Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #1  
Παλιά 21-01-08, 23:51
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 10:12
Φύλο: Άντρας
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἡ Φόνισσα

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ἡ Φόνισσα

Α - Ε´

Μισοπλαγιασμένη κοντὰ εἰς τὴν ἑστίαν, μὲ σφαλιστὰ τὰ ὄμματα, τὴν κεφαλὴν ἀκουμβῶσα εἰς τὸ κράσπεδον τῆς ἑστίας, τὸ λεγόμενον «φουγοπόδαρο», ἡ θεία-Χαδούλα, ἡ κοινῶς Γιαννοῦ ἡ Φράγκισσα, δὲν ἐκοιμᾶτο, ἀλλ᾿ ἐθυσίαζε τὸν ὕπνο πλησίον εἰς τὸ λίκνον τῆς ἀσθενούσης μικρᾶς ἐγγονῆς της. Ὅσον διὰ τὴν λεχῶ, τὴν μητέρα τοῦ πάσχοντος βρέφους, αὕτη πρὸ ὀλίγου εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ἐπὶ τῆς χθαμαλῆς, πενιχρᾶς κλίνης της.

Ὁ μικρὸς λύχνος, κρεμαστός, ἐτρεμόσβηνε κάτω τοῦ φατνώματος τῆς ἑστίας. Ἔρριπτε σκιὰν ἀντὶ φωτὸς εἰς τὰ ὀλίγα πενιχρὰ ἔπιπλα, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο καθαριώτερα καὶ κοσμιώτερα τὴν νύκτα. Οἱ τρεῖς μισοκαυμένοι δαυλοί, καὶ τὸ μέγα ὀρθὸν κούτσουρον τῆς ἑστίας, ἔρριπτον πολλὴν στάκτην, ὀλίγην ἀνθρακιὰν καὶ σπανίως βρέμουσαν φλόγα, κάμνουσαν τὴν γραῖαν νὰ ἐνθυμῆται μέσα εἰς τὴν νύσταν της τὴν ἀποῦσαν μικροτέραν κόρην της, τὴν Κρινιώ, ἥτις ἂν εὑρίσκετο τώρα ἐντὸς τοῦ δωματίου, θὰ ὑπεψιθύριζε μὲ τόνον λογαοιδικόν: «Ἂν εἶναι φίλος, νὰ χαρῇ, ἂν εἶν᾿ ἐχθρός, νὰ σκάσῃ...»

Ἡ Χαδούλα, ἡ λεγομένη Φράγκισσα, ἢ ἄλλως Φραγκογιαννοῦ, ἦτο γυνὴ σχεδὸν ἑξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας, μὲ ἦθος ἀνδρικόν, καὶ μὲ δυὸ μικρὰς ἄκρας μύστακος ἄνω τῶν χειλέων της. Εἰς τοὺς λογισμούς της, συγκεφαλαιοῦσα ὅλην τὴν ζωήν της, ἔβλεπεν ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε κάμει ἄλλο τίποτε εἰμὴ νὰ ὑπηρετῇ τοὺς ἄλλους. Ὅταν ἦτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τοὺς γονεῖς της. Ὅταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της – καὶ ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρος της καὶ τῆς ἀδυναμίας ἐκείνου, ἦτο συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ· ὅταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δούλα τῶν τέκνων της· ὅταν τὰ τέκνα της ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της.

Τὸ νεογνὸν εἶχε γεννηθῆ πρὸ δυὸ ἑβδομάδων. Ἡ μητέρα του εἶχε κάμει βαριὰ λεχωσιά. Ἦτο αὕτη ἡ κοιμωμένη ἐπὶ τῆς κλίνης, ἡ πρωτότοκος κόρη τῆς Φραγκογιαννοῦς, ἡ Δελχαρώ ἡ Τραχήλαινα. Εἶχαν βιασθῆ νὰ τὸ βαπτίσουν τὴν δεκάτην ἡμέραν ἐπειδὴ ἔπασχε δεινῶς· εἶχε κακὸν βῆχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον μὲ σπασμωδικὰ σχεδὸν συμπτώματα. Καθὼς ἐβαπτίσθη, τὸ νήπιον ἐφάνη νὰ καλυτερεύει ὀλίγον, τὴν πρώτην βραδιᾶν, καὶ ὁ βῆχας ἐκόπασεν ἐπ᾿ ὀλίγον. Ἐπὶ πολλὰς νύκτας, ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν εἶχε δώσει ὕπνον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς της, οὐδὲ εἰς τὰ βλέφαρά της νυσταγμόν, ἀγρυπνοῦσα πλησίον τοῦ μικροῦ πλάσματος, τὸ ὁποῖον οὐδ᾿ ἐφαντάζετο ποίους κόπους ἐπροξένει εἰς τοὺς ἄλλους, οὐδὲ πόσα βάσανα ἔμελλε νὰ ὑποφέρῃ, ἐὰν ἐπέζη, καὶ αὐτό. Καὶ δὲν ἦτο ἱκανὸν νὰ αἰσθανθῇ κἂν τὴν ἀπορίαν, τὴν ὁποίαν μόνη ἡ μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: «Θέ μου, γιατὶ νὰ ἔλθῃ στὸν κόσμο κι αὐτό;»

Ἡ γραῖα τὸ ἐνανούριζε, καὶ θὰ ἦτον ἱκανὴ νὰ εἴπῃ «τὰ πάθη της τραγούδια» ἀποπάνω ἀπὸ τὴν κούνιαν τοῦ μικροῦ. Κατὰ τὰς προλαβούσας νύκτας, πράγματι, εἶχε «παραλογίσει» ἀναπολοῦσα ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ πάθη της εἰς τὸ πεζόν. Εἰς εἰκόνας, εἰς σκηνᾶς καὶ εἰς ὁράματα, τῆς εἶχεν ἐπανέλθει εἰς τὸν νοῦν ὅλος ὁ βίος της, ὁ ἀνωφελὴς καὶ μάταιος καὶ βαρύς.

Ὁ πατήρ της ἦτον οἰκονόμος καὶ ἐργατικὸς καὶ φρόνιμος. Ἡ μάννα της ἦτον κακή, βλάσφημος καὶ φθονερά. Ἦτον μία ἀπὸ τὰς στρίγλας τῆς ἐποχῆς της. Ἥξευρε μάγια. Τὴν εἶχαν κυνηγήσει δυὸ-τρεῖς φορὰς οἱ κλέφτες, τὰ παλληκάρια τοῦ Καρατάσου καὶ τοῦ Γάτσου καὶ τῶν ἄλλων ὁπλαρχηγῶν τῆς Μακεδονίας. Ἔπραξαν τοῦτο διὰ νὰ τὴν ἐκδικηθοῦν, ἐπειδὴ τοὺς εἶχε κάμει μάγια, καὶ δὲν ἐπήγαιναν καλὰ οἱ δουλειές των. Ἐπὶ τρεῖς μῆνας ἐσχόλαζον ἐν ἀργίᾳ, καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ κάμουν τίποτε πλιάτσικο, οὔτε ἀπὸ Τούρκους, οὔτε ἀπὸ χριστιανούς. Οὔτε ἡ Κυβέρνησις τῆς Κορίνθου τοὺς εἶχε στείλει κανὲν βοήθημα.

Τὴν εἶχαν κυνηγήσει τὸν κατήφορον, ἀπὸ τὴν κορυφὴν τ᾿ Ἅϊ-Θανασοῦ, εἰς τὸ ὀροπέδιον τοῦ Προφήτου Ἠλία, μὲ τὰς πελωρίας πλατάνους καὶ τὴν πλουσίαν βρύσιν, κ᾿ ἐκεῖθεν εἰς τὸ Μεροβίλι, στὸ πλάγι τοῦ βουνοῦ, ἀνάμεσα εἰς τὰ ὀρμάνια καὶ τοὺς λόγγους. Αὐτὴ ἐδοκίμασε νὰ κρυφθῇ εἰς μίαν λόχμην βαθεῖαν, πλὴν ἐκεῖνοι δὲν ἐγελάσθησαν. Ὁ θροὺς τῶν φύλλων καὶ τῶν κλάδων, ὁ ἴδιος τρόμος της, ὅστις μετέδιδε τρομώδη κίνησιν εἰς κλώνας καὶ θάμνους, τὴν ἐπρόδωκεν. Ἤκουσε τότε ἀγρίαν φωνήν:

- Ἄχ! μωρὴ τσοῦπα, καὶ σ᾿ ἐπιάσαμε!

Αὐτὴ ἀνεπήδησε τότε μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς θάμνους, κ᾿ ἔτρεξεν ὡς φοβισμένη τρυγών μὲ τὸ πτερύγισμα τῶν λευκῶν πλατειῶν χειρίδων της. Δὲν ἦτο πλέον ἐλπὶς νὰ γλυτώσῃ. Ἄλλοτε, τὴν πρώτην φορὰν ὅτε τὴν εἶχον κυνηγήσει, εἶχε κατορθώσει νὰ κρυφθῇ, κάτω εἰς τὸ Πυργί, ἐπειδὴ τὸ μέρος ἐκεῖνο εἶχε πολλὰ μονοπάτια. Ἐδῶ, στὸ Μεροβίλι, δὲν ὑπῆρχον δρομίσκοι καὶ λαβύρινθοι, ἀλλὰ μόνον συστάδες δένδρων καὶ λόχμαι ἀπάτητοι. Ἡ τότε νεαρὰ Δελχαρώ, ἡ μήτηρ τῆς Φραγκογιαννοῦς, ἐπήδα ὡς δορκὰς ἀπὸ θάμνου εἰς θάμνον, ἀνυπόδητος, ἐπειδὴ πρὸ πολλοῦ εἶχε πετάξει τὰς ἐμβάδας της ἀπὸ τοὺς πόδας, ὄπισθέν της, –τὴν μίαν τῶν ὁποίων εἶχεν ἀναλάβει ὡς λάφυρον ὁ εἰς ἐκ τῶν διωκτῶν– καὶ τ᾿ ἀγκάθια ἐχώνοντο εἰς τὰς πτέρνας της, τῆς ἔσχιζον κ᾿ αἱμάτωνον τοὺς ἀστραγάλους καὶ ταρσούς. Τότε, ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ, τῆς ᾖλθε μία ἔμπνευσις.

Ἐκεῖθεν τοῦ λόγγου, εἰς τὸ πλάγι τοῦ βουνοῦ, ἦτον εἷς καὶ μόνος καλλιεργημένος ἐλαιών, καλούμενος ὁ Πεῦκος τοῦ Μωραΐτη. Ὁ γέρο-Μωραΐτης, ὁ πάππος τοῦ κτήτορος, εἶχε μεταναστεύσει ἀπὸ τὸν Μιστρᾶν εἰς τὸν τόπον αὐτόν, περὶ τὰ τέλη τοῦ ἄλλου αἰῶνος – κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς Αἰκατερίνης καὶ τοῦ Ὀρλώφ. Ὁ φημισμένος πεῦκος ἵστατο εἰς τὸ μέσον τῶν ἐλαιῶν, ὡς γίγας μεταξὺ νάνων. Τὸ χιλιετὲς δένδρον ἦτον σκαφιδιασμένον κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν, κάτω, εἰς τὸν γιγαντιαῖον κορμόν, τὸν ὁποῖον δὲν ἠμποροῦσαν ν᾿ ἀγκαλιάσουν πέντε ἄνδρες. Οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ ἁλιεῖς τὸν εἶχαν σκαφιδιάσει, τοῦ εἶχαν σκάψει τὴν καρδίαν, τοῦ εἶχαν κοιλάνει τὰ ἔγκατα, διὰ νὰ λάβωσιν ἐκεῖθεν ἄφθονον δᾴδα. Καὶ μὲ τὴν φοβερὰν πληγὴν εἰς τὰ ἶνας, εἰς τὰ σπλάγχνα του, ὁ πεῦκος ἐπέζησεν ἄλλα τρία τέταρτα αἰῶνος, μέχρι τοῦ 1871. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ ἔτους ἐκείνου, μέγαν τοπικὸν σεισμὸν ἠσθάνθησαν οἱ κατοικοῦντες, εἰς ἀπόστασιν μιλίων, κάτω εἰς τὴν παραθαλασσίαν. Τὴν νύκτα ἐκείνην κατέρρευσεν ὁ γίγας.

Εἰς τὸ κοίλωμα ἐκεῖνο, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἠδύναντο νὰ καθίσωσιν ἀνέτως δυὸ ἄνθρωποι, ἔτρεξε νὰ κρυβῇ ἡ τότε νεόνυμφος Δελχαρώ, ἡ μήτηρ τῆς σημερινῆς Φραγκογιαννοῦς. Τὸ μέσον ἦτο ἄπελπι, καὶ σχεδὸν παιδαριῶδες. Ἐκεῖ δὲν ἐκρύπτετο ἄλλως, εἰμὴ κατὰ φαντασίαν, μὲ παιδικὸν τρόπον, ὅπως παίζουσι τὸν κρυφτόν. Οἱ διώκται βεβαίως θὰ τὴν ἔβλεπον, θ᾿ ἀνεκάλυπτον τὸ καταφύγιόν της. Μόνον ἐκ τῶν νώτων ἦτο ἀόρατος, ἀλλ᾿ ὄχι κατὰ πρόσωπον. Ἅμα οἱ τρεῖς κλέφται ἔφθανον πέραν τοῦ πεύκου, θὰ τὴν ἔβλεπον ὡς καρφωμένην ἐκεῖ.

Οἱ τρεῖς ἄνδρες ἔτρεξαν, τὸ ἐπροσπέρασαν, κ᾿ ἐξηκολούθησαν νὰ τρέχουν. Οἱ δυὸ ἐξ αὐτῶν οὐδ᾿ ἐστράφησαν ὀπίσω νὰ ἰδοῦν. Ἐφαντάζοντο ὅτι ἡ «τσοῦπα» ἔτρεχεν ἐμπρός. Μόνον τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ τρίτος ἐστράφη, ὁπωσοῦν σκοτισμένος, πρὸς τὰ ὀπίσω, καὶ ἐκοίταξε παντοῦ ἀλλοῦ, ὄχι ὅμως εἰς τὸν κορμὸν τοῦ πεύκου. Ἔβλεπε καὶ τὸν πεῦκον συλλήβδην, μὲ τ᾿ ἄλλ᾿ ἀντικείμενα, χωρὶς νὰ φαντάζεται ὅτι ὁ κορμός του εἶχεν κοιλίαν, καὶ ὅτι ἐντὸς τῆς κοιλίας ἐκρύπτετο ἄνθρωπος. Καὶ ἂν ἐγνώριζε, καὶ ἂν ἠγνόει τὸ κοίλωμα τοῦ γιγαντιαίου κορμοῦ, ἐκείνην τὴν στιγμὴν δὲν ἐπέρασεν ἀπὸ τὸν νοῦν του. Ἐκοίταζε νὰ ἰδῇ μὴ ἀνακάλυψη ποὺ τὸ χάσμα τῆς γῆς, τὸ ὁποῖον θὰ τὴν εἶχε καταπίει ἐξ ἅπαντος – διότι καμμία πτυχὴ γῆς ὁρατὴ δὲν ὑπῆρχεν ὅπου νὰ κρυβῇ τις. Αἱ Δρυάδες, αἱ νύμφαι τῶν δασῶν, τὰς ὁποίας αὐτὴ ἴσως ἐπεκαλεῖτο εἰς τὰς μαγείας της, τὴν ἐπροστάτευσαν, ἐτύφλωσαν τοὺς διώκτας της, ἔρριψαν πρασινωπὴν ἀχλύν, χλοερὸν σκότος, εἰς τοὺς ὀφθαλμούς των – καὶ δὲν τὴν εἶδον.

Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐσώθη ἀπὸ τοὺς ὄνυχάς των. Καὶ ὅλον τὸν καιρὸν ὕστερον ἐξηκολούθησε νὰ κάμνῃ μάγια, μάγια ἐναντίον τῶν κλεφτῶν, καὶ νὰ φέρνῃ εἰς αὐτοὺς πολλὰ «κεσάτια», ὥστε πουθενὰ πλέον δὲν ὑπῆρχε πλιάτσικο – ἐωσότου, ἔδωκεν ὁ Θεὸς καὶ ἡσύχασαν τὰ πράγματα, καὶ ὁ Σουλτάνος Μαχμοὺτ ἐχάρισε, καθὼς λέγουν, τὰ «Διαβολονήσια» εἰς τὴν Ἑλλάδα, κ᾿ ἔκτοτε ἔπαυσαν νὰ εἶναι ἀσύδοτα. Τὴν πλιατσικολογίαν διεδέχθη ἡ φορολογία, καὶ ἔκτοτε ὅλος ὁ περιούσιος λαὸς ἐξακολουθεῖ νὰ δουλεύῃ διὰ τὴν μεγάλην κεντρικὴν γαστέρα, τὴν «ὦτα οὐκ ἔχουσαν».

*
* *

Ἡ Χαδούλα ἡ Φράγκισσα, ἂν καὶ πολὺ μικρά, ἦτον γεννημένη τότε, καὶ τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλ᾿ αὐτά, τὰ ὁποῖα διηγεῖτο ἀργότερα ἡ μάννα της. Ὕστερον, ὅταν ἐμεγάλωσε, κ᾿ ἔγινε δεκαεπτὰ χρόνων, καὶ εἰρήνευσαν ὁπωσοῦν τὰ πράγματα, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Κυβερνήτου, τὴν ὑπάνδρευσαν οἱ γονεῖς της, καὶ τῆς ἔδωκαν ἄνδρα τὸν Γιάννην τὸν Φράγκον, ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἡ σύζυγός του ἐπωνόμασεν ἀργότερον «τὸν Σκοῦφον» καὶ «τὸν Λογαριασμόν».

Τὰ δυὸ ταῦτα παραγκώμια δὲν τοῦ τὰ εἶχε δώσει ἄνευ λόγου ἡ σύζυγός του, ἡ Χαδούλα. Σκοῦφον τὸν εἶχεν ὀνομάσει, ἀκόμη πρὶν τὸν ὑπανδρευθῆ, ὅταν τὸν εἰρωνεύετο συνήθως, μὲ τὴν παρθενικὴν πονηρίαν της –χωρὶς νὰ προγνωρίζῃ ὅτι αὐτὸς θὰ ἦτον ἡ τύχη της καὶ ὁ καλός της– ἐπειδή, ἀντὶ φεσίου, ἐφόρει εἶδος μακροῦ σκούφου, τεφροκοκκίνου, μὲ κοντὴν φοῦνταν. «Λογαριασμόν» τὸν ὠνόμασεν ἀργότερα, ἀφοῦ τὸν ὑπανδρεύθη, ἐπειδὴ συνήθιζε πολλάκις τὴν φράσιν, «αὐτὸς εἶν᾿ ὁ λογαριασμός», καὶ διότι, ἄλλως, δὲν ἠδύνατο ὀρθῶς νὰ λογαριάσῃ οὔτε ποσὸν δι᾿ ὀλίγους παράδες, οὔτε δυὸ ἡμεροκάματα. Ἂν ἔλειπεν αὐτή, θὰ τὸν ἐγελοῦσαν καθημερινῶς· ποτὲ δὲν θὰ τοῦ ἔδιδαν σωστὸν τὸν κόπον του εἰς τὰ πλοῖα, εἰς τὸ καρινάγιο ἢ εἰς τὸν ἀρσανᾶν, ὅπου εἰργάζετο ὡς μαραγκὸς ἢ ὡς καλαφάτης.

Εἶχεν ὑπάρξει ἐπὶ μακρὸν χρόνον μαθητὴς καὶ κάλφας τοῦ πατρός της, ἐξασκοῦντος τὴν ἰδίαν τέχνην. Ὅταν τὸν εἶδεν ὁ γέρων τόσον ἁπλοϊκόν, ὀλιγαρκῆ καὶ μετριόφρονα, τὸν ἐξετίμησε, καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὸν κάμῃ γαμβρόν. Ὡς προῖκα τοῦ ἔδωκε μίαν οἰκίαν ἔρημον, ἑτοιμόρροπον, εἰς τὸ παλαιὸν Κάστρον, ὅπου ἐκατοικοῦσαν ἕνα καιρὸν οἱ ἄνθρωποι, πρὸ τοῦ 21. Τοῦ ἔδωκε κ᾿ ἕνα ὀνόματι Μποστάνι, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἀκριβῶς ἔξω τοῦ ἐρήμου Κάστρου, ἐπὶ τινὸς κρημνώδους ἀκτῆς καὶ ἀπεῖχε τρεῖς ὥρας ἀπὸ τὴν σημερινὴν πολίχνην. Ὁμοίως κ᾿ «ἕνα πινάκι χωράφι», ἓν ἀγριοχώραφον, τὸ ὁποῖον ἀμφεσβήτει ὁ γείτονας ὡς ἰδικόν του· οἱ δὲ ἄλλοι γείτονες ἔλεγον ὅτι καὶ τὰ δυὸ χωράφια διὰ τὰ ὁποῖα ἐμάλωναν οἱ δυὸ ἦσαν καταπατημένα, καὶ ἦσαν «καλογερικά», ἀνήκοντα εἰς μίαν διαλυθεῖσαν Μονήν. Τοιαύτην προῖκα ἔδωκεν ὁ γέρο-Σταθαρὸς εἰς τὴν θυγατέρα του. Ἄλλως αὕτη ἦτο μοναχοκόρη. Διὰ τὸν ἐαυτόν του, τὴν συμβίαν καὶ τὸν υἱόν του, εἶχε κρατήσει τὰς δυὸ νεοδμήτους οἰκίας εἰς τὴν νέαν πόλιν, τὰ δυὸ ἀμπέλια πλησίον ταύτης, δυὸ ἐλαιῶνας, καὶ ὀλίγα χωράφια – καὶ ὅσα μετρητὰ εἶχεν.

*
* *

Ἕως ἐδῶ εἶχαν φθάσει αἱ ἀναμνήσεις τῆς Φραγκογιαννοῦς, τὴν νύκτα ἐκείνην. Ἦτον ἡ ἑνδεκάτη ἑσπέρα ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ τῆς κόρης της. Τὸ θυγάτριον εἶχεν ὑποτροπιάσει πάλιν, κ᾿ ἔπασχε δεινῶς. Εἶχεν ἔλθει ἄρρωστον εἰς τὸν κόσμον. Ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του, ἡ φθορὰ τὸ εἶχε παρακολουθήσει... Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, σπασμωδικὸς βῆχας ἠκούσθη, καὶ τὰ ξυπνητὰ ὄνειρα, αἱ ἀναμνήσεις, διεκόπησαν. Ἐκινήθη ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς, ὅπου ἦτο ἀνακεκλιμένη, ἔκυψεν ἐπὶ τοῦ παιδίου, κ᾿ ἐπροσπάθησε νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸ πρόχειρον βοήθειαν. Ἐπλησίασεν εἰς τὸ φῶς τοῦ λύχνου μικρὰν φιάλην. Ἐδοκίμασε νὰ δώσῃ μίαν κουταλιάν, εἰς τὰ χείλη τοῦ μωροῦ. Τὸ μικρὸν ἐγεύθη τὸ ρευστόν, καὶ μετὰ μίαν στιγμὴν πάλιν τὸ ἐξέρασε.

Ἡ λεχώνα ἐκινήθη ἐπὶ τῆς χαμηλῆς καὶ στενῆς κλίνῃς. Φαίνεται ὅτι δὲν ἐκοιμάτο καλά. Ἦτο μόνον ναρκωμένη, καὶ εἶχε κλειστὰ τὰ βλέφαρα. Ἤνοιξε τὰ ὄμματα, ἀνεσηκώθη δυὸ ἢ τρεῖς δακτύλους ἄνω τοῦ προσκεφάλου, καὶ ἠρώτησε:

- Πῶς πάει, μάννα;

- Πῶς νὰ πάῃ!... εἶπεν αὐστηρῶς ἡ γραῖα· ἡσύχασε τώρα, καὶ σύ!... Τί θὰ κάμῃ!... δὲν θὰ βήξη;

- Πῶς τὸ βλέπεις, μάννα;

- Πῶς νὰ τὸ ἰδῶ;... Μωρὸ παιδὶ εἶναι... νά, ποὺ ᾖρθε στὸν κόσμο κι αὐτό!... ἐπρόσθεσε μὲ στρυφνὸν καὶ ἀλλόκοτον ἦθος ἡ γραῖα.

Καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἡ λεχῶνα ἀπεκοιμήθη ἡσυχώτερα. Ἡ γραῖα μόλις ἔκλεισεν ὀλίγον τὰ ὄμματα τὴν ὥραν τοῦ ὄρθρου, μετὰ τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ. Ἐξύπνησεν ἀπὸ τὴν φωνὴν τῆς κόρης της, τῆς Ἀμέρσας, ἥτις ᾖλθε λίαν πρωὶ ἀπὸ τὸν μικρὸν οἰκίσκον, τὸν γειτονικὸν ἀνυπομονοῦσα νὰ μάθῃ πῶς εἶναι ἡ λεχῶνα καὶ τὸ μωρόν, καὶ πῶς εἶχε περάσει τὴν νύκτα ἡ μάννα της.

Ἡ Ἀμέρσα, ἡ δευτερότοκος, ἦτον ἀνύπανδρη, γεροντοκόρη ἤδη, ἀλλὰ προκομμένη πολύ, «μορφοδούλα», ὀνομαστὴ δὲ ὑφάντρια· ἦτον μελαψή, ὑψηλή, ἀνδρώδης, –καὶ τὰ προικιά της καὶ τὰ στολίδια τὰ κεντητά, τὰ ὁποῖα μόνη της εἶχε κατασκευάσει, εὑρίσκοντο κλεισμένα ἀπὸ χρόνων πολλῶν εἰς μεγάλην ἄκομψον κασσέλαν, καὶ τὰ ἔτρωγεν ὁ σκόρος καὶ τὸ σαράκι.

- Καλημέρα!...Πῶς εἶστε;...Πῶς περάσατε;

- Ἐσύ ῾σαι, Ἀμέρσα;... Νά, πέρασε κι αὐτὴ ἡ νύχτα.

Ἡ γραῖα μόλις εἶχεν ἐξυπνήσει, κ᾿ ἔτριβε τὰ ὄμματα τραυλίζουσα. Ἠκούσθη θόρυβος εἰς τὸ πλαγινὸν μικρὸν χώρισμα. Ἦτον ὁ Νταντὴς ὁ Τραχήλης, ὁ σύζυγος τῆς λεχῶνας, ὅστις ἐκοιμάτο ἐκεῖθεν τοῦ λεπτοῦ ξυλοτοίχου, παραπλεύρως ἑνὸς ἄλλους κορασίου κ᾿ ἑνὸς παιδίου μικρᾶς ἡλικίας, καὶ εἶχεν ἐξυπνήσει τὴν στιγμὴν ἐκείνην. Ἑμάζευε τὰ ἐργαλεῖα του – σκεπάρνια, πριόνια, ροκάνια, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπάγῃ στὸν ταρσανᾶν, ν᾿ ἀρχίσῃ τὸ μεροκάματον.

- Ἀκοῦς, τί σαμαντᾶ κάνει! εἶπεν ἡ γραῖα. Δὲν μπορεῖ νὰ μαζώξῃ τὰ σιδερικά του, χωρὶς ν᾿ ἀκουστῇ. Ὅποιος τὸν ἀκούει, θαρρεῖ τί γίνεται!...

- «Γύφτικο σπίτι καίεται», εἶπεν εἰρωνικῶς γελώσα ἡ Ἀμέρσα.

Ὁ θόρυβος τῶν ἐργαλείων, τὰ ὁποῖα ὁ Νταντῆς, χωρὶς νὰ εἶναι ὁρατός, ὄπισθεν τοῦ ξυλοτοίχου, ἔρριπτεν ἀνὰ ἓν μέσᾳ στὸ ζεμπίλι του –σκεπάρνια, πριόνια, τριβέλια, κτλ. - ἐξύπνησε καὶ τὴν λεχώ, τὴν γυναῖκα του.

- Τ᾿ εἶναι, μάννα;

- Τί νὰ εἶναι!...Ὁ Κωνσταντῆς ρίχνει τὰ σύνεργά του μὲς στὸ ζεμπίλι!... εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ἡ γραῖα.

- «Καὶ βιὸ λογαριάζεις;»...συνεπλήρωσε τὴν παροιμίαν ἡ Ἀμέρσα.

Ἠκούσθη τότε ἡ φωνὴ τοῦ Κωνσταντῆ ὄπισθεν τοῦ μικροῦ διαφράγματος.

- Ξυπνήσατε, πεθερά;... ἔλεγε· πῶς περάσατε;

- Πῶς νὰ περάσωμε!... «Σὰν τὴν κόττα στὸ μύλο...» Ἔλα νὰ πιῇς τὸ ρακί σου.

Ὁ Νταντῆς ἐφάνη εἰς τὴν θύραν τοῦ χειμερινοῦ θαλάμου. Ἦτο εὐρύστερνος, μὲ ἄχαριν τὸν κορμόν, «ἀΐσκιωτος», ὅπως ἔλεγεν ἡ γραῖα πενθερά του, καὶ σχεδὸν σπανός. Ἡ γραῖα ἔδειξεν εἰς τὴν Ἀμέρσαν τὴν μικρὰν φιάλην μὲ τὸ ρακί, εἰς τὸ μικρὸν ράφι ἄνωθεν τῆς ἑστίας, καὶ τῆς ἔνευσε νὰ βάλῃ στὸ ποτηράκι, διὰ νὰ πιῆ ὁ Κωνσταντής.

- Δὲν ἔχει κανένα σῦκο;... ἠρώτησε οὗτος, ἅμα ἔλαβε τὸ ρακοπότηρον ἀπὸ τὴν χεῖρα τῆς γυναικαδέλφης του.

- Ποὺ νὰ βρεθῆ τέτοιο πρᾶμα!... εἶπεν ἡ γραῖα Χαδούλα. «Σαράντα σταχτοκούλουρα» μᾶς χρειάζοντ᾿ ἐδῶ, ἐπρόσθεσεν, ἐννοοῦσα τὴν σπατάλην ἥτις συνήθως γίνεται κ᾿ εἰς τὰ πτωχότερα σπίτια, ἐν καιρῷ ἐνσκήψεως τοιούτου «αἰσίου γεγονότος», ὁποῖον εἶναι καὶ ἡ γέννησις κόρης.

- Θέλεις ἐσὺ γαμπρὸ μὲ μάτια; εἶπεν ἐνθυμηθεῖσα ἄλλην παροιμίαν ἡ γυναικαδέλφη του, ἡ Ἀμέρσα.

- Τουλόου σ᾿ μὴν τὸν θέλῃς τὸν σαστικό σου να᾿ ναι στραβός; εἶπε χωρὶς νὰ πειραχθῇ, ὁ Νταντής... Ἐβίβα! Καλὴ σαράντιση!

Κ᾿ ἔπιεν ἀπνευστὶ τὸ μικρὸν ποτήριον.

- Καλό σας βράδυ!

Ἐφορτώθη τὴν ζεμπίλαν, κ᾿ ἐπήγε διὰ τὸν ταρσανᾶν.
Β´

Τὸ πῦρ ἔφθινεν εἰς τὴν ἑστίαν, ὁ λύχνος ἐτρεμόφεγγεν εἰς τὸ μικρὸν φάτνωμα, ἡ λεχῶνα ἐλαγοκοιμάτο ἐπὶ τῆς κλίνης· τὸ βρέφος ἔβηχεν εἰς τὸ λίκνον, καὶ ἡ γραῖα Φραγκογιαννοῦ, ὅπως καὶ τὰς προλαβούσας νύκτας, ἠγρύπνει ἐπὶ τῆς στρωμνῆς της.

Ἦτον περὶ τὸ πρώτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁπότε αἱ ἀναμνήσεις ἔρχονται ἐν εἴδει φαντασμάτων. Ἀφοῦ τὴν ὑπάνδρευσαν, καὶ τὴν «ἐκουκούλωσαν», καὶ τὴν ἐπροίκισαν μὲ τὸ σπίτι τὸ ἑτοιμόρροπον εἰς τὸ παλαιὸν ἀκατοίκητον Κάστρον, καὶ μὲ τὸ μποστάνι τὸ χέρσον εἰς τὴν ἀγρίαν βορεινὴν ἐσχατιάν, καὶ μὲ τὸ ἀγριοχώραφον τὸ διαφιλονικούμενον ἀπὸ τὸν γείτονα καὶ ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἡ νεόνυμφος μετὰ τοῦ συζύγου της ἐκατοίκησεν εἰς τὸ σπίτι τῆς ἀνδραδελφῆς της τῆς χήρας, καὶ ἄνοιξε νοικοκυριὸ μὲ μικρὰ πράγματα. Τὸ προικοσύμφωνόν της, ὡς τόσον, ἔγραφε λεπτομερῶς ὅτι τῆς εἶχαν δώσει τόσες φορεσιὲς ροῦχα, τόσα ὑποκάμισα, τόσες προσκεφαλάδες, ὅπως καὶ δυὸ χαλκώματα, ἕνα τηγάνι, μίαν πυροστιάν, κτλ. Ἀκόμη καὶ μαχαιροπίρουνα καὶ κουτάλια ἀνέγραφε τὸ προικοσύμφωνον.

