Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #18  
Παλιά 12-04-17, 23:42
Το avatar του χρήστη Easty
Easty Ο χρήστης Easty δεν είναι συνδεδεμένος
ό,τι προλάβουμε
 

Τελευταία φορά Online: 28-12-23 16:56
Φύλο: Άντρας
— Μπούκα!

Ακούομεν αίφνης την φωνήν του πλοιάρχου μας. Εγειρόμεθα όλοι. Οι ναύται τρέχουν εις τας θέσεις των.

— Μόλα-μπουρίνα — τίρα-μόλα!

Εισήλθομεν εις τον Ελλήσποντον, διά χειρισμού δεξιού αποφεύγοντες το ισχυρόν ρεύμα. Δεξιά μας το Κουμ-καλέ, αριστερά το Συτίλ- Μπαχάρ, ορθάνοικτα φύλλα της πόρτας του γαλάζιου πορθμού.

Άνεμος δροσερός μας αναρριπίζει όλους. Αύραι ζωνταναί, αι αύραι του Ελλησπόντου. Τας βλέπεις σχεδόν πνεούσας κυανάς από το Τσανάκ- καλέ, αόρατον όπισθεν μιας κυανής άκρας της ασιατικής παραλίας. Τα ιστία αναταράσσονται κατ' αρχάς χαρμοσύνως ως μανδήλια της σκούνας επισειόμενα προς χαιρετισμόν επί τω αισίω κατάπλω και πλαταγούσιν ηδέως ως πτερά όρνιθος ετοιμαζομένης να καθήση. Συρίζουν δε και τα καρχήσια εν αγαλλιάσει και τα «δίνουμε» σκιρτώντες διά τ' Άσπρα Γιάρια. Το ρεύμα ροχθούν, αφρίζον, περιδινούμενον μεθ' ορμής κατέρχεται προς τα κάτω, καθιστών αδύνατον τον περαιτέρω ανάπλουν.

— Μπρούλια τρίγκο.

— Μάϊνα κόντρα! Μάϊνα φλέσι!

— Μάϊνα γάμπιαις!

— Μάϊνα φλόκια!

Αι διαταγαί του πλοιάρχου αλλεπάλληλοι αντηχούσαν εν τω κυανώ του Ελλησπόντου όρμω. Ο δρόμος ανακόπτεται και η σκούνα πλήττουσα τα κύματα, ως καλή οικοκυρά εισέρχεται εις τον θάλαμόν της ν' αναπαυθή μετά τόσον κοπιώδη πλουν.

— Πόντισον!

Τελειόνει τας διαταγάς του ο πλοίαρχος και τρίβων τας χείρας του βηματίζει επί της πρύμνης· αμέριμνος πλέον ως εργάτης σχολάσας από την εργασίαν του. Σχοινία και ιστία, τα πολύπλοκα άρμενα όλα αναμίξ επί του καταστρώματος και άλλα επί των ιστών. Οι ναύται ερπύζοντες ανέρχονται επί των κεραιών και περιμαζεύουσι περιδένοντες πάντα εν τάξει.

***

Σκάφη παντοία ηγκυροβολημένα εν αταξία, καθώς ηυκολύνοντο, επλήρουν τ' Άσπρα Γιάρια, ένα μέγαν λιμένα του Ελλησπόντου προς την Ανατολήν. Τριίστια μπάρκα και σκούναι κομψαί και μπάρκα- μπέστια και τσερνίκια και τρεχαντήραι παμμέγισται λαδάδικαι, φορτωμένα και κενά. Μαύρα, φαιά, πράσινα, γαλάζια, με άσπρα μπούρδα, κατάμαυρα. Στιλπνά, καινουργή, παληοκάραβα ανθρακοφόρα. Αυστριακά παμπάλαια, του πετρελαίου μπάρκα, Σκιαθίτικα, Κασσώτικα, Χιώτικα, καράβια Γαλαξειδιώτικα, Ψαριανά καράβια όλα φύρδην μίγδην ανέμενον άλλα μεν να πνεύση νότος, ίνα πλεύσωσι προς την Προποντίδα, άλλα δ' εκαρτέρουν τα ρυμουλκά να τα ρυμουλκήσωσι δύο- δύο, τρία-τρία μέχρι του Αναγαρά.

Καταγάλανα τα κύματα του Ελλησπόντου εχόρευον γύρω μας και αι ακταί αμμώδεις εξετείνοντο καθαραί, απαστράπτουσαι, ευωδιάζουσαι. Τα μαγαζάκια έξω του χωριού μέσα εις καταπρασίνους κήπους, γεμάτα πλοιάρχους, εγελοκοπούσαν, κ' η βάρκες εκουβαλούσαν πρωί-βράδυ τροφάς νωπάς, σφακτά τετράπαχα και δροσερά λαχανικά διά τον αραγμένον στολίσκον, ου τα πλείονα πλοία προωρισμένα διά την Μαύρην θάλασσαν ήθελαν ν' αποχαιρετίσωσι τα δροσερά της Ανατολής ζαρζαβατικά. Τινές δε πλοίαρχοι και συνεπλήρουν την αποθήκην των τροφών, ευρίσκοντες αυτόθι ευθηνότερα και καλλίτερα τα πράγματα.

Η Θρακική Χερσόνησος απέναντι μας με τα θαμνώδη βουνάκια της εσκοτίνιαζεν ήδη. Ο κάβο-Φονιάς, επικίνδυνος, εις αβαθή ύδατα, άκρα, μας έκρυπτε το Τσανάκ-καλέ, όπου έπρεπε να παρουσιάση ο πλοίαρχός μας τα χαρτιά του κατά την τάξιν.

Χαριεστάτη διήλθεν είτα η πρώτη της νυκτός φυλακή. Ο γλαυκός Ελλήσποντος ποικιλοτρόπως αντήχει από τους διαφόρους γλωσσικούς ιδιωτισμούς των ναυτικών Ελληνικών πόλεων, συγχεομένους όλους εις μίαν δροσερωτάτην αρμονίαν. Πλοίαρχοι και ναύται εκουβέντιαζαν από τα διάφορα πλοία ξεκουραζόμενοι μετά τον επίπονον πλουν, διηγούμενοι προς αλλήλους τα κατά τον πλουν και ερωτώντες «για της δουλιαίς πώς πάνε».

***

Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά. Βουνά με τα δένδρα των και χωριά με τα σπίτια των όλα έφευγον, ως να τα είχε παρασύρει το ρεύμα του Ελλησπόντου ακατάσχετον. Έτρεχε το ρυμουλκόν ολοταχώς, έτρεχε και η σκούνα μαζί όπισθέν του, καμαρώνουσα, δεμένη, χαίρουσα. Νεόνυμφη που την εχόρευε ο μικρός κουμπάρος της, το ρυμουλκόν με συρματένιο μανδήλι. Καμμιά φορά ότε το ρεύμα ήτο ισχυρόν ήσθμαινε το ρυμουλκόν, εκοντοστέκετο και η σκούνα με τα δυο τρεχαντήρια ένθεν και ένθεν αρνουμένη να προχωρήση — κατάδικοι που τους επήγαινον να τους κρεμάσουν . . . . Ατμόπλοια διάφορα, φορτωμένα και κενά παραπλέουσι αναβαίνοντα και καταβαίνοντα σιωπηλά, βωβά, μη ανταλλάσσοντα ουδέ χαιρετισμόν από την βίαν των.

— Έτσι μπορώ να ταξειδεύω με κάθε καιρό!

Έλεγεν η Νεροφίδα, ξαπλωμένος ο γέρων ναύτης, — έλεγε πώς ήτο αδιάθετος — παρά το μαγειρείον, οπόθεν εξήρχετο ευώδης η ορεκτική οσμή του παρασκευαζομένου αλιπάστου κρέατος διά το πρόγευμα. Περί αυτόν οι ναύται έξαινον στυππείον, διότι ο πλοίαρχος είχεν επαναλάβει πάλιν ειπών ότι «η μόνη τέχνη που δεν περνά είναι η τεμπελιά».

— Σαν αποχτήσω, βρε παιδιά, εξηκολούθησεν η Νεροφίδα, κ' εγώ καμμιά σκούνα, και γένω καπετάνιος, θα πάρω κ' ένα ρυμούλκι, να με τραβά πάντα. Κ' εγώ ξαπλωμένος θα φουμάρω το τσιμπουκάκι μου. Να με βλέπουν που λέτε η θάλασσαις και τα πέλαγα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν οι σκούναις και τα μπάρκα και να λένε: « — Να καπετάνιος μια φορά!» Να με βλέπουν και η Μαυροθαλασσίτισσαις και μελαχροιναίς και να λένε και αυταίς: « — Να καπετάνιος μια φορά!»

Και θωπεύων εγγύς του τον Αράπην, τον μπογαζιανόν σκύλλαρον της σκούνας, έλεγε χαριεντιζόμενος, θεωρών το ρυμουλκόν αφανές από τους αφρούς, έλκον ολοταχώς την σκούναν.

