Θέμα: Ηλέκτρα
Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #3  
Παλιά 17-10-07, 09:20
Το avatar του χρήστη Xenios
Xenios Ο χρήστης Xenios δεν είναι συνδεδεμένος
Administrator
 

Τελευταία φορά Online: 12-11-16 10:12
Φύλο: Άντρας
Μέρος 3

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Και τώρα, δεν αγκαλιάζεις ακόμη τον αγαπημένο σου;

ΗΛΕΚΤΡΑ
Όχι! δεν αμφιβάλω πια, γέροντα. Εβεβαιώθηκε η ψυχή μου από τα
σημεία που είπες. Τέλος πάντων είσαι εδώ, σε έχω ανέλπιστα...

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και εγώ σε βρίσκω επί τέλους.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν το επίστευα ποτέ.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ούτε εγώ ποτέ το ήλπιζα.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Είσαι πράγματι σύ;


ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι! ο μόνος σύμμαχός σου, αν κατορθώσω να τραβήξω έξω το
δίκτυ, που έρχομαι να ρίξω εδώ. Και ελπίζω να το κάμω° αλλέως, δεν
θα ήσαν θεοί αν το άδικον ενίκα πάντοτε την θεία δίκην.

ΧΟΡΟΣ
Εφάνης, εφάνης τέλος πάντων, ποθητή ημέρα! Έλαμψες, έδειξες
ωσάν αναμμένο φάρον εις την πόλιν εκείνον που τόσον καιρό
επλανάτο δυστυχισμένος και δραπέτης μακράν από το πατρικό του
σπίτι. Κάποιος θεός μας χαρίζει νίκη και χαράν.
Ύψωσε τα χέρια, ύψωσε την φωνήν, Ηλέκτρα, και παρακάλεσε
τους θεούς να προστατεύση η τύχη τον αδελφό σου, όταν έμβη μέσα
εις το Άργος.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Είθε! Και τώρα απήλαυσα την ευχαρίστησι των αδελφικών
φιλημάτων, τα οποία και πάλιν θα χαρώ.
Συ όμως, γέροντα, που ήλθες εις τόσο κατάλληλον ώραν, ειπέ μου!
πώς θα ημπορούσα να εκδικηθώ τον φονέα του πατέρα μου, καθώς και
την μητέρα μου, την σύντροφο του ανόμου γάμου του;
Έχομεν άραγε εις το Άργος τίποτε φίλους αφοσιωμένους ή τα
εχάσαμεν όλα μαζύ με την ευτυχία μας;
Ποίον πρέπει να εύρω να συνεννοηθώ, πρέπει να τον ιδώ ημέραν ή
δια νυκτός; Τέλος, πώς θα κτυπήσωμεν τους εχθρούς μου;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Ω! παιδί μου, ενόσω η τύχη στέκει μακρυά σου, κανείς δεν είναι
φίλος σου! Είναι μεγάλον εύρημα να έχη κανείς φίλο που να
μοιράζεται μαζύ του και την ευτυχία και την δυστυχία, και συ έχασες
όλους τους φίλους σου δια παντός! Άκουσε τα λόγια μου! Μόνον από
τα χέρια σου και από την τύχη σου εξαρτάται να κερδίσης πάλι το
πατρικόν σου σπίτι και το Άργος.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Αλλά τι πρέπει να κάνω για να το κατορθώσω αυτό;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Να σκοτώσης τον Αίγισθον και την μητέρα σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Για ν’ αποκτήσω αυτή την τιμήν ήλθα εδώ, αλλά δεν ηξεύρω πώς
θα την κερδίσω!

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Μέσα εις τα τείχη είναι αδύνατον, όσον και αν το θέλης!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Εννοώ! Θα φρουρήται από στρατιώτες και δορυφόρους.


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Ναι! Επειδή σε φοβάται και δεν κοιμάται ήσυχος.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Καλά, ώστε συμβούλευσέ με συ, γέροντα.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Θα σε συμβουλεύσω και άκουσέ με, γιατί μου ήλθε μια καλή ιδέα.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Είθε να έλεγες τίποτε καλό και να το ακούσω εγώ.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Καθώς ερχόμην εδώ είδα τον Αίγισθον.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ενόησα! Και πού;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Εις το ιπποτροφείον, όχι μακρυά από τα χωράφια αυτά.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και τι έκαμνε εκεί; επειδή αρχίζω να βλέπω κάποιαν ελπίδα.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Καθώς μου φάνηκε προετοίμαζε εορτή για τας Νύμφας.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Για την υγεία των παιδιών του άραγε; ή για κανένα που περιμένει
ν’ αποκτήση;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Ένα μόνο ξεύρω, ότι ετοιμαζότανε να θυσιάση βώδια.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και είχε και σωματοφύλακας μαζύ ή ήτο μόνος με τους υπηρέτας
του;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Όχι! μόνο με τους υπηρέτας, Κανείς Αργείος δεν ήταν εκεί.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν ήτο κανείς από εκείνους που ημπορούν να με γνωρίσουν, αν με
ιδούν;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Όχι! όλοι είναι υπηρέται που δεν σε είδαν ποτέ.



ΟΡΕΣΤΗΣ
Και πιστεύεις ότι αν ενικούσαμε θα ήρχοντο αυτοί με το μέρος μας;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Έτσι είναι πάντοτε οι δούλοι, και αυτό σε συμφέρει.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και πώς ημπορώ τάχα να τον πλησιάσω;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Εύκολο είναι, αν περάσης από εκεί που ημπορεί να σε
παρατηρήση, όταν θυσιάζη.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Καθώς νομίζω, η έπαυλίς του είναι κοντά εις τον δρόμον αυτό.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Ναι! και απ’ εκεί θα σε ιδή και θα σε προσκαλέση να φας μαζύ του
εις το τραπέζι της θυσίας.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Αν θέλη ο θεός, θα εύρη κακό και ψυχρό σύντροφο δια το τραπέζι
του.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Όσον για τα κατόπιν, τώρα μόνος σου σκέψου.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Μείνε ήσυχος! Η μητέρα μου όμως πού είναι;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Εις το Άργος. Θα έλθη και αυτή αργότερα εις τον άνδρα της για το
τραπέζι.

ΠΡΕΣΤΗΣ
Και γιατί δεν ήλθε μαζύ του;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Φοβείται τα λόγια των πολιτών.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Εννοώ! Ηξεύρει ότι δεν την καλοβέπουν.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Ναι! Κάθε κακούργος γυναίκα είναι μισητή.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και πώς ημπορούσα τάχα να σκοτώσω και τους δύο μαζύ;


ΗΛΕΚΤΡΑ
Εγώ θα σου προετοιμάσω τον φόνον της μητέρας μας!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Αι! τότε τα άλλα θα τα φέρη η τύχη δεξιά.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Είθε να μας βοηθήση και τους δύο εις τα σχέδιά μας.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Ορισμένως θα σας βοηθήση! Αλλά πώς σκέπτεσαι να γίνη ο φόνος
της μητέρας σας;

ΗΛΕΚΤΡΑ
Να! Πήγαινε συ και ειπέ της ότι εγέννησα αρσενικό και είμαι
λεχώνα.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Και πότε να ειπώ ότι εγέννησες; Τώρα ή από καιρό;

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ειπέ της προ δέκα ημερών, ακριβώς τον καιρόν που η λεχώνα είναι
καθαρά.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Και τι σχέσιν έχει αυτό με τον φόνον της μητέρας σου;

ΗΛΕΚΤΡΑ
Μόλις μάθη ότι είμαι λεχώνα θα έλθη να με ιδή.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Γιατί; Μήπως νομίζεις παιδί μου ότι φροντίζει αυτή για σένα;

ΗΛΕΚΤΡΑ
Είμαι βεβαία ότι θα έλθη και θα δακρύση μάλιστα για το
περιφρονημένο γένος των παιδιών μου.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Ίσως!... έλα όμως πάλιν εις το νόημα.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν εννοείς λοιπόν, ότι, αν έλθη, θα εύρη το τέλος της;

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Τότε λοιπόν ας κοπιάση εδώ.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Δηλαδή στον Άδη.


ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Ας το ιδώ μια φορά αυτό, και ύστερα ας πεθάνω.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Πρώτα πρώτα όμως, γέροντα, δείξε τον δρόμο στον Ορέστη.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Εννοείς βέβαια εκεί που θυσιάζει ο Αίγισθος εις τους θεούς.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ναι! και έπειτα πήγαινε εις την μητέρα μου και διηγήσου ό, τι σου
είπα.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Θα τα ειπώ έτσι, που να νομίζη ότι ακούει από το στόμα σου.

ΗΛΕΚΤΡΑ (προς τον Ορέστη)
Και τώρα ήλθεν η ώρα. Συ πρώτος θα αρχίσης με τον φόνο του
Αιγίσθου.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα επήγαινα αμέσως, αν μου έδειχνε κανείς τον δρόμο.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ
Σε πηγαίνω εγώ με όλην μου την καρδιά.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ω Ζευ πατρικέ, ολέθριε εις τους εχθρούς μου, ελέησέ μας, διότι η
τύχη μας πράγματι είναι αξία ευσπλαχνίας.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ευσπλαχνίσου μας!... ναι... αφού μάλιστα είμεθα απόγονοί σου.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και συ, Ήρα, που βασιλεύεις εις τους βωμούς των Μυκηνών, δώσε
μας την νίκην, αν είναι δίκαιον ό, τι σε παρακαλούμεν!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Δώσε να εκδικηθώμεν τον πατέρα μας.

ΟΡΕΣΤΗΣ
Και συ, βασίλισσα Γη, σου απλώνω τα χέρια μου, και συ, ω
πατέρα, που είσαι κάτω από το χώμα δολοφονημένος, βοήθησε τα
αγαπητά παιδιά σου. Πάρε βοηθούς και τους νεκρούς που ενίκησαν
μαζύ σου τους Φρύγας, και όσους ακόμη αποστρέφονται τους ασεβείς
κακούργους! Άκουσες συ που έπαθες τόσα από την μητέρα μου;

ΗΛΕΚΤΡΑ
Όλα αυτά τα ηξεύρει και τ’ ακούει ο πατέρας! Τώρα όμως καιρός
να πηγαίνεις... και άκουσέ με: Φόνευσε τον Αίγισθον, γιατί αν πέσης
νικημένος εις τον αγώνα, θ’ αποθάνω και εγώ και ούτε να με
λογαριάζης πια για ζωντανή. Δίκοπο μαχαίρι θα βυθίσω εις το σώμα
μου!
Τώρα πηγαίνω μέσα να ετοιμασθώ και αν φθάσουν από σένα καλά
μηνύματα, θ’ αντηχήση από χαρά το σπίτι, αν όμως σκοτωθής, θρήνοι
και κοπετοί... Αυτά σου λέγω!

ΟΡΕΣΤΗΣ
Καλά!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Πήγαινε και έχε θάρρος!.... Και σεις, γυναίκες, ειδοποιήσατέ με τι
φωνές θ’ ακουσθούν από την πάλην.
Θα περιμένω με το μαχαίρι εις τα χέρια, γιατί, αν νικηθώμεν, δεν
θα υποφέρω ποτέ να τιμωρηθώ από τους εχθρούς μας και ν’ αφήσω να
περιυβρίσουν το σώμα μου.

ΧΟΡΟΣ
Λέγουν ότι άλλοτε ο Παν ο προστάτης των δασών, σφυρίζων με
τον καλαμένιο αυλό του τραγούδι γλυκύτατον έφερεν εις το ποίμνιο
του Ατρέως από τα βουνά του Άργους χρυσόμαλλον αρνί μόλις
παρμένον από την μητέρα του° και τότε ο κήρυξ ανεβασμένος εις το
πέτρινο βήμα εφώναζε: «Πηγαίνετε εις την αγοράν, Μυκηναίοι, να
ιδήτε την χαρά των ευτυχισμένων βασιλέων σας... πράγματα και
θαύματα!...»
Τα ανάκτορα των Ατρειδών πράγματι ηχολογούσαν από τραγούδια
και μουσικές, οι χρυσοδουλευμένοι ναοί ανοίγοντο, εις όλην την πόλιν
έλαμπεν η φωτιά των βωμών, ο αυλός, ο θεράπων των Μουσών, έχυνε
γλυκείς τόνους, και ολονέν ηκούοντο περισσότερα χαρούμενα
τραγούδια για το χρυσόμαλλο αρνί. Αλλ’ ο Θυέστης ήθελε να το έχη
αυτός! Τι κάμνει λοιπόν!.... Διαφθείρει με εγκληματικόν έρωτα την
αγαπημένη γυναίκα του Ατρέως, κλέπτει το θαυμάσιον αρνί, και
επιστρέφων εις την αγορά φωνάζει ότι έχει αυτός το χρυσόμαλλον
αρνί εις το σπίτι του.
Τότε όμως ο Ζευς άλλαξε τους φωτεινούς δρόμους των άστρων,
και την λάμψι του Ήλιου και το λευκό φως της Αυγής. Άπλωσε προς
δυσμάς θερμάς διαπύρους φλόγας και εμάζευσε προς βορράν τα
σύννεφα της βροχής, ώστε αι ξηραί έρημοι του Άμμωνος ερημώνοντο
αποξηραμμέναι, χωρίς ευεργετική υγρασία. Και λέγουν ακόμη, αν και
εγώ ολίγον το πιστεύω, ότι ο Ήλιος έστρεψε και αυτός δια θεία
τιμωρία το χρυσοπυρρωμένο και ακτινοβόλο άρμα του, και άλλαξε
δρόμο για δυστυχία των ανθρώπων. Όλα αυτά βέβαια είναι φοβεραί
διηγήσεις δια τους θνητούς, αι οποίαι αυξάνουν την λατρεία των
θεών!
Και όμως συ δεν τα εσκέφθηκες όλα αυτά, και εσκότωσες τον
άνδρα σου, ω αδελφή των ενδόξων Διοσκούρων... (Ακροώμεναι) Α!
α! αγαπηταί!.... ακούσατε βοήν ωσάν υπογεία βροντή του Διός, ή
εγελάσθηκα;
Να! όμως... ακούονται δυνατώτεραι φωναί... Ηλέκτρα, κυρία
μου... έλα έξω...

ΗΛΕΚΤΡΑ (ερχομένη)
Τι είναι, καλές μου; Τι απέγινε;

ΧΟΡΟΣ
Δεν ηξεύρω!... ακούω μόνον βόγγους θανάτου.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Και εγώ άκουσα, αν και από μακρυά.

ΧΟΡΟΣ
Ναι! αι φωναί έρχονται από μακρυά, αλλά καθαρώταται.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Είναι θρήνοι των Αργείων ή του αγαπημένου μου;

ΧΟΡΟΣ
Δεν ηξεύρω... επειδή χάνεται μέσα εις την βοή κάθε φωνή.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Αχ! Όλα αυτά είναι άσχημα προμηνύματα. Γιατί λοιπόν αργώ ν’
αποθάνω;

ΧΟΡΟΣ
Μη βιάζεσαι. Περίμενε έως ότου μάθης ακριβώς την τύχη σου.

ΗΛΕΚΤΡΑ
Όχι... Τετέλεσται! Ενικηθήκαμεν... αλλέως θα είχαν έλθη
αγγελιοφόροι.

ΧΟΡΟΣ
Θα έλθουν, θα έλθουν. Δεν είναι εύκολο πράγμα να σκοτωθή ένας
βασιλεύς.

ΑΓΓΕΛΟΣ (εισερχόμενος)
Καλλίνικοι παρθένοι των Μυκηνών! Φέρω την είδησιν εις όλους
τους φίλους ότι ενίκησεν ο Ορέστης, και ότι ο Αίγισθος, ο φονεύς του
Αγαμέμνονος, κείτεται εις το χώμα νεκρός! Ας ευχηθώμεν εις τους
θεούς!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Και συ ποιος είσαι; Πώς να πιστεύσω ότι λέγεις την αλήθεια;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Δεν με αναγνωρίζεις εμένα, τον υπηρέτη του αδελφού σου;

ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω! αγαπητέ! Ο φόβος με έκαμε να μη αναγνωρίσω το πρόσωπό
σου, τώρα όμως το βλέπω. Λέγε λοιπόν! Απέθανεν ο κακούργος
φονεύς του πατέρα μου;

ΑΓΓΕΛΟΣ
Απέθανε! Σου το ξαναλέγω, αφού θέλεις.

ΧΟΡΟΣ
Ω θεοί! ω θεία δίκη που τιμωρείς όλα! Ηλθες, ήλθες τέλος πάντων!

ΗΛΕΚΤΡΑ
Πώς όμως, με ποίον τρόπον τον εσκότωσεν ο Ορέστης; Θέλω να
μάθω.

ΑΓΓΕΛΟΣ
Αφού εφύγαμεν απ’ εδώ, εμβήκαμεν εις τον αμαξωτό δρόμον όπου
ευρίσκετο ο περίφημος βασιλεύς των Μυκηνών. Τον είδαμεν ακριβώς
μέσα εις τους καταφύτους και πηγολούστους κήπους του, όπου έκοπτε
τρυφερά κλαδιά μυρσίνης να πλέξη στεφάνι δια το κεφάλι του και
μόλις μας είδεν εφώναξε:
-Χαίρετε, ξένοι! Ποιοι είσθε; Πού πηγαίνετε και από πού έρχεσθε;
-Θεσσαλοί είμεθα, απήντησεν ο Ορέστης, και ερχόμεθα να
θυσιάσωμε κοντά στον Αλφειόν εις τον Ολύμπιο Δία.
Μόλις άκουσεν αυτά ο Αίγισθος μας είπε:
-Τώρα καθίστε εις το τραπέζι μου, επειδή θυσιάζω βώδια εις τας
Νύμφας, και αύριο σηκώνεσθε με την Αυγή και θα φθάσετε πάλιν
όπου θέλετε. Εμβήτε μέσα!
Με τα λόγια αυτά μας έπιασε από το χέρι και μας έφερε εις το
σπίτι, ώστε δεν ήτο δυνατόν να του αρνηθή κανείς, και αφού
εμβήκαμεν είπεν αμέσως:
-Ας ετοιμάση κάποιος γρήγορα λουτρά δια τους ξένους για να
έλθουν εις τον βωμό να βρέξουν τα χέρια των.
-Είναι περιττόν! απάντησεν ο Ορέστης. Είμεθα καθαροί° μόλις προ
ολίγου ελουσθήκαμεν εις τας καθαράς πηγάς του ποταμού. Και επειδή
επιμένεις, Αίγισθε, θα λάβωμεν ευχαρίστως μέρος εις την θυσία μαζύ
με τους εντοπίους° δεν σου το αρνούμεθα.
Αφού είπαν αυτά, οι υπηρέται άφησαν τα δόρατα που είχαν για να
φυλάττουν τον κύριόν των και όλοι άρχισαν την εργασίαν. Άλλοι
έφεραν το σφακτό, άλλοι κάνιστρα, άλλοι άναπταν φωτιά, άλλοι
έβαλλαν επάνω πυρωστιές και καζάνια, ώστε όλο το σπίτι αντηχούσε
από τον θόρυβο. Τότε ο άνδρας της μητέρας σου επήρε το ιερό
κριθάρι και το έρριξεν εις τον βωμό.
«Νύμφαι των βουνών! είπε, είθε να σας προσφέρωμε πολλές φορές
θυσίας, ευτυχισμένοι και εγώ και η γυναίκα μου, η κόρη του
Τυνδάρεω,.. είθε να καταστραφούν οι εχθροί μου!»
Αυτά έλεγε βέβαια εννοών εσένα και τον Ορέστην, αλλά και ο
κύριός μου προσηύχετο από μέσα του το εναντίο, να τον βοηθήσουν
οι θεοί να κερδίση πάλι την πατρική του κληρονομίαν.
Έπειτα ο Αίγισθος επήρε από το κάνιστρον ίσιο μαχαίρι, έκοψε
τρίχες από την κεφαλή του μοσχαριού, της έρριξε με το δεξί του χέρι
εις την ιερά φωτιά και το έσφαξε, ενώ οι υπηρέται το εκρατούσαν εις
τους ώμους των.
-Λέγουν ότι θεωρείται ευγενής τέχνη εις τους Θεσσαλούς να
δαμάζη κανείς άλογα, και να κομματιάζη εύμορφα ένα ταύρον, είπε