Ἡ ἀνδραδελφή, ἀμέσως τὴν Δευτέραν, τὴν ἐπιοῦσαν τοῦ γάμου, τὰ ἐξήλεγξεν ὅλα, καὶ εὖρεν ὅτι ἔλειπον ἐκ τῶν ἐν τῶν καταλόγῳ δυὸ σινδόνια, δυὸ μαξιλάρια, ἓν χάλκωμα, καθὼς καὶ μία πλήρης φορεσιά. Αὐθημερὸν δὲ παρήγγειλε τῆς πενθερᾶς νὰ φέρῃ τὰ ἐλλείποντα. Ἡ ἰδιοτελὴς γραῖα ἀπήντησεν ὅτι «τὰ ὅσα ἔδωσε, εἶναι καλῶς δοσμένα, καὶ εἶναι ἀρκετά». Τότε ἡ ἀνδραδελφὴ ἔβαλε στὰ λόγια τὸν ἀδελφόν της· οὗτος παρεπονέθη εἰς τὴν νεόνυμφον, ἐκείνη δὲ τοῦ ἀπήντησεν: «Ἂν ἀγροικοῦσε τὸ συφέρο του, δὲν θὰ ἐδέχετο νὰ τοῦ γράψουν σπίτι στὸ Κάστρο, ὅπου μόνον τὰ στοιχειὰ κατοικοῦν· καὶ τί τὸν ὠφελοῦν τὰ σινδόνια καὶ τὰ ποκάμισα, ἀφοῦ δὲν ἦτον ἱκανὸς νὰ πάρῃ σπίτι κι ἀμπέλι κ᾿ ἑλιῶνα;»

Κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ ἀρραβῶνος, ἡ Χαδούλα εἶχε δοκιμάσει τῷ ὄντι νὰ σφυρίξῃ κάτι τοιοῦτον στ᾿ αὐτιὰ τοῦ γαμβροῦ. Ἂν καὶ νέα πολὺ ἦτον, ἀλλά, χάρις εἰς τὴν φύσιν κ᾿ εἰς τὰ μαθήματα τῆς μητρός της, τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια, εἶχε γίνει πολὺ πονηρή, ἀναλόγως τῆς ἡλικίας της. Ἀλλ᾿ ἡ μάννα της, μυρισθεῖσα τὸ πρᾶγμα, καὶ φοβουμένη μήπως αὐτή, ἡ μικρὴ Στριγλίτσα, καθὼς ὠνόμαζε συνήθως τὴν κόρην της, τοῦ σηκώση τὰ μυαλὰ τοῦ γαμβροῦ, ὥστε νὰ πονηρέψῃ οὖτος νὰ ζητῇ προικιὰ περισσότερα, ἐξήσκησε τυραννικὴν ἐπιτήρησιν ἐπὶ τῆς κόρης καὶ τοῦ ἀρραβωνιαστικοῦ, μὴ ἐπιτρέπουσα τὴν ἐλαχίστην ἰδιαιτέραν συνομιλίαν μεταξὺ τῶν δυό. Τοῦτο ἔκαμνε, προσχήματι μὲν διὰ τὴν σεμνότητα:

- Δὲν ἔχω... νὰ μοῦ σκαρώση κανένα πρωιμάδι... αὐτὴ ἡ Στριγλίτσα! εἶχεν εἰπεῖ.

Βλέπετε, τὴν μεταφορὰν τοῦ ρήματος τὴν ἐλάμβανεν ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα τῆς συντεχνίας. («Σκαρώνω καράβι» ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ «ναυπηγῶ ναῦν»)· ἀλλὰ πράγματι τὸ ἔκαμνε, διὰ νὰ μὴ ἀναγκασθῇ νὰ δώση μεγαλυτέραν προῖκα.

Μίαν ἑσπέραν, τὴν παραμονὴν τοῦ ἀρραβῶνος, ὅτε ὁ γαμβρὸς μετὰ τῆς ἀδελφῆς του εἶχον ἔλθει εἰς τὴν οἰκίαν νὰ συζητήσουν τὰ περὶ προικός, ἐνῷ ὁ γέρων ναυπηγὸς ὑπηγόρευε τὸ προικοσύμφωνον εἰς τὸν Ἀναγνώστην τὸν Συβίαν, ψάλτην τῆς ἐκκλησίας, ὅστις εἶχε βγάλει τὸ ὀρειχάλκινον καλαμάρι του ἀπὸ τὴν ζώνην, τὴν ἐκ πτεροῦ χηνὸς πένναν ἀπὸ τὴν μακρὰν θήκην τοῦ καλαμαριοῦ, τοῦ ὁμοιάζοντος πολὺ μὲ πιστόλαν, καὶ θέσας ἐπὶ τῶν γονάτων τὸ βιβλίον τοῦ Ἀποστόλου, κ᾿ ἐπάνω εἰς τὸ βιβλίον τεμάχιον χονδροῦ χαρτίου, εἶχε γράψει καθ᾿ ὑπαγόρευσιν τοῦ γέροντος «Εἰς τ᾿ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος... ὑπανδρεύω τὴν κόρην μου Χαδούλαν μὲ τὸν Ἰωάννην Φράγκον, καὶ τῆς δίνω πρῶτον τὴν εὐχήν μου...», ἡ Χαδούλα ἵστατο ἀντικρὺ τῆς ἑστίας, δίπλα εἰς τὴν τέμπλαν –τὴν στήλην τουτέστι τῶν στρωμάτων, παπλωμάτων καὶ προσκεφαλαίων τὴν σκεπαστήν με μεταξωτὴν σινδόνα, καὶ ἐπιστρεφομένην μὲ δυὸ τεραστίας προσκεφαλάδας– ἀκίνητος καὶ καμαρώνουσα, κατὰ τὸ φαινόμενον, ὅπως ἡ τέμπλα... ἀλλ᾿ ὅμως ἔνευε κρυφά, ἀνυπομόνως, καίτοι μὲ μεγάλην προφύλαξιν, ἔνευεν εἰς τὸν ἀρραβωνιαστικόν, ἔνευεν εἰς τὴν ἀνδραδελφήν, νὰ μὴ δεχθῶσιν ὡς προῖκα «σπίτι στὸ Κάστρο» καὶ «χωράφι στὸ Στοιβωτό», ἀλλὰ ν᾿ ἀπαιτήσωσι σπίτι εἰς τὴν νέαν πόλιν, καὶ ἀμπέλι κ᾿ ἐλαιῶνα εἰς τὴν περιοχὴν τῆς νέας πόλεως.

Εἰς μάτην. Οὔτε ὁ γαμβρός, οὔτε ἡ ἀνδραδέλφη εἶδαν τ᾿ ἀπηλπισμένα νεύματα. Μόνον ἡ γραῖα, ἡ μήτηρ της, ἥτις, ἂν καὶ ἀναγκασμένη ἦτο νὰ στρέφῃ τὰ νῶτα πρὸς τὴν κόρην, διὰ ν᾿ ἀντιμετωπίζῃ φιλοφρόνως τὴν συμπεθέραν καὶ τὸν γαμβρόν, εἶχε καθίσει ὅμως μὲ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε νὰ ἔχῃ μόνον τὴν μίαν πλάτην γυρισμένην πρὸς τὴν νέαν – αἴφνης, ὡς νὰ τὴν ἐπληροφόρησεν ἀόρατον πνεῦμα ὅτι κάτι ἔτρεχεν, ἐστράφη ἀποτόμως πρὸς τὴν θυγατέρα της, καὶ εἶδε τ᾿ ἀπηγορευμένα «καμώματά» της.

Πάραυτα ἐτόξευσε βλέμμα φοβερᾶς ἀπειλῆς πρὸς αὐτήν.

- Ἔ! μωρὴ Στριγλίτσα! ὑπεψιθύρισε μέσα της. Ἔννοιά σου!...κ᾿ ἐγὼ σὲ σῴζω.

Εὐθὺς ὅμως κατόπιν, ἐσκέφθη ὅτι δὲν θὰ ἐσύμφερε νὰ κάμῃ λόγον δι᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν κόρην της. Διότι ἐφοβήθη μὴν τῆς δώση ἀφορμὴν νὰ παραπονεθῇ εἰς τὸν πατέρα της. Καὶ τότε τὰ πράγματα θὰ ἐγίνοντο χειρότερα βεβαίως. Ὁ γέρων πιθανῶς θὰ ἐκάμπτετο εἰς τὰς ἱκεσίας καὶ τὰ κλαύματα τῆς μοναχοκόρης, καὶ θὰ ἔδιδε περισσοτέραν προῖκα. Ὅθεν ἐσιώπησεν.

Ἡ Χαδούλα ἐθαύμασε πῶς, ἐνῷ ἡ μήτηρ της ὁλοφάνερα τὴν εἶχεν ἰδεῖ νὰ κάμνῃ τὰ ριψοκίνδυνα ἐκεῖνα νεύματα, διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν της, ὅταν εὑρέθησαν μόναι, δὲν τῆς ἔδωκεν οὔτε νυχιές, οὔτε τσιμπιές, οὔτε δαγκωματιές, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον, ἄλλως, συχνὰ συνήθιζε. Σημειωτέον ὅτι ἡ προικοδοσία τῆς οἰκίας εἰς τὸ παλαιὸν ἀκατοίκητον χωρίον εἶχε τοῦτο τὸ εὐλογοφανές, ὅτι πολλαὶ οἰκίαι ἐσώζοντο ἀκόμα εἰς τὸ Κάστρον, ὅτι οἰκογένειαι τίνες συνήθιζον νὰ διατρίβωσι τὸ θέρος ἐκεῖ, καὶ ὅτι εἰς τὴν φαντασίαν τῶν ἀνθρώπων ὑπῆρχε προκατάληψις ὑπὲρ τοῦ «Παλαιοῦ Χωριοῦ», τὸ ὁποῖον ἐπονοῦσαν οἱ γεροντότεροι, καὶ δὲν εἶχαν συνηθίσει ἀκόμα οὔτε εἰς τὴν νέαν τάξιν τῶν πραγμάτων, οὔτε εἰς βίον εἰρηνικόν, χωρὶς ἐπιδρομᾶς κλεφτῶν καὶ πειρατῶν καὶ τῆς Τουρκικῆς ἁρμάδας, καὶ ἡ ἐγκατάστασις εἰς τὴν νέαν πόλιν δὲν ἐνομίζετο ὁριστική, ἀλλ᾿ ὑπῆρχε προσδοκία ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἐβιάζοντο καὶ πάλιν νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὰ παλαιά, τὰ «μαθημένα» των. Κ᾿ ἐνῷ ὅλο τὸ Κάστρον ἀνεπόλουν, καὶ τὸ Κάστρον ἐλυποῦντο καὶ τὸ ἐρρέμβαζον, καὶ τὸ εἶχον εἰς τὸ στόμα, δὲν ἔπαυον ὅμως νὰ κτίζωσιν οἰκοδομᾶς εἰς τὸν νέον συνοικισμὸν – ὅπως ἀποδειχθῆ διὰ μυριοστὴν φορὰν ὅτι οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἄλλα σκέπτονται καὶ ἄλλα κάμνουν, καὶ ὅτι μιμοῦνται ἀλλήλους μηχανικῶς.

Οὕτω λοιπόν, μετὰ δυὸ ἑβδομάδας ἀπὸ τοῦ ἀρραβῶνος ἐτελέσθη ὁ γάμος. Οὕτως ἠθέλησεν ἡ πενθερά. Δὲν τῆς ἤρεσκεν, ὡς ἔλεγε, νὰ ἔχῃ γαμβρὸν ἀστεφάνωτον νὰ συχνάζῃ στὸ σπίτι, ἀφοῦ εἶχε θάρρος ἀπὸ πρίν, ὡς συντεχνίτης καὶ παραγυιὸς τοῦ ἀνδρός της. Καὶ ἡ ἀνδραδέλφη, χήρα, ἡλικιωμένη, μὲ ἕνα παῖδα ἔφηβον, ἐργαζόμενον ἐπίσης εἰς τὸ ναυπηγεῖον, καὶ ἓν ἄλλο παιδίον κ᾿ ἓν κοράσιον ἀνήλικα, ἐδέχθη κατ᾿ οἶκον τὸ νέον ἀνδρόγυνον. Εἶτα, μετὰ ἓν ἔτος, ἐγεννήθη τὸ πρώτον παιδίον, ὁ Στάθης, καὶ δευτέρα ἡ Δελχαρώ, ἀκολούθως ὁ Γιαλής, κατόπιν ὁ Μιχάλης, ἀκολούθως ἡ Ἀμέρσα, μετ᾿ αὐτὴν ὁ Μητράκης, καὶ ἡ τελευταία ἡ Κρινιώ. Κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους ἐφαίνετο νὰ βασιλεύῃ εἰρήνη ἐντὸς τῆς οἰκίας. Εἶτα, ὅταν ἤρχισαν νὰ μεγαλώνουν τὰ δυὸ πρῶτα παιδιὰ τῆς νύμφης, εἶχον δὲ μεγαλώσει ἀρκετὰ καὶ τὰ δυὸ τελευταῖα τῆς ἀνδραδέλφης, ἤρχισε πόλεμος ἐντὸς τοῦ οἴκου. Τότε ἡ Φραγκογιαννοῦ, ἥτις μὲ τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πεῖραν τοῦ κόσμου ἐγένετο πολὺ σοφωτέρα, εἶχεν ἀξιωθῆ, ὡς ἔλεγε μετριοφρόνως, ν᾿ ἀποκτήσῃ κι αὐτὴ ἕνα σπιτάκι δικό της, χάρις εἰς τὴν ἐπιδεξιότητά της καὶ τὴν οἰκονομίαν της. Τὴν μίαν χρονιὰν ἠμπόρεσε μόνον νὰ κτίσῃ τέσσαρας τοίχους λασποκτίστους, μικροὺς καὶ χαμηλοὺς καὶ νὰ τοὺς στεγάσῃ· τὴν δευτέραν χρονιὰν κατώρθωσε νὰ πετσώσῃ κατὰ τὰ τρία τέταρτα τὸ σπίτι, δηλ. νὰ κατασκευάσῃ μικρὸν πάτωμα, μὲ διάφορα σανίδια, ἀνόμοια παλαιὰ καὶ νέα, καί, χωρὶς νὰ χάσῃ καιρόν, ἀνυπομονοῦσα, πότε νὰ «ξελευθερωθῇ» ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῆς ἀνδραδέλφης, ἡ ὁποία ἐγήραζε κ᾿ ἐγίνετο παράξενη, ἐκουβαλήθη, κ᾿ ἐπήγε νὰ ἐγκατασταθῇ, μαζὶ μὲ τὸν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα, εἰς τὴν «γωνίαν» της, εἰς τὴν «φωλιάν» της, εἰς τὴν «ἄκρην» της. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὅπως ἔλεγεν ἡ ἰδία, ἠσθάνθη τὴν μεγαλυτέραν χαρὰν εἰς τὴν «ζήσιν» της.

Ὂλ᾿ αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο, καὶ οἰονεὶ τὰ ἀνέζη ἡ Φραγκογιαννοῦ, κατὰ τὰς μακρὰς ἐκείνας ἀΰπνους νύκτας τοῦ Ἰανουαρίου, ἐνῷ ὁ βορρᾶς ἠκούετο ἐκ διαλειμμάτων νὰ συρίζῃ ἔξω, πλήττων τὰς κεράμους, καὶ κάμνων νὰ ἠχῶσι τὰ παράθυρα, ὁπότε ἠγρύπνει παρὰ τὸ λίκνον τῆς μικρᾶς ἐγγονῆς της. Ἦτο ἤδη τρίτη ὥρα μετὰ τὰ μεσάνυκτα, καὶ ὁ πετεινὸς ἐλάλησε καὶ πάλιν. Τὸ θυγάτριον, τὸ ὁποῖον μόλις εἶχεν ἡσυχάσει πρὸ μικροῦ, ἄρχισε νὰ βήχῃ ἐκ νέου ὀδυνηρῶς. Εἶχεν ἔλθει ἀσθενικὸν εἰς τὸν κόσμον, καὶ προσέτι, φαίνεται ὅτι εἶχε κρυώσει τὴν τρίτην ἡμέραν, εἰς τὰ «κολυμπίδια», ὅταν τὸ εἶχαν λούσει ἐντὸς τῆς σκάφης, καὶ κακὸς βῆχας τὸ εἶχε κολλήσει. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἀπλήστως ἀπὸ ἡμερῶν παρεμόνευε νὰ ἴδῃ συμπτώματα σπασμῶν εἰς τὸ μικρὸν ἀσθενὲς πλάσμα –ἐπειδὴ τότε ἤξευρεν ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ ἐσώζετο– πλὴν εὐτυχῶς τοιοῦτον πρᾶγμα δὲν ἔβλεπε. «Εἶναι γιὰ νὰ βασανίζεται καὶ νὰ μᾶς βασανίζῃ», εἶχεν ὑποψιθυρίσει, χωρὶς κανεὶς νὰ τὴν ἀκούσῃ, μέσα της.

Τὴν στιγμὴν ταύτην, ἡ Φραγκογιαννοῦ ἄνοιξε τὰ κλειστὰ ἀγρυπνοῦντα ὄμματα, κ᾿ ἐκούνησε τὸ λίκνον. Συγχρόνως ἠθέλησε νὰ δώση τὸ σύνηθες ρευστὸν εἰς τὸ πάσχον μωρόν.

- Ποιὸς βήχει; ἠκούσθη μία φωνὴ ὄπισθεν τοῦ μεσοτοίχου.

Ἡ γραῖα δὲν ἀπήντησεν. Ἦτο Σάββατον ἑσπέρας, καὶ ὁ γαμβρός της εἶχε πίει ἕνα ρακὶ παραπάνω, πρὶν δειπνήση· ὁμοίως εἶχε πίει, μετὰ τὸ δεῖπνον, κ᾿ ἕνα μεγάλο ποτήρι ἀπὸ λάκυρον κρασί, διὰ νὰ ξεκουρασθῇ ἀπὸ τὰ μεροκάματα ὅλης της ἑβδομάδος. Λοιπόν, ὁ Νταντῆς, ἐπειδὴ εἶχε πίει ἀρκετά, ἀναλόγως, ὡμιλοῦσε μέσα στὸν ὕπνο του, ἢ μᾶλλον παραμιλοῦσε.

Τὸ μωρὸν δὲν ἐδέχθη τὴν ρανίδα τοῦ ρευστοῦ εἰς τὸ στόμα, ἀλλὰ τὴν ἐλάκτισε μὲ τὴν γλωσσίτσαν του, ἐν τῇ ὁρμῇ τοῦ βηχός, ὅστις εἶχεν αὐξήσει λίαν ἀλγεινῶς.

- Σκασμός!... εἶπε πάλιν ὁ Κωνσταντής, ὁ πατὴρ τοῦ βρέφους, μέσα στὸν ὕπνο του.

- Καὶ πλαντασμός!... προσέθηκε μετ᾿ εἰρωνείας ἡ Φραγκογιαννοῦ.

Ἡ λεχῶνα ἐξαφνίσθη μέσα στὸν ὕπνο της, ἀκοῦσα ἴσως τὸν βῆχα τοῦ μικροῦ, καὶ ἅμα τὸν ἀλλόκοτον βραχὺν διάλογον, ὅστις διημείφθη μέσῳ τοῦ ξυλοτοίχου μεταξὺ τοῦ κοιμωμένου καὶ τῆς ἀγρυπνούσης.

- Τ᾿ εἶναι, μάννα; εἶπεν ἀνασηκωθεῖσα ἡ Δελχαρώ. Δὲν εἶναι καλὰ τὸ παιδί;

Ἡ γραῖα ἐμειδίασε στρυφνῶς εἰς τὸ τρομῶδες φῶς τοῦ μικροῦ λύχνου.

- Σὰ σ᾿ ἀκούω, δυχατέρα!...

Αὐτὸ τὸ «σὰ σ᾿ ἀκούω, δυχατέρα» ἐλέχθη μὲ τόνον πολὺ ἀλλόκοτον. Ἄλλως δὲν ἦτο ἡ πρώτη φορά, καθ᾿ ἣν ἡ νεαρὰ μήτηρ ἤκουε τοιοῦτον τι ἐκ μέρους τῆς μητρός της. Ἐνθυμεῖτο ὅτι καὶ ἄλλοτε συνέβη, ἡ γραῖα μεταξὺ γυναικῶν καὶ γραϊδίων τῆς γειτονιᾶς, νὰ ἐκφράσῃ, μετὰ σείσματος ἐκφραστικοῦ της κεφαλῆς, εἰς ὥρας καθ᾿ ἃς ἐγίνετο λόγος περὶ τῆς μεγάλης πληθώρας τῶν νεαρῶν κορασίων, περὶ τῆς σπάνεως, περὶ τοῦ ξενιτευμοῦ καὶ τῶν ὑπέρμετρων ἀπαιτήσεων τῶν γαμβρῶν, περὶ τῶν βασάνων ὅσα ὑπέφερε μία χριστιανὴ διὰ νὰ ἀποκαταστήσῃ «τ᾿ ἀδύνατα μέρη», τουτέστι τὰ θήλεα, νὰ ἐκφράσῃ, λέγω, παραπλήσια αἰσθήματα. Ὅταν μάλιστα ἡ μήτηρ της ἤκουε περὶ ἀρρώστιας μικρῶν κορασίδων εἶχεν ἀκουσθῆ, σείουσα τὴν κεφαλήν, νὰ λέγῃ:

- Σὰ σ᾿ ἀκούω γειτόνισσα!... «Δὲν εἶναι χάρος, δὲν εἶναι βράχος;» ἐπειδὴ συνήθιζε πολὺ συχνὰ νὰ ἐκφράζεται μὲ παροιμίας λίαν ἐκφραστικᾶς. Καὶ ἄλλοτε πάλιν τὴν ἤκουσαν νὰ δογματίζῃ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν συμφέρει νὰ κάμνῃ πολλὰ κορίτσια, καὶ ὅτι τὸ καλύτερον εἶναι νὰ μὴ πανδρεύεται κανείς. Ἡ δὲ συνήθως εὐχή της πρὸς τὰ μικρὰ κοράσια ἦτο «νὰ μὴ σώσουν!... Νὰ μὴν πᾶνε παραπάνω!»

Καὶ ἄλλοτε προέβη ἐπὶ τοσούτον ὥστε νὰ εἶπε:

- Τί νὰ σᾶς πῶ!... Ἔτσι τοῦ ῾ρχεται τ᾿ ἀνθρώπου, τὴν ὥρα ποὺ γεννιώνται, νὰ τὰ καρυδοπνίγη!...

Ναὶ μὲν τὸ εἶπεν, ἀλλὰ βεβαίως δὲν θὰ ἦτο ἱκανὴ νὰ τὸ κάμῃ ποτέ... Καὶ ἡ ἰδία δὲν τὸ ἐπίστευε.
Γ´

Οὕτω εἶχον διαρρεύσει πολλαὶ νύκτες ἀπὸ τοῦ τοκετοῦ τῆς Δελχαρῶς τῆς Τραχήλαινας. Ἀφοῦ τὸ μικρὸν ἐβαπτίσθη, καὶ ὠνομάσθη Χαδούλα, μὲ τ᾿ ὄνομα τῆς μάμμης του –τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἐκείνην νὰ μορφάζῃ σείουσα τὴν κεφαλήν, καὶ νὰ ψιθυρίζῃ «μὴν τύχη καὶ χαθῆ τ᾿ ὄνομα!»– πάλιν ἡ γραῖα ἠγρύπνει, ἂν καὶ τὸ μωρὸν ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὁπωσοῦν καλύτερα. Ἄλλως ἡ ἀγρυπνία ἦτο ἐν τῇ φύσει καὶ τῇ ἰδιοσυγκρασίᾳ τῆς Φραγκογιαννοῦς, ἥτις ἐσκέπτετο χίλια πράγματα, καὶ εἶχεν τὸν ὕπνον δύσκολον. Οἱ λογισμοὶ καὶ αἱ ἀναμνήσεις της, ἀμαυραὶ εἰκόνες τοῦ παρελθόντος, ἤρχοντο ἀλλεπάλληλοι ὡς κύματα μέσα εἰς τὸν νοῦν της, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς της.

Εἶχε καρπογονήσει, λοιπόν, ἡ Χαδούλα τόσα τέκνα, καὶ εἶχε κτίσει μικρὸν ὀσπίτιον διὰ νὰ κατοικήσῃ. Ὅταν ηὔξανεν ἡ οἰκογένεια, τόσον ηὔξανον καὶ τὰ «φαρμάκια». Ναί, ἀπὸ τὰς ἰδίας οἰκονομίας τῆς εἶχεν ἀποκτήσει τὴν μικρὰν οἰκίαν ἡ Γιαννοῦ, καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ περισσεύματα τοῦ συζύγου της. Ὁ μάστρο-Γιάννης ὁ Σκοῦφος, ἢ ὁ «Λογαριασμός», δὲν ἤξευρε, πράγματι, νὰ λογαριάσῃ καλὰ οὔτε πόσα μεροκάματα εἶχε δουλέψει, οὔτε πόσα κάνουν τέσσαρα ἢ πέντε ἢ ἓξ μεροκάματα τῆς ἑβδομάδος πρὸς μίαν καὶ 75 ἢ μίαν καὶ 80 –διότι τόσα ἔπαιρνεν ὡς τρίτης τάξεως μαραγκός. Ὅταν ἐνίοτε, ὡς καλαφάτης, ἐπληρώνετο πρὸς 2.35 ἢ 2.40, πάλιν δὲν ἤξευρε νὰ τὰ λογαριάσῃ.

Μόνον τοῦ ἤρεσκε νὰ τὰ πίνῃ, σχεδὸν ὅλα, τὴν Κυριακήν. Πλὴν εὐτυχῶς ἡ σύζυγός του εἶχε λάβη τὰ μέτρα της, κ᾿ ἔπαιρνεν αὐτὴ τὰ λεπτὰ στὰ χέρια της τὸ Σάββατον τὸ βράδυ. Ἢ τὰ εἰσέπραττε κατ᾿ εὐθεῖαν ἀπὸ τὸν πρωτομάστορην, ὄχι ἄνευ ἔριδος καὶ δυσκολίας – ἐπειδὴ ὁ πρωτομάστορης δὲν ἤθελε νὰ τῆς τὰ δώσῃ προτιμῶν νὰ τὰ ἐγχειρίσῃ εἰς τὸν μάστρο-Γιάννην τὸν ἴδιον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μάλιστα ἐκράτει, καθὼς καὶ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους, δέκα ἢ δεκαπέντε λεπτὰ ὡς ἔκτακτα ποσοστά, λέγων «ἔχω κορίτσια, βρὲ ἀδερφέ, ἔχω κορίτσια!». Ἀλλ᾿ ἡ Φραγκογιαννοῦ ποὺ νὰ γελασθῆ! Αὐτὴ τοῦ ἔδιδε τὴν μόνην λογικὴν καὶ τὴν μόνην πρέπουσαν ἀπάντησιν: «Ἐσὺ μονάχα ἔχεις κορίτσια μάστορη; Ὁ ἄλλος κόσμος δὲν ἔχουν;»

Ἤ, ἂν δὲν κατώρθωνε νὰ τὰ λάβῃ ἡ ἰδία ἀπὸ τὸν ἀρχιναυπηγόν, ἡ Γιαννοῦ τὰ ἤρπαζε, «Σὰ χωρατά, σὰν ἀλήθεια», ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ συζύγου της, ἀφοῦ ἐφρόντιζε πρώτον νὰ τὸν «καλοκαρδίσῃ» καὶ νὰ τὸν φέρῃ εἰς τὴν κατάλληλον ψυχολογικὴν θέσιν. Ἤ, τέλος, τὸν ἄφηνε νὰ κοιμηθῇ μισοζαλισμένος, καὶ τὰ ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰ φορέματά του, τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου. Μόνον, τὴν Κυριακὴν πρωί, τοῦ ἔδιδε διὰ «χαρτζιλίκι» 40 ἢ πενήντα λεπτά.

Λοιπὸν εἶχε κτίσει τὸν οἰκίσκον ἀπὸ τὰς οἰκονομίας της, ἀλλὰ ποία ἦτο ἡ πρώτη βάσις τοῦ μικροῦ ἐκείνου κεφαλαίου; Τὴν ὥραν ταύτην, κατὰ τὴν νύκτα τῆς ἀγρυπνίας, διὰ πρώτην φορὰν τὸ ἐξωμολογεῖτο καθ᾿ ἐαυτήν. Ποτὲ δὲν τὸ εἶχε εἰπῇ οὔτε εἰς τὸν πνευματικόν της, εἰς τὸν ὁποῖον ἄλλως πολὺ μικρὰ πράγματα ἔλεγεν· ἀκριβῶς ἐκεῖνα μόνον τὰ συνήθη ἁμαρτήματα, ὅσα ἐκεῖνος ἤξευρε προτοῦ νὰ τὰ εἴπῃ αὐτή· δηλαδὴ κακολογίαν, θυμούς, γυναικείας κατάρας καὶ τὰ τοιαῦτα. Ποτὲ δὲν τὸ εἶχεν ὁμολογήσει εἰς τὴν μητέραν της, ἐφ᾿ ὅσον ἔζη ἐκείνη – ἥτις ἄλλως ἦτο ἡ μόνη ποὺ τὸ ὑπώπτευε καὶ τὸ ἤξευρε χωρὶς νὰ τῆς τὰ εἴπῃ αὐτή. Ναί, εἶναι ἀληθές, ὅτι ἐμελέτα καὶ εἶχεν ἀπόφασιν νὰ τῆς τὰ εἴπῃ κατὰ τὰς τελευταίας στιγμᾶς της. Πλὴν δυστυχῶς ἡ γραῖα, πρὶν ἀποθάνη, συνέβη νὰ βωβαθῇ καὶ νὰ κωφαθῇ καὶ νὰ μείνη ἀναίσθητη «σὰν πρᾶμα», ὅπως περιέγραφε τὴν κατάστασιν ταύτην ἡ κόρη της, κ᾿ ἔτσι δὲν ἐδόθη εὐκαιρία νὰ τῆς ὁμολογήση τὸ πταῖσμα της.

Ἀκόμη ὀλιγώτερον, δὲν τὸ εἶπε ποτὲ εἰς τὸν πατέρα της, οὔτε εἰς τὸν σύζυγόν της. Ἰδοὺ ποῖον ἦτο τὸ μυστικὸν τοῦτο.

Πρὸ τοῦ γάμου της ἡ Χαδούλα εἶχεν ἀρχίσει νὰ κλέπτῃ ἀπ᾿ ὀλίγα ὀλίγα ἐκ τῶν χρημάτων τοῦ πατρός της, ἀπ᾿ ὀλίγους παράδες, ἀπὸ μισὸν γρόσι. Τόσον ὀλίγα, ὥστε σχεδὸν δὲν τὸ ἠσθάνθη οὔτε τὸ ὑπώπτευσεν ἐκεῖνος. Μόνον δυὸ φορὰς εἶχεν ἐννοήσει ὁ ἴδιος ὅτι εἶχε κάμει ἐσφαλμένον τὸν λογαριασμὸν τοῦ μικροῦ θησαυροῦ του. Τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἀπέθετεν εἰς μίαν κρύπτην, τὴν ὁποίαν πρὸ πολλοῦ εἶχεν ἀνακαλύψει ἡ γραῖα, μετὰ χρόνον δὲ ἀνεκάλυψε καὶ ἡ κόρη. Τότε πρὸς καιρόν, ἡ Χαδούλα διέκοψε τὰς κλοπᾶς, διὰ νὰ μὴ δώση λαβὴν μεγαλυτέρας ὑπονοίας εἰς τὸν πατέρα της. Ἀργότερα, πάλιν ἐξανάρχισε νὰ κλέπτῃ περισσότερα, ἀλλὰ δὲν «ἔπιανε χαρτωσιά» ἐμπρὸς εἰς τὰς κλοπὰς τῆς μητρός της.

Αὕτη εἶχε κλέψει πολλά, ἀλλὰ μὲ τέχνη καὶ μέθοδον. Ἔκλεπτε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰς ἄλλας ἐπιχειρήσεις, εἰς τὰς ὁποίας εἶχε κατὰ μέγα μέρος τὴν διαχείρισιν, καθὼς ἀπὸ πώλησιν ἐλαίου καὶ οἴνου, προϊόντων τῶν κτημάτων τῆς οἰκογενείας, καὶ ὀλίγα, σχεδὸν ὅσα καὶ ἡ κόρη τους, ἀπὸ τὰ μεροκάματα τοῦ γέρου. Μετὰ χρόνους, ὅταν ἄνοιξαν οἱ δουλειές, κι ὁ γερό-Στάθης ἔγινε μικροαρχιναυπηγὸς –ἐσκάρωνε βάρκες καὶ καΐκια μοναχός του, βοηθούμενος ἀπὸ τὸν υἱὸν καὶ ἀπὸ τὸν παραγυιόν του, εἰς τὸ προαύλιον τῆς οἰκίας– τότε ἡ γραῖα ἠμπόρεσε νὰ κλέψη ἀρκετὰ καὶ ἀπὸ τὰ κέρδη τῆς ναυπηγικῆς τέχνης.