— Γεια σου, ξεφτέρι μου! |

Κ' εξηκολούθει:

— Έπρεπε να σας είχα, μωρέ σεις παιδιά, με τούτη τη σκούνα. Εταξειδεύσαμε πάλι για τον Ποταμόν άδειοι.

Ξανοίξαμε από τον Μαρμαρά και εκάμναμε μια μεγάλη βόλτα από την Ραιδεστό ς' την Καλόλημνο. Μόλις που ετεραμολάραμε, να τα γυρίσουμε, απάνω, που λέτε, ς' την στροφή, ς' την Καλόλημνο, να και πετιέται ανατολικά μπροστά μας πράσινο φανάρι, θηρίο ανήμερο ολοταχώς. Θάλασσα-κιαμέτι. Δεκέμβριος μήνας. Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη:

— Πράσινο φανάρι!

— Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του.

Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν:

— Πράσινο φανάρι!

Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη. Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια.

— Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι.

Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε.

— Άη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω!

Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο.

— Ε! από το βαπόρι! Ε! από το βαπόρι! φωνάζαμε όλοι, αλλά ο αγέρας έπαιρνε προς τα κάτω της φωναίς μας. Ούτε ξεχώριζαν διόλου από την βοή του βοριά. Την καμπάνα! την καμπάνα!

Ακούμε τότε μια φωνή, και αμέσως ακούμε και την καμπάνα που εβούιζεν άγρια ς' την πλώρη μας σαν σε λείψανο.

Απάνω ς' το χτύπημα της καμπάνας ακούμε και δυνατό σφύριγμα, σφύριγμα μηχανής. Κ' ένα ξεθύμασμα βαθύ κατόπιν. Η σκούνα μας τα γύρισε και το πράσινο φανάρι σταμάτησε μπροστά μας, ένα θηρίο, ένα θεοπάπουρο!

Ποιος φώναξε: — την καμπάνα; — Κανείς από μας δεν φώναξε. Πώς χτύπησεν η καμπάνα; Κανείς από μας δεν χτύπησεν. Ο μάγειρός μας, ένας που έκαμε σε μοναστήρια, έλεγε πως είδεν ένα γεροντάκι ζωηρό με άσπρα γένεια στρογγυλά σαν τον Άη-Νικόλα, που εχτύπησε μονάχος του την καμπάνα.

Σ' την μέση θα μας έκοβεν, αν δεν μας εγλύτωνεν ο Άη-Νικόλας.

Και μετ' ευλαβείας η Νεροφίδα διακόψας την διήγησιν έκαμε τον σταυρόν του. Όλοι τον εμιμήθημεν.

— Είδατε, μωρέ παιδιά, το ασημένιο καραβάκι; Εξηκολούθησε πάλιν η Νεροφίδα. Εκείνο το ασημένιο καραβάκι που κρέμεται από τον μεγάλον πολυέλαιον ς' τον Άη-Νικόλα; ς' την πατρίδα; Είν' η σκούνα μας αυτή που την έταξεν ασημένια ο καπετάνιος μας ς' τον Άη-Νικόλα τότες που μας εγλύτωσε. Όλη από καθαρό ασήμι, καλοδουλεμένο, της Ρωσίας ασήμι. Μισή οκά ασήμι. Σε πρώτο ταξείδι, όταν φθάσαμε με το καλό ς' το Ταϊγάνι, ο καπετάνιος μας αμέσως επαράγγειλε μια ασημένια σκούνα, μισή οκά, με τα κατάρτια της, με τα πανιά της ανοιχτά, με τα ξάρτια της, όλα ασημένια. Μπροστά 'ς την πλώρη ένα ασημένιο γεροντάκι με στρογγυλά ασημένια γένεια, ο Άης-Νικόλας, σημαίνει την καμπάνα την ασημένια. Πίσω ο καπετάνιος. Δεν λείπει κι' αυτός. Γονατιστός, ξεσκούφωτος, ασημένιος.

Είνε τώρα κρεμασμένη 'ς τον πολυέλαιο του Άη-Νικόλα. Και όταν ανάφτη ο γέρω-Συμβίας της λαμπάδες, ς' την πανήγυριν, σ' την αγρυπνία και τον κουνή κατόπιν τον πολυέλαιο, κουνιέται κ' η σκούνα η ασημένια μαζί του πέρα-δω, ς' την αγρυπνία, κ' είνε μια χαρά να την βλέπης. Θαρρείς και ταξειδεύει ς' τη Μαύρη Θάλασσα.


(συνεχίζεται...)
__________________
Ό,τι προλάβουμε
Απάντηση με παράθεση