... κοιτάχτηκαν όλοι... Τι είναι πάλι αυτό;
Ο Μάστρο-Παντελής πλησίασε τον γεράκο, τον ρωτάει αν ήταν κανείς μαζί του. Ναι λέει εκείνος ξεψυχισμένα, ο φίλος μου.
Ο Πατέρας ξαναφόρεσε το πανωφόρι πήρε το λυχνάρι και βγήκε έξω. Σε λίγο κτυπάει την πόρτα, κουβαλούσε στα χέρια του ένα μαύρο τριχωτό πλασματάκι.
Ο Γέρος άνοιξε τα μάτια του και με πολύ προσπάθεια είπε, ζει; Στην σιγανή φωνή του, το σκυλάκι τέντωσε τ' αυτάκια του. Έβαλαν το μικρό σκυλάκι δίπλα στο τζάκι και η μικρή Θηρεσία το πήρε στην αγκαλιά της και το χάιδευε.
__________________
όταν γράφεται η ιστορία της ζωής σου,
μην αφήνεις κανέναν να κρατάει την πένα
|