Τελευταῖον, ὀλίγους μῆνας πρὸ τοῦ γάμου της, ἡ Χαδούλα εἶχε κατορθώσει ν᾿ ἀνακαλύψῃ τὴν κρύπτην ὅπου εἶχε τὸ κομπόδεμα ἡ μητέρα της. Εἰς μίαν ὀπὴν τοῦ κατωγείου, ἀνάμεσα εἰς τὰ πιθάρια τὰ μισογεμάτα καὶ τὰ βαρέλια τ᾿ ἀδειανά, εὑρίσκετο μία πλατεῖα καὶ μακρὰ λωρὶς μαύρης μανδήλας, ὅπου ἡ γραῖα εἶχε δεμένα «σὰν σκυλιά» ἑκατὸν ἑβδομήντα τόσα ἀργυρᾶ τάλληρα, ἄλλα κολωνάτα, ἄλλα ρηγίνες, καὶ ἄλλα τουρκικά, ὅλα κλεμμένα ἀπὸ τὰ κέρδη τοῦ γέρου καὶ τὰ προϊόντα τῶν κτημάτων. Ἡ κόρη μὲ φαιδρὰν ἔκπληξιν, καὶ μὲ συγκίνησιν τρομώδη, ἐμέτρησε τὰ τάλληρα, τὰ σκυλοδεμένα, καὶ εἶτα τὰ ἔβαλε πάλιν εἰς τὴν ὀπήν των, χωρὶς νὰ τολμήση νὰ τὰ πειράξη.

Ἀλλὰ τὴν παραμονὴν τοῦ γάμου, τὸ βράδυ, τὴν ὥραν ποὺ ἐνύχτωνεν –ὅταν εἶδε τὴν ἐπιμονὴν τῶν γονέων της, νὰ μὴ θέλουν νὰ τῆς δώσουν ἀρκετὴν προῖκα, καὶ εἶδε τὴν ἀπονιὰν τῆς μητρὸς της– παραφυλάξασα τὴν ὥραν ὁπότε ἡ γραῖα ἐξῆλθε πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὴν οἰκίαν δι᾿ ἓν θέλημᾳ, κατέβη μὲ παλμὸν καρδίας κρυφὰ στὸ κατώγι· ἔψαξε καὶ ἀνεῦρε τὸ κομπόδεμα, τὸ σκυλοδεμένο, καὶ τὸ ἔλυσεν. Αὐτὴν τὴν φορὰν τῆς ἐφάνησαν ὡσὰν ὀλίγα. Καιρὸν δὲν εἶχε νὰ τὰ μετρήση. Ἴσως ἡ γραῖα νὰ εἶχεν ἀφαιρέσει μερικὰ ἐκ τῶν ταλλήρων, καὶ εἶχε κάμει χρῆσιν δι᾿ ἀγνώστους σκοπούς. Τῆς ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ πάρῃ τὸ κομπόδεμα ὅλον, αὐτούσιον μαζὶ μὲ τὴν λωρίδα τῆς Παλαιᾶς μανδήλας τῆς μητρός της, ἀλλ᾿ ἐφοβήθη· ἔλαβε μόνον ὀκτὼ ἢ ἐννέα τάλληρα, καταρχᾶς – τόσα, ὅσα ἐφαντάζετο ὅτι ἡ ἀπουσία των δὲν θὰ ἐπέφερε μεγάλην διαφορὰν εἰς τὸν ὄγκον καὶ δὲν θὰ ἦτο ἀμέσως ἐπαισθητή, εἶτα ἔκαμε νὰ τὸ δέσῃ· ἀκολούθως πάλιν τὸ ἤνοιξε, ἔλαβεν ἄλλα πέντε ἢ ἓξ, τὸ ὅλον δεκαπέντε. Κατόπιν πάλιν, ἐνῷ τὸ ἔδενε, ἐκ νέου ἔκαμε κίνημα νὰ τὸ λύση, μὲ σκοπὸν νὰ πάρη ἄλλα δυὸ ἢ τρία ἀκόμη. Αἴφνης τότε ἤκουσε τὸ βῆμα τῆς μητρός της ἔξω. Βιαστικὰ ἔδεσε τὸ κομπόδεμα, καὶ τὸ ἔβαλεν εἰς τὴν θέσιν του.

Ὀλίγας ἡμέρας μετὰ τὸν γάμον, ἡ γραῖα ἀνεκάλυψε τὴν κλοπήν. Ἀλλὰ δὲν ἠθέλησε νὰ εἴπῃ τίποτε εἰς τὴν κόρην της. Ἔμεινεν εὐχαριστημένη διότι ἐκείνη δὲν τὰ ἐπῆρεν ὅλα. «Στραβωμάρα εἶχεν!» εἶπε μεταξὺ τῶν ὀδόντων της.

Τὸ ποσὸν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἡ Χαδούλα εἶχε κλέψει κατὰ καιροὺς ἀπὸ τοὺς γονεῖς της, ἀνερχόμενον περίπου εἰς τετρακόσια γρόσια, τὸ νόμισμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἔκρυπτεν ἐπὶ τόσα ἔτη ἐπιμελῶς. Ἀλλὰ διὰ νὰ κτίση τὴν οἰκίαν, τὸ ηὔξησε μὲ τὴν ἱκανότητά της. Ἦτο βεβαίως ἐργατικὴ καὶ ἐπιδεξία. Ὅσον τῆς ἐπέτρεπον αἱ μέριμναι τῆς ἀνατροφῆς τόσων ἀλλεπαλλήλων τέκνων, ἐξενοδούλευε. Πλήν, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους «δὲν ὑπάρχουσιν εἰδικοί, ἀλλὰ πολυτεχνίται» καὶ ὅπως ἕνας μπακάλης κωμοπόλεως εἶναι συγχρόνως καὶ ἔμπορος ψιλικῶν, καὶ φαρμακοπώλης, ἀλλὰ καὶ τοκογλύφος, οὕτω καὶ μία καλὴ ὑφάντρια, ὁποία ἦτο ἡ Φραγκογιαννοῦ, οὐδὲν ἐκώλυε νὰ κάμνῃ συγχρόνως καὶ τὴν μαμμὴν ἢ τὴν ψευδογιάτρισσαν, καὶ ἄλλα ἐπαγγέλματα ἀκόμη νὰ ἐξασκῇ, ἤρκει νὰ εἶναι ἐπιτηδεία. Καὶ ἡ Φραγκογιαννοῦ ἦτο ἐπιτηδειοτάτη μεταξὺ ὅλων τῶν γυναικῶν.

Ἔδιδε βότανα, ἔκαμνε κηραλοιφᾶς, ἐξετέλει ἐντριβᾶς, ἐθεράπευε τὴν βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διὰ τὰς πασχούσας, διὰ τὰς χλωρωτικᾶς καὶ ἀναιμικᾶς κόρας, διὰ τὰς ἐγκύους καὶ τὰς λεχούς, καὶ τὰς ἐκ μητρικῶν ἀλγηδόνων πασχούσας. Μὲ τὸ καλάθιον ὑπὸ τὸν ἀγκῶνα τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἀκολουθούμενη ἀπὸ τὰ δυὸ τελευταῖα τέκνα της, τὸν Δημητράκην, ὀκτὼ ἐτῶν, καὶ τὴν Κρινιώ, ἑξαετίδα, ἐξήρχετο εἰς τοὺς ἀγρούς, ἀνέβαινεν εἰς τὰ ὄρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας καὶ ρεύματα, ἔψαχνε νὰ εὕρῃ τὰ βότανα, ὅσα αὐτὴ ἐγνώριζε –τὴν ἀγριοκρομμύδα, τὴν δρακοντιά, τὸ τρίμερο καὶ ἄλλ᾿ ἀκόμη– τὰ ἔκοπτεν ἢ τὰ ἐξερρίζωνεν, ἐγέμιζε τὸ καλάθιόν της, κ᾿ ἐπέστρεφε τὸ βράδυ εἰς τὴν οἰκίαν.

Μὲ αὐτὰ τὰ βότανα κατεσκεύαζε διάφορα μαντζούνια, τὰ ὁποῖα ἐσύσταινεν ὡς ἀλάνθαστα ἰατρικὰ κατὰ τῶν χρονίων πόνων, τοῦ στήθους, τῆς κοιλίας, τῶν ἐντέρων, κτλ. Τῇ βοηθείᾳ ὅλων αὐτῶν τῶν μέσων, ὀλίγα κερδίζουσα, ἀλλ᾿ οἰκονόμος, κατώρθωσε, μὲ τὸν καιρόν, νὰ κτίσῃ τὴν μικρὰν φωλέαν της. Ἀλλ᾿ οἱ νεοσσοὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξεπετοῦν ἤδη, νὰ φεύγουν εἰς τὰ ξένα!

Κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ὁ πρῶτος υἱός της, εἰκοσαετὴς ἤδη, ὁ Σταθαρός, εἶχε ξενιτευθῆ εἰς τὴν Ἀμερικήν, ἀφοῦ δὲ ἔστειλεν ἐν ἢ δυὸ γράμματα, ἐσιώπησε, καὶ ἔκτοτε δὲν εἶχε δώσει σημεῖον ζωῆς. Μετὰ τρία ἔτη, ὁ δεύτερος υἱός της, ὁ Γιαλῆς, εἶχε μεγαλώσει κι αὐτός, κ᾿ ἐμβαρκαρίσθη.

Καὶ οἱ δυό, εἰς τὰ μικρά των χρόνια, εἶχον δοκιμάσει τὴν τέχνην τοῦ πατρός των, ἀλλ᾿ οὔτε ὁ εἷς οὔτε ὁ ἄλλος ἐπρόκοψαν πολύ, οὐδὲ ἠρκέσθησαν εἰς αὐτήν. Ὁ Γιαλής, ὡς φιλόστοργος υἱὸς καὶ ἀδελφός, ἔγραψε πρὸς τὴν μητέρα του ἐκ Μασσαλίας, ὅπου εἶχεν ὑπάγει μ᾿ ἕνα πατριώτικον καράβι, ὅτι ἀπεφάσισε κι αὐτὸς νὰ ὑπάγῃ στὴν Ἀμερικήν, νὰ ἰδῆ τί γίνεται ὁ μεγάλος ἀδερφός του ἴσως τὸν ἀνακαλύψει κάπου. Ἀλλὰ παρῆλθον καιροὶ καὶ χρόνοι ἔκτοτε καὶ οὔτε ὁ εἷς οὔτε ὁ ἄλλος ἠκούσθησαν πλέον.

Τότε ἔλαβεν ἀφορμὴν ἡ μητέρα τῶν νὰ ἐνθυμηθῆ ἕνα παραμύθι τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν ἀστειοτέρων, ἐν ᾧ γίνεται λόγος περὶ στρώματος ἀπὸ μέλι, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκόλλησαν διαδοχικῶς καὶ ὁ πρῶτος ἀποσταλεῖς υἱὸς τῆς Γριᾶς, διὰ νὰ συλλέξῃ καὶ φέρῃ ἐκεῖθεν τὸ μέλι, καὶ ὁ δεύτερος υἱός, ὅστις εἶχε σταλῆ διὰ νὰ ξεκολλήσῃ τὸν πρώτον, καὶ ὁ τρίτος, ὅστις ἐστάλη διὰ νὰ φέρῃ ὀπίσω καὶ τοὺς δυό, καὶ ὁ Γέρος, ὅστις ἐπῆγε νὰ ἰδῆ τί γίνονται οἱ υἱοί του· τέλος, αὐτὴ ἡ Γριά, ἡ ὁποία εἰς τὸ ὕστερον ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ νὰ ἰδῇ, μακρόθεν ὅμως –διότι, ὡς γριά, εἶχε τόσην πονηρίαν– τί ἔγιναν ὁ Γέρος καὶ τὰ παιδιὰ καὶ δὲν ἐγύρισαν ὀπίσω ἀπὸ τὸ «θέλημα», εἰς τὸ ὁποῖον τοὺς εἶχε στείλει, μόλις αὐτὴ ἐγλύτωσε καὶ δὲν ἐκόλλησε. Τότε στραφεῖσα πρὸς τοὺς τέσσαρας, κολλημένους τοὺς εἶπεν: «Ἄ! αὐτὸ σᾶς μέλει; Ἐμένα δὲν μὲ μέλει!»

Ἐν τῷ μεταξύ, ἐνῷ ὁ Σταθαρὸς κι ὁ Γιαλὴς εἶχαν ξενιτευθῆ εἰς τὴν Ἀμερικήν, καὶ εἶχαν φάγει λωτόν, ἢ εἶχαν πῖει τὴν Λήθην, ἡ Δελχαρώ, ἡ πρώτη κόρη, πρωτότοκος μετὰ τοὺς ξενιτευμένους ἀδελφούς της, ἐμεγάλωνεν, ὁλονὲν ἐμεγάλωνε. Κ᾿ ἡ Ἀμέρσα, σχεδὸν τέσσαρα ἔτη μικροτέρα της ἀδελφῆς της, ἐμεγάλωνε κι αὐτὴ ἐναμίλλως μὲ τὴν Δελχαρώ, κι «ἔριχνε μπόι»· ἐγίνετο ἀνδρώδης, μελαψὴ καὶ ζωηρά, κ᾿ οἱ γειτόνισσες τὴν ὠνόμαζον «τὸ σερνικοθήλυκο». Κ᾿ ἐκείνη ἡ μικρά, τὸ Κρινάκι, ἥτις δὲν εἶχε φεῦ! τοῦ κρίνου τὸ χρῶμα, ἂν καὶ φυσικὰ ἰσχνή, ἐδείκνυεν ἤδη συμπτώματα ἀναπτύξεως.

Πῶς μεγαλώνουν, Θεέ μου! ἐσκέπτετο ἡ Φραγκογιαννοῦ. Ποίος κῆπος, ποίον λιβάδι, ποία ἄνοιξις παράγει αὐτὸ τὸ φυτόν! Καὶ πῶς βλαστάνει καὶ θάλλει καὶ φυλλομανεῖ καὶ φουντώνει! Καὶ ὅλοι αὐτοὶ οἱ βλαστοί, ὅλα τὰ νεόφυτα, θὰ γίνουν μίαν ἡμέραν πρασιαί, λόχμαι, κῆποι; Καὶ οὕτω θὰ ἐξακολουθῇ; Καὶ πᾶσα οἰκογένεια εἰς τὴν γειτονιάν, καὶ εἰς τὴν συνοικίαν καὶ εἰς τὴν πόλιν εἶχαν ἀπὸ δυὸ ἕως τρία κοράσια. Μερικαὶ εἶχον τέσσαρα, ἄλλαι πέντε. Μία μητέρα εἶχεν ἓξ θυγατέρας χωρὶς κανέναν υἱόν, ἄλλη μία εἶχεν ἑπτὰ κ᾿ ἕναν υἱόν, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο προωρισμένος νὰ φανῇ ἄχρηστος.

Λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ οἱ γονεῖς, ὅλα τὰ ἀνδρόγυνα, ὅλαι αἱ χήραι, ἀνάγκη πᾶσα καὶ χρέος ἀπαραίτητον, νὰ ὑπανδρεύσουν ὅλας αὐτὰς τὰς κόρας – καὶ τὰς πέντε, καὶ τὰς ἕξ, καὶ τὰς ἑπτά! Καὶ νὰ δώσουν εἰς ὅλας προῖκα. Πᾶσα πτωχὴ οἰκογένεια, πᾶσα μήτηρ χήρα, μὲ δυὸ στρέμματα ἀγρούς, μ᾿ ἕνα πενιχρὸν οἰκίσκον, ταλαιπωρουμένη, ξενοδουλεύουσα – εἴτε κολλήγισα ἄλλων εὐπορωτέρων οἰκογενειῶν εἰς τὰ κτήματα, εἰς τὰς συκᾶς καὶ τὰς μορέας –συλλέγουσα φύλλα, παράγουσα ὀλίγην μέταξαν– ἢ τρέφουσα δυὸ ἢ τρεῖς αἶγας ἢ ἀμνάδας –γινομένη κακὴ μὲ ὅλους τοὺς γείτονας, πληρώνουσα πρόστιμα διὰ μικρὰς ζημίας– φορολογουμένη ἀσπλάγχνως, τρώγουσα κρίθινον ἄρτον ποτισμένον μὲ ἱδρῶτα ἁλμυρὸν – ὤφειλεν ἐξ ἅπαντος «ν᾿ ἀποκαταστήσῃ» ὅλα τὰ θήλεα ταῦτα, καὶ νὰ δώση πέντε, ἕξ, ἢ ἑπτὰ προῖκας! Ὢ Θεέ μου!

