να μου πούνε αυτά που λέγω εγώ σε σας. Δεν είμαι «ο ποιήσας και διδάξας», αλλοίμονό μου! Μα για να μη σκανδαλισθή κανένας πως τα λόγια μου είναι ολότελα κούφια, στενεύομαι να πω πως προσπαθώ να μην είμαι ολότελα «ο δάσκαλος που δίδασκε και νόμο δεν εκράτει».

Δεκέμβριος 1958
(Φώτης Κόντογλου, “ ΤΟ ΦΟΒΕΡΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ”)
Απάντηση με παράθεση
  #59  
Παλιά 08-09-12, 14:53
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
Εις το Γενέθλιον της Θεοτόκου (Φωτίου Κόντογλου)

Σήμερα είναι τα προοίμια της παγκόσμιας χαράς. Σήμερα φύσηξε η δροσερή αύρα, που μας πληροφόρησε πως έρχεται η σωτηρία. Η στείρωσή μας γιατρεύτηκε, γιατί στείρα μητέρα γέννησε την Παναγία, που μέλλεται να δώσει σάρκα στον Θεό οπού θα δώσει τη σωτηρία στους πλανημένους ανθρώπους, ο Χριστός φιλάνθρωπος και λυτρωτής των ψυχών μας.

Η γέννησή σου Θεοτόκε, χαρά μήνυσε σ' όλη την οικουμένη· γιατί από σένα ανάτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός μας. Κ’ έλυσε την κατάρα κ’ έδωσε την ευλογία, κι’ αφού κατάργησε τον θάνατο, μας δώρισε τη ζωή την αιώνια.

Από τη ρίζα του Ιεσσαί (1) κι’ από τη μέση του Δαυΐδ η Μαριάμ η κόρη του Θεού γεννιέται σήμερα σε μας, και γίνεται καινούρια κι’ αγιασμένη όλη η φύση. Χαρήτε μαζί ο ουρανός με τη γη· υμνήστε την μαζί οι φυλές των εθνών. Ο Ιωακείμ ευφραίνεται κ’ η Άννα πανηγυρίζει κραυγάζοντας: Η στείρα γεννά τη Θεοτόκο και μητέρα της ζωής μας.

Ω, τι παράδοξο θαύμα! Η πηγή της ζωής από τη στείρα γεννιέται. Ευφραίνου Ιωακείμ, που γίνηκες πατέρας της Θεοτόκου, Δεν είναι άλλος κανένας σαν κ’ εσένα, από τους γονιούς που κάνανε παιδιά σε τούτον τον κόσμο. Γιατί η θεοδόχο Κόρη, του Θεού το σκήνωμα, το πανάγιον όρος, με σένα σε μας δωρήθηκε.

-------
1.- Ο Ιεσσαί ήτανε ο πατέρας του Δαυΐδ, κι’ από το γένος του Δαυΐδ ήτανε η Παναγία. Γι’ αυτό αλλού λέγεται η Παναγία «Ραβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί».

πηγή

Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη mystakid : 08-09-12 στις 21:28
Απάντηση με παράθεση
The Following 2 Users Say Thank You to mystakid For This Useful Post:
HelenA (08-09-12), maralin (08-09-12)
  #60  
Παλιά 12-01-13, 16:46
Το avatar του χρήστη mystakid
mystakid Ο χρήστης mystakid δεν είναι συνδεδεμένος
Οργανωτής Club
 

Τελευταία φορά Online: 15-02-24 20:42
Φύλο: Άντρας
Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη...

Ανέκδοτο κείμενο

Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξα­πλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυ­χτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε ή γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δου­λεύω, βρίσκουμε σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί πού ζωγρά­φιζα την Παναγία, κι ή Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκεία φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ' όνομα του για ό­λα τα μυστήρια της οικονομίας του.

Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, πού μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι πού γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ' έναν παλιό καστρότοιχο. Το κρουσταλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται κι ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας που χει καλή γυναίκα. Ή καλή γυναίκα ευφραίνει τον άνδρα της, και θα ζήσει ειρηνεμένα τα χρόνια της ζωής του. Κα­λή γυναίκα, κορόνα στο κεφάλι τον ανδρός της. Ή ομορφιά της καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στο σπί­τι σαν τον ήλιο πού βγαίνει και λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μου χάρισε κι εμένα ο Κύριος. Ή εμορφία δεν την περιφάνεψε, ίσια ίσια ή ταπείνωση την πλήθυνε, κι ο φόβος του Θεού την ευωδίασε. Α­νάμεσα στις έμορφες ξεχώρισε, γιατί ή ακαταδεξιά δεν θάμπωσε το κρούσταλλό της, κι ή πονηριά δεν λέ­ρωσε το σιντέφι της ψυχής της. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία ή Α­πλή.

Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την α­γιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα πού τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντο­δύναμος, πού την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτόν». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ' αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύρ­γος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ή πίστη κι ή ευλάβεια. Κι εμείς πού καθόμαστε μέ­σα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος πού είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγα­θόν».

Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι ή Μαρία ξά­πλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοί­ταξα τη Μαρία πού ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινότανε αν είναι άνθρωπος απ κάτω από το σκέπασμα. Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι' αυτό εί­πε ο Δαυίδ: «Πάς άνθρωπος ψεύτης».

Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολι­σμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ' αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό πού ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Ή καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πώς ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πώς ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από το καταπέτασμα πού χώριζε τον κόσμο από μένα, και πώς άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε ή ψυχή μου πώς μ' έχουνε ξεχασμένο, κι ή χαρά ή μυ­στική, πού τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, ά­ναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι ή παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπο­νο.

