Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #9  
Παλιά 26-09-07, 17:23
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 10:12
Φύλο: Άντρας
4ο

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΑΓΓΕΛΟΣ
Λάβετε θάρρος, ευγενών μητέρων κόρες,
από ζυγόν εγλύτωσε σκλαβιάς η πόλη•
πέσαν οι κομπασμοί αντρών υπερηφάνων,
ήρθ’ η γαλήνη και δεν έκαμε το πλοίο
νερ’ απ’ το βροντοχτύπημα της τρικυμίας,
βάσταξε ο πύργος και στεριώσαμε τις πύλες
μ’ αξιόχρεους πολύ προστάτες μονομάχους.
Πάνε καλά τα πιότερα στις έξι πύλες•
την έβδομην, ο σεβαστός εβδομαγέτης
ο άναξ Απόλλων διάλεξε για να εκδικήση
επάνω στου Οιδίποδος τη γενιά τώρα
του Λάιου τις παλιές τις κακοκεφαλιές του.

ΧΟΡΟΣ
Τι νέο πάλι να ’τυχε πράμα στην πόλη;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Ο ένας τον άλλο σκότωσε και πάνε εκείνοι

ΧΟΡΟΣ
Τι; Ποιοι; Τρελλαίνομ’ απ’ των λόγων σου το φόβο.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Βάστα το νου σου κι άκουγε• οι γυιοί του Οιδίπου

ΧΟΡΟΣ
Ωιμένα η μαύρη! συμφορών προφήτης είμαι.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Λόγο δεν έχει• εφάγανε κ’ οι δυό τους χώμα.

ΧΟΡΟΣ
Έφθασαν ως εκεί; Βαρειά, μα πε μου τα όμως.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Έτσι με χέρια αδερφικά εσκοτωθήκαν.

ΧΟΡΟΣ
Κ’ έτσι πολύ κοινή των δυό ήταν η τύχη.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Κι αυτή αφανίζει την τρισάθλια γενεά τους.
Τέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί και λύπης
έχομ’ εμείς• η πόλη μας νικά, μα οι δυό μας
οι άρχοντες και στρατηγοί με δουλεμένο
σίδερο σκυθικό τα κτήματά τους όλα
μεράσανε, και θα ’χουν όση στην ταφή τους
θα πάρουν χώρα, σύμφωνα με τις κατάρες
κάνοντας κατοχή τις άθλιες του πατρός των.
Σώθηκ’ η πόλη, μα των δυό της βασιλιάδων
ήπιε το αίμα η γη τ’ αλληλοσκοτωμού των.

ΧΟΡΟΣ (αναπαιστικόν)
Ω μεγάλε θεέ Δία και σεις πολιούχοι
θεοί, που του Κάδμου τους πύργους
διαφεντεύετ’ αυτούς,
χαρά τάχα να δείξω και τραγούδια να πω
για της πόλης μας τη σωτηρία
ή να κλάψω τους άμοιρους και θλιβερούς
πολεμάρχους;
όπου βέβαια σύμφωνα με τ’ όνομά τους
ε τ ε ό κ λ ε ι τ ο ι αλήθεια και π ο λ υ ν ε ι κ ε ί ς
απ’ την άδικη γνώμη τους πάνε.

ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ

Ω μαύρη και τελεία κατάρα
του Οιδίποδα και της γενεάς του,
ένα κακό μου πέφτει στην καρδιά μου σύγκρυο
και σαν μαινάδα για τον τάφο τους
εξέσπασα σε μοιρολόγια,
ακούοντας το αιματοκύλισμα
και τον κακό το θάνατο που βρήκαν•
καταραμένη αλήθει’ αυτή
του κονταριού τωνε η συναυλία!