Καὶ ὁποίας προῖκας, κατὰ τὰ νησιωτικὰ ἔθιμα. «Σπίτι στὰ Κοτρώνια, ἀμπέλι στὴν Ἀμμουδιά, ἐλιῶνα στὸ Λεχούνι, χωράφι στὸ Στροφλιά». Ἀλλὰ κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους, περὶ τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος, εἶχε κολλήσει καὶ ἄλλη ψώρα. Τὸ «μέτρημα», ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον εἰς Κωνσταντινούπολιν ὠνομάζετο «τράχωμα», συνήθειαν τὴν ὁποίαν, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, εἶχεν ἀφορίσει ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία. Ὤφειλεν ἕκαστος νὰ δώση καὶ μετρητὴν προῖκα. Δισχιλίας, χιλίας, πεντακοσίας, ἀδιάφορον. Ἄλλως, ἂς εἶχε τὰς κόρας του νὰ τὰς καμαρώνῃ. Ἂς τὰς ἔβαζε στὸ ράφι. Ἂς τὰ ἔκλειε στὸ δουλάπι. Ἂς τὰς ἔστελνε στὸ Μουσεῖον.
Δ´

Ἕως ἐδῶ εἶχον φθάσει αἱ ἀναμνήσεις καὶ οἱ λογισμοὶ τῆς ἀγρυπνούσης γραίας. Ἐλάλησε τὸ δεύτερον ὁ πετεινός. Θὰ εἶχαν περάσει δυὸ μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἰανουάριος ὁ μήν. Χρόνος ἡ νύκτα. Βορρᾶς ἐφύσα. Ἡ φωτιὰ εἰς τὴν ἑστίαν ἔσβηνε. Ἡ Φραγκογιαννοῦ ἠσθάνθη ρίγος εἰς τὴν ράχιν, καὶ παγωμένους τοὺς πόδας της. Ἤθελε νὰ σηκωθῆ νὰ φέρη ὀλίγα ξύλα ἔξω ἀπὸ τὸν πρόδομον, διὰ νὰ τὰ ρίψῃ εἰς τὴν ἑστίαν, νὰ ξανάψῃ τὸ πῦρ. Ἀλλ᾿ ἠργοπόρει· καὶ ἠσθάνετο μικρὰν νάρκην, ἴσως τὸ πρώτον σύμπτωμα τοῦ εἰσβάλλοντος ὕπνου.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, τόσον παράωρα, ἐνῷ εἶχε κλειστὰ τὰ ὄμματα, ἐκρούσθη παραδόξως ἡ θύρα. Ἡ γραῖα ἐξαφνίσθη. Δὲν ἤθελε νὰ φωνάξη «ποιὸς εἶναι», διὰ νὰ μὴν ἐξυπνήση τὴν λεχώ, ἀλλ᾿ ἀπετίναξε τὴν νάρκην της, διακοπεῖσαν ἤδη ἀποτόμως διὰ τοῦ κρότου τῆς θύρας τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει, ἐσηκώθη σιγά, ἐξῆλθε τοῦ θαλάμου. Πρὶν φθάση εἰς τὴν ἔξω θύραν, ἤκουσε διακριτικήν, ψίθυρον φωνήν:

- Μάννα!

Ἀνεγνώρισε τὴν φωνὴν τῆς Ἀμέρσας. Ἦτο ἡ δευτερότοκος κόρη της.

- Τί ἔπαθες, ἀρή;... Τί σοῦ ᾖρθε, τέτοια ὥρα; Καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.

- Μάννα, ἐπανέλαβε μετ᾿ ἀσθμαινούσης φωνῆς ἡ Ἀμέρσα. Τί κάνει τὸ κορίτσι;... μὴν πέθανε;

- Ὄχι...κοιμᾶται· τώρα ἡσύχασε, εἶπεν ἡ γραῖα. Πῶς σοῦ ᾖρθε;

- Εἶδα στὸν ὕπνο μου πῶς πέθανε, εἶπε μὲ πάλλουσαν ἀκόμη φωνὴν ἡ ὑψηλὴ γεροντοκόρη.

- Ἀμμ᾿ σὰν εἶχε πεθάνει, τάχα τί; εἶπε κυνικῶς ἡ γραῖα...Κ᾿ ἐσηκώθης... κ᾿ ᾖρθες νὰ ἰδῇς;

Ἡ οἰκία τῆς Γιαννοῦς, ὅπου αὕτη συνήθως ἐκατοίκει μετὰ τῶν δυὸ ἀγάμων θυγατέρων της –καθότι προσωρινῶς τώρα διενυκτέρευε πλησίον τῆς λεχοῦς– ἔκειτο ὀλίγας δεκάδας βημάτων βορεινότερα, παρέκει. Αὐτὴ ἡ οἰκία τῆς Δελχαρῶς εἶχε δοθῆ προικῴα εἰς ταύτην, ἦτο δὲ αὐτὴ ἡ παλαιὰ οἰκία, ἡ κτισθεῖσα ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τῆς Χαδούλας, καὶ ἀπὸ τὸν πρῶτον πυρῆνα τὸν ὁποῖον εἶχε σχηματίσει ἀπὸ τὸ κομπόδεμα τῶν ἀειμνήστων γονέων της. Ὕστερον, ὀλίγα ἔτη μετὰ τὸν γάμον τῆς Δελχαρῶς, εἶχε κατορθώσει ἡ μήτηρ της ν᾿ ἀποκτήσῃ καὶ δευτέραν φωλέαν, μικροτέραν καὶ ἀθλιεστέραν τῆς πρώτης, εἰς τὴν αὐτὴν συνοικίαν. Δυὸ ἢ τρεῖς οἰκίαι ἐχώριζον τὴν δευτέραν ἀπὸ τῆς πρώτης.

Ἀπὸ ἐκείνην λοιπὸν τὴν νεόκτιστον οἰκίαν εἶχεν ἔλθει τόσον παράωρα ἡ Ἀμέρσα, ἥτις δὲν ἐφοβεῖτο τὰ στοιχειὰ τὴν νύκτα, ἦτο δὲ τολμηρὰ καὶ ἀποφασιστικὴ κόρη.

- Κ᾿ ἐσηκώθης;... κ᾿ ᾖρθες νὰ ἰδῇς;

- Ξαφνίστηκα μὲς τὸν ὕπνο μου, μαννούλα. Εἶδα πῶς πέθανε τὸ κορίτσι, καὶ πῶς ἐσὺ εἶχες ἕνα μαῦρο σημάδι στὸ χέρι σου.

- Μαῦρο σημάδι;...

- Ἤθελες, τάχα, νὰ σαβανώσης τὸ κορίτσι. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ σαβάνωνες, μαύρισε τὸ χέρι σου... καὶ πῶς ἔβαλες, τάχα, τὸ χέρι σου στὴ φωτιά, γιὰ νὰ ξεμαυρίσῃ.

- Μπά! ἀλαφροΐσκιωτη! εἶπεν ἡ γραῖα Χαδούλα... Κ᾿ ἔκαμες κουτουράδα, κ᾿ ᾖρθες, τέτοιαν ὥρα...

- Δὲν μποροῦσα νὰ ἡσυχάσω, μάννα.

- Καὶ δὲν σ᾿ ἔνοιωσε τὸ Κρινιώ, ποῦ ἔφυγες;

- Ὄχι· κοιμᾶται.

- Κι ἂν ξυπνήση, κ᾿ ἰδῆ νὰ λείπῃς ἀπὸ κοντά της, πῶς θὰ τῆς φανῆ;... Δὲ θὰ βάλῃ τὶς φωνές;... Θὰ τρελαθῆ, τὸ κορίτσι!

Αἱ δυὸ ἀδελφαὶ ἐκοιμῶντο τῷ ὄντι μόναι εἰς τὴν μικρὰν οἰκίαν. Ἡ Ἀμέρσα ἦτο ἄφοβος, κ᾿ ἐνέπνεε πεποίθησιν, ὡς νὰ ἦτο ἀνήρ. Ὁ πατήρ των εἶχεν ἀποθάνει πρὸ πολλοῦ, οἱ δὲ ἐπιζῶντες υἱοὶ διαρκῶς ἔλειπον εἰς τὰ ξένα.

- Πάω πίσω, μάννα, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα... Ἀλήθεια, δὲν ἐσυλλογίστηκα πῶς μπορεῖ νὰ ξυπνήση τὸ Κρινιώ, αὐτὴν τὴν ὥρα, νὰ τρομάξη, ποὺ θὰ λείπω.

- Μποροῦσες νὰ μείνης κ᾿ ἐδῶ, εἶπεν ἡ μητέρα· μόνο, μὴ ξυπνήση ἄξαφνα τὸ Κρινιώ, καὶ πάρη φόβο.

Ἡ Ἀμέρσα ἐκοντοστάθη πρὸς στιγμήν.

- Μάννα, εἶπε, θέλεις νὰ καθίσω ἐγὼ ῾δω, νὰ πᾶς ἐσὺ στὸ σπίτι;... γιὰ νὰ ξεκουραστῇς, νὰ ἡσυχάσῃς.

- Ὄχι, εἶπεν, ἀφοῦ ἐσκέφθη πρὸς στιγμὴν ἡ γραῖα. Τώρα, κ᾿ ἡ νύχτα αὐτὴ πέρασε. Αὔριο βράδυ, πηγαίνω ἐγὼ στὸ σπίτι, καὶ κάθεσαι σὺ ἐδῶ. Μόνο, τώρα πήγαινε. Καλὸ ξημέρωμα!

Ὅλος ὁ διάλογος ἐγίνετο εἰς μικρόν, στενὸν πρόδομον, κατέμπροσθεν τοῦ θαλαμίσκου, ὅπου ἠκούοντο ἠχηροὶ καὶ πολύχορδοι οἱ ρογχαλισμοὶ τοῦ Κωνσταντῆ. Ἡ Ἀμέρσα, ἥτις εἶχεν ἔλθει ξυπόλητη, μ᾿ ἐλαφρότατον ἄψοφον βῆμα, ἐξῆλθε, καὶ ἡ μήτηρ της ἐκλείδωσεν ἔσωθεν τὴν θύραν.

Ἡ Ἀμέρσα ἔφυγε τρέχουσα. Αὐτὴ νὰ φοβηθῆ τὰ στοιχειά, ἥτις δὲν εἶχε φοβηθῆ τὸν ἀδερφόν της τὸν Μῆτρον, τὸν κοινῶς καλούμενον Μῶρον ἢ Μοῦρον ἢ Μοῦτρον – τὸν σκιὰν ἐκεῖνον, τὸν τρίτον υἱὸν τῆς μητρός της, τὸν ὁποῖον ἡ τεκοῦσα ὠνόμαζε συνήθως «τὸ σκυλὶ τ᾿ Ἀγαρηνό!» – τὸν κατὰ τρία ἔτη μεγαλύτερον ἀδελφόν της, ὅστις τὴν εἶχε μαχαιρώσει ἤδη ἅπαξ –ἀλλ᾿ αὐτὴ τὸν εἶχε σώσει, μὴ θέλουσα νὰ τὸν παραδώσῃ εἰς τὴν ἐξουσίαν– καὶ θὰ τὴν ἐμαχαίρωνε βεβαίως καὶ δευτέραν φορὰν, ἐὰν ἔμενεν ἔκτοτε ἐλεύθερος. Εὐτυχῶς, εἶχεν ἀλλοῦ ἐξασκήσει τὰς φονικᾶς ὁρμᾷς του, ἐν τῷ μεταξύ, καὶ εἶχε κλεισθῆ ἐγκαίρως εἰς τὰς βενετικᾶς εἰρκτᾶς τοῦ παλαιοῦ φρουρίου, εἰς τὴν Χαλκίδα.

Ἰδοὺ πῶς συνέβη τὸ πρᾶγμα. Ὁ Μωρὸς ἢ Μοῦρος ἦτο φύσει ὁρμητικὸς καὶ παράφορος, ἂν καὶ εἶχε πολὺ δεξιόν, θηλυκὸν νοῦν, ὅπως ἔλεγεν ἡ μάννα του – νοῦν ὁ ὁποῖος ἐγέννα. Παιδιόθεν ἦτο ἱκανὸς μόνος του, νὰ πλάττῃ, αὐτοδίδακτος, πολλὰ ὡραῖα μικρὰ πράγματα· καραβάκια, προσωπίδας, ἀγαλμάτια, κοῦκλες καὶ ἄλλα ἀκόμη. Ἦτο σκιᾶς τῆς γειτονιᾶς, ὁ σημαιοφόρος ὅλων τῶν μαγκῶν, καὶ εἶχεν εἰς τοὺς ὁρισμούς του ὅλους τοὺς ἀγυιόπαιδας, ὅλα τὰ ξυπόλυτα τοῦ δρόμου. Εἶχε συνηθίσει ἐνωρὶς τὴν μέθην καὶ τὴν ἀσωτίαν, ἐξετέλει θορυβώδεις παιδιᾶς, διαδηλώσεις, παιδικᾶς ὀχλαγωγίας, μαζὶ μὲ τοὺς μικροὺς φίλους του· ἐπροκάλει καυγάδες εἰς τὸν δρόμον, ἐπετροβόλει ὅσους συνήντα γέροντας καὶ γραίας, ὅσους πτωχοὺς καὶ ἀδυνάτους. Δὲν ἄφηνε σχεδὸν κανένα ἄνθρωπον ἀπείρακτον.

Εἶχε κλέψει μὲ τὸ μάτι, ἀπὸ ἕναν διαβατικὸν μαχαιροποιόν, τὴν τέχνην του. Ἐπροσπάθει ἀτελῶς νὰ κατασκευάζῃ μαχαίρια. Εἶχε μέγαν τροχὸν εἰς τὴν αὐλήν, τὴν σκεπαστὴν ἀπὸ τὸ μέγα χαγιάτι, καὶ τὸ κατώγι τῆς οἰκίας σχεδὸν τὸ εἶχε μεταβάλει εἰς ἐργοστάσιον – κ᾿ ἐτρόχιζεν ὅλα τὰ μαχαίρια καὶ τοὺς ξυραφάδες τῶν ἀγυιοπαίδων, καὶ ὅταν δὲν εἶχεν ἄλλα νὰ τροχίση, ἐτρόχιζε τὸ ἰδικόν του. Ἐφιλοτιμεῖτο νὰ τὸ κάμῃ δίκοπον, ἂν καὶ ἐξ ἀρχῆς δὲν ἦτον οὕτω σχεδιασμένον. Προσέτι ἐδοκίμαζε νὰ κατασκευάζῃ κουμποῦρες, πιστόλια, μικρὰ κανονάκια, καὶ ἄλλα φονικὰ ὄργανα. Ὅλα τὰ λεπτά, ὅσα ἐκέρδιζεν ἀπὸ τὶς κοῦκλες, τ᾿ ἀγαλμάτια καὶ τὰς προσωπίδας, καὶ δὲν τὰ ἔπινε, τὰ ἠγόραζε πυρίτιδα. Καὶ ὁ ἴδιος εἶχε δοκιμάσει νὰ κατασκευάζῃ ἓν τοιοῦτον προϊόν. Τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, καὶ δυὸ ἑβδομάδας ἀκόμη ὀψιμώτερα, ἦτο φόβος καὶ τρόμος νὰ τολμήσῃ τις νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν γειτονιάν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐβασίλευε διὰ τοῦ τρόμου ὁ Μοῦτρος. Οἱ πιστολισμοὶ ἔπιπτον ἀδιάλειπτοι.

Μίαν Κυριακήν, ὁ Μοῦρος μεθυσμένος εἶχε κάμει παραπολλᾶς ἀταξίας εἰς τὸν δρόμον. Δυὸ χωροφύλακες ἀκούσαντες τὰ παράπονα πολλῶν ἀνθρώπων, τὸν ἐκυνήγησαν διὰ νὰ τὸν πιάσουν, καὶ τὸν πάρουν «μέσα» ἢ «στὴν καζάρμα». Ἀλλ᾿ ὁ Μῶρος, λίαν εὐκίνητος, τοὺς ἔφυγεν, ἐγύρισε καὶ τοὺς ἐμυκτήρισε μακρόθεν, καὶ πάλιν τραπεῖς εἰς φυγήν, ἐκρύβη εἰς μέρος ἀπρόσιτον – εἰς τὸ μέσα μέρος τοῦ ὑπόστεγου ταρσανὰ ἑνὸς ναυπηγοῦ, ἐξαδέλφου του. Εἶτα, ἐπειδὴ οἱ δυὸ ἄνδρες παρήτησαν τὴν καταδίωξιν, ἀνέλαβε θάρρος κ᾿ ἐξῆλθεν εἰς τὸν δρόμον.

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὁ Μῶρος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ξεμεθύσει ἀκόμα, κατήντησε νὰ κυνηγήσῃ εἰς τὸν δρόμον καὶ τὴν ἰδίαν μητέρα του, ἀπειλῶν νὰ τὴν σφάξῃ. Παρεπονεῖτο ὅτι ἡ γραῖα τοῦ εἶχε κλέψει λεπτὰ ἀπὸ τὴν τσέπην. Τὴν ἔφθασεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας, ὅπου ἔτρεχεν αὕτη διὰ νὰ κρυφθῆ, τὴν ἅρπαξεν ἀπὸ τὰ μαλλιά, καὶ τὴν ἔσυρεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τῆς ὁδοῦ, εἰς διάστημα πενῆντα βημάτων.

Αὐτὴ εἶχε βάλει τὰς φωνᾶς, κ᾿ ἐξῆλθον οἱ γείτονες. Ἦτον ὥρα Ἑσπερινοῦ, μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου. Εἰς τὰς φωνᾶς τῶν γειτόνων, ἔφθασαν οἱ δυὸ χωροφύλακες, οἵτινες ἀπὸ πρὶν κατεζήτουν τὸν Μοῦρον, καὶ μόνον κατὰ τὸ φαινόμενον εἶχον παραιτήσει τὸ κυνήγημα – ἐξ ἐναντίας μάλιστα ἦσαν λίαν ἐξωργισμένοι ἐναντίον τοῦ ταραξίου. Ὁ Μοῦρος, ἅμα τοὺς εἶδεν, ἄφησεν τὴν μητέρα του κ᾿ ἐτράπη εἰς φυγήν. Ἔτρεξε νὰ κρυφθῆ εἰς τὴν οἰκίαν, ἐξ ἀνάγκης, ἐπειδὴ εὑρέθη «στὰ στενά», καὶ δὲν ἔβλεπεν ἄλλο ἄσυλον πλέον μακρυσμένον ἀλλ᾿ ἀσφαλέστερον.

Ἡ γραῖα, ἅμα ἐσηκώθη, καταμωλωπισμένη, πλήρης κονιορτοῦ, εἶδε τοὺς χωροφύλακας, κι ἄρχισε νὰ τοὺς ἱκετεύῃ.

- Ἀφῆστε τον, παιδιά! Παλαβὸς εἶναι, δὲν εἶναι τίποτε. Μὴν τόνε σκοτώνετε, παιδιά, μὲ τὸ καμτσί!

Τοῦτο εἶπε διότι εἶδε τὸν ἕναν χωροφύλακα ἐξηγριωμένον, κρατοῦντα εἰς τὴν χεῖρα φοβερὸν μαστίγιον. Οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν ἔδωκαν προσοχὴν εἰς τὰς ἱκεσίας της, ἀλλ᾿ ἐξηκολούθησαν νὰ τρέχουν πρὸς καταδίωξιν τοῦ Μώρου. Παρεβίασαν τὸ ἄσυλον, τὸ κατώγι τῆς οἰκίας, ὅπου εἶχε τὸ ἐργοστάσιόν του ὁ Μῶρος. Ἐκεῖ εἶχε τρέξει διὰ νὰ κρυφθῆ, καὶ μόλις ἐπρόφθασε νὰ μανδαλώσῃ τὴν θύραν. Ἀλλ᾿ ἡ σανὶς ἦτο ὑπόσαθρος, κακῶς προσαρμοζομένη, καὶ ὁ Μῶρος δὲν εἶχεν ἀγαπήσει τὰς εἰρηνικᾶς τέχνας διὰ νὰ φροντίσῃ νὰ τὴν διόρθωσῃ. Ἐκεῖνοι ἔσπασαν τὸν μικρὸν σύρτην καὶ εἰσῆλθον.

Ὁ Μοῦρος ταχὺς ὡς αἴλουρος ἀνερριχήθη εἰς τὴν κλαβανήν, εἰς τὸ πάτωμα. Ἡ κλαβανὴ ἦτο σιμὰ εἰς τὸν βόρειον τοῖχον, ὁ δὲ βόρειος τοῖχος ἦτο ἐν μέρει θεμελιωμένος εἰς τὸν βράχον, ὁ βράχος ἐξεῖχε, καὶ παρεῖχε πάτημα εἰς τοὺς πόδας τοῦ Μώρου τους γοργούς, καὶ ἄλλας ἐσοχᾶς ἐπὶ τοῦ τοίχου εἶχε σκάψει ὁ ἴδιος κατὰ καιρούς, διὰ μόνων τῶν ποδῶν του. Ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι συνήθιζε πολὺ συχνὰ τὸ εἶδος τοῦτο τῆς γυμναστικῆς.

Ἡ σανὶς τῆς καταρρακτὴς ἦτο κλειστή. Ὁ Μωρὸς τὴν ἤνοιξε μὲ ἕνα κτύπον τῆς κεφαλῆς του καὶ μὲ μίαν προσπάθειαν τοῦ ἀριστεροῦ του βραχίονος. Εἶτα ὡς ὁ κολυμβητής, ὁ ἀναδυόμενος ἐκ τοῦ κύματος, ἐπήδησεν ἐπάνω εἰς τὸ πάτωμα, ἔκλεισε μετὰ κρότου τὴν κλαβανήν, κ᾿ ἐφάνη ὅτι ἔθεσεν ἓν βάρος, ἴσως μικρὰν τινὰ κασσέλαν, ἐπὶ τῆς σανίδας.

Οἱ δυὸ χωροφύλακες, ἐν ὀργῇ καὶ μὲ πολλὰς βλασφημίας, ἤρχισαν νὰ ψάχνουν εἰς τὸ ἰσόγειον. Κατέσχον ὅσα μαχαίρια καὶ κουμπούρια εὗρον ἐκεῖ, ὅπως καὶ τὸν τροχόν, καὶ δυὸ ἄλλας μικρᾶς ἀκόνας καὶ ἡτοιμάζοντο νὰ ἐξέλθουν ἴσως διὰ νὰ φύγουν, ἴσως καὶ διὰ ν᾿ ἀνέλθουν ἐπάνω εἰς τὴν οἰκίαν.

Ὁ Μοῦτρος ἢ Μοῦρτος, ἐπάνω στὸ πάτωμα, ἦτον πλήρης ὀργῆς, μεθύων ἀκόμη, καὶ ἀφρισμένος. Ἐφύσα ἀπὸ μανίαν καὶ λύσσαν. Ἐκεῖ ἐπάνω εὑρέθη μόνη ἡ ἀδελφή του ἡ Ἀμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτὰ ἐτῶν τότε, ἥτις ἐτρόμαξεν ἅμα τὸν εἶδε ν᾿ ἀναρριχᾶται εἰς τὴν κλαβανὴν μὲ τοιοῦτον ἀλλόκοτον τρόπον. Εἶχεν ἀκούσει κάτω τὰ βήματα καὶ τὰς βλασφημίας τῶν δυὸ χωροφυλάκων. Ἔκυψεν εἰς μικρὰν σχισμάδα, μεταξὺ δυὸ σανίδων τοῦ κακῶς ἠρμοσμένου πατώματος, ἢ εἰς ἕνα ρόζον μιᾶς σανίδος, χάσκοντα, κενόν, καὶ εἶδε κάτω τοὺς δυὸ ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας, εἰς τὸ φῶς τὸ εἰσδύον διὰ τῆς θύρας τοῦ κατωγείου, τὴν ὁποίαν εἶχον ἀνοίξει ἐκεῖνοι.

- Μωρή! σ᾿ ἔφαγα... τώρα θὰ πιῶ τὸ αἷμα σου! ἔκραξεν ὁ Μοῦτρος, μὴ ἔχων ποῦ ἀλλοῦ νὰ ξεθυμάνῃ καὶ ἀπειλῶν ἄνευ αἰτίας τὴν ἀδελφήν του.

- Σιώπα!...σιώπα! ἐψιθύρησεν ἡ Ἀμέρσα. Πὼ πώ, Θεέ μου! Δυὸ «ταχτικοί»! κάτω στὸ κατώι... ψάχνουν... ψάχνουν... Τί γυρεύουν;

Ἔβλεπε τοὺς δυὸ χωροφύλακας ν᾿ ἀποκομίζουν τὰ μικρά, ἄξεστα ὅπλα, τὰ ἔργα τοῦ ἀδελφοῦ της, ὡς καὶ τὸν τροχὸν καὶ τὰς ἀκόνας. Εἶτα αἴφνης τοὺς εἶδε νὰ κύπτουν πρὸς τὴν γωνίαν, ὅπου ἵστατο ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς τὴν μητρός της, καὶ εἶδε τὸν ἕναν χωροφύλακα νὰ λαμβάνῃ εἰς τὰς χεῖρας του τὴν σαΐτταν ἢ κερκίδα, ἥτις θὰ τοῦ ἐφάνη ἴσως καὶ αὐτὴ ὡς ὅπλον – ἀφοῦ μάλιστα καλεῖται καὶ σαΐττα. Ὁ ἄλλος ἐδοκίμασε ν᾿ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸν ἐργαλεῖον τὸ ἀντίον, τὸ μέγα κυλινδροειδὲς ξύλον, περὶ τὸ ὁποῖον τυλίγεται τὸ νεοΰφαντον πανίον· ἴσως δὲν εἶχεν ἰδεῖ παρόμοιον πρᾶγμα εἰς τὴν ζωήν του, κ᾿ ἐφαντάζετο ὅτι καὶ αὐτὸ ἴσως θὰ ἦτο καλὸν διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ὡς ὅπλον.

Ἡ Ἀμέρσα, ἰδοῦσα ἀφῆκε κραυγὴν πεπνιγμένην. Ἠθέλησε νὰ φωνάξῃ ν᾿ ἀφήσουν τὸ ἀντὶ καὶ τὴν σαγίττα, ἀλλ᾿ ὁ ἦχος ἐξέπνευσεν εἰς τὸ στόμα της.

- Σκάσε, μωρή! ἔγρυξεν ὁ Μοῦρτος. Τί λογιάζεις; Τί γλέπεις καὶ γελᾷς;

Ὁ Μοῦρτος, ἐν τῇ μέθῃ του, εἶχεν ἐκλάβει ὡς γέλωτα τὴν ἄναρθρον ἐκείνην κραυγὴν τῆς ἀδελφῆς του.

Μετ᾿ ὀλίγα λεπτά, οἱ δυὸ χωροφύλακες, ἀφοῦ ἔρριψαν τελευταῖον βλέμμα πρὸς τὴν κλαβανὴν –τὴν ὁποίαν εἶχον ἰδεῖ νὰ κλείεται ἀκριβῶς καθ᾿ ἣν στιγμὴν εἰσήρχοντο εἰς τὸ ἰσόγειον– ἐξῆλθον. Ἡ Ἀμέρσα ἀνεσηκώθη. Τῆς ἐφάνη ὅτι ἤκουσε τριγμὸν εἰς τὸ κάτω σκαλοπάτι τῆς ἐξωτερικῆς σκάλας, ἥτις ἦτο ξυλίνη, σκεπαστὴ ὑπὸ τὸ εὐρύχωρον χαγιάτι, τὸ ὑπόστεγον. Ἔτρεξε πρὸς τὴν θύραν.

Ἐφαντάσθη ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί», ὅπως τοὺς ὠνόμαζεν, ἀνέβαινον τὴν σκάλαν, καὶ ἴσως θὰ παρεβίαζον καὶ τὴν θύραν τῆς οἰκίας. Ἔκυψεν εἰς τὴν κλειδότρυπαν, κ᾿ ἐπροσπάθει νὰ ἴδῃ κ᾿ ἐννοήσῃ τὰ συμβαίνοντα διὰ τῆς μικρᾶς ὀπῆς, ἐπειδὴ τὸ μόνον παράθυρον τῆς προσόψεως ἦτο κλεισμένον, καὶ δὲν εἶχεν ἄλλο μέσον διὰ νὰ ἴδῃ.

Ὁ Μοῦρος βλέπων τὴν Ἀμέρσα νὰ τρέχῃ πρὸς τὴν θύραν, ἐφαντάσθη, ἐν τῶν παραλογισμῷ τῆς μέθης του, ὅτι ἡ ἀδελφή του ἤθελε ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς χωροφύλακας. Τότε, τυφλὸς ἐκ μανίας, ἔσυρεν ὄπισθεν, ἀπὸ τὰ νῶτα τῆς ὀσφύος του, τροχισμένην μάχαιραν τὴν ὁποίαν εἶχε, καὶ ὀρμήσας ἐκτύπησε τὴν ἀδελφήν του εἰς τὸ πλευρὸν ὄπισθεν, κατὰ τὴν δεξιὰν μασχάλην.

Αἰσθανθεῖσα τὸν ψυχρὸν σίδηρον, ἡ Ἀμέρσα ἀφῆκε σπαρακτικὴν κραυγήν.

Οἱ δυὸ χωροφύλακες δὲν εἶχον ἀκόμη ἀπομακρυνθῆ, ἀλλ᾿ εἶχαν κοντοσταθῆ ἔξω τῆς θύρας τοῦ ἰσογείου, ὡς νὰ ἐσυμβουλεύοντο τί νὰ κάμουν. Ἤκουσαν τὴν κραυγὴν ἐκείνην τοῦ τρόμου, ἐκοίταξαν ἐπάνω, κ᾿ ἔτρεξαν.

Τότε ἀνέβησαν μετὰ κρότου τὴν σκάλαν κ᾿ ἔφθασαν εἰς τὸ χαγιάτι. Ἔσεισαν βιαίως τὴν θύραν.

- Ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου! Ἀνοίξατε!

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἦλθεν εἰς τὸν ἕνα τῶν χωροφυλάκων ἡ ὑπόνοια ὅτι ὁ ἔνοχος θὰ ἠδύνατο ἴσως νὰ δραπετεύσῃ διὰ τῆς καταρρακτὴς καὶ τοῦ ἰσογείου. Στραφεὶς εἰς τὸν δεύτερον χωροφύλακα τοῦ λέγει.

- Ἔχε τὸ νοῦ σου, σύ! Μή μας τὸ στρίψη ἀπὸ κατ᾿ ἀπ᾿ τὸ καταχυτό, ἀπ᾿ τὴν καταρρήχωση!...Κ᾿ ὕστερις ποῦ νὰ τὸν χαλεύουμε;

- Τί κρένεις; εἶπεν ὁ δεύτερος, μὴ ἐννοήσας ἀμέσως.

- Αὐτὸ ποὺ σοῦ κρένω! ἐπέμενεν ὁ πρῶτος... Κάμε κεῖνο ποὺ σὲ χουιάζουνε!

Ὁ δεύτερος χωροφύλαξ, καίτοι νωθρὸς ὀλίγον, ἔτρεξε κάτω ὅσον ταχύτερα ἠμπόρεσε, διὰ νὰ κλείσῃ τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου, ἢ διὰ νὰ παραμονεύσῃ. Ἀλλ᾿ ἦτον ἤδη ἀργά. Ὁ Μοῦρος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε ἀνοίξει τὴν κλαβανήν, ἀποσύρας τὴν μικρὰν κασσέλαν τὴν ὁποίαν εἶχε βάλει ἐπάνω της, καὶ εἶχε πηδήσει κάτω. Ἦτον ὑπὲρ τὰ δυὸ μέτρα τὸ ὕψος, ἀλλ᾿ ὁ Μοῦρος ἦτον ἐλαφρός, εὐκίνητος, κάτω δὲ τὸ ἔδαφος ἦτο στρωμένον μὲ πελεκούδια καὶ πριονίδια, κ᾿ ἔφθασε κάτω ὄρθιος καὶ ἀβλαβής.

Τρέχων ὡς ἄνεμος, ἀνέτρεψε τὸν χωροφύλακα, ὅστις ἔπεσε βαρὺς ἔμπροσθεν τῆς ἐξωτερικῆς σκάλας, κ᾿ ἔφυγεν, ὁ Μοῦρτος, ὡς ἀστραπή. Ἔτρεξεν ἐπάνω εἰς τὰ Κοτρώνια, εἰς τὴν κατοικίαν τῶν γλαυκῶν. Ἦτο βραχώδης λόφος ὑψούμενος ὑπεράνω, ἐκ τῶν νώτων τῆς οἰκίας, ὅπου ἤξευρεν ὅλα τὰ «κατατόπια» ὁ Μοῦρτος. Οὔτε κατώρθωσε τις ποτέ, χωροφύλαξ ἢ ἄλλος νὰ τὸν συλλάβη.

Τὴν ὥραν ποὺ εἶχε πηδήσει ὁ Μοῦτρος ἀπὸ τὴν καταρράκτην, παραδόξως εἶχεν ἐνθυμηθῆ –ἴσως διότι εἶχε ξεμεθύσει ἤδη ἀπὸ τὰ συμβάντα, ἢ εἶχε «ξεμουστώσει» ὅπως θὰ ἔλεγεν ὁ ἴδιος– εἶχεν ἐνθυμηθῆ, λέγω, ὅτι ἀφοῦ ἐμαχαίρωσε τὴν ἀδελφήν του, ἡ μάχαιρα τοῦ ἔπεσε ἀπὸ τὴν χεῖρα, καὶ ἔκειτο εἰς τὸ πάτωμα. Τοῦτο συνέβη ἴσως διότι τοῦ εἶχον ἔλθει τύψεις καὶ φόβος, τὴν στιγμὴν ἐκείνην – διὸ καὶ ἐπιπολῆς μόνον εἶχε θίξει μὲ τὴν λεπίδα τὴν σάρκα τῆς ἀδελφῆς του.

Καθὼς τοῦ ἦλθεν ἡ ἰδέα νὰ φύγη, κ᾿ ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξη τὴν κλαβανήν, ἐπειδὴ ἐνόησε πλέον ὅτι οἱ χωροφύλακες ἀνέβαινον εἰς τὸ πάτωμα, μὴ ἔχων καιρὸν νὰ ἐπανέλθη πρὸς τὸ μέρος τῆς θύρας, διὰ νὰ κύψη καὶ νὰ ἀναλάβη τὴν μάχαιραν, ἕτοιμος νὰ πηδήσῃ κάτω, ἐφώναξε πρὸς τὴν ἀδελφήν του:

- Τὸ «χαμπέρ᾿», μωρή!... Κοίταξε νὰ κρύψης ἐκεῖνο τὸ «χαμπέρι»!

Τὴν ἔκφρασιν ταύτην ἐπροτίμησε, διὰ νὰ μὴ ἀκούσουν οἱ χωροφύλακες τὸ ὁμοιοτέλευτον «μαχαῖρι». Κατὰ τὴν φοβερὰν στιγμήν, πταίστης καὶ ἔνοχος, ἐπεκαλεῖτο τὴν φιλοστοργίαν τῆς ἀδελφῆς του γιὰ νὰ τὸν σώσῃ, καθότι εἶχε πεποίθησιν εἰς αὐτήν. Ἡ μάχαιρα θὰ ἦτο αἱματωμένη, καὶ θὰ ἔβλεπον τὸ αἷμα οἱ διώκται. Καὶ συνιστῶν τὴν ἀπόκρυψιν τοῦ ὀργάνου, ἤλπιζε τὴν ἀπόκρυψιν τοῦ ἐγκλήματος.

Τῷ ὄντι ἡ Ἀμέρσα, ἐνῷ τὸ αἷμα ἔρρεεν ἤδη ἐκ τῆς πληγῆς της, βλέπουσα ὅτι ἐξ ἅπαντος θὰ παρεβιάζετο ἡ θύρα, ἐκ Παλαιᾶς λεπτῆς σανίδος, μ᾿ ἐσκωριασμένους σύρτας καὶ μάνδαλα, σχεδὸν λιποθυμοῦσα ἤδη, ἔκυψε καὶ ἀνέλαβε τὴν μάχαιραν. Εἶτα ἐσύρθη μέχρι τῆς γωνίας ὅπου ἦτο μικρὰ τέμπλα, ἤτοι σωρὸς ἐκ διπλωμένων σινδόνων, προσκέφαλων καὶ στρωμνῶν.

Ἔκρυψε τὴν αἱματωμένην μάχαιραν κάτωθεν ὅλου αὐτοῦ τοῦ σωροῦ τῶν ὀθονίων, ἐτυλίχθη αὐτὴ μὲ παλαιόν, ἐμβαλωμένον, ἀλλὰ καθαρὸν πάπλωμα, κ᾿ ἐκάθισεν ἀπάνω εἰς τὸν χαμηλὸν σωρόν, ὅστις ἐβυθίσθη ἀκόμη χαμηλότερα. Ἔφερε τὴν ἀριστερὰν χεῖρα εἰς τὴν μασχάλην της, κ᾿ ἐπροσπάθει νὰ σταματήση τὸ αἷμα. Παραδόξως δὲν εἶχε δειλιάσει ὅταν εἶχεν ἰδεῖ τὸ αἷμα, ἂν καὶ πρώτην φορὰν τῆς συνέβαινε τὸ πάθημα. Τὸ ὅλον τῆς ἐφαίνετο ὡς ὄνειρον. Μόνον ἕσφιγγε τοὺς ὀδόντας καὶ ἠπόρει πῶς δὲν ἠσθάνετο ἀκόμη πόνον. Ἀλλὰ μετ᾿ ὀλίγα δευτερόλεπτα, ἠσθάνθη ὀξεῖαν ἀλγηδόνα.

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἡ θύρα ἐβυθίσθη πρὸς τὰ ἔσω. Ὁ εἷς χωροφύλαξ εἰσεπήδησε μετὰ κρότου εἰς τὸ πάτωμα.

Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀνεσήκωσε τὴν κεφαλήν, ἔκυπτε, καὶ ἦτο τυλιγμένη ἕως τὴν μύτην εἰς τὸ πάπλωμα.

- Ποῦ εἶν᾿ αὐτός, ὁ σκιᾶς; ἔκραξεν ἀπειλητικῶς ὁ χωροφύλαξ.

Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀπήντησεν.

Ὁ στρατιωτικός, ὅστις δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ οὔτε τὴν φυγὴν τοῦ Μούρου, οὔτε τὴν ἀνατροπὴν καὶ πτῶσιν τοῦ ἰδίου συστρατιώτου του, ἴσως διότι ἡ στιγμὴ ἐκείνη συνέπεσεν ἀκριβῶς μὲ τὴν παραβίασιν τῆς θύρας, καὶ ὁ εἷς κρότος ἔπνιγε καὶ ἐβώβαινε τὸν ἄλλον, ἐξήτασεν ὅλον τὸν πρόδομον ὅπου εὑρίσκετο ἡ Ἀμέρσα, εἶτα μετέβη δρομαίως εἰς τὸν χειμερινὸν θάλαμον, εἶτα εἰς τὸν θαλαμίσκον. Κανένα δὲν εὗρε. Μόνον ἡ κλαβανὴ ἦτον ἀνοικτή.

Μετὰ μίαν στιγμήν, ἀνήρχετο καὶ ὁ δεύτερος ὁμόσκηνός του.

- Τὸ ῾στριψε;

- Τόδωκε ἀπ᾿ τὴν καταρρήχωση, χάμου...

- Καὶ τὸν ἐχούιαξες;... Δὲν τὸν ἐπρόκαμες;

- Ἔφαγα κατραπακιά!... Ἄ! μὰ φευγάλα... Ἑφτὰ μίλια τὴν ὥρα!...

- Ἄχ! ἔκαμεν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ, κάμπτων τὸν λιχανόν της δεξιᾶς χειρός, καὶ φέρων αὐτὸν εἰς τὸ στόμα, ὡς διὰ νὰ τὸν δαγκάση, μετὰ σείσματος βιαίου της κεφαλῆς. Μᾶς πρέπει γιὰ νὰ μᾶς τὰ ξηλώσουνε!

Ὁ δεύτερος χωροφύλαξ, θέλων νὰ κάμῃ τὸν αὐστηρόν, ἀπέτεινε τὸν λόγον πρὸς τὴν κόρην:

- Γιὰ ποῦ τὸ ῾βαλε ὁ ἀδερφός σου, μωρή; τῆς εἶπεν.

Ἡ Ἀμέρσα δὲν ἀπήντησε. Πλὴν μέσα της μὲ ἀκουσίαν εἰρωνείαν ἴσως θὰ ἐψιθύρισε μὲ ὅλον τὸν δεινὸν πόνον καὶ τὴν ἀγωνίαν ἣν ἠσθάνετο: «Ἐσὺ ξέρεις».

- Τί κάθεσαι αὐτοῦ, κορίτσι μου; εἶπεν ὁ ἡμερώτερος ὁ πρῶτος χωροφύλαξ. Μὴ σ᾿ ἐχτύπησε, τίποτα;

Ἡ Ἀμέρσα ἀνένευσε.

- Τ᾿ εἶχε καὶ σ᾿ ἐχάλευε;... Γύρευε νὰ σὲ μαχαιρώση;

- Γιατί φώναξες; προσέθηκεν ὁ δεύτερος.

Ἡ Ἀμέρσα ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ πρώτου χωροφύλακος:

- Ὄχι!

- Ἀλήθεια, μὴ σ᾿ ἐμαχαίρωσε; ἐπέμενεν ὁ ἄνθρωπος.

Ἡ Ἀμέρσα μὲ φυσικὴν ἐπιφώνησιν, εἶπεν:

- Ὁ ἀδελφός μου, θελᾶ μὲ μαχαιρώση!

- Γιατί κάθεσ᾿ αὐτοῦ, τί ἔχεις; Εἶσαι ἄρρωστη;

- Ἔχω θέρμη!

Ἡ Ἀμέρσα δὲν εἶχεν συλλογιστῆ ὅτι τὸ πάτωμα, ἢ καὶ ἡ ψάθα, θὰ εἶχαν ἴσως κηλιδωθῆ μὲ αἷμα. Ἤδη εἶχε δύσει ὁ ἥλιος, καὶ ἦτο ἀμφιλύκη ἐντὸς τῆς οἰκίας. Ἐκτὸς τούτου τὸ μέρος ὅπου εἶχε πέσει ἡ αἱματωμένη μάχαιρα, εὑρίσκετο τὴν στιγμὴν ταύτην εἰς τὴν σκιάν, ὄπισθεν τῆς μονοφύλλου θύρας, ἀνοικτῆς κατὰ τὰ δυὸ τρίτα, καὶ φθανούσης μέχρι τοῦ τοίχου, ὥστε οἱ δυὸ ἄνδρες δὲν εἶδον τὰς κηλίδας τὰς ἐρυθρᾶς.

- Γιατί εἶχες βάλει μία φωνή; ἐπέμενεν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ.

- Εἶχα πόνον καὶ ζάλη, εἶπεν ἡ Ἀμέρσα.

Καὶ τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὡς διὰ νὰ ἐπικυρωθῆ ὁ λόγος της, τῆς ᾖλθε πράγματι λιποθυμία. Ἔκαμεν ὤχ! σφίγγουσα τοὺς ὀδόντας κ᾿ ἔκυψε κάτω. Οἱ δυὸ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας, συγκινηθέντες, ἐκοιτάχθησαν, καὶ ὁ πρῶτος εἶπε:

- Μά, ποῦ εἶν᾿ ἡ μάννα της;

Ὡς ὑπακούουσα εἰς τὴν πρόσκλησιν ταύτην, ἔφθασε τρέχουσα ἡ Φραγκογιαννοῦ.

- Νὰ ἐκεῖν᾿ ἡ γριά, ποὺ τὴν τράβηξ᾿ ἀπ᾿ τὰ μαλλιὰ ὁ γυιός της, μὲς στὸ σοκάκι! εἶπεν ὁ δεύτερος χωροφύλαξ.

Εἴτε προσέθηκε:

- Δὲν μ᾿ κρένεις, γερόντισσα, ποῦ εἶν᾿ ὁ γυιόκας σου;

Ἡ Φραγκογιαννοῦ δὲν ἀπήντησε κ᾿ ἔτρεξε πλησίον τῆς Ἀμέρσας. Ἦτο ἐπιτηδεία ἰάτρισσα, καὶ ἦτο ἱκανὴ νὰ περιποιηθῆ τὴν κόρην της.

*
* *

Ὅλα ταῦτα ἤρχοντο συχνὰ εἰς τὴν μνήμην τῆς Ἀμέρσας, κ᾿ ἐπανῆλθον ἀκόμη καὶ κατὰ τὰς μακρᾶς ὥρας τῆς νυκτός, τὰς ἐσπερινᾶς καὶ ὀρθρίας, ὁπότε αὕτη ἔχανε τὸν ὕπνον της εἰς τὸν οἰκίσκον, πλησίον τῆς κοιμωμένης Κρινιῶς, τῆς μικρᾶς ἀδελφῆς, ἐνῷ ἡ μήτηρ των ἀποῦσα κατὰ τὰς αὐτᾶς ὥρας ἠγρύπνει ἐπὶ νύκτας τώρα, εἰς τὸν θάλαμον τῆς λεχοῦς, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς ἄλλης, τῆς μεγάλης κόρης της, καὶ ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἰκίσκον μετὰ τὴν νυκτερινὴν ἔξοδον, τὴν ὁποίαν εἶχεν ἐπιχειρήσει, ὡς «ἀλαφροΐσκιωτη» ποὺ ἦτον, κατ᾿ ἀκολουθίαν τοῦ ὀνείρου ἐκείνου, εἶδεν εἰς τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῆς κανδήλας, τῆς καιούσης ἐμπρὸς εἰς τὴν μικρὰν παλαιὰν καὶ μαυρισμένην εἰκόνα τῆς Παναγίας, εἶδεν ὅτι ἡ μικρὰ ἀδελφή της, τὸ Κρινιώ, ἐκοιμάτο ἀκόμη, καὶ δὲν ἐφαίνετο νὰ εἶχε σεισθῆ ἀπὸ τὴν θέσιν της. Μόνον, ἅμα εἰσῆλθεν ἡ Ἀμέρσα, ἡ Κρινιώ, ὡς νὰ ἤκουσε τὸν μικρὸν θροῦν ἀμυδρῶς μέσα εἰς τὸν ὕπνον της, ἐκινήθη ἤρεμα, ἐστέναξε, κ᾿ ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν, χωρὶς ἄλλως νὰ ἐξυπνήσῃ.

Ἀλαφροΐσκιωτη! τῷ ὄντι. Ἡ λέξις τὴν ὁποίαν εἶχε προφέρει ἀρτίως ἡ μήτηρ της, τῆς ἐπανῆλθε πράγματι εἰς τὸν νοῦν, τὴν ὥραν καθ᾿ ἥν, μὲ τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν οἰκίαν, πλησίον τῆς κοιμωμένης μικρᾶς ἀδελφῆς της. Ἀλλ᾿ ἦτο ἄρα αὐτὴ πράγματι «ἀλαφροΐσκιωτη»; Αὐτὴ τῆς ὁποίας τὰ ὄνειρα, αἱ πλάναι καὶ αἱ παρακρούσεις πολλάκις συνέβη νὰ σημαίνωσιν, ἢ νὰ δηλῶσι τί ἢ ν᾿ ἀφήνωσι παράδοξον ἐντύπωσιν. Καὶ αὐτὰ τὰ ψεύματά της, ὅσα ἔλεγε, ἐγίνοντο ἀκούσιαι ἀλήθειαι δι᾿ αὐτήν. Ὅπως, φέρ᾿ εἰπείν, ὅταν, μετὰ τὸ μαχαίρωμα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὑποστῇ ἀπὸ τὸν ἀδελφόν της, ἀπαντώσα εἰς τὰς ἐταστικᾶς ἐρωτήσεις τοῦ χωροφύλακος, ἔλεγεν: «Εἶχα πόνο καὶ ζάλη!» Καὶ συγχρόνως ἅμα τῷ λόγῳ αὐτῷ, τῆς ἤρχετο ἀληθὴς λιποθυμία, ὡσεὶ ἀνωτέρα τις, δαιμονία θέλησις νὰ ἤθελε νὰ καλύψη τὸ ψεῦδος της.

Ἡ Ἀμέρσα, κατεκλίθη ἐκ νέου πλησίον τῆς ἀδελφῆς της καὶ δὲν ἐκοιμήθη. Αἱ ἀναμνήσεις ἐξηκολούθουν νὰ τῆς ἔρχωνται, ραγδαῖα, καίτοι ὀλιγώτερον τυραννικαὶ καὶ μελανόπτεροι ἢ ὅσον εἰς τὴν μητέρα της. Καὶ κατὰ τὰς μακρᾶς ἐκείνας ὥρας δὲν ἔπαυσε ν᾿ ἀναλογίζεται καθ᾿ ἑαυτὴν τὴν τύχην τοῦ ἀδελφοῦ της, τοῦ Μούρου, ὅστις εὑρίσκετο, τώρα εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς Χαλκίδος.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση