Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #13  
Παλιά 13-11-07, 14:46
Το avatar του χρήστη teo64x
teo64x Ο χρήστης teo64x δεν είναι συνδεδεμένος
Mέλος
 

Τελευταία φορά Online: 27-05-08 15:49
Φύλο: Άντρας
Η διαθεσή μου τώρα:
Ορίστε... Πρώτα μας ζητάει προτάσεις ως την Κυριακή, την άλλη μέρα μας κόβει τη φόρα και μας περιορίζει ως την ...άλλη μέρα και μετά μας δίνει παράταση. Πφφφ... Παλιοσύσοπες... Ό,τι θέλουν κάνουν...

Γι' αυτό λοιπόν κι εγώ θα παραθέσω τη δική μου εισαγωγή την οποία ενέκρινε η Ανεμώνη μας και η οποία (η εισαγωγή) όμως σε πείσμα του Μέγα Σβήστερ είναι φαντασίας.

=====

Το γεμάτο φεγγάρι έπλεε στον ουρανό, χλωμό σαν φάντασμα, σαν πλοίο σε μια θάλασσα από σύννεφα. Ο παγωμένος αέρας κυλούσε ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά των δέντρων.

Σχεδόν μεσάνυχτα. Κανένας ήχος δεν έφτανε στα αυτιά του, παρά μόνο η βαριά του αναπνοή. Το κρύο ήταν τσουχτερό και σχεδόν έκανε τη σάρκα του να πονάει, αλλά δε θα το έβαζε κάτω. Ήταν η κατάλληλη νύχτα και η κατάλληλη ώρα για να το κάνει. Ήταν ό,τι πιο παράτολμο είχε κάνει ποτέ στη ζωή του, αλλά δε θα τα παρατούσε. Έπρεπε να το κάνει, άξιζε κάθε θυσία.

Στο παγωμένο μάρμαρο του τάφου μπροστά του, διάβασε το όνομα που ήταν χαραγμένο με την πιο σκληρή λεπίδα, βαθιά στην καρδιά του: Μαργαρίτα. Εκείνο το όνομα που ερχόταν συνέχεια στο μυαλό του, που κάθε λέξη τού το θύμιζε. Το όνομα που ψέλλιζε στον ύπνο του, το όνομα του πιο σημαντικού ανθρώπου για εκείνον στον κόσμο.

Κοίταξε το ρολόι του. Δώδεκα ακριβώς. Ξημέρωνε η 24η Νοεμβρίου, αλλά εκείνος δε θα έμενε πολύ ακόμα εδώ, για να δει αυτή τη μέρα. Δεν ήταν σίγουρος για το τί επρόκειτο να συμβεί, μα είτε τα κατάφερνε είτε απλά πέθαινε εδώ, δε θα ζούσε να δει την καινούρια μέρα.

Στο δεξί του χέρι, έσφιξε εκείνα τα μικρά διαμαντάκια, που λαμπύριζαν δειλά στο λευκό φως της Σελήνης. Τα χέρια το άρχιζαν να τρέμουν. Ιδρώτας άρχισε να τρέχει και ένιωσε το πρόσωπό του να φλογίζεται, παρά το κρύο που επικρατούσε γύρω του. Δε σκόπευε, όμως, να κάνει πίσω τώρα πια.

Έβγαλε από την τσέπη του μια τσαλακωμένη φωτογραφία. Δεν είχε καταλάβει γιατί, αλλά ήταν η μόνη φωτογραφία της που είχε κρατήσει. Ήταν μια φωτογραφία της Μαργαρίτας, που είχε τραβηχθεί μόλις λίγους μήνες πριν. Μια φωτογραφία με φόντο μια ερημική παραλία και έναν φλογισμένο ουρανό, που μαρτυρούσε πως ήταν η ώρα της δύσης του ήλιου και μια γλυκιά μορφή που τόσο ξαφνικά και άδικα είχε φύγει από τον κόσμο, λίγες εβδομάδες πριν. Έσκυψε και φίλησε αυτή τη μοναδική φωτογραφία, με την ίδια αγάπη που θα φιλούσε και ένα εικόνισμα.

Ύστερα, γρήγορα, έκρυψε τη φωτογραφία ξανά στην τσέπη του και πλησίασε τον κύκλο που είχε σχεδιάσει λίγο πιο πριν με εκείνη την αλλόκοτη λευκή σκόνη. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει τόσο δυνατά και γρήγορα, σχεδόν σαν να ήθελε να φύγει από το στήθος του και να τον αφήσει μόνο του να αντιμετωπίσει αυτό που επρόκειτο να κάνει. Με μυαλό μουδιασμένο από τις δεκάδες εικόνες και σκέψεις που έπεφταν σαν βροχή και βυθίζονταν μέσα του, περπάτησε ως το κέντρο του κύκλου.

Τα μυστηριώδη διαμαντάκια στο χέρι του έλαμψαν ξανά, όπως τα μάτια ενός μικρού παιδιού που περιμένει με ενθουσιασμό να του ζητήσουν οι γονείς του να δείξει τί ξέρει να κάνει. Έπειτα άπλωσε το χέρι του και τα άφησε προσεκτικά, τελετουργικά, να πέσουν στο χώμα, στρεφόμενος προς τα δεξιά, ώσπου σχημάτισε έναν πλήρη κύκλο. Μόλις το χέρι του είχε πια αδειάσει, γονάτισε, έκλεισε τα μάτια και περίμενε.

Το φεγγάρι συνέχισε τη μυστηριώδη διαδρομή του στον ουρανό. Ο άνεμος συνέχιζε να φυσάει, ανακατεύοντας τα φύλλα που είχαν πέσει από τα δέντρα τις προηγούμενες μέρες.

Σε λίγο, το ένιωσε. Άρχισε να ζαλίζεται. Τα μάτια του δε μπορούσαν πια να ανοίξουν, ακόμα κι αν το ήθελε. Ο ήχος του ανέμου άρχισε να απομακρύνεται από τα αυτιά του, δίνοντας τη θέση του σε μία απόκοσμη σιωπή. Δεν ένιωθε πια το χώμα στο οποίο πατούσε, ούτε τα ίδια τα μέλη του σώματός του. Για μερικές στιγμές, βίωσε το απόλυτο κενό. Είχε έρθει το τέλος του; Είχε αποτύχει;



Ένας διαπεραστικός ήχος τον ξύπνησε. Ασυναίσθητα, άρπαξε το ξυπνητήρι του και το έκλεισε. Ήταν ώρα να πάει στη δουλειά, σκέφτηκε αρχικά. Έπειτα θυμήθηκε. Δεν ήταν εδώ για να πάει στη δουλειά.

Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι και άναψε την τηλεόραση. Μια πρωινή ενημερωτική εκπομπή προβαλλόταν εκείνη την ώρα. Δεν είχε την υπομονή να κοιτάξει άλλο. Έτρεξε στον υπολογιστή του, τον άναψε και περίμενε. Σε λίγα λεπτά, είχε ανάψει και ήταν έτοιμος για χρήση. Κοίταξε με αγωνία την ημερομηνία. 3η Νοεμβρίου. 3η Νοεμβρίου!!

Τα είχε καταφέρει... Η Μαργαρίτα του ήταν ζωντανή. Κι εκείνος είχε τρεις μέρες για να τη σώσει από το θάνατο.
__________________
http://www.musicwave.gr/tc64/Scent of the sea, before the waking of the world...
Brings me to thee, into the blue memory...
Απάντηση με παράθεση