- Ν΄ αρμένιζα μαζί της!
Και ο αράπης, μογαζιανός σκύλλαρος, υλακτών, έδακνε με τους άγριους οδόντας του την κωπαστήν, κ΄ εξάβαλεν ενίοτε μετ΄ ωρυγμών, το φοβερόν ρύγχος του, με το τραχύ, μαύρον τρίχωμα, πεταχτόν άνω των κροτάφων, υπό την σκιάν του οποίου αγρίως εγυάλιζαν δύο πύρινοι οφθαλμοί, κ΄ εφάγκριζον φοβεροί κυνόδοντες, αγρίως πειναλέοι.
Ήρεμος , απαλή, πηκτή η γαλανή θάλασσα, την έφερεν ελαφράν εις τα δροσερά της νώτα, κούκλαν μικράν εις την καταπράσινην αγκαλιά της, θαρρείς κι η θάλασσα επλάσθη δι αυτήν.
Κ΄ εκείνη γλυκά – γλυκά την έψαυε, καταπράσινη, αρμονικώς συνδυάζουσα το χρυσαυγές χρώμα της με το γλαυκόν της θαλάσσης χρώμα, θαρρείς κ΄ επλάσθη δια την θάλασσαν.
(συνεχίζεται…)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
|