εις τον αδελφό σου. Πάρε λοιπόν το μαχαίρι, ξένε, και δείξε μας αν
είναι αληθινή η φήμη αυτή.
Ευθύς τότε ο Ορέστης έδραξε το εύμορφο Δωρικό μαχαίρι,
επέταξεν από τους ώμους τα λαμπρά ρούχα του και, αφού εφώναξε
τον Πυλάδη να τον βοηθήση και έδιωξε τους υπηρέτας, έπιασε το πόδι
του μοσχαριού και άρχισε να γδέρνη γρήγορα-γρήγορα τα
ανοικτόχρωμα κρέατα.
Όλο το δέρμα εβγήκε γρηγορώτερα από όσο ένας δρομεύς θα
έτρεχε τον διπλό δρόμο του ιππικού σταδίου , και όταν ετελείωσε, ο
Αίγισθος επήρε εις τα χέρια του τα ιερά σπλάχνα και τα εξέταζε
προσεκτικά. Το συκώτι όμως δεν ήταν ολόκληρο, και η φούσκα της
χολής με τους σωλήνας επρομάντευαν γρήγορα συμφορές για εκείνον
που τα εξέταζε!
Τότε έχασεν όλη την όρεξί του, έως ότου ο κύριός μου τον ερώτησε
την αιτία που εχάλασε έτσι η καρδιά του.
-Ω ξένε!... απήντησεν εκείνος, φοβούμαι κάποιο δόλο τώρα
γρήγορα εναντίον μου. Έχω ένα εχθρό!.... τον μισητόν υιό του
Αγαμέμνονος.
-Μα πώς!... εσύ βασιλεύς, φοβείσαι τον δόλον ενός δραπέτου;---
είπεν ο Ορέστης--- Περίεργο! Αφού όμως είναι έτσι, γιά να
συμβουλευθώμεν καλλύτερα τους θεούς πριν να καθίσωμεν εις το
τραπέζι, ας μου φέρει κάποιος αντί Δωρικό, Φθιωτικό κοπίδι ν΄ανοίξω
το στήθος.
Οι υπηρέται έφεραν το κοπίδι αμέσως και έκοψε πράγματι το
στήθος, ο δε Αίγισθος επήρε πάλι τα εντόσθια, τα εχώρισε και τα
εξέταζε! Την στιγμήν όμως που έσκυβεν, ο αδελφός σου εσηκώθηκε,
του έχωσε το μαχαίρι εις την ράχι κοντά εις τον λαιμό και του έκοψε
τους σπονδύλους, Όλο το σώμα άρχισε αμέσως να τινάζεται εδώ και
εκεί, και να σπαράζη εις το ψυχομαχητό. Οι υπηρέται, όμως, μόλις
είδαν αυτό το πράγμα άρπαξαν δόρατα και ώρμησαν εναντίον των,
ενώ ο Ορέστης με τον Πυλάδη, μολονότι είχαν να τα βάλουν, δυο
αυτοί, με πολλούς, εστάθηκαν γενναίοι απέναντί των με τα όπλα
έτοιμα.
-Ούτε εγώ ούτε οι σύντροφοί μου ερχόμεθα με κακούς σκοπούς για
τον τόπο σας, είπεν ο Ορέστης. Είμαι ο δυστυχισμένος Ορέστης και
εκδικήθηκα τον φονέα του πατέρα μου!. Μη με σκοτώνετε, παλιοί
υπηρέται του σπιτιού μου!
Όταν εκείνοι άκουσαν τα λόγια αυτά κατέβασαν τα δόρατα και
κάποιος παλαιός υπηρέτης ανεγνώρισε τον Ορέστη. Τότε τον
εστεφάνωσαν αμέσως ενθουσιασμένοι και καταχαρούμενοι και
έρχεται τώρα ο ίδιος να σου δείξη το κεφάλι, όχι της Γοργόνος, αλλά
του μισητού σου Αιγίσθου, που επλήρωσε πικρά με το αίμα του το
αίμα που έχυσε!
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
Απάντηση με παράθεση