Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #1  
Παλιά 23-01-07, 23:35
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 11:12
Φύλο: Άντρας
Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας Νεότερη εποχή

Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας

Peter Mackridge, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999,

Ν Ε Ο Τ Ε Ρ Η Ε Π Ο Χ Η

Εισαγωγή

Από το 1821 μέχρι σήμερα η Ελληνική γλώσσα -στις διάφορες προφορικές και γραπτές εκδοχές της- έχει υποστεί μεγαλύτερες μεταβολές απ' αυτές που σημειώθηκαν σε οποιαδήποτε εθνική γλώσσα της δυτικής Ευρώπης στο ίδιο χρονικό διάστημα.

Στην αρχή της περιόδου επικρατούσαν, στον προφορικό λόγο, οι ποικίλες διάλεκτοι που μιλιόντουσαν στις επιμέρους περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου, από την Κέρκυρα στον Πόντο και από τη Μακεδονία στη Μάνη, την Κρήτη και την Κύπρο. Στον γραπτό λόγο κυριαρχούσαν διάφορες γλωσσικές ποικιλίες, που αποτελούνταν από μίγματα αρχαίων και νεότερων στοιχείων, από την αρχαϊστική χρήση των «Σοφολογιοτάτων») μέχρι την αλληλογραφία των εμπόρων. Αρκετά χρόνια, όμως, πριν από το 1821 θα πρέπει να διαμορφώθηκε μια κάπως κοινή προφορική γλώσσα που τη χρησιμοποιούσαν ιδίως οι έμποροι, όσοι ταξίδευαν από μία ελληνική περιοχή σε άλλη και όσοι εγκαταστάθηκαν, μαζί με ομογενείς από διάφορα μέρη, στα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Αυτή η κοινή, υπερδιαλεκτική, προφορική γλώσσα των ταξιδεμένων και κάπως μορφωμένων Ελλήνων της εποχής εκείνης πιθανόν να απoτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη της σημερινής κοινής προφορικής γλώσσας. Τεκμήρια γι' αυτήν την κοινή προφορική γλώσσα βρίσκουμε ιδίως σε διάφορες κωμωδίες (πρωτότυπες και μεταφρασμένες) που γράφτηκαν στις τελευταίες δεκαετίες της Τουρκοκρατίας και όπου οι ζωντανοί διάλογοι επιχείρησαν να καταγράψουν τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής.

Είναι όμως γεγονός ότι η ιστορία της προφορικής κοινής Ελληνικής έχει ελάχιστα μελετηθεί για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, τα γραmά κείμενα που διαθέτουμε δεν μπορεί να είναι τελείως αξιόπιστα. δεύτερον, δημιουργήθηκε σύγχυση από την επιμονή των διαφόρων παρατάξεων του γλωσσικού ζητήματος να χωρίζουν τα γλωσσικά φαινόμενα σε «σωστά» και «λάθος»), αντί να μελετούν τη γλωσσική πραγματικότητα. Ο Κοραής, λόγου χάρη, δε θέλησε να καταγράψει, στα χρησιμότατα γλωσσάρια που συνέταξε, τις δημώδεις λέξεις με την πραγματική τους μορφή, αλλά επέμενε να τις «διορθώνει» κατά τα αρχαία πρότυπα, ενώ, μισό αιώνα αργότερα και με ανάλογο τρόπο, ο Ψυχάρης στα δημοσιεύματά του «διόρθωνε» τις λόγιες λέξεις σύμφωνα με τους δήθεν δημοτικούς κανόνες.

Οι όροι «καθαρεύουσα» και «δημοτική» είναι αρκετά παλαιοί. η λέξη «καθαρεύουσα» μαρτυρείται στο Κυριακοδρόμιον του Νικηφόρου Θεοτόκη, γραμμένο το 1796, ενώ η λέξη «δημοτική» χρησιμοποιείται από τον Παναγιώτη Κοδρικά το 1818. Οι δύο όροι, όμως, δεν μπήκαν σε γενική χρήση παρά μόνο με τη δημοσίευση του βιβλίου του Ψυχάρη Το ταξίδι μου, το 1888. Μολαταύτα, η γλωσσική εκδοχή του Κοραή -συμβιβασμός μεταξύ Αρχαίας και Νέας Ελληνικής- επικράτησε ως εκφραστικό όργανο του ελληνικού κράτους σε πείσμα των λίγων οπαδών της γραπτής χρήσης της προφορικής γλώσσας. Όσο περνούσαν οι δεκαετίες του 19ου αιώνα, η γραπτή γλώσσα εμβολιαζόταν με όλο και περισσότερα αρχαία στοιχεία, εις βάρος των νεότερων, ούτως ώστε, μέχρι την έκδοση του Ταξιδιού (1888), η γλώσσα του δημόσιου λόγου να έχει φτάσει στο αποκορύφωμα του αρχαϊσμού (Μνημονεύουμε εδώ την αστεία περίmωση του Κλέωνος Ραγκαβή, ο οποίος υπερηφανευόταν, το 1884, ότι έγραψε ένα «δραματικό ποίημα» τετρακοσίων σελίδων, χωρίς να χρησιμοποιήσει ούτε ένα νά, θά ή δέν).

Στην πραγματικότητα η καθαρεύουσα (όπως άρχιζε τότε να γίνεται γνωστή) ήταν ένα γλωσσικό υβρίδιο, ένα ακατάστατο και αναρχικό συνονθύλευμα από γλωσσικά στοιχεία παρμένα τυχαία και κατά το δοκούν από διάφορα στάδια της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας. Η αναλογία των αρχαίων και νεότερων στοιχείων εξαρτιόταν από τον βαθμό της αρχαιομάθειας και της καλαισθησίας του εκάστοτε γράφοντος.

Αντιδρώντας σ' αυτήν τη γλωσσική αναρχία, ο Ψυχάρης, στο Ταξίδι και στα μεταγενέστερα έργα του, προσπάθησε να δημιουργήσει μια γραπτή γλώσσα βασισμένη στο λεξιλόγιο και τους γραμματικούς κανόνες της προφορικής, ιδωμένης βέβαια στην ιστορική της εξέλιξη. Αυτή η αντίδραση οδήγησε τον Ψυχάρη στη διατύπωση υπερβολικά αυστηρών γλωσσικών κανόνων που αγνοούσαν την πραγματική επίδραση της γραmής γλώσσας στην προφορική. Όπως η καθαρεύουσα είχε επιχειρήσει να αποκλείσει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία της προφορικής γλώσσας, .έτσι και η δογματική δημοτική του Ψυχάρη απέρριπτε κάθε στοιχείο που ερχόταν σε σύγκρουση προς τους γλωσσικούς νόμους που θέσπισε ο ίδιος με βάση την ιστορία της δημώδους γλώσσας, έστω και αν το στοιχείο αυτό είχε πολιτογραφηθεί στην προφορική γλώσσα της εποχής του. Από τότε, η εξέλιξη των απόψεων των αντιπάλων της καθαρεύουσας σημαδεύεται από την όλο και μεγαλύτερη προθυμία τους να αποδεχτούν στοιχεία που ενσωματώθηκαν στην καθημερινή προφορική χρήση.

Θλιβερό αποτέλεσμα της ύπαρξης της διγλωσσίας (δημοτικής και καθαρεύουσας) και της κατοπινής κατάργησής της είναι το ότι ορισμένοι Έλληνες σήμερα αισθάνονται την ανάγκη να διαβάσουν κορυφαίους συγγραφείς της περιόδου 1850-1910 (όπως ο Ροΐδης και ο Παπαδιαμάντης) σε δημοτική «μετάφραση». Αυτή η ανάγκη -που δεν συναντιέται σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα- δείχνει πόσο μεγάλο ρήγμα έχει δημιουργήσει η διγλωσσία στη συνέχεια της Ελληνικής.

Έπειτα από αυτή την παρένθεση για το γλωσσικό ζήτημα μπορούμε να επιστρέψουμε στην ιστορική διαδρομή της ίδιας της προφορικής γλώσσας. Η χρήση της κοινής προφορικής Ελληνικής (σε αντιδιαστολή προς τις διαλέκτους) άρχισε να επεκτείνεται ραγδαία με την αναγόρευση της Αθήνας σε πρωτεύουσα του ελεύθερου κράτους και τη συνακόλουθη συρροή Ελλήνων στο «ιοστεφές άστυ» από διάφορα μέρη, αλλά ιδίως από την Πελοπόννησο. Η Αθήνα έγινε έτσι η πρώτη μεγάλη χοάνη όπου οι διαλεκτικές διαφορές ισοπεδώθηκαν . η δεύτερη ήταν η Θεσσαλονίκη μετά την εγκατάσταση των προσφύγων του 1922. Εδώ οι Έλληνες που μιλούσαν ποικίλες διαλέκτους και είχαν ξεριζωθεί από τις μακρινές πατρίδες τους εγκαταστάθηκαν σ' έναν περιορισμένο χώρο και αναγκάστηκαν να κάνουν σημαντικές υποχωρήσεις προς τη γλώσσα των παλιών και καινούργιων συμπολιτών τους. Άλλοι παράγοντες συγκερασμού των διαλεκτικών στοιχείων υπήρξαν η υποχρεωτική εκπαίδευση, η στρατιωτική θητεία και, στα νεότερα χρόνια, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση.

Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η Νεοελληνική Γραμματική (της δημοτικής) (1941) του Τριανταφυλλίδη, επιτομή της οποίας χρησιμοποιείται επίσημα στα ελληνικά σχολεία τουλάχιστον από το 1976. Η γραμματική του Τριανταφυλλίδη αποσκοπούσε περισσότερο στην παρουσίαση των κανόνων μιας γραπτής εκδοχής της δημοτικής, και λιγότερο στην περιγραφή της προφορικής γλώσσας. υιοθέτησε μια αρκετά διαλλακτική στάση απέναντι στους λόγιους τύπους, σε αντίθεση με τους προηγούμενους δημοτικιστές, όπως ο Ψυχάρης, που κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για να τους αποκλείσουν από τα έργα τους. (Είναι αξιοπερίεργο ότι δεν συντάχθηκε ποτέ «επίσημη» ή «κρατική» γραμματική της καθαρεύουσας, δηλαδή της επίσημης -ώς το 1976- γλώσσας του ελληνικού κράτους.) Έτσι σήμερα οι τοπικές διαφορές στην προφορική Ελληνική γλώσσα σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο χώρο (με εξαίρεση την Κύπρο) τείνουν να περιοριστούν.

Αν επιχειρήσουμε να εντοπίσουμε τις σημαντικότερες μεταβολές που έχουν επέλθει στην κοινή προφορική γλώσσα από το 1821, μέχρι σήμερα, θα μπορούσαμε να μνημονεύσουμε ενδεικτικά ορισμένα φαινόμενα που αφορούν κυρίως το λεξιλόγιο και τη μορφολογία.

Είναι φανερό ότι το λεξιλόγιο της κοινής προφορικής γλώσσας έχει υποστεί ριζικές αλλαγές. Οι λόγιοι του 19ου αι. (καθηγητές πανεπιστημίου, δημοσιογράφοι, κ.ά.) δύο κυρίως πράγματα κατόρθωσαν στην περιοχή του λεξιλογίου. Πρώτον, έφτιαξαν ελληνικά ονόματα για χιλιάδες έννοιες που ήταν ελάχιστα ή καθόλου γνωστές μέχρι τότε στον ελληνικό χώρο. Δεύτερον, επέβαλαν ελληνικές λέξεις στη θέση πολλών λέξεων που η προφορική γλώσσα είχε δανειστεί από ξένες γλώσσες. Για τις έννοιες που δεν υπήρχε αντίστοιχο όνομα, οι λόγιοι είτε χρησιμοποιούσαν αρχαίες λέξεις που είχαν άλλη σημασία στην αρχαιότητα, είτε κατασκεύασαν εντελώς καινούριες λέξεις με αρχαίες ρίζες. Μ' αυτόν τον τρόπο εμπλούτισαν την Ελληνική γλώσσα. Παραδείγματα αρχαίων λέξεων που ξαναζωντάνεψαν με καινούργια σημασία είναι: αλληλογραφία, θερμοκρασία, υπάλληλος, βιομήχανος και ταχυδρόμος (για την τελευταία αυτή έννοια ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί την τουρκικής προέλευσης λέξη μετζίλι, ενώ άλλοι χρησιμοποιούσαν τη, δανεισμένη από τα ιταλικά, πόστα). Από τις χιλιάδες καινούριες λέξεις που κατασκευάστηκαν αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο τις εξής: πολιτισμός (δημιούργημα του Κοραή), ζαχαροπλαστείο, πανεπιστήμιο, δημοσιογράφος, πρωτοβουλία, ποδήλατο, πολυβόλο, θερμοσίφωνο και λεωφορείο. Επίσης οι Έλληνες υιοθέτησαν πολλούς νεολογισμούς (είτε αρχαίες λέξεις με νέα σημασία), που είχαν κατασκευάσει ξένοι λόγιοι με ελληνικές ρίζες, όπως αεροπλάνο, τηλέφωνο, ανέκδοτο και νεκρολογία. Επίσης κατασκευάστηκαν διά μέσου της ολικής ή μερικής, μετάφρασης του αντίστοιχου ξένου όρου, καινούριες ελληνικές λέξεις όπως αυτοκίνητο, σιδηρόδρομος, αλεξικέραυνος, βραχυκύκλωμα, γραφειοκρατία, ουρανοξύστης και διεθνής. αυτή η διαδικασία έχει συνεχιστεί και στον 20ό αι., με λέξεις όnως διαστημόπλοιο. Τα «μεταφραστικά δάνεια» όμως δεν nεριορίστηκαν σε μεμονωμένες λέξεις. πάμπολλα είναι τα «φραστικά δάνεια», όπου δηλαδή μια φράση με μεταφορική σημασία μεταφράζεται κατά λέξη αnό μια ξένη γλώσσα (λόγος υπάρξεως, σε τελευταία ανάλυση, σε καθημερινή βάση κ.λπ.). Σήμερα , καινούρια φραστικά δάνεια εμφανίζονται κάθε μέρα σχεδόν στις ελληνικές εφημερίδες.

Συνεχίζεται
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση