Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #15  
Παλιά 31-03-17, 09:54
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
Εξημερώσαμεν παρά την Λήμνον. Ο άνεμος ηλαττώθη. Τα ιστία όλα πάλιν ανεπετάσθησαν και έπαιζεν ο κόντρας πρωί-πρωί γελαστός, ως νικηφόρος αεροναύτης.

Η θάλασσα έστρωσε. Και όταν ανέτειλεν ο ήλιος έλαμπεν η σκούνα ολόκληρος μυρίζουσα θάλασσαν και άρωμα του πυθμένος. Αδάμαντες κατεστάλαζον από τ' ακροστόλια τα ύδατα, ο πώγων του ξυλίνου Ηρακλέους εγυάλιζεν ως ζωντανός ανακινούμενος. Ο καραβόσκυλος, σειόμενος παταγωδώς, ετίνασσεν από του στιλπνού τριχώματός του την θάλασσαν βραχείς και αυτός την νύκτα· αλλ' οι ναύται τυλιγμένοι εις τας κηρόχρους νιτζεράδες των με τα κηρωτά κασκέτα κεκαλυμμένοι μέχρι των ώτων, με τας χείρας αφανείς κρεμαμένας ως χηλάς οστρακοδέρμου με τους πόδας γυμνούς ωμοίαζον προς καβούρας με τας αγκυλωτάς των μύστακας αναμένοντες «να σκαντζάρη η βάρδια» ίνα ξαλλάξωσιν. Ο σκοπός ο πρωραίος, εσκυμμένος εκεί ημέρας υπό την κιτρίνην νιτζεράδα του, έσταζεν όλος ως άρτι αναδύσας εκ του βυθού, ο δε πηδαλιούχος με την μίαν χείρα κρατών τον τροχόν του πηδαλίου ασφαλώς, με την άλλην απέμασσεν από του πώγωνος και από του μετώπου την θάλασσαν, τον ιδρώτα του παλαίοντος ναύτου. Και εις έν τίναγμα αιφνίδιον — ριπής, τελευταίας του εκπνεύσαντος ανέμου — ανακινηθείσα η σκούνα εφάνη ότι άρτι αναδύσασα και αυτή ανετινάσσετο, ως ο καραβόσκυλος πρότερον, αποβάλλουσα την άλμην, αφροδίτη με κομψούς τιναγμούς αποσμήχουσα την μακράν της κόμην.

***

Μεγάλη απλούται η Λήμνος, μακρά και χθαμαλή με ωραία ακρωτήρια, με μεγάλους βαθυκόλπους λιμένας με χρυσοκιτρίνους αγρούς θερισμένους, με εύμορφαις ακρογιαλιαίς. Χωρίς δάση, χωρίς χωριά, έρημος, θαρρείς, ακατοίκητος.

Από την Λήμνον έπειτα εις την Τρωάδα και από την Τρωάδα εις την πολύκωμον Ίμβρον κ' από την Ίμβρον εις την Τένεδον.

Βόλταις. Θαλασσινοί περίπατοι, αι ναυτικαί λοξοδρομίαι.

Συντροφιά με τους γλάρους.

Ω! την ηγάπησα την συντροφιάν την λευκήν των γλάρων. Είνε αθώα, ως είνε κάτασπρα τα πτερά των. Σε διασκεδάζουν χωρίς να σε κουράζουν. Αγάπη κουράζουσα δεν είνε αγάπη. Σε συντροφεύουν χωρίς να σε ενοχλούν. Αθορύβως, σιωπηλώς. Ευγενώς. Είνε καλόγνωμος η συντροφιά των γλάρων. Εμφανίζονται ενώπιόν σου εκεί όπου δεν τους περιμένεις. Ως παλαιοί σου φίλοι. Δεν εξίστασαι δι' αυτό, ως να τους ανεζήτεις μετά κόπου. Νομίζεις κ' έπλευσες δι' αυτούς. Νομίζεις κ' υπέφερες δι' αυτούς. Κ' εκείνοι πάλιν ό,τι θέλεις διά να σε ευχαριστήσουν. Χορεύουν, βουτούν, παίζουν. Προηγούνται, ως να θέλουν να σε οδηγήσουν εις τας κατοικίας των, τας δροσεράς, τας υγράς φωλεάς των, όπου το κύμα φωσφορίζει φέγγον, όπου η δρόσος είνε αιωνία. Κ' εν ώ προβαίνουν ταχύπτεροι, αίφνης ίστανται και σε περιμένουν και σε κράζουν μετά μονοσύλλαβά των, γλαριστί:

— Καλώς τον φίλον μας! Καλώς τον φίλον μας!

Κ' εν ώ περιμένουν, θωπεύουν τον αέρα με τας κυρτάς των ως δαμασκιά πτέρυγας, και φιλούν το κύμα με τα ράμφη των. Πόθεν ήλθον; Πού πηγαίνουν οι φίλοι μου, οι κάτασπροι γλάροι; Είνε γλάροι της Μιτυλήνης; Είνε γλάροι της Λήμνου; της Τρωάδος είνε οι γλάροι η της Τενέδου; Τους έβλεπον τάχα και οι Αχαιοί;

Ω! η λευκή, η καλή συντροφιά μου, οι γλάροι του Αιγαίου! Καταμεσής 'ς το πέλαγος αναμένουν να χαιρετίσωσι τους ταξειδεύοντας. Άγγελοι του αισίου πλου, υπάρξεις ποθηταί εν κρυερά του πόντου ερημία. Μειδίαμα γλυκύ εν τη πικρά μοναξία. Ελπίς ότι εγγύς που ο κόσμος. Αφορμή μελέτης διά τον σοφόν. Έμπνευσις διά τον ποιητήν. Δουλειά διά τον άεργον. Παραμυθία διά τον ναύτην, όστις επακουμβών επί της κωπαστής συνάπτει άφωνον διάλογον με τον λευκόν πτερωτόν του σύμπλουν. Ναύτης προς ναύτην. Θαλασσοδαρμένος προς θαλασσοδαρμένον. Γλάρος προς γλάρον.

Και πετούν ενίοτε υψηλά. Πλησιάζουν εις τας κόφας του πλοίου, τρέχουν γύρω και χορεύουν περί τον θαλασσομάχον, τον ξύλινον της πρώρας αδελφόν των, όστις βουτά και αυτός καθώς αυτοί ως δίστομον στιλέτο κόπτον το κύμα. Και πολλάκις πολλοί-πολλοί περισυναχθέντες τριγυρίζουσι την σκούναν εν χαιρετισμοίς, μεγάλην γλαρίναν, μητέρα πολυπαθή των λογικών γλάρων.

Εκόπασε πλέον ο σάλος· τα κύματα καταπονηθέντα καθ' όλην την νύκτα επραΰνθησαν. Η θάλασσα γαληνιάζει πάλιν. Δευτέραν φοράν διερχόμεθα εγγύς της πολυσχιδούς Λήμνου, ηρέμα, από της αντιθέτου πλευράς. Επί τινος χρησίζοντος λοφίσκου υπολευκάζει παρεκκλήσιον. Όλοι οι ναύται, προς αυτό ατενίζοντες ευλαβώς, κάμνουν τον σταυρόν των.

— Άη-Νικόλα!

Λέγουσιν όλοι εγκαινιάζοντες το άγνωστον παρεκκλήσιον επ' ονόματι του θαλασσινού των αγίου.

Μικρά βρατσέρα πλέει παρά την ακτήν φοβισμένη, μετά τον σάλον ξετρυπώσασα.

Υπό τινα βράχον μοι φαίνεται πως διακρίνω την σκιάν του εκσφενδονισθέντος από του Ολύμπου άλλοτε χωλού Ηφαίστου και παρά τι σπήλαιον:

«Ορώ κενήν οίκησιν ανθρώπων δίχα» την οίκησιν του Σοφοκλείου Φιλοκτήτου· καί τινας συκάς απέξω εκλαμβάνω ως ράκη, τα οποία ήπλωσεν εκεί ο έρημος ήρως «βαρείας του νοσηλείας πλέα».


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση