φλήναφος:
(φληναφώ-άω)
1) ματαιολογία, κενολογία, φλυαρία, ανοησία
2) ο φληναφών, ο ματαιολογών, ο μωρολόγων, φλύαρος, ανόητος
Το συνάντησα στη φράση: "ανέτρεψαν τους φληνάφους λόγους"
Άλλοι τύποι:
Φληναφώ-έω: μεταγενέστερο του φληναφώ-άω
Φληναφώς: επίρρημα: κατά τρόπο φλήναφον
φληναφώδης-ούσα-ον: λάλος, φλύαρος, μωρολόγος
__________________
Ό,τι προλάβουμε
|