Τα λιμάνια της ψυχής (η άλλη άποψη)
Πάλι εκεί στο μικρό λιμανάκι. Χαζολογούσε το πέλαγος, λες και ήταν παιδούλα. Τι βάσανο να μεγαλώνει. Είχε γεμίσει ρυτίδες πια. Πόσες φορές ο διαολόκαιρος με τα κύματά του δεν της είχε ραπίσει το πρόσωπο. Ένα απαλό αεράκι της έπαιρνε το φόρεμα το ξεθωριασμένο και το γυροβολούσε. Μα τι το ‘θελε και το θυμήθηκε τώρα κι αυτό... Ρετάλι είχε καταντήσει. «Ξεκούτιανες» έλεγε στον εαυτό της. «Τα νεανικά φορέματα σε μάραναν στα χάλια που ‘χεις καταντήσει, κυρά Αλεξάνδρα!»
«Αχ, έρημα νιάτα...» συλλογιζόταν ξανά και ξανά. «Κυκλοφορούσα και σφάζονταν τα παλικάρια στην ποδιά μου! Κι απ’ τις πολλές σφαγές, κοίτα να δεις τι μ’ απόμεινε της έρμης... Μην τα θυμάμαι καλύτερα, θα μου φύγει το μυαλό.»
Εκεί παραπέρα καθόταν κι ο Σταύρος, χουζουρλής και άβουλος από τα μικράτα του. «Πφ! Παρατημένε άνθρωπε...» σκέφτηκε. Κοιταζόντουσαν μ’ ένα βαριεστημένο πάθος που παράπαιε μεταξύ ενοχής και συμπόνιας αφού, εδώ που τα λέμε, κι οι δυο τα είχαν θαλασσώσει... Τώρα απόμειναν μονάχοι, να τρώει ο ένας τα μούτρα του άλλου και να αλληλοπαρηγοριούνται... Ωραία δουλειά!
Τι τις ήθελε, τώρα δα, τις αναμνήσεις; Καλά δεν ήταν εκεί βολεμένες στα Τάρταρα του μυαλού; Συννεφιά είχε πέσει στον μικρό κόλπο. Άτιμος καιρός. Άτιμος τόπος. Σα μαγνήτης την τραβούσε αφού όλα είχαν ξεκινήσει από κει...
__________________
Δε χάνεται η ελπίδα τελευταία... Τελευταία χάνεται η ψυχή όταν χάσει την ελπίδα της...
|