Και φχαρίστησα Εκείνον πού φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και πού κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, πού δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και πού μεθά με το κρασί της τράπεζας του ό­σους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε εκείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδίας, κατά τον Δαυίδ πού λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε ή ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα πού είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.

Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δά­κρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί πού δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλο πειρασμό.

Κι αντρειεύτηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιω­σα πώς δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πώς την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πώς δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει ή αληθινή χαρά κι ή παρηγοριά, κι ε­κεί βρίσκονται οι πηγές της αληθινής ζωής.

Αληθινά, ή φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτιάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ' αυτόν τον πόλεμο πού ή αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει α­πό τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τι εί­ναι ή ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι ή ζωή», και γιατί είπε πάλι; «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λο­γαριάζει πώς υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι' αυ­τόν, παρεκτός του Θεού.

Κι εκεί πού τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέ­σα μου ένα θάρρος και μια αφοβία ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια πού είπε ο Ιωνάς μεσα απο το θεριόψαρο; «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεό μου και εισήκουσέ μου. Α­πό την κοιλιά τον Άδη άκουσες την κραυγή μου, ά­κουσες τη φωνή μου. Άβυσσος άπατη με έζωσε. Το κε­φάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, πού την κρατάνε αμπάρες ακατά­λυτες. Ας ανεβεί ή ζωή μου από τη φθορά προς εσέ­να, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα πού χάνεται ή ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο.
Ας έρθει ή προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μά­ταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα ε­γώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ' έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο πού να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πώς είμαι κερδισμέ­νος οπότε οι άλλοι λογαριάζουνε πώς είμαι ζημιωμέ­νος. και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρο­νήσω τον σατανά, πού παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησε με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες πού βλέ­πεις». και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πώς χαίρεται ο κόσμος!

Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές πού βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησε με και σαν απλώσεις μοναχά το χέ­ρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημέ­νος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρεις, σε καιρό πού αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ' αγαθά, μ' ό­λο πού δεν έχουνε τη δική σου την αξιωσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυ­πήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, πού υποφέρνουνε από σένα!». Άλλη φορά τον άκουγα, μ' όλο πού δεν έκανα ότι μου έλεγε, μα τώ­ρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα.
Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους πού δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους πού τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και πού χορεύανε με τις γυναίκες πού δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους πού μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα πού δεν μπορούνε να τ' αποχωρι­στούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και πού καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, άντίς να τα λιγοστέψουνε.

Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι' αυτό ρίχνουνε από πά­νω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον πού ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο από μέσα πλούτος και γι' αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά πού λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πώς ήτανε στ' αληθινά χαρά κι ευτυχία.

Μα γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πώς χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ' αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.

Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορ­μιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκονται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Ή χαρά ή αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς πού τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός.

Γι' αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος οποίος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν' ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος πού ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Ό­σο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί πού θρέφει κι από το κρασί πού δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.

Με τι λόγια να φχαριστήσω τον Κύριο μου, πού ήμουνα χαμένος και με χειροκράτησε, στραβός και μ' έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο έλπίζων έπ' Αυτόν».

Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι πού βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πώς έ­βλεπα μα τώρα κατάλαβα πώς ήμουνα στραβός και κουφός και ποδάγρας. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί άλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ' αυτιά ακούνε τα καλά μηνύ­ματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο πού πάγει εκεί οπού είναι ή αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί πού βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πώς είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι οποίος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεη­θεί. Ή λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι' αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί πού ήμουνα
τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν ή Μαρία πού κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ό βοριάς έ­κανε μεγάλη ταραχή άπ' όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πώς κλαίγανε και πώς παρακαλούσανε ν' ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το κα­ντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του άπονου στα εικονίσματα και στ' ασημωμένο Ευαγγέλιο.

Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι ό­ποιος είναι ξεχασμένος. Ό κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρ­τιά. Ό δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, πού κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πώς κερδίσανε την αθανασία, τώρα πού ήρθε ο καινούρ­γιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πώς σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Τι κάνουνε; Που πάνε; Σέ λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη ή οχλοβοή κι ή φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα πού δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, Τι ξεγελοιώσαστε; «Ινα Τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψευδός;».

Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950

(Από την Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: Κυριακή-Δευτέρα 1-2 Ιανουαρίου 1984)

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

πηγή
Απάντηση με παράθεση
The Following 2 Users Say Thank You to mystakid For This Useful Post:
HelenA (12-01-13), Oasis (12-01-13)
Απάντηση στο θέμα


Συνδεδεμένοι χρήστες που διαβάζουν αυτό το θέμα: 1 (0 μέλη και 1 επισκέπτες)
 

Δικαιώματα - Επιλογές
You may not post new threads
You may not post replies
You may not post attachments
You may not edit your posts

BB code is σε λειτουργία
Τα Smilies είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας [IMG] είναι σε λειτουργία
Ο κώδικας HTML είναι σε λειτουργία

Που θέλετε να σας πάμε;


Όλες οι ώρες είναι GMT +3. Η ώρα τώρα είναι 12:08.



Forum engine powered by : vBulletin Version 3.8.2
Copyright ©2000 - 2024, Jelsoft Enterprises Ltd.