Το ’βγαλε πέρα κι ούτε απόκαμε
η ευχή που ’δωσε ο πατέρας,
ως πέρα η ανυπάκουη γνώμη εβάσταξε
του Λάιου• και τώρα γνοιάζομαι
την πόλη μας, γιατί δεν χάνουνε
τη δύναμή τους οι χρησμοί. Ω πολυστέναχτοι,
ανήκουστο που εκάμετε το πράμα
κ’ ήρθαν αλήθεια συμφορές
να κλαίη κανείς όχι με λόγια.

ΕΞΟΔΟΣ

Νά τ’ αυτοφάνερα, όσα μας είπε ο κήρυξ....
πένθος διπλό και συμφορά διπλή
των δυό νεκρών που σκότωσε
ο ένας τον άλλο•
διπλά σωστά σφαχτάρια αυτά
και τι να πω;
Τι άλλο, ή πόνοι σ’ άλλους πόνους
μέσα στα σπίτια θρονιασμένοι;
Μα με τον πρίμον αγέρα, φίλε, των θρήνων
στις κεφαλές σας λάμνετε γύρω
κουπιά τα χέρια σας για την πομπή
που πάντ’ ανάμεσα ’πό τον Αχέροντα τραβάει και πάει
τον άγιο δρόμο της που τον περνούνε μαύρα πανιά,
δρόμον ανήλιαγο, που δεν τον πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας
και φέρνει πέρα
στην παντοδόχα κι άφαντη ξέρα.

Αλλά ιδού τες αυτές, να πληρώσουν πικρό
χρέος έρχουνται, η Αντιγόνη κ’ η Ισμήνη,
να θρηνήσουν τα δυό τους αδέρφια•
και θαρρώ με το δίκιο στ’ αλήθεια
από μες στα βαθύκολπα ωραία τους στήθια
της καρδιάς των θα χύσουν τον πόνο.
Αλλ’ εμείς είναι δίκιο και πριν απ’ αυτές
τον παράφωνον ύμνον
να τονίσωμε των Ερινύων
κι από πάνω να ψάλλωμε
μισητό τον παιάνα του Άδου.

Ω πιο δυστυχισμένες εσείς αδερφές
απ’ όλες που ζώστρα στη μέση τους γύρω φορούνε
δακρύζω, στενάζω και δόλος κανένας δεν είναι
πως ότι απ’ τα βάθη δεν κλαίω της ψυχής.

Ωιμέ, ωιμέ, κακόγνωμοι
στους φίλους ανυπάκουοι
στις συμφορές αδάμαστοι,
τα πατρικά ερημάξετε
σπίτια με την αμάχη σας!
Άθλιοι βέβαια που ηύρανε
και θάνατο αθλιώτατο
για των σπιτιώ τους χαλασμό.

Τους τοίχους κάτω ερρίξατε,
αλλοίμονο, μονάχοι σας
και πικρούς θρόνους είδετε•
μα τώρα εσυβαστήκετε
με το σπαθί στο χέρι.
Κι αλήθεια η σεβαστή Ερινύς
του Οιδίποδα πατέρα σας
ετέλειωσε τις κατάρες.

Απ’ τα ζερβά τρυπημένοι.
-Κι αλήθεια τρυπημένοι
στα ομόσπλαχνα πλευρά.
-Αλλοί, δυστυχισμένοι,
αλλοί και στις κατάρες
που φέραν την αντίφονη τη συμφορά!
-Λαβωματιά πέρα για πέρα
στα σπίτια τους και στα κορμιά,
μ’ ανήκουστην αψιθυμιά
με μοίραν όχι διάφορη
απ’ την κατάρα του πατέρα.

Και μες στην πόλη ο στεναγμός
περνά• στενάζουνε κ’ οι πύργοι
κ’ η χώρα που τους αγαπούσε
και στους διαδόχους μένουνε
τα κτήματα, γι’ αυτά που η αμάχη
κι ο άθλιος θάνατος τους βρήκε.
-Με ισιάδα μεραστήκανε
οι αψίκαρδοι τα κτήματά τους,
κ’ οι φίλοι τους παράπονο δεν έχομε
με το συβιβαστή τους
και δε χαρίστηκεν ο Άρης.

Έτσ’ είναι τώρα σιδεροχτυπημένοι
και τους προσμένει σιδεροχτυπημένη,
ίσως να πη κανείς «και ποια;»,
των πατρικών τους τάφων η κληρονομιά.
Πολύς αχός τους προβοδά
σπαραχτικ’ απ’ τα σπίτια μοιρολόγια
γιομάτα πόνους και στενάγματα,
που βγαίνουν μοναχά,
άραχλα κι άχαρα, π’ αλήθεια
κλαίμε απ’ τα βάθη της καρδιάς,
που για τους δυό τους βασιλιάδες
λυώνει απ’ το κλάμ’ αληθινά.

Κ’ έχεις ακόμη να πης για τους αθλίους
πόσα στην πόλη κάμανε κακά
και πόσα και στα τάγματα όλων των ξένων
που πάθαινε στον πόλεμο τόση φθορά.
Δυστυχισμένη που τους εγεννούσε,
μες σ’ όλες τις γυναίκες όσες
μαννάδες λέγουνται παιδιών,
που πήρεν άντρα το δικό της γυιό,
και γέννησε αυτούς που τέτοιο τέλος
τους βρήκε, να σκοτώσουνε ο ένας τον άλλο
με χέρι αδερφικό.

Αλήθεια αδερφικά και πανωλέθρια
και μ’ όχι φιλικά λαβώματα
με φρένα μανιωμένα
στο τέλος της αμάχης των.
Τώρα η έχθρητα έπαυσε
και σμίξανε στα χώματα
τα αιματοποτισμένα
και τώρα είναι αληθινά
κ’ οι δυό τους ένα αίμα.
Πικρός στις μπερδεψιές ξεχωριστής
ο ξένος ο περατινός που βγήκε απ’ τη φωτιά,
τ’ ακονισμένο σίδερο• και της κληρονομιάς
πικρός ο Άρης στάθηκε μα κι άξιος μεραστής
και την κατάρα του πατρός έβγαλε αληθινή.

Έχουν το μερδικό που ελάχανε•
από τη μερασιά, ω οι μαύροι, των κτημάτων
και κάτω απ’ το χώμα που τους σκέπασε
άβυσσο πλούτο τώρα θα ’χουν.
Ωιμέ! που εστεφανώσετε
με συμφορές πολλές τα σπίτια•
και στερνά τώρα ερέκαξαν
στριγγά τον Επινίκιο οι Κατάρες
αφόντας τ’ ασταμάτηγο φευγιό
επήρ’ η γενεά και πάει.
Της Άτης στέκεται το τρόπαιο
στις πύλες που σκοτώθηκαν και μόνο
αφού τους δυό τους νίκησεν
ελούφαξε κ’ η Μοίρα.

Ο θρήνος της Αντιγόνης και της Ισμήνης

ΑΝΤΟΓΟΝΗ
Πληγήν έδωσες, πληγήν έλαβες.

ΙΣΜΗΝΗ
Τον εσκότωσες και σκοτώθηκες.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Με κοντάρι τον σκότωσες.

ΙΣΜΗΝΗ
Με κοντάρι σκοτώθηκες

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω, κακόπραγος.

ΙΣΜΗΝΗ
Ω, κακόπαθος.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Χυθήτε θρήνοι μου.

ΙΣΜΗΝΗ
Χυθήτε δάκρυά μου.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Από τους θρήνους το νου μου χάνω.

ΙΣΜΗΝΗ
Απ’ την καρδιά μου θρηνώ, στενάζω.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω πολυθρήνητ’ εσύ.

ΙΣΜΗΝΗ
Και συ πάλι τρισάμοιρε.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Από δικό εσκοτώθηκες.

ΙΣΜΗΝΗ
Και συ δικόν εσκότωσες.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Διπλά να λες.

ΙΣΜΗΝΗ
Διπλά ν’ ακούς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Διπλές μας στέκουν συμφορές.

ΙΣΜΗΝΗ
Αδερφικές τις αδερφές.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ
Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών
και τρανή του Οιδίποδα
μαύρη Ερινύα, μεγάλη σου η δύναμη.
Αι, αι---Αι, αι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Συμφορές κακοθώρητες.

ΙΣΜΗΝΗ
Επιστρέφοντας μόφερες.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Για να σκοτώση ήρθε γυρνώντας.

ΙΣΜΗΝΗ
Και χάνει τη ζωή του ορμώντας.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Την έχασεν αλήθεια αυτός.

ΙΣΜΗΝΗ
Και την επήρε κι αυτουνού.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ω αθλία μανία.

ΙΣΜΗΝΗ
Και τρισάθλια πάθη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πολυστέναχτες λύπες.

ΙΣΜΗΝΗ
Πολυθρήνητες θλίψες.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ
Ιώ, Μοίρα, μεγαλόδωρη πόνων πικρών
και τρανή του Οιδίποδα
μαύρη Ερινύα μεγάλη σου η δύναμη.
Αι, αι---Αι, αι.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Δοκίμασες κ’ έχεις να πης.

ΙΣΜΗΝΗ
Πίσω δεν έμεινες και συ.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αφού στην πόλη γύρισες.

ΙΣΜΗΝΗ
Κι αρματωμένος στάθηκες
αντίκρυ στο κοντάρι του.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Φριχτά να λες.

ΙΣΜΗΝΗ
Φριχτά ν’ ακούς.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ωιμέ κακά.

ΙΣΜΗΝΗ
Ωιμέ δεινά.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Στα σπίτια και στη χώρα μας.

ΙΣΜΗΝΗ
Κι ακόμα πιότερο σε με.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Αλλοίμονό σου βασιλιά μου Ετεοκλή.

ΙΣΜΗΝΗ
Απ’ όλους πιο πολύκλαυτε, αλλοί και συ.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ
Ωιμέ που ετυφλωθήκατε
απ’ των θεών τη βλάβη.

ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ωιμένα, τα κορμάκια σας
ποιος τόπος γης θα λάβη;

ΙΣΜΗΝΗ
Σε ποιο θε να τα θάψωμε
χώμα πιο τιμημένο;

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΜΗΝΗ
Ω μνήμα, στου πατέρα σας
το πλάι ετοιμασμένο!
ΚΗΡΥΞ
Πρέπει ό, τι αποφάσισαν κι αποφασίζουν
οι προύχοντες αυτής της πολιτείας του Κάδμου,
να πω να μάθετε.---Αυτόν, τον Ετεοκλέα,
που απ’ αγάπη της πατρίδας του έχει πέση
εκεί όπου αξίζει στα καλά τα παλικάρια,
να θάψουν με τιμές στη χώρ’ αποφασίζουν•
τέτοια έχω λάβη προσταγή να λέω για τούτον.
Μα τον νεκρό αδερφό του αυτόν, τον Πολυνείκη,
άταφος έξω να ριχτή, θροφή των σκύλων,
γιατί είναι χαλαστής της χώρας των Καδμείων,
αν κάποιος από τους θεούς δεν του κρατούσε
το δόρυ του, μα και νεκρός την αμαρτία
των θεών θα ’χη της πατρίδας του, γιατ’ ήρθε
με ξένο απ’ έξω στράτευμα, ατιμάζοντάς τους
κ’ εκούρσευε τη χώρα του. Λοιπόν ωρίσθη
άτιμη απ’ τα όρνια τα πετούμενα να λάβη
ταφή κι άξια να βρη τα επίχειρά του, δίχως
να του σωριάσουν χέρια χώμα για μνημούρι,
δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγια,
δίχως φίλος κανείς το ξόδι του ν’ ακλουθήση•
τέτοιαν απόφαση έλαβαν οι πρόκριτοί μας.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση