Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #13  
Παλιά 28-03-17, 22:30
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Από τινος ημιανοίκτου κοιτωνίσκου εξήρχετο στεναγμός, παράπονον πάσχοντος, αγωνία θνήσκοντος, φαντάσματος παραλήρημα:

— Μάννα μου! Μάννα μου!

Άλλος ναυτόπαις αυτός, ο καμαρώτος, ασυνείθιστος προς την τρικυμίαν, πρωτοτάξειδος, προσεβλήθη εις την καρδίαν κ' εξέπνεε, θαρρείς.

Παρήλθον ώραι. Προσήγγιζεν ο όρθρος κ' η τρικυμία ωρύετο ισχυροτέρα. Ο άνεμος ετράπη εις βόρειον καθαρόν ως εν χειμώνι, μετά ψύχους και ψεκάδων χιόνος.

Η σκούνα επροχώρει πλέον με βόλταις.

Κατεκλίθην επί μικρόν. Αλλά παρά το ους ειργάζετο κλέπτης ν' ανοίξη την κλειδαριάν. Το κύμα, προσπίπτον εις την πλευράν του πλοίου από του φοβερού λαίλαπος, απετέλει τον κρότον εκείνον του νυκτοκλέπτου. Η καρδία μου επόθει αγρυπνίαν, αλλ' ο κάματος αντιπαλαίων κ' υπερισχύων έκλειε τα βλέφαρά μου. Μ' εφαίνετο ότι ευρισκόμενος επί αιώρας, από του ισχυρού κλώνου μεγάλης πλατάνου κρεμαμένης, εκραδαινόμην ακουσίως υπό ισχυροτάτων βραχιόνων, οίτινες από το άγνωστον με απώθουν προς το άγνωστον. Οι ημίκλειστοι οφθαλμοί μου μόλις διέκρινον έν φως μετακινούμενον ένθεν και ένθεν, το φως της κρεμαμένης λυχνίας, ήτις μεταμορφώθη εις την αποκαμούσαν διάνοιάν μου εις εκκρεμές φωτεινόν, τας κανονικάς κινήσεις του οποίου παρηκολούθουν, ότε ακούω επάνω κραυγήν γοεράν.

— Αλλέστα!

Ανήλθον επί του καταστρώματος ως αποδιωχθείς υπ' αγνώστου φόβου. Ο ουρανός με τάστρα του τα λαμπρά, κυαναυγής, αίθριος, κατήρχετο προς τα κάτω, προς τους ιστούς της σκούνας, μ' εφαίνετο, και προσκόπτων προς τας χρυσάς αυτών κορζέτας ωθείτο μετά δυνάμεως προς τάνω, κ' υψούτο πάλιν με τάστρα του, κυαναυγής αίθριος, με τάστρα του τα οποία έπαιζον έπαιζον, ως ανοιγοκλείονται ματάκια, χρυσά ματάκια, αργυρά ματάκια. Η θάλασσα αδιακόπως εισερχομένη από της πρώρας και χυνομένη από τα πορτέλα, ορθάνοικτα, κατά κυματισμούς, εν αφρώ και βροχή ραγδαία, κατεπλημμύρισε το κατάστρωμα πλέον όπου οι ναύται ως πάπιαι, παρά τα χονδρά ξάρτια και τα κατραμωμένα παταράτσα, ανέμενον πάντοτε τας διαταγάς του πλοιάρχου, όστις ίστατο ακίνητος, τετράγωνος, ανεμιζόμενος, ασκεπής, με το τσιγάρο 'ς το στόμα, μισοφαγωμένο, επάνω εις την πρύμνην, κρατών τα ναυτικά δίοπτρα και βλέπων το ηγριωμένον πέλαγος, ατάραχος ως κορμός δρυός εν ώρα καταιγίδος. Σκότος βαθύτατον. Και μόνον φως έν προς το Σίγρι, κατακόκκινον, έφεγγε θλιβερώς κατενώπιον, ως πύρινος Κύκλωπος οφθαλμός, σβεννύμενον αίφνης και πάλιν αίφνης αναπτόμενον, ο φάρος του ακρωτηρίου της Μιτυλήνης.

Η σκούνα με αριστεράν μούραν πάντοτε έκλινε προς την δεξιάν πλευράν, ολονέν πλαγιαζομένη υπό των κυμάτων, άτινα κάτωθεν ως μοχλοί προσεπάθουν να την ανατρέψουν, αλλ' έφευγε λοξώς πάντοτε προς τον φάρον της Μιτυλήνης πλέουσα, όστις ολονέν εμεγεθύνετο, φεγγοβολών εις απόστασιν τεραστίως.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση